Μιράντα Σοφιανού: Οι τραγικές ομοιότητες των πολέμων του χθες και του σήμερα μέσα από ένα βιβλίο
30.03.2022
06:44
Στο βιβλίο της «Ο παππούς μου ο Φάχρη» ξετυλίγεται ιστορία μιας μεγάλης οικογένειας από τη Μικρά Ασία μέσα από κείμενα, ντοκουμέντα, χάρτες, συμβόλαια και παλιές φωτογραφίες
Πόσο μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους δύο πόλεμοι που έγιναν με έναν αιώνα διαφορά; Πόσο μπορεί να μοιάζουν οι εικόνες των λαβωμένων πόλεων και τα συναισθήματα των ανθρώπων που έχασαν το βιος τους και έγιναν πρόσφυγες μέσα σε λίγες ώρες; Ενδιαφέρουσες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα προκύπτουν από την σύγκριση των σημερινών δεδομένων του πολέμου που έχει εξαπολύσει η Ρωσία ενάντια στην Ουκρανία με περιγραφές από την Μικρασιατική Καταστροφή έτσι όπως με γλαφυρότητα έχουν αποτυπωθεί στο βιβλίο της Μιράντας Σοφιανού με τίτλο «Ο παππούς μου ο Φάχρη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μίλητος».
«2022: Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μας έδωσε ένα μεγάλο μάθημα. Ποτέ ξανά είπαμε όλοι. Οι διαφορές θα λύνονται στο τραπέζι. Στον πόλεμο δεν κερδίζει κανείς. `Όλοι είναι ηττημένοι. 24 Φεβρουαρίου 2022: Αεροπλάνα, βόμβες, κτίρια να γκρεμίζονται.`Ένας ολόκληρος πολιτισμός καταστρέφεται. Οι σειρήνες συνεχίζουν τον φοβερό ήχο και ο κόσμος τρέχει στα καταφύγια. Χιλιάδες Ουκρανοί φεύγουν και τρέχουν να σωθούν σε διπλανές χώρες. Βία, θάνατος και παιδιά που κλαίνε»: Οι παραπάνω σκέψεις ανήκουν στην ίδια την συγγραφέα η οποία ως παιδί προσφυγικής οικογένειας, γνωρίζει από πρώτο χέρι τί σημαίνει πόλεμος και προσφυγιά και έχει αφοσιωθεί με πάθος στη διατήρηση της μνήμης.
Το βιβλίο της «Ο παππούς μου ο Φάχρη» αποτελεί ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη και την Πέργαμο μέχρι την προσφυγική Νέα Σμύρνη, που εκτείνεται χρονικά από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα. Παρακολουθούμε την ιστορία μιας μεγάλης οικογένειας μέσα από κείμενα, ντοκουμέντα, χάρτες, συμβόλαια και παλιές φωτογραφίες. Τα μέλη της οικογένειας Φάχρη και Φενερλή έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία της Πόλης και ευεργέτησαν με πολλούς τρόπους το γένος. Στις σελίδες του βιβλίου ξετυλίγονται ιστορίες απλές και καθημερινές ενός κόσμου που έφυγε:
Μικρά Ασία – Πέργαμος 1914. Ξανά 1922.
Οι δικοί μας άνθρωποι, η ίδια εικόνα. Χιλιάδες Έλληνες προσπαθούν να βρουν ένα καράβι, να σωθούν, να φύγουν.
«Ο δρόμος ήταν χωματένιος. Ζέστη, σκόνη κι αγωνία, θλίψη για εκείνα που άφηναν πίσω - και ήταν τόσα πολλά!-, τρόμος για αυτά που τους περίμεναν. Σύννεφο η σκόνη, ο λαιμός στεγνός, το νερό δεν μπορούσε να τους δροσίσει, ο ζεστός ήλιος τους έκαιγε. Μύριζε καπνός από παντού, απροσδιόριστη η προέλευση του. Ολόγυρα ακούγονταν άγριες τουρκικές φωνές. Κρατούσες την ανάσα από το φόβο!
Οι περισσότεροι πρόσφυγες σιωπηλοί μετρούσαν τα βήματα τους. Άλλοι έκλαιγαν κι αποχαιρετούσαν σπαραξικάρδια τη γη τους κι άλλοι έμεναν βουβοί, άλαλοι, ανίκανοι να σηκώσουν τόσο βάρος... Απάντηση για αυτό τον ξεριζωμό δεν είχαν. Έγιναν όλα πολύ γρήγορα κι ανεξήγητα βιαστικά. Προσπαθούν να κατανοήσουν, καθώς περπατούν, τι έγινε...
Κυριακή 25 Μαϊου 1914
Οι άνθρωποι κρυφομιλούν στα σπίτια και στους δρόμους . Η ατμόσφαιρα βαριά. Άσχημα μαντάτα και κακή διάθεση. Πληροφορίες ότι κάποια μπουλούκια περνούν έξω από την Πέργαμο, με κατεύθυνση προς το Δικελί, εντείνουν την ανησυχία. Ολόκληρο το Χριστιανοχώρι 800 άτομα περίπου, ξεσηκώνεται από τους Τούρκους, προχωρά δίπλα στα χωράφια. Και δεν ξέρουν που τους πηγαίνουν!
Δευτέρα 26 Μαϊου 1914
Άλλη μια μέρα αβεβαιότητας και αγωνίας. Ο φόβος πλανιέται παντού. Σκοτείνιασε και τα φώτα δεν άναψαν. Σκοτεινοί οι δρόμοι, λιγοστά τα φώτα στα σπίτια. Κατάσταση πένθους. Από μέρες είχαν αρχίσει να καταφθάνουν καινούριοι, άγνωστοι άνθρωποι στις γειτονιές, Τούρκοι, Πομάκοι και Τσέτες, όπως έλεγαν τότε τους Τούρκους αντάρτες.
Πώς θα περάσει ετούτη η νύχτα; Κανείς δεν μπορεί να κοιμηθεί. Περιμένουν, μήπως και κάτι γίνει με το ξημέρωμα. Τρόμος, αγρύπνια και ψυχοπλάκωμα.
Τρίτη, 27 Μαϊου 1914
Πρωί πρωί οι άντρες μαζεύονται στην αγορά να μάθουν τα νέα. Γύρισε γρήγορα ο παππούς μου, ο Κωστής, στο σπίτι του με μιαν άμαξα. Ίσα που πρόφτασε να τη νοικιάσει την τελευταία στιγμή. Με λίγα βιαστικά λόγια έδωσε το στίγμα της καινούριας τους μοίρας.
- Δεν έχουμε καιρό για να σκεφτούμε! Πρέπει να φύγουμε σε μια ώρα! Οι Τούρκοι μας διώχνουνε, δεν έχουμε άλλα περιθώρια.... Όποιος μείνει, θα εκτελεστεί! Πάρτε τα πιο απαραίτητα, δύο μπόγους, νερό, λίγα τρόφιμα...Ακούς εκεί! Σε μια ώρα!
Πώς να μαζέψεις τους κόπους μιας ζωής σε μια ώρα; Τι να πάρεις και τι να αφήσεις; Χωράει σε δύο μπόγους μια ολόκληρη ζωή; Χωράνε σε έναν αραμπά τα μπερεκέτια της Περγάμου;
«2022: Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μας έδωσε ένα μεγάλο μάθημα. Ποτέ ξανά είπαμε όλοι. Οι διαφορές θα λύνονται στο τραπέζι. Στον πόλεμο δεν κερδίζει κανείς. `Όλοι είναι ηττημένοι. 24 Φεβρουαρίου 2022: Αεροπλάνα, βόμβες, κτίρια να γκρεμίζονται.`Ένας ολόκληρος πολιτισμός καταστρέφεται. Οι σειρήνες συνεχίζουν τον φοβερό ήχο και ο κόσμος τρέχει στα καταφύγια. Χιλιάδες Ουκρανοί φεύγουν και τρέχουν να σωθούν σε διπλανές χώρες. Βία, θάνατος και παιδιά που κλαίνε»: Οι παραπάνω σκέψεις ανήκουν στην ίδια την συγγραφέα η οποία ως παιδί προσφυγικής οικογένειας, γνωρίζει από πρώτο χέρι τί σημαίνει πόλεμος και προσφυγιά και έχει αφοσιωθεί με πάθος στη διατήρηση της μνήμης.
Το βιβλίο της «Ο παππούς μου ο Φάχρη» αποτελεί ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη και την Πέργαμο μέχρι την προσφυγική Νέα Σμύρνη, που εκτείνεται χρονικά από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα. Παρακολουθούμε την ιστορία μιας μεγάλης οικογένειας μέσα από κείμενα, ντοκουμέντα, χάρτες, συμβόλαια και παλιές φωτογραφίες. Τα μέλη της οικογένειας Φάχρη και Φενερλή έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία της Πόλης και ευεργέτησαν με πολλούς τρόπους το γένος. Στις σελίδες του βιβλίου ξετυλίγονται ιστορίες απλές και καθημερινές ενός κόσμου που έφυγε:
Μικρά Ασία – Πέργαμος 1914. Ξανά 1922.
Οι δικοί μας άνθρωποι, η ίδια εικόνα. Χιλιάδες Έλληνες προσπαθούν να βρουν ένα καράβι, να σωθούν, να φύγουν.
«Ο δρόμος ήταν χωματένιος. Ζέστη, σκόνη κι αγωνία, θλίψη για εκείνα που άφηναν πίσω - και ήταν τόσα πολλά!-, τρόμος για αυτά που τους περίμεναν. Σύννεφο η σκόνη, ο λαιμός στεγνός, το νερό δεν μπορούσε να τους δροσίσει, ο ζεστός ήλιος τους έκαιγε. Μύριζε καπνός από παντού, απροσδιόριστη η προέλευση του. Ολόγυρα ακούγονταν άγριες τουρκικές φωνές. Κρατούσες την ανάσα από το φόβο!
Οι περισσότεροι πρόσφυγες σιωπηλοί μετρούσαν τα βήματα τους. Άλλοι έκλαιγαν κι αποχαιρετούσαν σπαραξικάρδια τη γη τους κι άλλοι έμεναν βουβοί, άλαλοι, ανίκανοι να σηκώσουν τόσο βάρος... Απάντηση για αυτό τον ξεριζωμό δεν είχαν. Έγιναν όλα πολύ γρήγορα κι ανεξήγητα βιαστικά. Προσπαθούν να κατανοήσουν, καθώς περπατούν, τι έγινε...
Κυριακή 25 Μαϊου 1914
Οι άνθρωποι κρυφομιλούν στα σπίτια και στους δρόμους . Η ατμόσφαιρα βαριά. Άσχημα μαντάτα και κακή διάθεση. Πληροφορίες ότι κάποια μπουλούκια περνούν έξω από την Πέργαμο, με κατεύθυνση προς το Δικελί, εντείνουν την ανησυχία. Ολόκληρο το Χριστιανοχώρι 800 άτομα περίπου, ξεσηκώνεται από τους Τούρκους, προχωρά δίπλα στα χωράφια. Και δεν ξέρουν που τους πηγαίνουν!
Δευτέρα 26 Μαϊου 1914
Άλλη μια μέρα αβεβαιότητας και αγωνίας. Ο φόβος πλανιέται παντού. Σκοτείνιασε και τα φώτα δεν άναψαν. Σκοτεινοί οι δρόμοι, λιγοστά τα φώτα στα σπίτια. Κατάσταση πένθους. Από μέρες είχαν αρχίσει να καταφθάνουν καινούριοι, άγνωστοι άνθρωποι στις γειτονιές, Τούρκοι, Πομάκοι και Τσέτες, όπως έλεγαν τότε τους Τούρκους αντάρτες.
Πώς θα περάσει ετούτη η νύχτα; Κανείς δεν μπορεί να κοιμηθεί. Περιμένουν, μήπως και κάτι γίνει με το ξημέρωμα. Τρόμος, αγρύπνια και ψυχοπλάκωμα.
Τρίτη, 27 Μαϊου 1914
Πρωί πρωί οι άντρες μαζεύονται στην αγορά να μάθουν τα νέα. Γύρισε γρήγορα ο παππούς μου, ο Κωστής, στο σπίτι του με μιαν άμαξα. Ίσα που πρόφτασε να τη νοικιάσει την τελευταία στιγμή. Με λίγα βιαστικά λόγια έδωσε το στίγμα της καινούριας τους μοίρας.
- Δεν έχουμε καιρό για να σκεφτούμε! Πρέπει να φύγουμε σε μια ώρα! Οι Τούρκοι μας διώχνουνε, δεν έχουμε άλλα περιθώρια.... Όποιος μείνει, θα εκτελεστεί! Πάρτε τα πιο απαραίτητα, δύο μπόγους, νερό, λίγα τρόφιμα...Ακούς εκεί! Σε μια ώρα!
Πώς να μαζέψεις τους κόπους μιας ζωής σε μια ώρα; Τι να πάρεις και τι να αφήσεις; Χωράει σε δύο μπόγους μια ολόκληρη ζωή; Χωράνε σε έναν αραμπά τα μπερεκέτια της Περγάμου;
Η πορεία ξεκίνησε το πρωί στις οχτώ, μπροστά από το καφενείο της πλατείας του Αγίου Γεωργίου (Ντομούζ Αλάν), κι έγινε ένας συρφετός από ανθρώπους απορημένους και ξαφνιασμένους. Κανένας τους δεν πίστευε ακόμη ότι αυτό που τους συνέβη είχε σχέση με την πραγματικότητα!
Σκέφτονταν με σκυμμένα κεφάλια, έκλαιγαν, αγωνιούσαν και περπατούσαν.... Πίσω τους άφηναν τα γόνιμα κτήματα, τα υπάρχοντά τους, τα αμπέλια και τα μαγαζιά τους τα φορτωμένα με πραμάτεια κάθε λογής. Πού παρατούσαν τα σπίτια, τα σχολειά και τις εκκλησίες τους, τα κόκαλα των πεθαμένων τους, τους πολυαγαπημένους τόπους, τα βουνά και τα ποτάμια τους, τη ζωή τους όλη; Δεν υπάρχει καιρός για σκέψεις. Τώρα κοίταζαν μονάχα μπροστά τους, εκεί... Στη θάλασσα! Στη σωτηρία!
Άρχιζε να σκοτεινιάζει. Φτάνουν στο Δικελί. Κρατιούνται οι άνθρωποι από τα χέρια, για να παίρνουν δύναμη ο ένας από τον άλλον. Εννιά χιλιάδες ξεριζωμένοι Έλληνες χριστιανοί. Χτεσινά αφεντικά σε τούτο τον ευλογημένο τόπο και τώρα πρόσφυγες. Το λιμάνι είναι γεμάτο κόσμο. Φοβούνται να μην παρασυρθούν μέσα σε εκείνο το χαλασμό. Άνθρωποι από τα γύρω χωριά κρατούν στα χέρια τους ένα μπογαλάκι, κρατούν στην αγκαλιά τα μωρά τους, από το χέρι τα μεγαλύτερα παιδάκια τους. Προσπαθούν να προστατέψουν τους γέρους γονείς, να μη χαθούν, να μείνουν όλοι μαζί, ενωμένοι, ασφαλείς...
Κουρασμένοι κοιτούν προς τη θάλασσα, με την ελπίδα να φτάσει ένα καράβι, να τους πάρει μακριά... Δόξα σοι ο Θεός! Ένα μεγάλο καράβι φτάνει τα μεσάνυχτα, γεμίζει κόσμο και φεύγει......»
Σκέφτονταν με σκυμμένα κεφάλια, έκλαιγαν, αγωνιούσαν και περπατούσαν.... Πίσω τους άφηναν τα γόνιμα κτήματα, τα υπάρχοντά τους, τα αμπέλια και τα μαγαζιά τους τα φορτωμένα με πραμάτεια κάθε λογής. Πού παρατούσαν τα σπίτια, τα σχολειά και τις εκκλησίες τους, τα κόκαλα των πεθαμένων τους, τους πολυαγαπημένους τόπους, τα βουνά και τα ποτάμια τους, τη ζωή τους όλη; Δεν υπάρχει καιρός για σκέψεις. Τώρα κοίταζαν μονάχα μπροστά τους, εκεί... Στη θάλασσα! Στη σωτηρία!
Άρχιζε να σκοτεινιάζει. Φτάνουν στο Δικελί. Κρατιούνται οι άνθρωποι από τα χέρια, για να παίρνουν δύναμη ο ένας από τον άλλον. Εννιά χιλιάδες ξεριζωμένοι Έλληνες χριστιανοί. Χτεσινά αφεντικά σε τούτο τον ευλογημένο τόπο και τώρα πρόσφυγες. Το λιμάνι είναι γεμάτο κόσμο. Φοβούνται να μην παρασυρθούν μέσα σε εκείνο το χαλασμό. Άνθρωποι από τα γύρω χωριά κρατούν στα χέρια τους ένα μπογαλάκι, κρατούν στην αγκαλιά τα μωρά τους, από το χέρι τα μεγαλύτερα παιδάκια τους. Προσπαθούν να προστατέψουν τους γέρους γονείς, να μη χαθούν, να μείνουν όλοι μαζί, ενωμένοι, ασφαλείς...
Κουρασμένοι κοιτούν προς τη θάλασσα, με την ελπίδα να φτάσει ένα καράβι, να τους πάρει μακριά... Δόξα σοι ο Θεός! Ένα μεγάλο καράβι φτάνει τα μεσάνυχτα, γεμίζει κόσμο και φεύγει......»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr