Με καινοτόμες λύσεις, συσκευές που σκέφτονται, βιώσιμη φιλοσοφία και υψηλή αισθητική, η BSH πρωτοπορεί φέρνοντας την τεχνολογία στο κέντρο μιας απολαυστικής και συναρπαστικής καθημερινότητας που εξασφαλίζει έναν καλύτερο τρόπο ζωής.
Τάσος Μαντζαβίνος: «Τα βιώματα για τον καλλιτέχνη δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου»
Τάσος Μαντζαβίνος: «Τα βιώματα για τον καλλιτέχνη δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου»
Δύο εκθέσεις με έργα τέχνης του καλλιτέχνη, αφιερωμένες στο πρόσωπό του, στο Βυζαντινό Μουσείο, αλλά και στη γκαλερί Σκουφά
Ο Τάσος Μαντζαβίνος είναι μια ξεχωριστή καλλιτεχνική μορφή με ιδιότυπο προσωπικό αποτύπωμα, έντονα βασισμένο στην παράδοση αλλά με ρηξικέλευθη προσωπική ματιά.
Ο κόσμος του, όπως έχει γίνει γνωστός ήδη από τη δεκαετία του 80, συνοψίζει μνήμες, ασυνείδητες εκφράσεις, όνειρα με έντονες και εμφανείς τις επιρροές από τη μυθολογία, τη χριστιανική παράδοση και τη λαϊκή εικονογραφία.
Στα έργα του εκφράζονται ταυτόχρονα η πανηγυρική έκφραση και το πένθος, εγκολπωμένο μέσα στη μακρά μας παράδοση-από τις βυζαντινές εικόνες μέχρι τις λαϊκές, χειροποίητες κατασκευές. Χριστιανικές μορφές Αγίων, παπάδες, ακόμη και ο ίδιος ο καλλιτέχνης, πρόσωπα γνώριμα και οικεία, αποτελούν τους πρωταγωνιστές της δικής του περιπέτειας, οι οποίοι μέσα από μύθους, συμβολισμούς και ιστορίες αγωνίζονται στο δικό τους πνευματικό ταξίδι γεμάτο δυσκολίες, προκλήσεις και εμπόδια.
Μαζί του συνομιλούμε με αφορμή μια ιδιαίτερα ευχάριστη πλην όμως σπάνια συγκυρία για έναν καλλιτέχνη να βλέπει να διοργανώνονται δυο εκθέσεις με έργα τέχνης του, αφιερωμένες στο πρόσωπό του, στο Βυζαντινό Μουσείο αλλά και στη γκαλερί Σκουφά και δεν μπορούμε να μην τον ρωτήσουμε πως συνομιλούν αυτές οι δυο εκθέσεις στο συνολικότερο έργο του.
«Ήμουν πράγματι τυχερός, όσον αφορά την συγκυρία και το σωστο timing για την συνομιλία δύο εκθέσεων ταυτόχρονα της δουλειάς μου, τόσο στο Βυζαντινό Χριστιανικό Μουσείο ,όσο και στην αθηναϊκή γκαλερί Σκουφά» μας απαντά.
«Η ατομική μου έκθεση στην γκαλερί Σκουφά στο Κολωνάκι, είχε καθοριστεί από τριετίας για τον Οκτώβρη του 2022 και ήδη δούλευα γι αυτήν στο εργαστήριο μου. Τον Μάρτη όμως του 2Ο20, ήρθε ο COVID19 στην ζωή μας και λόγω του παρατεταμένου και υποχρεωτικού εγκλεισμού στο σπίτι (στο πρώτο σκληρό lockdown) , αποφάσισα να κάνω μια εκκαθάριση- ταξινόμηση όλων των σχεδίων που είχα στο σπίτι τοποθετημένα άτακτα σε συρτάρια, μπαούλα, ντουλάπια και χαρτοφύλακες. Επρόκειτο για σχέδια που τα έφτιαχνα στο σπίτι πάντα τις νυχτερινές ώρες και λειτουργούσαν ως προετοιμασία για τα μεγαλύτερα έργα του εργαστηρίου. Αλλά δεν ήμουν ο μόνος καθώς όλος ο κόσμος εκείνη την περίοδο θυμάμαι, αφιέρωνε χρόνο σε πράγματα που ίσως δεν θα καταπιανόταν ποτέ κάτω από άλλες συνθήκες. Έτσι, σχέδια από το 1997, οπότε εγκατασταθήκαμε σε αυτό το σπίτι ομαδοποιήθηκαν θεματικά και χρονολογικά.
Η αίσθηση ότι μεγάλο μέρος αυτών είχαν ένα Χριστιανικό και Βυζαντινό χαρακτήρα, πυροδότησε την σκέψη που έγινε πράξη να συναντηθώ με τον κ.Περίανδρο Επιτροπάκη, αρχαιολόγο και διευθυντή Περιοδικών Εκθέσεων στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, ο οποίος γνώριζε την δουλειά μου μέσω ενός φίλου του που συναντούσα στο παζάρι του Μοναστηρακίου τα Σαββατοκύριακα και του είχε μιλήσει για μένα λόγω της αγάπης για την ζωγραφική μου, κάτι που έμαθα μετά! Η πρώτη επαφή έγινε πράγματι τυχαία όμως, από ένα τηλεφώνημα της συζύγου μου σε εκείνον λόγω της κοινής αγάπης τους προς τα ελληνικά κεραμικά και ήταν καταρχάς διαδικτυακή, που τον προσκάλεσε να δει το υλικό αυτό. Και είναι ο κ.Επιτροπάκης, τον οποίο πραγματικά ευχαριστώ, που αγκάλιασε με τόση θερμή την ιδέα να εκτεθούν τα έργα στο Μουσείο, μια συνάντηση στην οποία επικουρικό ρόλο διαδραμάτισε ο Γιάννης Κάλλιγας ιδιοκτήτης της γκαλερί Σκουφά με την πολύτιμη συνδρομή του ως χορηγού στην έκδοση του πολυσέλιδου καταλόγου (που διανέμεται δωρεάν στο κοινό).
Τέλος η κ.Αλεξανδρη Ιωάννα, ιστορικός τέχνης και μόνιμη υπάλληλος του Βυζαντινού Μουσείου, δέχτηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιλέξει, διαχωρίσει μελετήσει και επιμεληθεί την έκθεση αυτή . Έμενε μόνο πια, να οριστεί η ημερομηνία . Θέλησα να την δείξω πράγματι παράλληλα με την ατομική μου έκθεση για να λειτουργήσει σαν μια μικρή αναδρομική των σχεδίων μου. Ημερομηνία και χώρος κενός στο Μουσείο βρέθηκε για την περίοδο αυτή και έτσι με 6 μέρες διαφορά οι δύο αυτές εκθέσεις βοηθούν να απλωθεί το εύρος της δουλειάς μου».
Ο κόσμος του, όπως έχει γίνει γνωστός ήδη από τη δεκαετία του 80, συνοψίζει μνήμες, ασυνείδητες εκφράσεις, όνειρα με έντονες και εμφανείς τις επιρροές από τη μυθολογία, τη χριστιανική παράδοση και τη λαϊκή εικονογραφία.
Στα έργα του εκφράζονται ταυτόχρονα η πανηγυρική έκφραση και το πένθος, εγκολπωμένο μέσα στη μακρά μας παράδοση-από τις βυζαντινές εικόνες μέχρι τις λαϊκές, χειροποίητες κατασκευές. Χριστιανικές μορφές Αγίων, παπάδες, ακόμη και ο ίδιος ο καλλιτέχνης, πρόσωπα γνώριμα και οικεία, αποτελούν τους πρωταγωνιστές της δικής του περιπέτειας, οι οποίοι μέσα από μύθους, συμβολισμούς και ιστορίες αγωνίζονται στο δικό τους πνευματικό ταξίδι γεμάτο δυσκολίες, προκλήσεις και εμπόδια.
Μαζί του συνομιλούμε με αφορμή μια ιδιαίτερα ευχάριστη πλην όμως σπάνια συγκυρία για έναν καλλιτέχνη να βλέπει να διοργανώνονται δυο εκθέσεις με έργα τέχνης του, αφιερωμένες στο πρόσωπό του, στο Βυζαντινό Μουσείο αλλά και στη γκαλερί Σκουφά και δεν μπορούμε να μην τον ρωτήσουμε πως συνομιλούν αυτές οι δυο εκθέσεις στο συνολικότερο έργο του.
«Ήμουν πράγματι τυχερός, όσον αφορά την συγκυρία και το σωστο timing για την συνομιλία δύο εκθέσεων ταυτόχρονα της δουλειάς μου, τόσο στο Βυζαντινό Χριστιανικό Μουσείο ,όσο και στην αθηναϊκή γκαλερί Σκουφά» μας απαντά.
«Η ατομική μου έκθεση στην γκαλερί Σκουφά στο Κολωνάκι, είχε καθοριστεί από τριετίας για τον Οκτώβρη του 2022 και ήδη δούλευα γι αυτήν στο εργαστήριο μου. Τον Μάρτη όμως του 2Ο20, ήρθε ο COVID19 στην ζωή μας και λόγω του παρατεταμένου και υποχρεωτικού εγκλεισμού στο σπίτι (στο πρώτο σκληρό lockdown) , αποφάσισα να κάνω μια εκκαθάριση- ταξινόμηση όλων των σχεδίων που είχα στο σπίτι τοποθετημένα άτακτα σε συρτάρια, μπαούλα, ντουλάπια και χαρτοφύλακες. Επρόκειτο για σχέδια που τα έφτιαχνα στο σπίτι πάντα τις νυχτερινές ώρες και λειτουργούσαν ως προετοιμασία για τα μεγαλύτερα έργα του εργαστηρίου. Αλλά δεν ήμουν ο μόνος καθώς όλος ο κόσμος εκείνη την περίοδο θυμάμαι, αφιέρωνε χρόνο σε πράγματα που ίσως δεν θα καταπιανόταν ποτέ κάτω από άλλες συνθήκες. Έτσι, σχέδια από το 1997, οπότε εγκατασταθήκαμε σε αυτό το σπίτι ομαδοποιήθηκαν θεματικά και χρονολογικά.
Η αίσθηση ότι μεγάλο μέρος αυτών είχαν ένα Χριστιανικό και Βυζαντινό χαρακτήρα, πυροδότησε την σκέψη που έγινε πράξη να συναντηθώ με τον κ.Περίανδρο Επιτροπάκη, αρχαιολόγο και διευθυντή Περιοδικών Εκθέσεων στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, ο οποίος γνώριζε την δουλειά μου μέσω ενός φίλου του που συναντούσα στο παζάρι του Μοναστηρακίου τα Σαββατοκύριακα και του είχε μιλήσει για μένα λόγω της αγάπης για την ζωγραφική μου, κάτι που έμαθα μετά! Η πρώτη επαφή έγινε πράγματι τυχαία όμως, από ένα τηλεφώνημα της συζύγου μου σε εκείνον λόγω της κοινής αγάπης τους προς τα ελληνικά κεραμικά και ήταν καταρχάς διαδικτυακή, που τον προσκάλεσε να δει το υλικό αυτό. Και είναι ο κ.Επιτροπάκης, τον οποίο πραγματικά ευχαριστώ, που αγκάλιασε με τόση θερμή την ιδέα να εκτεθούν τα έργα στο Μουσείο, μια συνάντηση στην οποία επικουρικό ρόλο διαδραμάτισε ο Γιάννης Κάλλιγας ιδιοκτήτης της γκαλερί Σκουφά με την πολύτιμη συνδρομή του ως χορηγού στην έκδοση του πολυσέλιδου καταλόγου (που διανέμεται δωρεάν στο κοινό).
Τέλος η κ.Αλεξανδρη Ιωάννα, ιστορικός τέχνης και μόνιμη υπάλληλος του Βυζαντινού Μουσείου, δέχτηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιλέξει, διαχωρίσει μελετήσει και επιμεληθεί την έκθεση αυτή . Έμενε μόνο πια, να οριστεί η ημερομηνία . Θέλησα να την δείξω πράγματι παράλληλα με την ατομική μου έκθεση για να λειτουργήσει σαν μια μικρή αναδρομική των σχεδίων μου. Ημερομηνία και χώρος κενός στο Μουσείο βρέθηκε για την περίοδο αυτή και έτσι με 6 μέρες διαφορά οι δύο αυτές εκθέσεις βοηθούν να απλωθεί το εύρος της δουλειάς μου».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Βυζαντινό Μουσείο αναπτύσσεται ο βυζαντινός κόσμος του Τάσου Σπ. Μαντζαβίνου με σχέδια χωρισμένα σε ενότητες: φυλακτά, βυζαντινή διακοσμητική, σαν βυζαντινά χειρόγραφα, Άγιοι πολεμιστές, Πρωτογράμματα, Χριστιανική Εικονογραφία, Φώτης Κόντογλου, Ο Ναός του Αγ.Νικολαου Κάτω Πατησίων ,Βυζαντινά πορτραίτα, Κρύπτες Εικονοστάσια.
Με άλλα λόγια, όπως εξηγεί χαρακτηριστικά ο ίδιος:«Όλα αυτά που πιστεύω ότι έχουν σχέση με το πνεύμα και τον πολιτισμό του τόπου που γεννήθηκα, ζω και εμπνέομαι. Παρόλα αυτά, βρίσκομαι σε μια αντίφαση σχετικά με τον ήλιο αυτού του τόπου που εδώ είναι έντονος, παρών, εδώ και πολλούς μήνες. Το φως κατακρημνίζεται στο κεφάλι μου και τρέχω στην παχιά σκιά.
Στο Βυζαντινό Μουσείο με την ελληνική ~ βυζαντινή ζωγραφική με παραπέμπει στους ναούς που οι τοιχογραφίες βρίσκονται στο ημίφως με το καλοκαίρι να μετατρέπεται σε ένα καταφύγιο από την λάβα του ήλιου». Δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω για τις επιρροές που είναι εμφανείς στο έργο του όπως του Φώτη Κόντογλου, του Παπαδιαμάντη, των λαϊκών μας παραμυθιών και της προφορικής μας παράδοσης, αλλά εκείνος επιμένει ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να χαράζει τον δικό του δρόμο: «Ένας Έλληνας Ζωγράφος θα πρέπει να βρει τον εαυτό του, το δικό του ιδίωμα, λεξιλόγιο, να δει τον εαυτό του μέρος του πολιτισμού του τόπου του όσο και αν είναι αόρατος η θαμμένος ή να φαίνεται ότι έχει διακοπεί» απαντά χαρακτηριστικά.
Όσο για τον τίτλο της έκθεσης «Η Κρύπτη» που επιλέχθηκε για την έκθεση στη γκαλερί Σκουφά, ο ίδιος αποκαλύπτει πως είναι: «Ένας συμβολικός τίτλος που αναφέρεται στον εσωτερικό εαυτό μου που εκεί φυλάσσεται η ιερή αιτία που ζωγραφίζω. Η κρύπτη είναι ένας ψυχαναλυτικός όρος. Την εντόπισα σε ένα βιβλίο που έτυχε να διαβάσω. Εδώ, χρησιμοποιώ τον όρο αυτό για να δηλώσω το εσωτερικόν μου εαυτό. Από την κρύπτη ξεκινάει η ανάγκη να ζωγραφίσω. Στην κρύπτη υπάρχει το ιερόν, η ψυχή της ζωγραφικής μου. Η σύνδεση, επομένως, των δυο εκθέσεων είναι ο ίδιος μου ο εαυτός, όπερ σημαίνει την σχέση μου με το αρχαίο-Βυζαντινό πολιτιστικό παρελθόν μου. Με τα σχέδια του Βυζαντινού Μουσείου δεν είναι απλώς προσχέδια για ένα έργο ,αλλά έχουν την δική τους οντότητα. Βέβαια η ιδέα παραμένει κοινή και στα δύο». Όσο ασυνείδητη έκφραση είναι ο τίτλος, άλλο τόσο ήταν και η απόφαση του να ασχοληθεί με τη ζωγραφική καθώς όπως λέει δεν το επέλεξε αλλά προέκυψε με τα χρόνια που ζωγραφίζει αλλά και από την παρατήρηση του εαυτού σε σχέση με τη βυζαντινή και αρχαία ελληνική τέχνη, οι οποίες κατά τη γνώμη του «παραμένουν αδιαχώριστες». Για να καταλήξει πως «Οι ίδιοι μάστορες είναι αυτοί που δημιούργησαν τον εδώ πολιτισμό, κάτω από τον ίδιο φως ,το ίδιο τοπίο με τις ίδιες πέτρες.
Αυτοί που έφτιαξαν τους αγίους ,δεν ήρθαν από το πουθενά, είχαν ήδη την γνώση από τους αρχαίους. Σιγά σιγά αγάπησα το πολιτισμικό μου παρελθόν- εαυτό, διαπιστώνοντας ότι η ουσία βρίσκεται εδώ και όχι κάπου αλλού που δεν υπάρχουν μνήμες.
Αυτό που μένει ,είναι η διαφορετικότητα σου, το καταγεγραμμένο διαφορετικό βλέμμα πάνω στον πίνακα, σε αυτό που θεωρείται γνωστό ή πεπαλαιωμένο, τελειωμένο, νεκρό». Είναι συγκινητικό να ακούς έναν καλλιτέχνη όπως τον Μαντζαβίνο να λέει πως «Φυσικά, θα πρέπει να συγκινηθείς τα μέγιστα με την άκρα ταπείνωση ,όπως επίσης και με το αρχαίο αγγείο του Αίαντα που αυτοκτονεί πάνω στο όρθιο ξίφος και άλλα παρόμοια».
Η συγκίνηση και ο θαυμασμός για τον καλλιτέχνη είναι το παν. Αλλά στο έργο του Μαντζαβίνου οτιδήποτε ανεξήγητο και άπιαστο γίνεται δικό μας, σχεδόν το οικειοποιούμαστε αφού μοιάζει με μέρος της δικής μας λαϊκής έκφρασης, γίνεται ένα με τα πάθη της καθημερινότητάς μας. «Με τη λέξη λαϊκό στο νου μου έρχεται το εκ βαθέων, το πρωτογενές, το πρωτόγονο, το ακαλαίσθητο. Έχω την εντύπωση ότι στην εποχή μας δεν υπάρχει λαϊκή τέχνη. Το κακέκτυπο κυριαρχεί, η ιδιαιτερότητα χάνεται. Στις μέρες μας καλείται κανείς να χαράξει το δικό του μονοπάτι το οποίο χρειάζεται τόλμη ή ένα πολιτιστικό εγωισμό. Ξεκινάς βέβαια, έχοντας υπόψη ότι ενδιαφέρον έχει η αναζήτηση με τον κίνδυνο πάντα να αποτύχεις. Αλλά αυτό θεωρώ πως είναι πολύ καλύτερο όμως από την ασφάλεια του να βαδίζεις το μονοπάτι ενός άλλου. Γιατί μοιάζει πολύ ευκολότερο να διαλέξεις απο τα φιγουρίνια της μόδας, από το να ψαχτείς και να ψάξεις στο τοπίο που ζεις. Όλο αυτό το ΈΞΩ σε κάνει να το ξεχνάς. Αλλά η λύση είναι να το ξαναεγκολπώσεις. Τα βιώματα δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου. Είναι εδώ».
Γι αυτό και επιμένει πως τα έργα του καλά ή άσχημα, δεν τον απασχολεί-το μόνο που τον νοιάζει είναι «να φαίνονται ότι έχουν μνήμη». Επιμένει πως δεν θέλει τον αμνήμονα αλλά ότι: «Θέλω να συναντήσω αυτόν που θα τον κάνουν να ξυπνήσουν οι δικές του μνήμες. Να ταξιδέψει στα δικά μου βλέμματα που είναι και δικά του. Εδώ που παρήχθησαν, κάτω από την ίδια ιστορία του τόπου». Γι αυτό και ήταν ηθελημένη η απόφαση να μην ανατρέξει στις ξένες πηγές των δυτικών επιρροών αλλά στην οικεία καλλιτεχνική κτήση: «Εφόσον έχω αποφασίσει να μην ακολουθήσω τα τετριμμένα το επίσημο πως είναι δυνατόν να μην ανατρέξω σ ότι πηγαίο και αυθεντικό ,όπως είναι η λαϊκή παράδοση, οι αρχαίοι και λαϊκοί μύθοι όπου νοιώθω οικεία; Οι ιδέες ξεκινάνε εκεί που ακμάζει η φαντασία μου» είναι η χαρακτηριστική απάντηση του.
Είναι, επομένως, πολύ μακρύς ο δρόμος της καλλιτεχνικής δημιουργίας και μάλλον δυσερμήνευτος, όπως χαρακτηριστικά παραδέχεται. Και αποκαλύπτει πως χάραξε τον δικό του δρόμο: «Ίσως όλα ξεκίνησαν από το τετράδιο αντιγραφής στα χρόνια του δημοτικού σχολείου. Στο επάνω μέρος της σελίδας με γραμμές ήταν ένα μέρος λευκό, όπου εκεί κάναμε μια ζωγραφιά σχετική με το κείμενο που αντιγράψαμε» μας εξηγεί χαρακτηριστικά ξεδιπλώνοντας τη διαδρομή του. «Ως πρόσκοπος θυμάμαι να φτιάχνουμε μια κατασκευή με ξύλα κάθε εβδομάδα, τις οποίες απλώναμε σ΄ ένα τραπέζι. Οι πρόσκοποι ήταν χωρισμένοι σε ομάδες, η κάθε μία είχε το δικός της σύμβολο και εκπροσωπείτο από μια τέτοια κατασκευή.. Κάπου σ αυτές τις μνήμες ,κατατάσσονται επομένως οι κατασκευές που δημιουργώ. Άλλωστε ο ζωγράφος είναι πρωτίστως μάστορας».
Και επειδή θέλει να μας αποκαλύψει κάτι, ειδικά όταν τον ρωτάμε να μας φανερώσει το προσωπικό του, συμβολικό εικονοστάσι: «Η κρύπτη που βρίσκεται στην πλατεία του Ναού της παλιάς γειτονιάς μου στα Κάτω Πατήσια, ο Αγ.Νικολαος. Εκεί μάλλον πλάσθηκε ο εαυτός μου ,που θα γινόταν ζωγράφος. Οι παλιές χαρές και λύπες τώρα καθαγιασμένες βρίσκονται εκεί και όταν καμία φορά επισκέπτομαι την περιοχή, αποδίδω τιμάς στον μικρό Τάσο».
Ίνφο: Φωτογραφία από ατελιέ: Χριστίνα Αθανασούλα.
Γκαλερί Σκουφά
Διάρκεια έκθεσης: έως 13.11.2022.
Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο
Διάρκεια έκθεσης έως 12.01.2023
Ειδήσεις σήμερα:
Πόλεμος στην Ουκρανία: Τι σημαίνει η υποχώρηση των Ρώσων από τη Χερσώνα
Κωνσταντίνα Σπυροπούλου και Φωτεινή Πετρογιάννη: Κόντρα άνευ προηγουμένου στο Twitter
Η «πιο όμορφη αστυνομικός στον κόσμο» υπηρετεί στην πιο επικίνδυνη πόλη
Με άλλα λόγια, όπως εξηγεί χαρακτηριστικά ο ίδιος:«Όλα αυτά που πιστεύω ότι έχουν σχέση με το πνεύμα και τον πολιτισμό του τόπου που γεννήθηκα, ζω και εμπνέομαι. Παρόλα αυτά, βρίσκομαι σε μια αντίφαση σχετικά με τον ήλιο αυτού του τόπου που εδώ είναι έντονος, παρών, εδώ και πολλούς μήνες. Το φως κατακρημνίζεται στο κεφάλι μου και τρέχω στην παχιά σκιά.
Στο Βυζαντινό Μουσείο με την ελληνική ~ βυζαντινή ζωγραφική με παραπέμπει στους ναούς που οι τοιχογραφίες βρίσκονται στο ημίφως με το καλοκαίρι να μετατρέπεται σε ένα καταφύγιο από την λάβα του ήλιου». Δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω για τις επιρροές που είναι εμφανείς στο έργο του όπως του Φώτη Κόντογλου, του Παπαδιαμάντη, των λαϊκών μας παραμυθιών και της προφορικής μας παράδοσης, αλλά εκείνος επιμένει ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να χαράζει τον δικό του δρόμο: «Ένας Έλληνας Ζωγράφος θα πρέπει να βρει τον εαυτό του, το δικό του ιδίωμα, λεξιλόγιο, να δει τον εαυτό του μέρος του πολιτισμού του τόπου του όσο και αν είναι αόρατος η θαμμένος ή να φαίνεται ότι έχει διακοπεί» απαντά χαρακτηριστικά.
Όσο για τον τίτλο της έκθεσης «Η Κρύπτη» που επιλέχθηκε για την έκθεση στη γκαλερί Σκουφά, ο ίδιος αποκαλύπτει πως είναι: «Ένας συμβολικός τίτλος που αναφέρεται στον εσωτερικό εαυτό μου που εκεί φυλάσσεται η ιερή αιτία που ζωγραφίζω. Η κρύπτη είναι ένας ψυχαναλυτικός όρος. Την εντόπισα σε ένα βιβλίο που έτυχε να διαβάσω. Εδώ, χρησιμοποιώ τον όρο αυτό για να δηλώσω το εσωτερικόν μου εαυτό. Από την κρύπτη ξεκινάει η ανάγκη να ζωγραφίσω. Στην κρύπτη υπάρχει το ιερόν, η ψυχή της ζωγραφικής μου. Η σύνδεση, επομένως, των δυο εκθέσεων είναι ο ίδιος μου ο εαυτός, όπερ σημαίνει την σχέση μου με το αρχαίο-Βυζαντινό πολιτιστικό παρελθόν μου. Με τα σχέδια του Βυζαντινού Μουσείου δεν είναι απλώς προσχέδια για ένα έργο ,αλλά έχουν την δική τους οντότητα. Βέβαια η ιδέα παραμένει κοινή και στα δύο». Όσο ασυνείδητη έκφραση είναι ο τίτλος, άλλο τόσο ήταν και η απόφαση του να ασχοληθεί με τη ζωγραφική καθώς όπως λέει δεν το επέλεξε αλλά προέκυψε με τα χρόνια που ζωγραφίζει αλλά και από την παρατήρηση του εαυτού σε σχέση με τη βυζαντινή και αρχαία ελληνική τέχνη, οι οποίες κατά τη γνώμη του «παραμένουν αδιαχώριστες». Για να καταλήξει πως «Οι ίδιοι μάστορες είναι αυτοί που δημιούργησαν τον εδώ πολιτισμό, κάτω από τον ίδιο φως ,το ίδιο τοπίο με τις ίδιες πέτρες.
Αυτοί που έφτιαξαν τους αγίους ,δεν ήρθαν από το πουθενά, είχαν ήδη την γνώση από τους αρχαίους. Σιγά σιγά αγάπησα το πολιτισμικό μου παρελθόν- εαυτό, διαπιστώνοντας ότι η ουσία βρίσκεται εδώ και όχι κάπου αλλού που δεν υπάρχουν μνήμες.
Αυτό που μένει ,είναι η διαφορετικότητα σου, το καταγεγραμμένο διαφορετικό βλέμμα πάνω στον πίνακα, σε αυτό που θεωρείται γνωστό ή πεπαλαιωμένο, τελειωμένο, νεκρό». Είναι συγκινητικό να ακούς έναν καλλιτέχνη όπως τον Μαντζαβίνο να λέει πως «Φυσικά, θα πρέπει να συγκινηθείς τα μέγιστα με την άκρα ταπείνωση ,όπως επίσης και με το αρχαίο αγγείο του Αίαντα που αυτοκτονεί πάνω στο όρθιο ξίφος και άλλα παρόμοια».
Η συγκίνηση και ο θαυμασμός για τον καλλιτέχνη είναι το παν. Αλλά στο έργο του Μαντζαβίνου οτιδήποτε ανεξήγητο και άπιαστο γίνεται δικό μας, σχεδόν το οικειοποιούμαστε αφού μοιάζει με μέρος της δικής μας λαϊκής έκφρασης, γίνεται ένα με τα πάθη της καθημερινότητάς μας. «Με τη λέξη λαϊκό στο νου μου έρχεται το εκ βαθέων, το πρωτογενές, το πρωτόγονο, το ακαλαίσθητο. Έχω την εντύπωση ότι στην εποχή μας δεν υπάρχει λαϊκή τέχνη. Το κακέκτυπο κυριαρχεί, η ιδιαιτερότητα χάνεται. Στις μέρες μας καλείται κανείς να χαράξει το δικό του μονοπάτι το οποίο χρειάζεται τόλμη ή ένα πολιτιστικό εγωισμό. Ξεκινάς βέβαια, έχοντας υπόψη ότι ενδιαφέρον έχει η αναζήτηση με τον κίνδυνο πάντα να αποτύχεις. Αλλά αυτό θεωρώ πως είναι πολύ καλύτερο όμως από την ασφάλεια του να βαδίζεις το μονοπάτι ενός άλλου. Γιατί μοιάζει πολύ ευκολότερο να διαλέξεις απο τα φιγουρίνια της μόδας, από το να ψαχτείς και να ψάξεις στο τοπίο που ζεις. Όλο αυτό το ΈΞΩ σε κάνει να το ξεχνάς. Αλλά η λύση είναι να το ξαναεγκολπώσεις. Τα βιώματα δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου. Είναι εδώ».
Γι αυτό και επιμένει πως τα έργα του καλά ή άσχημα, δεν τον απασχολεί-το μόνο που τον νοιάζει είναι «να φαίνονται ότι έχουν μνήμη». Επιμένει πως δεν θέλει τον αμνήμονα αλλά ότι: «Θέλω να συναντήσω αυτόν που θα τον κάνουν να ξυπνήσουν οι δικές του μνήμες. Να ταξιδέψει στα δικά μου βλέμματα που είναι και δικά του. Εδώ που παρήχθησαν, κάτω από την ίδια ιστορία του τόπου». Γι αυτό και ήταν ηθελημένη η απόφαση να μην ανατρέξει στις ξένες πηγές των δυτικών επιρροών αλλά στην οικεία καλλιτεχνική κτήση: «Εφόσον έχω αποφασίσει να μην ακολουθήσω τα τετριμμένα το επίσημο πως είναι δυνατόν να μην ανατρέξω σ ότι πηγαίο και αυθεντικό ,όπως είναι η λαϊκή παράδοση, οι αρχαίοι και λαϊκοί μύθοι όπου νοιώθω οικεία; Οι ιδέες ξεκινάνε εκεί που ακμάζει η φαντασία μου» είναι η χαρακτηριστική απάντηση του.
Είναι, επομένως, πολύ μακρύς ο δρόμος της καλλιτεχνικής δημιουργίας και μάλλον δυσερμήνευτος, όπως χαρακτηριστικά παραδέχεται. Και αποκαλύπτει πως χάραξε τον δικό του δρόμο: «Ίσως όλα ξεκίνησαν από το τετράδιο αντιγραφής στα χρόνια του δημοτικού σχολείου. Στο επάνω μέρος της σελίδας με γραμμές ήταν ένα μέρος λευκό, όπου εκεί κάναμε μια ζωγραφιά σχετική με το κείμενο που αντιγράψαμε» μας εξηγεί χαρακτηριστικά ξεδιπλώνοντας τη διαδρομή του. «Ως πρόσκοπος θυμάμαι να φτιάχνουμε μια κατασκευή με ξύλα κάθε εβδομάδα, τις οποίες απλώναμε σ΄ ένα τραπέζι. Οι πρόσκοποι ήταν χωρισμένοι σε ομάδες, η κάθε μία είχε το δικός της σύμβολο και εκπροσωπείτο από μια τέτοια κατασκευή.. Κάπου σ αυτές τις μνήμες ,κατατάσσονται επομένως οι κατασκευές που δημιουργώ. Άλλωστε ο ζωγράφος είναι πρωτίστως μάστορας».
Και επειδή θέλει να μας αποκαλύψει κάτι, ειδικά όταν τον ρωτάμε να μας φανερώσει το προσωπικό του, συμβολικό εικονοστάσι: «Η κρύπτη που βρίσκεται στην πλατεία του Ναού της παλιάς γειτονιάς μου στα Κάτω Πατήσια, ο Αγ.Νικολαος. Εκεί μάλλον πλάσθηκε ο εαυτός μου ,που θα γινόταν ζωγράφος. Οι παλιές χαρές και λύπες τώρα καθαγιασμένες βρίσκονται εκεί και όταν καμία φορά επισκέπτομαι την περιοχή, αποδίδω τιμάς στον μικρό Τάσο».
Ίνφο: Φωτογραφία από ατελιέ: Χριστίνα Αθανασούλα.
Γκαλερί Σκουφά
Διάρκεια έκθεσης: έως 13.11.2022.
Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο
Διάρκεια έκθεσης έως 12.01.2023
Ειδήσεις σήμερα:
Πόλεμος στην Ουκρανία: Τι σημαίνει η υποχώρηση των Ρώσων από τη Χερσώνα
Κωνσταντίνα Σπυροπούλου και Φωτεινή Πετρογιάννη: Κόντρα άνευ προηγουμένου στο Twitter
Η «πιο όμορφη αστυνομικός στον κόσμο» υπηρετεί στην πιο επικίνδυνη πόλη
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα