Τρανς τρέλα στα σόσιαλ μίντια για τη «Στρέλλα» της Λυρικής
11.10.2022
11:16
Ξέσπασε πόλεμος στα social media αλλά και εντός της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+ για την παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, επειδή ο κεντρικός ρόλος δεν δόθηκε σε διεμφυλική γυναίκα, όπως προβλεπόταν από τον σκηνοθέτη του έργου
Ως σύγχρονη όπερα σχεδιάζεται η μεταφορά της -θρυλικής πλέον- κινηματογραφικής ταινίας «Στρέλλα» στην Πειραματική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ). Η παράσταση, η οποία είναι προγραμματισμένη να επαναληφθεί σε 12 βραδιές την περίοδο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου 2023, διεκδικεί ήδη τον τίτλο της πλέον πολυσυζητημένης πιθανώς στη σύγχρονη ιστορία της ΕΛΣ. Και αυτό συμβαίνει εξαιτίας της διαμάχης που μαίνεται τις τελευταίες ημέρες στα ΜΜΕ, στα social media και εντός της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+ γύρω από τη σύμφυση (ή και τη σύγχυση) της μουσικής με έννοιες σχετικά καινοφανείς για την ευρύτερη δημόσια σφαίρα, όπως «συμπεριληπτικότητα», «τρανς ορατότητα» κ.ο.κ.
Πρόκειται για ζητήματα σαφώς σύγχρονα, τα οποία διογκώνονται ακόμη περισσότερο από μια, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη, αμηχανία των υπευθύνων της Πειραματικής Σκηνής να καλύψουν τις αυξημένες τεχνικές απαιτήσεις του πρωταγωνιστικού ρόλου στην οπερατική εκδοχή της «Στρέλλας», τηρώντας ταυτόχρονα με αφοσίωση μια νέου τύπου πολιτική ορθότητα, η οποία δίνει τη μέγιστη δυνατή έμφαση στην ταυτότητα φύλου του/της εκάστοτε καλλιτέχνη/καλλιτέχνιδος. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η μεταφορά της δημοφιλούς και βραβευμένης «Στρέλλας» από το φιλμ στο ζωντανό λυρικό θέατρο μοιάζει να μπλέχτηκε στον κυκεώνα μιας πολυσύνθετης -πλην καθ’ όλα σύγχρονης- προβληματικής γύρω από τα έμφυλα δικαιώματα, τον έμπρακτο σεβασμό στη διαφορετικότητα, τη λειτουργία της τέχνης ως υ διεκδίκησης ζωτικού χώρου για τις μειονότητες εντός της ελληνικής κοινωνίας κ.λπ.
Η θρυαλλίδα πίσω από τον όλο ντόρο ήταν η οργίλη παραίτηση της Κάθλιν Ράιλι, ειδικού συμβούλου παραγωγής της «Στρέλλας», σε ένδειξη διαμαρτυρίας, επειδή για τον κεντρικό ρόλο δεν επελέγη διεμφυλική γυναίκα, όπως σαφώς υποδεικνύει η αρχική σύλληψη του έργου από τον σκηνοθέτη Πάνο Κούτρα και τον συν-σεναριογράφο του Παναγιώτη Ευαγγελίδη. Ως αποτέλεσμα του κύματος συμπαράστασης στη γενναία και ασυμβίβαστη στάση της κυρίας Ράιλι -και της συνακόλουθης κατακραυγής εκ μέρους της λεγόμενης «queer κοινότητας» εναντίον της ΕΛΣ-, οι υπεύθυνοι της Πειραματικής Σκηνής αναδιπλώθηκαν και έσπευσαν να ανακοινώσουν ότι θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να εντοπίσουν την τρανς βαρύτονο που θα ενσαρκώσει τη Στρέλλα.
Γι’ αυτό και είναι πολύ χαρακτηριστική η επιλογή των λέξεων στη σχετική ανακοίνωση της ΕΛΣ στην οποία τονίζεται ότι «θα διευρυνθούν οι ακροάσεις και για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, με στόχο να εξαντληθούν οι προσπάθειες -σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο- προκειμένου να βρεθεί μια διεμφυλική γυναίκα ερμηνεύτρια η οποία να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του έργου». Με άλλα λόγια, η ελληνική Λυρική Σκηνή ψάχνει κάτι που, στην πράξη, θεωρείται εξαιρετικά σπάνιο παγκοσμίως: ήτοι μια γυναίκα τραγουδίστρια με τη σχεδόν αφύσικη φωνητική δυνατότητα να φτάνει στις πιο χαμηλές (μπάσες) νότες που, κατά κανόνα, μόνο άνδρες βαρύτονοι μπορούν να αποδώσουν. Και σαν να μην ήταν αυτή η αναζήτηση μια αρκετά μεγάλη πρόκληση από μόνη της, η καλλιτέχνις που θα υποδυθεί τη Στρέλλα στην Πειραματική Σκηνή θα πρέπει να είναι, ιδανικά, τρανσέξουαλ.
Δείτε το βίντεο: Το τρέιλερ της κινηματογραφικής ταινίας «Στρέλλα»
Πρόκειται για ζητήματα σαφώς σύγχρονα, τα οποία διογκώνονται ακόμη περισσότερο από μια, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη, αμηχανία των υπευθύνων της Πειραματικής Σκηνής να καλύψουν τις αυξημένες τεχνικές απαιτήσεις του πρωταγωνιστικού ρόλου στην οπερατική εκδοχή της «Στρέλλας», τηρώντας ταυτόχρονα με αφοσίωση μια νέου τύπου πολιτική ορθότητα, η οποία δίνει τη μέγιστη δυνατή έμφαση στην ταυτότητα φύλου του/της εκάστοτε καλλιτέχνη/καλλιτέχνιδος. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η μεταφορά της δημοφιλούς και βραβευμένης «Στρέλλας» από το φιλμ στο ζωντανό λυρικό θέατρο μοιάζει να μπλέχτηκε στον κυκεώνα μιας πολυσύνθετης -πλην καθ’ όλα σύγχρονης- προβληματικής γύρω από τα έμφυλα δικαιώματα, τον έμπρακτο σεβασμό στη διαφορετικότητα, τη λειτουργία της τέχνης ως υ διεκδίκησης ζωτικού χώρου για τις μειονότητες εντός της ελληνικής κοινωνίας κ.λπ.
Η θρυαλλίδα πίσω από τον όλο ντόρο ήταν η οργίλη παραίτηση της Κάθλιν Ράιλι, ειδικού συμβούλου παραγωγής της «Στρέλλας», σε ένδειξη διαμαρτυρίας, επειδή για τον κεντρικό ρόλο δεν επελέγη διεμφυλική γυναίκα, όπως σαφώς υποδεικνύει η αρχική σύλληψη του έργου από τον σκηνοθέτη Πάνο Κούτρα και τον συν-σεναριογράφο του Παναγιώτη Ευαγγελίδη. Ως αποτέλεσμα του κύματος συμπαράστασης στη γενναία και ασυμβίβαστη στάση της κυρίας Ράιλι -και της συνακόλουθης κατακραυγής εκ μέρους της λεγόμενης «queer κοινότητας» εναντίον της ΕΛΣ-, οι υπεύθυνοι της Πειραματικής Σκηνής αναδιπλώθηκαν και έσπευσαν να ανακοινώσουν ότι θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να εντοπίσουν την τρανς βαρύτονο που θα ενσαρκώσει τη Στρέλλα.
Γι’ αυτό και είναι πολύ χαρακτηριστική η επιλογή των λέξεων στη σχετική ανακοίνωση της ΕΛΣ στην οποία τονίζεται ότι «θα διευρυνθούν οι ακροάσεις και για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, με στόχο να εξαντληθούν οι προσπάθειες -σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο- προκειμένου να βρεθεί μια διεμφυλική γυναίκα ερμηνεύτρια η οποία να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του έργου». Με άλλα λόγια, η ελληνική Λυρική Σκηνή ψάχνει κάτι που, στην πράξη, θεωρείται εξαιρετικά σπάνιο παγκοσμίως: ήτοι μια γυναίκα τραγουδίστρια με τη σχεδόν αφύσικη φωνητική δυνατότητα να φτάνει στις πιο χαμηλές (μπάσες) νότες που, κατά κανόνα, μόνο άνδρες βαρύτονοι μπορούν να αποδώσουν. Και σαν να μην ήταν αυτή η αναζήτηση μια αρκετά μεγάλη πρόκληση από μόνη της, η καλλιτέχνις που θα υποδυθεί τη Στρέλλα στην Πειραματική Σκηνή θα πρέπει να είναι, ιδανικά, τρανσέξουαλ.
Δείτε το βίντεο: Το τρέιλερ της κινηματογραφικής ταινίας «Στρέλλα»
Εν τω μεταξύ, ως ένα επιπλέον, παράπλευρο μπέρδεμα που καθιστά ακόμη πιο τραγελαφικό το γενικότερο αλαλούμ έγινε γνωστό ότι η θορυβώδης παραίτηση της κυρίας Ράιλι οφείλεται στην αρχική επιλογή των υπευθύνων να αναθέσουν τον ρόλο της Στρέλλας σε έναν βαρύτονο, ο οποίος όμως, ατυχώς, είναι άνδρας queer και όχι τρανς. Πρόκειται συγκεκριμένα για τον Γιώργο Ιατρού, επαγγελματία λυρικό τραγουδιστή, ο οποίος παράλληλα με τη σταδιοδρομία του στον ευρύτερο χώρο του κλασικού τραγουδιού παρουσιάζει συχνά το δικό του drag show. Χρησιμοποιεί, μάλιστα, μια ξεχωριστή, φαντασμαγορική και πληθωρική περσόνα, όπως αρμόζει στις προδιαγραφές αυτού του είδους θεάματος.
Το σκηνικό alter ego του είναι λαμπερό, διάσημο ως «Νίνα Νάη» και πρωτοτυπεί συνδυάζοντας το drag show με την κλασική μουσική. Αν τύχαινε να ήταν και διεμφυλικός, ο Γιώργος Ιατρού θα είχε προχωρήσει στις πρόβες χωρίς κανένα πρόβλημα. Ταυτόχρονα θα είχε προστατεύσει την Πειραματική Σκηνή της ΕΛΣ και τη «Στρέλλα» από το να γίνουν σάκος του μποξ, δημοσίως και με βολές σχεδόν πανταχόθεν.
Το άκρον άωτον της «Στρέλλας»
Οι αντιπαραθέσεις σε μερίδα του Τύπου και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις προηγούμενες ημέρες ήταν θεαματικά δυσανάλογες με τις, εμφανείς τουλάχιστον, διαστάσεις του όλου ζητήματος περί της ταυτότητας φύλου του/της πρωταγωνιστή/πρωταγωνίστριας στην οπερατική «Στρέλλα». Σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μάλλον κραυγαλέα η προσπάθεια να δοθεί ακόμη και πολιτική χροιά, καθώς ορισμένα ΜΜΕ αποπειράθηκαν να διακρίνουν μια -κατ’ ουσίαν ανύπαρκτη- ευκαιρία άσκησης αντιπολιτευτικής κριτικής στην κυβέρνηση. Ισως γι’ αυτό ο υφυπουργός ΥΠΠΟ, αρμόδιος για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης, θέλησε να παρέμβει και να στηρίξει την αναδίπλωση των υπευθύνων, δηλώνοντας ότι «η ωριμότερη σκέψη από την Εθνική Λυρική Σκηνή να διευρύνει τις ακροάσεις και το πεδίο τους προκειμένου η παραγωγή της “Στρέλλας” να είναι ουσιαστικά συμπεριληπτική και η διαδικασία να είναι απολύτως διαφανής αντανακλά τη βούληση της Πολιτείας να ακολουθείται απαρέγκλιτα η αρχή της ίσης μεταχείρισης και της αμεροληψίας».
Αναμφίβολα, στην ουσία η Πειραματική Σκηνή θέτει στον εαυτό της προβλήματα τόσο δισεπίλυτα όσο θα ταίριαζαν με τη διασκευή ενός έργου εντελώς ιδιαίτερου όπως η «Στρέλλα». Μια διασκευή για τη Λυρική Σκηνή η οποία προδιαγράφεται τόσο σύγχρονη -κατ’ επέκταση και τόσο αντισυμβατική- ώστε ο συνθέτης της πρωτότυπης μουσικής να γράφει τα μέρη που τραγουδά η φερώνυμη κεντρική ηρωίδα όχι στην αναμενόμενη τονικότητα της σοπράνο, αλλά σε εκείνη του βαρύτονου. Το ασυνήθιστο αυτό στοιχείο καθιστά χρήσιμη τη στοιχειώδη διευκρίνιση κάποιων τεχνικής φύσεως ζητημάτων.
Οπως ότι, κατ’ αρχάς, στην ταινία του Πάνου Κούτρα, η οποία αποτέλεσε από πολλές απόψεις σταθμό στα εγχώρια κινηματογραφικά -και ίσως όχι μόνο- ήθη, τη Στρέλλα υποδύεται η Μίνα Ορφανού, η οποία είναι μια τρανσέξουαλ ή διεμφυλική γυναίκα. Αυτό σημαίνει ότι γεννήθηκε ως άρρεν, αλλά σχεδόν ανέκαθεν αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως θήλυ, οπότε προχώρησε στον ανάλογο ολοκληρωτικό μετασχηματισμό της προσωπικότητάς της ώστε να συντονίσει τα σωματικά με τα ψυχικά χαρακτηριστικά της.
Επιπλέον, κατά διαβολική σύμπτωση, η Μίνα Ορφανού, μεταξύ των άλλων καλλιτεχνικών δεξιοτήτων της, συνηθίζει να τραγουδά ερασιτεχνικά άριες από τις πιο δημοφιλείς όπερες του κλασικού ρεπερτορίου, καθώς είναι αφοσιωμένη θαυμάστρια της Μαρίας Κάλλας. Και ακριβώς χάρη σε αυτή την ιδιαίτερη κλίση της, η Μίνα Ορφανού έμοιαζε πλασμένη για τον ρόλο της Στρέλλας, εφόσον και η φανταστική ηρωίδα του Πάνου Κούτρα λάτρευε επίσης την όπερα και την αξεπέραστη ντίβα της, την Κάλλας. Αν λοιπόν ο συνθέτης της οπερατικής «Στρέλλας», ο Μιχάλης Παρασκάκης, επέλεγε να παραμείνει πιστός στην προσέγγιση της ταινίας, θα έπρεπε να γράψει τα μέρη που αναλογούν στην πρωταγωνίστρια για την κατεξοχήν γυναικεία φωνητική περιοχή, την υψίφωνο ή σοπράνο. Αλλά για τους δικούς του, αμιγώς δημιουργικούς λόγους, ο συνθέτης επέλεξε το διαμετρικά αντίθετο, δηλαδή να στηρίξει την παράσταση στις πλέον μπάσες -και ως εκ τούτου στις πλέον χαρακτηριστικά ανδρικές- συχνότητες.
Ποιος παίζει ποιον
Παρ’ όλα αυτά, κατά έναν πολύ παράξενο και περίπλοκο τρόπο, η Λυρική, χάρη της «Στρέλλας», ανακινεί κάποια ζητήματα που μόνο σύγχρονα δεν είναι. Το πρώτο αφορά το κατά πόσο ο καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή θα πρέπει να ταυτίζεται, ως αληθινή προσωπικότητα, με τον εκάστοτε ρόλο του. Αν, δηλαδή, τίθεται ως προϋπόθεση, όπως συμβαίνει με τη «Στρέλλα», την τρανς ηρωίδα να υποδυθεί μια αυθεντική τρανς τραγουδίστρια, τότε θα πρέπει να αναθεωρηθεί εκ βάθρων η λογική κάθε διανομής, σε κάθε είδους θέαμα. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα ειδικά από τον χώρο της όπερας, φέρ’ ειπείν στην υπέροχη «Τραβιάτα» του Βέρντι, η πρωταγωνίστρια θα πρέπει, εκτός από βέρα γυναίκα, να είναι ιερόδουλη -ή, τουλάχιστον, ελευθερίων ηθών- και οπωσδήποτε να οδεύει τάχιστα προς έναν πρόωρο θάνατο, πάσχουσα από ανίατη νόσο.
Αντιστοίχως, σε κάθε ανέβασμα της «Κάρμεν» του Ζορζ Μπιζέ, δεν μπορεί παρά να προεξάρχει μια Αθίγγανη σοπράνο. Στον «Ντον Τζοβάννι» του Μότσαρτ ο κεντρικός ρόλος να δοθεί σε έναν πιστοποιημένο ακόλαστο και κατά συρροήν διαφθορέα νεανίδων κ.ο.κ. Βεβαίως, υιοθετώντας αυτή τη φιλοσοφία, της κατά το δυνατόν βιωματικής ταύτισης του τραγουδιστή με τον ρόλο του, κλονίζεται συθέμελα η έννοια της θεατρικής σύμβασης, κάτι που μόνο σε παράδοξες και χαοτικές καταστάσεις μπορεί να οδηγήσει. Ακριβώς όπως αυτή στην οποία βρίσκεται επί του παρόντος η Πειραματική Σκηνή της ΕΛΣ για το κάστινγκ της «Στρέλλας».
Ενα δεύτερο, εξίσου παμπάλαιο ζήτημα το οποίο αναφύεται εμμέσως από τη διαμάχη μεταξύ επαϊόντων και μη, εξ αφορμής της εν λόγω παράστασης, είναι η σημερινή ανάποδη δικαίωση των ευνούχων τραγουδιστών όπερας, των περιβόητων καστράτι. Καστράτο ήταν κάθε καλλίφωνος άνδρας που πριν από την εφηβεία του υποβαλλόταν σε επέμβαση αποκοπής των αρσενικών γεννητικών αδένων. Ο εσκεμμένος ευνουχισμός δεκάδων αγοριών αποτελούσε διαδεδομένη -αν και τρομερά επικίνδυνη- πρακτική επί αιώνες. Αποσκοπούσε στο να τροφοδοτεί το λυρικό θέατρο με άρρενες ερμηνευτές οι οποίοι όμως διέθεταν φωνή με γυναικεία χαρακτηριστικά και ήταν σε θέση να τραγουδήσουν σαν υψίφωνες ή μεσο-υψίφωνες. Οπως παρουσιάζεται το φαινόμενο στην ταινία «Φαρινέλι» (έστω και με ισχυρές δόσεις μελοδραματισμού) το κοινό εκστασιαζόταν από τις εμφανίσεις των καστράτι τραγουδιστών, ακριβώς διότι θαύμαζαν τον ανοίκειο συνδυασμό του ανδρικού σώματος με τα γυναικεία φωνητικά χαρίσματα.
Ως εκ τούτου, οι καστράτι μεσουράνησαν κυρίως κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα και ήταν περιζήτητοι ανά τα ευρωπαϊκά θέατρα. Σήμερα θεωρούνται θύματα μιας απάνθρωπης παρέκκλισης, ενώ τίθεται εν αμφιβόλω ακόμη και η ποιότητα της μουσικής απόλαυσης που προσέφεραν. Παρ’ όλα αυτά, ήταν αυτοί που άθελά τους έθεσαν για πρώτη φορά το ζήτημα του φύλου -κατά την κυριολεκτική έννοιά του- στο επίκεντρο της διανομής ρόλων στην όπερα. Οι δύσμοιροι αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι υπέφεραν διά βίου από τις επώδυνες παρενέργειες του ευνουχισμού τους, μόνο και μόνο για να ψυχαγωγήσουν πρόσκαιρα την εκλεπτυσμένη ευρωπαϊκή αριστοκρατία, δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ποτέ ότι θα έπαιρναν μια εντελώς απροσδόκητη, αλληγορική εκδίκηση μέσω των ζητημάτων που θέτει σήμερα η «Στρέλλα».
Το σκηνικό alter ego του είναι λαμπερό, διάσημο ως «Νίνα Νάη» και πρωτοτυπεί συνδυάζοντας το drag show με την κλασική μουσική. Αν τύχαινε να ήταν και διεμφυλικός, ο Γιώργος Ιατρού θα είχε προχωρήσει στις πρόβες χωρίς κανένα πρόβλημα. Ταυτόχρονα θα είχε προστατεύσει την Πειραματική Σκηνή της ΕΛΣ και τη «Στρέλλα» από το να γίνουν σάκος του μποξ, δημοσίως και με βολές σχεδόν πανταχόθεν.
Το άκρον άωτον της «Στρέλλας»
Οι αντιπαραθέσεις σε μερίδα του Τύπου και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις προηγούμενες ημέρες ήταν θεαματικά δυσανάλογες με τις, εμφανείς τουλάχιστον, διαστάσεις του όλου ζητήματος περί της ταυτότητας φύλου του/της πρωταγωνιστή/πρωταγωνίστριας στην οπερατική «Στρέλλα». Σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μάλλον κραυγαλέα η προσπάθεια να δοθεί ακόμη και πολιτική χροιά, καθώς ορισμένα ΜΜΕ αποπειράθηκαν να διακρίνουν μια -κατ’ ουσίαν ανύπαρκτη- ευκαιρία άσκησης αντιπολιτευτικής κριτικής στην κυβέρνηση. Ισως γι’ αυτό ο υφυπουργός ΥΠΠΟ, αρμόδιος για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης, θέλησε να παρέμβει και να στηρίξει την αναδίπλωση των υπευθύνων, δηλώνοντας ότι «η ωριμότερη σκέψη από την Εθνική Λυρική Σκηνή να διευρύνει τις ακροάσεις και το πεδίο τους προκειμένου η παραγωγή της “Στρέλλας” να είναι ουσιαστικά συμπεριληπτική και η διαδικασία να είναι απολύτως διαφανής αντανακλά τη βούληση της Πολιτείας να ακολουθείται απαρέγκλιτα η αρχή της ίσης μεταχείρισης και της αμεροληψίας».
Αναμφίβολα, στην ουσία η Πειραματική Σκηνή θέτει στον εαυτό της προβλήματα τόσο δισεπίλυτα όσο θα ταίριαζαν με τη διασκευή ενός έργου εντελώς ιδιαίτερου όπως η «Στρέλλα». Μια διασκευή για τη Λυρική Σκηνή η οποία προδιαγράφεται τόσο σύγχρονη -κατ’ επέκταση και τόσο αντισυμβατική- ώστε ο συνθέτης της πρωτότυπης μουσικής να γράφει τα μέρη που τραγουδά η φερώνυμη κεντρική ηρωίδα όχι στην αναμενόμενη τονικότητα της σοπράνο, αλλά σε εκείνη του βαρύτονου. Το ασυνήθιστο αυτό στοιχείο καθιστά χρήσιμη τη στοιχειώδη διευκρίνιση κάποιων τεχνικής φύσεως ζητημάτων.
Οπως ότι, κατ’ αρχάς, στην ταινία του Πάνου Κούτρα, η οποία αποτέλεσε από πολλές απόψεις σταθμό στα εγχώρια κινηματογραφικά -και ίσως όχι μόνο- ήθη, τη Στρέλλα υποδύεται η Μίνα Ορφανού, η οποία είναι μια τρανσέξουαλ ή διεμφυλική γυναίκα. Αυτό σημαίνει ότι γεννήθηκε ως άρρεν, αλλά σχεδόν ανέκαθεν αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως θήλυ, οπότε προχώρησε στον ανάλογο ολοκληρωτικό μετασχηματισμό της προσωπικότητάς της ώστε να συντονίσει τα σωματικά με τα ψυχικά χαρακτηριστικά της.
Επιπλέον, κατά διαβολική σύμπτωση, η Μίνα Ορφανού, μεταξύ των άλλων καλλιτεχνικών δεξιοτήτων της, συνηθίζει να τραγουδά ερασιτεχνικά άριες από τις πιο δημοφιλείς όπερες του κλασικού ρεπερτορίου, καθώς είναι αφοσιωμένη θαυμάστρια της Μαρίας Κάλλας. Και ακριβώς χάρη σε αυτή την ιδιαίτερη κλίση της, η Μίνα Ορφανού έμοιαζε πλασμένη για τον ρόλο της Στρέλλας, εφόσον και η φανταστική ηρωίδα του Πάνου Κούτρα λάτρευε επίσης την όπερα και την αξεπέραστη ντίβα της, την Κάλλας. Αν λοιπόν ο συνθέτης της οπερατικής «Στρέλλας», ο Μιχάλης Παρασκάκης, επέλεγε να παραμείνει πιστός στην προσέγγιση της ταινίας, θα έπρεπε να γράψει τα μέρη που αναλογούν στην πρωταγωνίστρια για την κατεξοχήν γυναικεία φωνητική περιοχή, την υψίφωνο ή σοπράνο. Αλλά για τους δικούς του, αμιγώς δημιουργικούς λόγους, ο συνθέτης επέλεξε το διαμετρικά αντίθετο, δηλαδή να στηρίξει την παράσταση στις πλέον μπάσες -και ως εκ τούτου στις πλέον χαρακτηριστικά ανδρικές- συχνότητες.
Ποιος παίζει ποιον
Παρ’ όλα αυτά, κατά έναν πολύ παράξενο και περίπλοκο τρόπο, η Λυρική, χάρη της «Στρέλλας», ανακινεί κάποια ζητήματα που μόνο σύγχρονα δεν είναι. Το πρώτο αφορά το κατά πόσο ο καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή θα πρέπει να ταυτίζεται, ως αληθινή προσωπικότητα, με τον εκάστοτε ρόλο του. Αν, δηλαδή, τίθεται ως προϋπόθεση, όπως συμβαίνει με τη «Στρέλλα», την τρανς ηρωίδα να υποδυθεί μια αυθεντική τρανς τραγουδίστρια, τότε θα πρέπει να αναθεωρηθεί εκ βάθρων η λογική κάθε διανομής, σε κάθε είδους θέαμα. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα ειδικά από τον χώρο της όπερας, φέρ’ ειπείν στην υπέροχη «Τραβιάτα» του Βέρντι, η πρωταγωνίστρια θα πρέπει, εκτός από βέρα γυναίκα, να είναι ιερόδουλη -ή, τουλάχιστον, ελευθερίων ηθών- και οπωσδήποτε να οδεύει τάχιστα προς έναν πρόωρο θάνατο, πάσχουσα από ανίατη νόσο.
Αντιστοίχως, σε κάθε ανέβασμα της «Κάρμεν» του Ζορζ Μπιζέ, δεν μπορεί παρά να προεξάρχει μια Αθίγγανη σοπράνο. Στον «Ντον Τζοβάννι» του Μότσαρτ ο κεντρικός ρόλος να δοθεί σε έναν πιστοποιημένο ακόλαστο και κατά συρροήν διαφθορέα νεανίδων κ.ο.κ. Βεβαίως, υιοθετώντας αυτή τη φιλοσοφία, της κατά το δυνατόν βιωματικής ταύτισης του τραγουδιστή με τον ρόλο του, κλονίζεται συθέμελα η έννοια της θεατρικής σύμβασης, κάτι που μόνο σε παράδοξες και χαοτικές καταστάσεις μπορεί να οδηγήσει. Ακριβώς όπως αυτή στην οποία βρίσκεται επί του παρόντος η Πειραματική Σκηνή της ΕΛΣ για το κάστινγκ της «Στρέλλας».
Ενα δεύτερο, εξίσου παμπάλαιο ζήτημα το οποίο αναφύεται εμμέσως από τη διαμάχη μεταξύ επαϊόντων και μη, εξ αφορμής της εν λόγω παράστασης, είναι η σημερινή ανάποδη δικαίωση των ευνούχων τραγουδιστών όπερας, των περιβόητων καστράτι. Καστράτο ήταν κάθε καλλίφωνος άνδρας που πριν από την εφηβεία του υποβαλλόταν σε επέμβαση αποκοπής των αρσενικών γεννητικών αδένων. Ο εσκεμμένος ευνουχισμός δεκάδων αγοριών αποτελούσε διαδεδομένη -αν και τρομερά επικίνδυνη- πρακτική επί αιώνες. Αποσκοπούσε στο να τροφοδοτεί το λυρικό θέατρο με άρρενες ερμηνευτές οι οποίοι όμως διέθεταν φωνή με γυναικεία χαρακτηριστικά και ήταν σε θέση να τραγουδήσουν σαν υψίφωνες ή μεσο-υψίφωνες. Οπως παρουσιάζεται το φαινόμενο στην ταινία «Φαρινέλι» (έστω και με ισχυρές δόσεις μελοδραματισμού) το κοινό εκστασιαζόταν από τις εμφανίσεις των καστράτι τραγουδιστών, ακριβώς διότι θαύμαζαν τον ανοίκειο συνδυασμό του ανδρικού σώματος με τα γυναικεία φωνητικά χαρίσματα.
Ως εκ τούτου, οι καστράτι μεσουράνησαν κυρίως κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα και ήταν περιζήτητοι ανά τα ευρωπαϊκά θέατρα. Σήμερα θεωρούνται θύματα μιας απάνθρωπης παρέκκλισης, ενώ τίθεται εν αμφιβόλω ακόμη και η ποιότητα της μουσικής απόλαυσης που προσέφεραν. Παρ’ όλα αυτά, ήταν αυτοί που άθελά τους έθεσαν για πρώτη φορά το ζήτημα του φύλου -κατά την κυριολεκτική έννοιά του- στο επίκεντρο της διανομής ρόλων στην όπερα. Οι δύσμοιροι αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι υπέφεραν διά βίου από τις επώδυνες παρενέργειες του ευνουχισμού τους, μόνο και μόνο για να ψυχαγωγήσουν πρόσκαιρα την εκλεπτυσμένη ευρωπαϊκή αριστοκρατία, δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ποτέ ότι θα έπαιρναν μια εντελώς απροσδόκητη, αλληγορική εκδίκηση μέσω των ζητημάτων που θέτει σήμερα η «Στρέλλα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr