Τζον Μάλκοβιτς: «Ναι» στον αγώνα της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα
14.10.2022
21:10
Ο σπουδαίος πρωταγωνιστής του κινηματογράφου και του θεάτρου επισκέφθηκε τη χώρα μας και εξήγησε γιατί θέλει συνέχεια να επιστρέφει εδώ - Ο πατέρας του, οι κριτικοί και τα μυστικά της καριέρας του
Καθώς ο Τζον Μάλκοβιτς κάθεται απέναντί μου στον καναπέ του καφέ «Athénée», φορώντας ένα κομψότατο μπεζ κουστούμι με ένα μεταξένιο ποσέτ και αθλητικά παπούτσια άκρως μελετημένα στο ίδιο χρώμα, δεν μπορώ να μη σκεφτώ τους ρόλους που έθρεψαν τον μύθο του: από τον μοιραίο γητευτή στις «Επικίνδυνες σχέσεις» μέχρι τον ερωτικό ταξιδευτή στο «Τσάι στη Σαχάρα» και πρόσφατα τον πιο συγκλονιστικό Πάπα στη σειρά «The Young Pope» του Πάολο Σορεντίνο.
Μιλώντας αργά, με αυτή την ερωτική φωνή που κατάφερε να σαγηνεύσει τις γυναίκες του κόσμου, ακόμα και την ίδια τη Μισέλ Πφάιφερ όχι μόνο στην ταινία «Επικίνδυνες σχέσεις» αλλά και στην πραγματικότητα, φτάνοντας να γίνει ο πιο γοητευτικός δανδής του σύγχρονου σινεμά, σήμερα μπορεί να περηφανεύεται ότι δεν κατάφερε να μη φέρει κανέναν ρόλο αλλά και την ίδια του τη ζωή στα δικά του μέτρα.
Οπως φαίνεται να αγαπάει και την Ελλάδα και, καθώς επέστρεψε στη χώρα μας για το «The Music Critic» στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής στη Θεσσαλονίκη, αλλά και θα πρωταγωνιστήσει «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι», το αριστούργημα του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, στις αρχές του επόμενου χρόνου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, έχει πολλούς λόγους να κάνει αναφορές στη χώρα μας και να τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στον φυσικό τους χώρο.
«Εφερα τη ζωή μου στα δικά μου μέτρα»
Προφέροντας τις λέξεις αργά αλλά σταθερά, με τη χροιά που τον έκανε ακαταμάχητο και διάσημο, αυτό το άγριο αγόρι από το Ιλινόις που επιβλήθηκε στην αρχή της καριέρας του στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης ως ο νέος Μάρλον Μπράντο, δεν κατέληξε τυχαία σήμερα να θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους αστέρες του σύγχρονου κινηματογράφου, αφού κατάφερε να συνενώσει το Χόλιγουντ με τις απαιτήσεις των πιο ψαγμένων, εναλλακτικών ταινιών που εκείνος καθιέρωσε.
Ερμηνεύοντας, αυτή τη φορά στο Ηρώδειο έναν παράξενο ρόλο, από αυτούς που τον ιντριγκάρουν, συνενώνοντας αγαπημένες του κλασικές μουσικές με τις κακές κριτικές και τις κακίες που έχουν ειπωθεί ανάμεσα σε κορυφαίους εκπροσώπους της κλασικής μουσικής, δηλώνει ενθουσιασμένος που πλέον μπορεί να επιλέγει τα πρότζεκτ που του αρέσουν. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έδωσα ποτέ σημασία τι μου έλεγαν ή άλλοι, πόσο μάλλον οι κριτικοί», μας λέει. «Πολλές φορές βρίσκω διασκεδαστική την εφευρετικότητα κάποιων ανώνυμων σχολίων στο Διαδίκτυο. Δεν θεωρώ φυσικά ότι βρίσκομαι σε κάποια διαμάχη με τους κριτικούς, αυτοί κάνουν τη δουλειά τους, η οποία είναι να πληροφορούν το κοινό για κάτι που είδαν, άκουσαν ή ένιωσαν. Προσωπικά μιλώντας κάνω τη δουλειά μου όσο το δυνατόν καλύτερα και, όπως πιστεύω, ανεξαρτήτως αν αρέσει ή όχι.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «Επικίνδυνες σχέσεις»
Η αλήθεια είναι ότι καμία κριτική δεν με έχει βοηθήσει στην καριέρα μου, παρότι πολλές φορές διασκεδάζω όταν τις διαβάζω», ομολογεί συνδέοντας τελικά τη σχέση που έχει με τις κριτικές με τη σχέση που ανέπτυξε με τον πατέρα του στον οποίο επανέρχεται διαρκώς στην κουβέντα. «Ο πατέρας μου, μου έλεγε πάντα από μικρός ότι εγώ αποφασίζω για τα πράγματα, όχι οι άλλοι, αλλά εγώ. Οπότε η ευθύνη για το πώς θα αντιδράσω απέναντι σε αυτά που μου λένε και στις κριτικές είναι εντελώς προσωπική. Δεν έχει σημασία τι λένε εκείνοι, αλλά τι πράττω εγώ», καταλήγει. Σε κάθε περίπτωση, προτίμησε να ακολουθήσει το ένστικτό του που του έλεγε να μην παίρνει προσωπικά τις επικρίσεις του πατέρα του, ο οποίος τον συμβούλευσε, όταν βρέθηκε να πρωταγωνιστεί, για πρώτη φορά στη ζωή του, στην παράσταση «Carousel» στη θεατρική σκηνή του σχολείου του στο Ιλινόις, να τα παρατήσει και να ασχοληθεί με τον αθλητισμό για τον οποίο τον προπονούσε εντατικά.
«Ευτυχώς είχα πολλές απόψεις από μικρός που δεν ταυτίζονταν με αυτές του πατέρα μου. Πιστεύω πάντως ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες κριτικής: πρώτον, αυτή που προέρχεται από ανθρώπους που εκφράζουν μια αλήθεια και σε αυτή τη περίπτωση όχι μόνο θέλω να τους ακούσω, αλλά να μάθω και από αυτούς. Δεύτερον, αυτοί που απλώς δεν τους αρέσει αυτό που κάνουμε. Ισως είναι θέμα αισθητικής, ίσως και θέμα γεύσης ή κάτι άλλο, αφού για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, μας μισούν ή απλώς είναι φίλοι του πατέρα μου», μας λέει αστειευόμενος επιμένοντας ότι η σχέση με τον πατέρα του είναι αυτή που έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στη ζωή του.
«Δεν δίνω σημασία στους κριτικούς»
«Πάντως αν είχα ακούσει τους κριτικούς ή τον πατέρα μου, δεν θα βρισκόμουν σε αυτή τη θέση που είμαι τώρα, θα τα είχα παρατήσει», επιμένει κατηγορηματικά, αν και θεωρεί ότι του οφείλει το γεγονός ότι τον έμαθε να έχει από μικρός τη δική του γνώμη και να καλλιεργήσει την αυτενέργεια που τον χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα. Οταν μάλιστα ο πατέρας του τού είπε ότι πρέπει να σταματήσει να ασχολείται με το θέατρο γιατί δεν του ταιριάζει, ως αντίδραση οργάνωσε το δικό του θερινό θεατρικό πρόγραμμα και αμέσως μόλις τέλειωσε το Illinois State University, με ειδίκευση φυσικά το θέατρο, αποφάσισε να μεταβεί στη Νέα Υόρκη και να αφοσιωθεί στην υποκριτική.
Η αρχή έγινε με το «A wedding», το 1978, και με διάφορους ρόλους στο θέατρο που τον καθιέρωσαν ως δραματικό ηθοποιό, σε ρόλους κορυφαίους όπως των βιβλίων του Τζον Στάινμπεκ, τους οποίους μετέφερε και στον κινηματογράφο με τον δικό του πάντα ιδιαίτερο τρόπο με την ταινία «Ανθρωποι και ποντίκια», μαζί με τον Γκάρι Σινίζ, καταφέρνοντας να είναι υποψήφιος, δύο χρόνια μετά για το πρώτο του Οσκαρ, σχεδόν με το καλημέρα, με την ταινία «H δεύτερη ευκαιρία».
Δείτε το τρέιλερ από την παράσταση «The Music Critic» στο Ηρώδειο
Μιλώντας αργά, με αυτή την ερωτική φωνή που κατάφερε να σαγηνεύσει τις γυναίκες του κόσμου, ακόμα και την ίδια τη Μισέλ Πφάιφερ όχι μόνο στην ταινία «Επικίνδυνες σχέσεις» αλλά και στην πραγματικότητα, φτάνοντας να γίνει ο πιο γοητευτικός δανδής του σύγχρονου σινεμά, σήμερα μπορεί να περηφανεύεται ότι δεν κατάφερε να μη φέρει κανέναν ρόλο αλλά και την ίδια του τη ζωή στα δικά του μέτρα.
Οπως φαίνεται να αγαπάει και την Ελλάδα και, καθώς επέστρεψε στη χώρα μας για το «The Music Critic» στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής στη Θεσσαλονίκη, αλλά και θα πρωταγωνιστήσει «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι», το αριστούργημα του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, στις αρχές του επόμενου χρόνου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, έχει πολλούς λόγους να κάνει αναφορές στη χώρα μας και να τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στον φυσικό τους χώρο.
«Εφερα τη ζωή μου στα δικά μου μέτρα»
Προφέροντας τις λέξεις αργά αλλά σταθερά, με τη χροιά που τον έκανε ακαταμάχητο και διάσημο, αυτό το άγριο αγόρι από το Ιλινόις που επιβλήθηκε στην αρχή της καριέρας του στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης ως ο νέος Μάρλον Μπράντο, δεν κατέληξε τυχαία σήμερα να θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους αστέρες του σύγχρονου κινηματογράφου, αφού κατάφερε να συνενώσει το Χόλιγουντ με τις απαιτήσεις των πιο ψαγμένων, εναλλακτικών ταινιών που εκείνος καθιέρωσε.
Ερμηνεύοντας, αυτή τη φορά στο Ηρώδειο έναν παράξενο ρόλο, από αυτούς που τον ιντριγκάρουν, συνενώνοντας αγαπημένες του κλασικές μουσικές με τις κακές κριτικές και τις κακίες που έχουν ειπωθεί ανάμεσα σε κορυφαίους εκπροσώπους της κλασικής μουσικής, δηλώνει ενθουσιασμένος που πλέον μπορεί να επιλέγει τα πρότζεκτ που του αρέσουν. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έδωσα ποτέ σημασία τι μου έλεγαν ή άλλοι, πόσο μάλλον οι κριτικοί», μας λέει. «Πολλές φορές βρίσκω διασκεδαστική την εφευρετικότητα κάποιων ανώνυμων σχολίων στο Διαδίκτυο. Δεν θεωρώ φυσικά ότι βρίσκομαι σε κάποια διαμάχη με τους κριτικούς, αυτοί κάνουν τη δουλειά τους, η οποία είναι να πληροφορούν το κοινό για κάτι που είδαν, άκουσαν ή ένιωσαν. Προσωπικά μιλώντας κάνω τη δουλειά μου όσο το δυνατόν καλύτερα και, όπως πιστεύω, ανεξαρτήτως αν αρέσει ή όχι.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «Επικίνδυνες σχέσεις»
Η αλήθεια είναι ότι καμία κριτική δεν με έχει βοηθήσει στην καριέρα μου, παρότι πολλές φορές διασκεδάζω όταν τις διαβάζω», ομολογεί συνδέοντας τελικά τη σχέση που έχει με τις κριτικές με τη σχέση που ανέπτυξε με τον πατέρα του στον οποίο επανέρχεται διαρκώς στην κουβέντα. «Ο πατέρας μου, μου έλεγε πάντα από μικρός ότι εγώ αποφασίζω για τα πράγματα, όχι οι άλλοι, αλλά εγώ. Οπότε η ευθύνη για το πώς θα αντιδράσω απέναντι σε αυτά που μου λένε και στις κριτικές είναι εντελώς προσωπική. Δεν έχει σημασία τι λένε εκείνοι, αλλά τι πράττω εγώ», καταλήγει. Σε κάθε περίπτωση, προτίμησε να ακολουθήσει το ένστικτό του που του έλεγε να μην παίρνει προσωπικά τις επικρίσεις του πατέρα του, ο οποίος τον συμβούλευσε, όταν βρέθηκε να πρωταγωνιστεί, για πρώτη φορά στη ζωή του, στην παράσταση «Carousel» στη θεατρική σκηνή του σχολείου του στο Ιλινόις, να τα παρατήσει και να ασχοληθεί με τον αθλητισμό για τον οποίο τον προπονούσε εντατικά.
«Ευτυχώς είχα πολλές απόψεις από μικρός που δεν ταυτίζονταν με αυτές του πατέρα μου. Πιστεύω πάντως ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες κριτικής: πρώτον, αυτή που προέρχεται από ανθρώπους που εκφράζουν μια αλήθεια και σε αυτή τη περίπτωση όχι μόνο θέλω να τους ακούσω, αλλά να μάθω και από αυτούς. Δεύτερον, αυτοί που απλώς δεν τους αρέσει αυτό που κάνουμε. Ισως είναι θέμα αισθητικής, ίσως και θέμα γεύσης ή κάτι άλλο, αφού για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, μας μισούν ή απλώς είναι φίλοι του πατέρα μου», μας λέει αστειευόμενος επιμένοντας ότι η σχέση με τον πατέρα του είναι αυτή που έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στη ζωή του.
«Δεν δίνω σημασία στους κριτικούς»
«Πάντως αν είχα ακούσει τους κριτικούς ή τον πατέρα μου, δεν θα βρισκόμουν σε αυτή τη θέση που είμαι τώρα, θα τα είχα παρατήσει», επιμένει κατηγορηματικά, αν και θεωρεί ότι του οφείλει το γεγονός ότι τον έμαθε να έχει από μικρός τη δική του γνώμη και να καλλιεργήσει την αυτενέργεια που τον χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα. Οταν μάλιστα ο πατέρας του τού είπε ότι πρέπει να σταματήσει να ασχολείται με το θέατρο γιατί δεν του ταιριάζει, ως αντίδραση οργάνωσε το δικό του θερινό θεατρικό πρόγραμμα και αμέσως μόλις τέλειωσε το Illinois State University, με ειδίκευση φυσικά το θέατρο, αποφάσισε να μεταβεί στη Νέα Υόρκη και να αφοσιωθεί στην υποκριτική.
Η αρχή έγινε με το «A wedding», το 1978, και με διάφορους ρόλους στο θέατρο που τον καθιέρωσαν ως δραματικό ηθοποιό, σε ρόλους κορυφαίους όπως των βιβλίων του Τζον Στάινμπεκ, τους οποίους μετέφερε και στον κινηματογράφο με τον δικό του πάντα ιδιαίτερο τρόπο με την ταινία «Ανθρωποι και ποντίκια», μαζί με τον Γκάρι Σινίζ, καταφέρνοντας να είναι υποψήφιος, δύο χρόνια μετά για το πρώτο του Οσκαρ, σχεδόν με το καλημέρα, με την ταινία «H δεύτερη ευκαιρία».
Δείτε το τρέιλερ από την παράσταση «The Music Critic» στο Ηρώδειο
«Δεν ξέρω τι λένε, αλλά δεν είμαι δύσκολος άνθρωπος, όσοι με γνωρίζουν αλλάζουν γνώμη», μας λέει για τον μύθο του απρόσιτου ή του υπερόπτη που τον ακολουθεί. Δεν του λέω ότι η αρχική έκπληξη που ένιωσα όταν τον πρωτοείδα να εισβάλει ως παρανοϊκός, τυφλός νοικάρης στο μπάνιο της Φιλντ στο «Μια θέση στην καρδιά» του Ρόμπερτ Μπέντον, εξελίχθηκε σε έρωτα όταν άκουσα, έφηβη τότε, αυτή τη θεϊκή φωνή να προφέρει τα σύμφωνα σαν να απαγγέλλει αποσπάσματα από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη αδιαφορώντας για την πραγματικά ερωτευμένη μαζί του Μισέλ Πφάιφερ, επιμένοντας ότι είναι πέραν του δικού του ελέγχου στις «Επικίνδυνες σχέσεις» και μετά να περιφέρεται νωχελικά, σαν ουαλδικός δανδής στο «Τσάι στη Σαχάρα» -«The Sheltering Sky», βιβλιάρα!- ξέροντας ότι ούτε ο θάνατος δεν φτάνει για να απλώσει το δικό του βασίλειο σε αυτή τη μεταφυσική περσόνα.
Και μαζί με μένα, την αμετανόητη φαν, αμέτρητες άλλες γυναίκες, εκτός φυσικά από την ίδια, απόλυτα μοιραία τότε Μισέλ Πφάιφερ, που για χάρη της άφησε τη γυναίκα του Γκλιν Χέντλι, αν και τελικά λίγο αργότερα τις εγκατέλειψε και τις δύο αλλάζοντας συχνά παρτενέρ και βουτώντας στο αλκοόλ και την κατάθλιψη. Είναι τότε που έβαφε τα μαλλιά του ξανθά και περιφερόταν στα κλαμπ της Νέας Υόρκης, φορώντας μοβ κουστούμια και πράσινα ποσέτ, τσιτάροντας στίχους από γαλλικά ποιήματα.
Ακολούθησαν αξιόλογες θεατρικές ερμηνείες όπως στο «Ανθρωποι και Ποντίκια» και εξπρεσιονιστικά περάσματα από εναλλακτικές ταινίες, μέχρι που ήρθε το μεταμοντέρνο «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» σε εποχές που ο επαναπροσδιορισμός της ταυτότητας υπήρχε μόνο στις αναλύσεις του Ντεριντά, όπου τόλμησε να ερμηνεύσει τον εαυτό του αποκαλύπτοντας όλες τις σκοτεινές σκέψεις που υπήρχαν στο κεφάλι του, ακόμα και τις άγνωστες σεξουαλικές παρενοχλήσεις που είχε από άνδρες σκηνοθέτες στα πρώτα βήματα της καριέρας του.
Το χιούμορ, όμως, δεν εγκατέλειψε ευτυχώς ποτέ τον Μάλκοβιτς, ο οποίος τόλμησε να κάνει τη φωνή ακόμα και σε πιγκουίνους στην «Εποχή των Παγετώνων»! Ηταν ο μόνος, άλλωστε, που κατάφερε να ειρωνευτεί τον εαυτό του, τους μεγάλους ήρωες, ακόμα και τον μέγα Μουρνάου με τη «Σκιά του Βρικόλακα», να γίνει εξπρεσιονιστής και αποτυχημένος Κλιμτ -αλλά πάλι πόσο ερωτικός!-, βρώμικος χιουμορίστας στους Κόεν και πρόσφατα ο καλύτερος αριστοκρατικός, αμαρτωλός, αποσυνάγωγος Πάπας όλων των εποχών στη σειρά του Σορεντίνο. Καθώς λοιπόν τον άκουγα να προφέρει απέναντί μου εσκεμμένα τις ελληνικές λέξεις με μια υπαρξιακή αδιαφορία, σαν γνήσιος απόγονος του Μάρκου Αυρήλιου -από αυτούς που έσταζαν σταγόνες δηλητήριο στα κύπελλα των ανταγωνιστών τους- κατάλαβα ότι δεν ήταν τυχαία ο πιο ερωτικός δανδής της εποχής του.
Πολλές ήταν οι μοιραίες πρωταγωνίστριες που τον ερωτεύτηκαν στη συνέχεια, αλλά αυτός έμεινε πιστός στη σημερινή γυναίκα του Νικολέτα Πεϊράν την οποία γνώρισε στα γυρίσματα της ταινίας «Τσάι στη Σαχάρα». Εχουν μάλιστα αποκτήσει δυο παιδιά, τον Λέβι και την Αμαντίν, για την οποία νιώθει περήφανος αφού στην προσπάθειά της να κερδίσει την οικονομική ανεξαρτησία της, δουλεύει σε παντοπωλείο!
Η αγάπη του για την Ελλάδα
Η οικογενειακή του ευτυχία βέβαια επισκιάστηκε από την απώλεια τριών συγγενικών του προσώπων σε μικρό χρονικό διάστημα, αλλά και από την απώλεια των χρημάτων του από τον Μπέρνι Μέιντοφ. Οταν μάλιστα τον είδε με χειροπέδες στην τηλεόραση, αυτόματα κατάλαβε ότι τα νέα δεν ήταν καλά. Εβαλε το παλτό του και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι. Γυρνώντας είχε ήδη καπνίσει δύο τσιγάρα, ύστερα από χρόνια αποχής από το κάπνισμα - ο δικός του στωικός και εσωτερικός τρόπος να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Η απάντησή του στα απανωτά χτυπήματα ήταν και πάλι η δουλειά: όχι τόσο οι ταινίες που στην εποχή του Netflix φαίνεται να μην τον ενθουσιάζουν, αλλά τα ζωντανά projects όπως αυτό που είδαμε στο Ηρώδειο μαζί με τον βιολιστή Τζούλιαν Ράσλιν και τον Αλεξέι Ιγκούντεσμαν με το «Λυκόφως» στην παραγωγή.
Ξεκινώντας από τον καβγά ανάμεσα σε τεράστια ονόματα της μουσικής, όπως τον Μπετόβεν, τον Σοπέν, τον Προκόφιεφ, τον Σούμαν, οι τρεις τους έφτασαν να ενσωματώσουν στην παράσταση τα λόγια από μια πολύ κακή κριτική που δέχτηκε ο Μάλκοβιτς στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Τούρκος κριτικός έγραφε για τον ίδιο «περάστε τον από ακρόαση από το αεροδρόμιο και μόνο αν τα καταφέρει, δώστε του βίζα», όταν είχε βρεθεί στην Τουρκία με την μπαρόκ ορχήστρα της Βιέννης για να ανεβάσει την «Infernal Comedy», μια παράσταση που, όπως μας λέει, «δυστυχώς για τον δημοσιογράφο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και συνέχισε τη διεθνή περιοδεία της για 5-6 χρόνια».
Σε αντίθεση, λοιπόν, με την Τουρκία, με την οποία διατηρεί μάλλον κακές αναμνήσεις, από την Ελλάδα κρατάει μια θετική εικόνα, παρά τις αναποδιές. Ηταν το 2007 όταν είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη για να παραλάβει τιμητικό βραβείο, με καλλιτεχνική διευθύντρια τότε τη Δέσποινα Μουζάκη, και είχε χαθεί η βαλίτσα του. Καθώς ήταν Κυριακή και τα μαγαζιά ήταν κλειστά, είχε κινητοποιηθεί ένας καταστηματάρχης εσωρούχων ώστε να μπορέσει να προμηθευτεί τα αναγκαία. Αλλά ο ίδιος το διασκέδασε, όπως διασκεδάζει και κάθε πτυχή της ελληνικής φιλοξενίας, το φαγητό, τις βόλτες και τους ανθρώπους.
Αυτή τη φορά μάλιστα κατάφερε να επισκεφθεί την Ακρόπολη και να ξεναγηθεί στο Μουσείο της Ακρόπολης από τον διευθυντή του, Νίκο Σταμπολίδη, συνοδευόμενος από τον θεατρικό παραγωγό Γιώργο Λυκιαρδόπουλο, ρωτώντας λεπτομέρειες για τις μετόπες, τις αναπαραστάσεις και θέλοντας να μάθει όλο και περισσότερα για τους θρύλους που κρύβονται από πίσω. Πάντως καθώς στέκεται απέναντί μας προφέροντας δύσκολες ελληνικές λέξεις που έχουν ενσωματωθεί στην αγγλική γλώσσα, άψογος κάτοχος της πιο δύσκολης εκδοχής της κλασικής γραμματείας και ανατρέχοντας σε γνωστές του αναφορές, δεν αρνείται το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού και συμφωνεί απολύτως ότι θα πρέπει να επιστραφούν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Ενδιαφέρεται μάλιστα να μάθει λεπτομέρειες για το πώς έχουν τα πράγματα αναφορικά με το ζήτημα και θέτει τον εαυτό του στη διάθεσή μας για τον αγώνα που καταβάλλει η Ελλάδα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Συναινώ απόλυτα στον αγώνα της Ελλάδας».
Αλλωστε, να μην ξεχνάμε ότι γνωρίζει πολλές δύσκολες πτυχές της ελληνικής Ιστορίας, όχι μόνο της αρχαίας και της σύγχρονης, αφού είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Ελένη», βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Γκατζογιάννη, σε νεαρή ηλικία, παίζοντας τότε τον γιο, Νίκο. Οπως και να ’χει ο ίδιος υπόσχεται να ξανάρθει σύντομα στη χώρα μας για μία από τις πιο πολυσυζητημένες παραστάσεις της ερχόμενης σεζόν στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Ειδήσεις σήμερα:
Αλέξανδρος Νικολαΐδης: Η... παραίτηση δεν ήταν στο λεξιλόγιο του - Από τα μετάλλια στην πολιτική
Βρετανία: 38χρονη έκανε βόλτες στους δρόμους του Λονδίνου το αποκεφαλισμένο πτώμα 70χρονης που είχε βάλει σε βαλίτσα
Καιρός αύριο - Meteo: Καταιγίδες και στην Αττική - Βροχές στα νότια και ανατολικά της χώρας
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr