Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Ντίνα Κώνστα: Η ανεξάρτητη γυναίκα, η σπουδαία θεατρική ηθοποιός και η ακοπιάριστη Ντένη Μαρκορά
Ντίνα Κώνστα: Η ανεξάρτητη γυναίκα, η σπουδαία θεατρική ηθοποιός και η ακοπιάριστη Ντένη Μαρκορά
Η διαδρομή της από τη Σάμο που μεγάλωσε χωρίς πατέρα μέχρι τις μεγάλες αθηναϊκές σκηνές και τη μετάβασή της από τους δραματικούς θεατρικούς ρόλους στους δημοφιλείς τηλεοπτικούς χαρακτήρες που άφησαν εποχή
Γυναίκα αντισυμβατική και ανεξάρτητη που δεν δέχτηκε ποτέ να μπει σε καλούπια και απεχθανόταν οτιδήποτε αναγκαστικό. Ηθοποιός υψηλής κλάσης που υπηρέτησε με την ίδια σοβαρότητα και σεβασμό τόσο τους μεγάλους θεατρικούς ρόλους που της ανατέθηκαν κατά καιρούς όσο και τους κωμικούς τηλεοπτικούς χαρακτήρες μέσα από τους οποίους την ξεχώρισε και την λάτρεψε το ευρύ κοινό. Είχε μια μοναδική ικανότητα να συνεπαίρνει τον θεατή της είτε ως τραγική Σωτηρία Μπέλλου στο φινάλε της ζωής της είτε ως ανεπανάληπτη Ντένη Μαρκορά με το ακοπιάριστο στυλ και τις βιοτριλικές ατάκες που άφησαν εποχή. Μα πάνω απ΄ όλα η Ντίνα Κώνστα, που έφυγε χθες από τη ζωή, σε ηλικία 83 ετών, ήταν μια γυναίκα που έζησε τη ζωή της ακριβώς όπως εκείνη επέλεξε.
Το επανασταστικό ταμπεραμέντο της, εξάλλου, διαφάνηκε από τα μαθητικά της κιόλας χρόνια, στη Σάμο όπου μεγάλωσε. Τότε που αρνούνταν πεισματικά να απαγγείλει ποιήματα στις σχολικές γιορτές, όχι γιατί δεν της άρεσαν αλλά επειδή προσπαθούσαν να τής το επιβάλλουν. Ίσως το γεγονός ότι έμεινε ορφανή από πατέρα, λίγους μήνες μόνον μετά τη γέννησή της, την οδήγησε, από νωρίς, να γίνει η ίδια ο άνδρας της ζωής της, να μην επιτρέψει σε κανέναν να την πατρονάρει.
Όταν ήρθαν με τη μητέρα και την αδελφή της στη Αθήνα, το αστικό περιβάλλον και οι τέσσερις τοίχοι του σπιτιού της στους Αμπελοκήπους την έκαναν να ασφυκτιά. Έβρισκε διέξοδο στις αλάνες της γειτονιάς, παίζοντας κυρίως με τα αγόρια.
Λίγα χρόνια αργότερα, μαθήτρια ακόμη, θα αρχίσει να αποκτά κοινωνικό – πολιτική συνείδηση και να συμμετέχει σε διαδηλώσεις. Προερχόμενη από Αριστερή οικογένεια, μια πολιτική ταυτότητα που δεκαετίες αργότερα θα επισημοποιηθεί μέσα από τις τρεις υποψηφιότητές της με τον Συνασπισμό Συνασπισμό στις Ευρωεκλογές του 1999 και στις βουλευτικές εκλογές του 2000 και του 2004, είχε μάθει να υπερασπίζεται τους αδύναμους.
Κι όταν φθάνει η στιγμή να επιλέξει τί θέλει να κάνει στη ζωή της, εκείνη επιλέγει τη δημοσιογραφία. Βρίσκει γοητευτικό αυτόν τον χώρο μιας και δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της να κάνει μια δουλειά που θα συνοδεύεται από έναν τρόπο ζωής προβλέψιμο και άρα εξαιρετικά πληκτικό. Θέλει η κάθε μέρα της να είναι διαφορετική: «Βαριόμουν πολύ. Έβλεπα τις γειτόνισσες να ζουν καθημερινά τα ίδια και τα ίδια, μια ρουτίνα του τύπου γραφείο-σπίτι, σπίτι-γραφείο, και αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ζω έτσι» είχε εξομολογηθεί η ίδια.
Εξετάσεις για να περάσει στο Πανεπιστήμιο δεν δίνει καθώς ο ευκατάστατος θείος της, που έχει αναλάβει την ενίσχυση της οικογένειάς της, τής έχει υποσχεθεί ότι θα τη στείλει να σπουδάσει δημοσιογραφία στο εξωτερικό. Δεν κρατά ωστόσο την υπόσχεσή του θεωρώντας ότι η ζωή του δημοσιογράφου δεν είναι για γυναίκες.
Η θεατρική διαδρομή
Απογοητευμένη, ξεκινά να βρίσκει καταφύγιο στον μαγικό κόσμο του θεάτρου. Παρακολουθεί δεκάδες παραστάσεις, γοητεύεται από την τέχνη της υποκριτικής, δεν είναι όμως σίγουρη ότι θα καταφέρει να τήν υπηρετήσει μένοντας μακροχρόνια πιστή σε αυτήν. Περνάει κάθε μέρα από διάφορες δραματικές σχολές αλλά δεν τολμά να μπει μέσα. Ώσπου μια μέρα παίρνει μια βαθιά ανάσα και περνά το κατώφλι της σχολής του Κώστα Μιχαηλίδη. Μαθητεύει στο πλευρό της Μαίρης Αρώνη ενώ παράλληλα εργάζεται σε μια εταιρεία με χρώματα για να εξασφαλίσει τα δίδακτρα. Στην οικογένειά της δεν έχει πει κουβέντα για τη δραματική. Θα την δουν αργότερα πάνω στη σκηνή και θα διαπιστώσουν έκπληκτοι πως είναι καλή, πολύ καλή!
Η πρώτη επίσημη θεατρική της εμφάνιση θα γίνει το 1965, στη «Φαύστα» του Μποστ. Εκεί θα την γνωρίσει όλη η πολιτιστική αφρόκρεμα της Αθήνας, από τον Κατράκη, τον Μυράτ και τον Τσαρούχη μέχρι τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο. Οι δρόμοι πλέον ανοίγονται ορθάνοιχτοι μπροστά της. ΄Έρχονται συνεργασίες με τους θιάσους του Κατράκη, του Μουσούρη, του Μιχαηλίδη, των Ληναίου – Φωτίου κ.α., ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας πολλές παραστάσεις στις οποίες συμμετέχει λογοκρίνονται.
Το επανασταστικό ταμπεραμέντο της, εξάλλου, διαφάνηκε από τα μαθητικά της κιόλας χρόνια, στη Σάμο όπου μεγάλωσε. Τότε που αρνούνταν πεισματικά να απαγγείλει ποιήματα στις σχολικές γιορτές, όχι γιατί δεν της άρεσαν αλλά επειδή προσπαθούσαν να τής το επιβάλλουν. Ίσως το γεγονός ότι έμεινε ορφανή από πατέρα, λίγους μήνες μόνον μετά τη γέννησή της, την οδήγησε, από νωρίς, να γίνει η ίδια ο άνδρας της ζωής της, να μην επιτρέψει σε κανέναν να την πατρονάρει.
Όταν ήρθαν με τη μητέρα και την αδελφή της στη Αθήνα, το αστικό περιβάλλον και οι τέσσερις τοίχοι του σπιτιού της στους Αμπελοκήπους την έκαναν να ασφυκτιά. Έβρισκε διέξοδο στις αλάνες της γειτονιάς, παίζοντας κυρίως με τα αγόρια.
Λίγα χρόνια αργότερα, μαθήτρια ακόμη, θα αρχίσει να αποκτά κοινωνικό – πολιτική συνείδηση και να συμμετέχει σε διαδηλώσεις. Προερχόμενη από Αριστερή οικογένεια, μια πολιτική ταυτότητα που δεκαετίες αργότερα θα επισημοποιηθεί μέσα από τις τρεις υποψηφιότητές της με τον Συνασπισμό Συνασπισμό στις Ευρωεκλογές του 1999 και στις βουλευτικές εκλογές του 2000 και του 2004, είχε μάθει να υπερασπίζεται τους αδύναμους.
Κι όταν φθάνει η στιγμή να επιλέξει τί θέλει να κάνει στη ζωή της, εκείνη επιλέγει τη δημοσιογραφία. Βρίσκει γοητευτικό αυτόν τον χώρο μιας και δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της να κάνει μια δουλειά που θα συνοδεύεται από έναν τρόπο ζωής προβλέψιμο και άρα εξαιρετικά πληκτικό. Θέλει η κάθε μέρα της να είναι διαφορετική: «Βαριόμουν πολύ. Έβλεπα τις γειτόνισσες να ζουν καθημερινά τα ίδια και τα ίδια, μια ρουτίνα του τύπου γραφείο-σπίτι, σπίτι-γραφείο, και αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ζω έτσι» είχε εξομολογηθεί η ίδια.
Εξετάσεις για να περάσει στο Πανεπιστήμιο δεν δίνει καθώς ο ευκατάστατος θείος της, που έχει αναλάβει την ενίσχυση της οικογένειάς της, τής έχει υποσχεθεί ότι θα τη στείλει να σπουδάσει δημοσιογραφία στο εξωτερικό. Δεν κρατά ωστόσο την υπόσχεσή του θεωρώντας ότι η ζωή του δημοσιογράφου δεν είναι για γυναίκες.
Η θεατρική διαδρομή
Απογοητευμένη, ξεκινά να βρίσκει καταφύγιο στον μαγικό κόσμο του θεάτρου. Παρακολουθεί δεκάδες παραστάσεις, γοητεύεται από την τέχνη της υποκριτικής, δεν είναι όμως σίγουρη ότι θα καταφέρει να τήν υπηρετήσει μένοντας μακροχρόνια πιστή σε αυτήν. Περνάει κάθε μέρα από διάφορες δραματικές σχολές αλλά δεν τολμά να μπει μέσα. Ώσπου μια μέρα παίρνει μια βαθιά ανάσα και περνά το κατώφλι της σχολής του Κώστα Μιχαηλίδη. Μαθητεύει στο πλευρό της Μαίρης Αρώνη ενώ παράλληλα εργάζεται σε μια εταιρεία με χρώματα για να εξασφαλίσει τα δίδακτρα. Στην οικογένειά της δεν έχει πει κουβέντα για τη δραματική. Θα την δουν αργότερα πάνω στη σκηνή και θα διαπιστώσουν έκπληκτοι πως είναι καλή, πολύ καλή!
Η πρώτη επίσημη θεατρική της εμφάνιση θα γίνει το 1965, στη «Φαύστα» του Μποστ. Εκεί θα την γνωρίσει όλη η πολιτιστική αφρόκρεμα της Αθήνας, από τον Κατράκη, τον Μυράτ και τον Τσαρούχη μέχρι τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο. Οι δρόμοι πλέον ανοίγονται ορθάνοιχτοι μπροστά της. ΄Έρχονται συνεργασίες με τους θιάσους του Κατράκη, του Μουσούρη, του Μιχαηλίδη, των Ληναίου – Φωτίου κ.α., ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας πολλές παραστάσεις στις οποίες συμμετέχει λογοκρίνονται.
Την δεκαετία του ’80 ξεκινά μια μακροχρόνια συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο η οποία θα διαρκέσει περίπου επτά χρόνια. Δουλεύει με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Διαγόρας Χρονόπουλος και ο Γιώργος Σεβαστίκγλου ενώ εμφανίζεται στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός, ωστόσο, θα οδηγήσει και πάλι τα βήματά της στο Ελεύθερο Θέατρο.
Από τις πολλές παρατάσεις στις οποίες έπαιξε κατά την διάρκεια της θεατρικής της διαδρομής η ίδια ξεχώριζε μία, από τις τελευταίες της καριέρας της. Ήταν το έργο η «Σωτηρία Μπέλλου – Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας» της Σοφίας Αδαμίδη, που παίχτηκε για τρεις σεζόν, από το 2011 έως το 2013, στο θέατρο Ήβη. Η ίδια επί μιάμιση ώρα μόνη της πάνω στη σκηνή υποδυόταν τη Σωτηρία Μπέλλου, σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, την παραμονή της εγχείρησης που θα τής στερήσει τη φωνή της, κάνοντας μια αναδρομή στη ζωή της και την καριέρα της. Η ερμηνεία της ήταν συγκλονιστική. Κάθε βράδυ το κοινό, όρθιο, την χειροκροτούσε ενθουσιασμένο και συγκινημένο παράλληλα. «Αυτή θέλω είναι η τελευταία μου παράσταση. Δεν την βγάζεις καθαρή από τέτοιους ρόλους. Ταυτίστηκα απολύτως. Το κουβαλούσα και το κουβαλάω» είχε δηλώσει με νόημα η ίδια σε συνέντευξή της.
Οι τηλεοπτικοί ρόλοι που άφησαν εποχή
Υπήρχε ένα μεγάλο παράδοξο στην καριέρα της Ντίνας Κώνστα. Ενώ στο θέατρο τής έδιναν, κυρίως δραματικούς ρόλους, καθώς, όπως τής έλεγαν, ταίριαζαν στα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου της, στην τηλεόραση καθιερώθηκε ως μία από τις πλέον επιτυχημένες, δημοφιλείς και διαχρονικές κωμικές περσόνες των τελευταίων δεκαετιών.
Από τα τέλη του ’70 κι έπειτα συμμετείχε σε αρκετές αξιόλογες τηλεοπτικές σειρές μεταξύ των οποίων και «Ο συμβολαιογράφος», « Το Μινόρε της Αυγής», «Ο Κίτρινος Φάκελος», «Οι Φρουροί της Αχαίας», «Χαίρε Τάσο Καρατάσο», «Το σόι μας» κ.α.
Ήταν όμως ο ρόλος της Γιολάντα Ραγιά, στο «Δις Εξαμαρτείν» των Ρέππα – Παπαθανασίου και κυρίως αυτός της ανεπανάληπτης Ντένης Μαρκορά στους «Δυο Ξένους» των Ρήγα – Αποστόλου που θα τήν βάλει σε κάθε ελληνικό σπίτι. Η μεγαλοαστή κυρία, με την στυλιζαρισμένη ξανθιά κόμη, τα ακριβά ρούχα, την λατρεία για τον Παναθηναϊκό και το δηλητηριώδες χιούμορ έκανε τούς πάντες να την λατρέψουν. Η απίθανη μητέρα του Νίκου Σεργιανόπουλου και ταυτόχρονα… Μπουμπού, που ζούσε τη ζωή της με τρέλα και πάθος, τσακωκόταν ανελέητα με την αγαπημένη της κατά βάθος, επίσης υπέροχη, Φλώρα (Χρυσούλα Διαβάτη) και ξεστόμιζε αξέχαστες ατάκες όπως οι «Χριστέ μου, τί ακούω και δεν σωριάζομαι;», «Μαρούσκα το Εβιάν», «Χάλια είσαι ή είναι λερωμένα τα γυαλιά μου;», «Τώρα θα σε χαστούκιζα αλλά θα μου χαλάσει το μαλλί», «Με ένα εισιτήριο διαρκείας είσαι πάντα ασφαλής. Με έναν άνδρα ποτέ» και τόσες άλλες, κέρδισε, δικαιωματικά, μια μόνιμη θέση στις καρδιές του εγχώριου τηλεοπτικού κοινού που θα την θυμάται καθισμένη με απαράμιλλο στυλ στην πολυθρόνα του σαλονιού της, με το ακουστικό στο χέρι, να αναφωνεί: «Έλα Νινέττα μου…»!
Ειδήσεις σήμερα
Πέθανε η ηθοποιός Ντίνα Κώνστα
Απειλεί σπίτια η φωτιά στη Βάλμη της Ηλείας - Mήνυμα 112 και προληπτική εκκένωση στο χωριό
Ρωσία - Ζαχάροβα: Δοκιμάζει φράουλες υπό τους ήχους του «Kalinka» και βάζει «φωτιά» στα social media
Από τις πολλές παρατάσεις στις οποίες έπαιξε κατά την διάρκεια της θεατρικής της διαδρομής η ίδια ξεχώριζε μία, από τις τελευταίες της καριέρας της. Ήταν το έργο η «Σωτηρία Μπέλλου – Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας» της Σοφίας Αδαμίδη, που παίχτηκε για τρεις σεζόν, από το 2011 έως το 2013, στο θέατρο Ήβη. Η ίδια επί μιάμιση ώρα μόνη της πάνω στη σκηνή υποδυόταν τη Σωτηρία Μπέλλου, σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, την παραμονή της εγχείρησης που θα τής στερήσει τη φωνή της, κάνοντας μια αναδρομή στη ζωή της και την καριέρα της. Η ερμηνεία της ήταν συγκλονιστική. Κάθε βράδυ το κοινό, όρθιο, την χειροκροτούσε ενθουσιασμένο και συγκινημένο παράλληλα. «Αυτή θέλω είναι η τελευταία μου παράσταση. Δεν την βγάζεις καθαρή από τέτοιους ρόλους. Ταυτίστηκα απολύτως. Το κουβαλούσα και το κουβαλάω» είχε δηλώσει με νόημα η ίδια σε συνέντευξή της.
Οι τηλεοπτικοί ρόλοι που άφησαν εποχή
Υπήρχε ένα μεγάλο παράδοξο στην καριέρα της Ντίνας Κώνστα. Ενώ στο θέατρο τής έδιναν, κυρίως δραματικούς ρόλους, καθώς, όπως τής έλεγαν, ταίριαζαν στα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου της, στην τηλεόραση καθιερώθηκε ως μία από τις πλέον επιτυχημένες, δημοφιλείς και διαχρονικές κωμικές περσόνες των τελευταίων δεκαετιών.
Από τα τέλη του ’70 κι έπειτα συμμετείχε σε αρκετές αξιόλογες τηλεοπτικές σειρές μεταξύ των οποίων και «Ο συμβολαιογράφος», « Το Μινόρε της Αυγής», «Ο Κίτρινος Φάκελος», «Οι Φρουροί της Αχαίας», «Χαίρε Τάσο Καρατάσο», «Το σόι μας» κ.α.
Ήταν όμως ο ρόλος της Γιολάντα Ραγιά, στο «Δις Εξαμαρτείν» των Ρέππα – Παπαθανασίου και κυρίως αυτός της ανεπανάληπτης Ντένης Μαρκορά στους «Δυο Ξένους» των Ρήγα – Αποστόλου που θα τήν βάλει σε κάθε ελληνικό σπίτι. Η μεγαλοαστή κυρία, με την στυλιζαρισμένη ξανθιά κόμη, τα ακριβά ρούχα, την λατρεία για τον Παναθηναϊκό και το δηλητηριώδες χιούμορ έκανε τούς πάντες να την λατρέψουν. Η απίθανη μητέρα του Νίκου Σεργιανόπουλου και ταυτόχρονα… Μπουμπού, που ζούσε τη ζωή της με τρέλα και πάθος, τσακωκόταν ανελέητα με την αγαπημένη της κατά βάθος, επίσης υπέροχη, Φλώρα (Χρυσούλα Διαβάτη) και ξεστόμιζε αξέχαστες ατάκες όπως οι «Χριστέ μου, τί ακούω και δεν σωριάζομαι;», «Μαρούσκα το Εβιάν», «Χάλια είσαι ή είναι λερωμένα τα γυαλιά μου;», «Τώρα θα σε χαστούκιζα αλλά θα μου χαλάσει το μαλλί», «Με ένα εισιτήριο διαρκείας είσαι πάντα ασφαλής. Με έναν άνδρα ποτέ» και τόσες άλλες, κέρδισε, δικαιωματικά, μια μόνιμη θέση στις καρδιές του εγχώριου τηλεοπτικού κοινού που θα την θυμάται καθισμένη με απαράμιλλο στυλ στην πολυθρόνα του σαλονιού της, με το ακουστικό στο χέρι, να αναφωνεί: «Έλα Νινέττα μου…»!
Ειδήσεις σήμερα
Πέθανε η ηθοποιός Ντίνα Κώνστα
Απειλεί σπίτια η φωτιά στη Βάλμη της Ηλείας - Mήνυμα 112 και προληπτική εκκένωση στο χωριό
Ρωσία - Ζαχάροβα: Δοκιμάζει φράουλες υπό τους ήχους του «Kalinka» και βάζει «φωτιά» στα social media
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα