121 χρόνια λειτουργίας Αρχαιολογικού Μουσείου Κωνσταντινούπολης

Τα εκατόν είκοσι χρόνια λειτουργίας του συμπλήρωσε τον Ιούνιο το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, ένα από τα μεγαλύτερα στο είδος του, καθώς μετρά περισσότερα από ένα εκατομμύριο εκθέματα

Τα εκατόν είκοσι χρόνια λειτουργίας του συμπλήρωσε τον Ιούνιο το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, ένα από τα μεγαλύτερα στο είδος του, καθώς μετρά περισσότερα από ένα εκατομμύριο εκθέματα από όλους σχεδόν τους πολιτισμούς και τις χρονικές περιόδους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τρία μουσεία, που βρίσκονται στη συνοικία Εμίνονου, στο ιστορικό κέντρο της πόλης, κοντά στο Πάρκο Γκιουλχανέ και στο Τοπ Καπί. 

Με αφορμή τη διπλή αδαμάντινη επέτειο, πολυάριθμοι επισκέπτες αναμένονται εντός του 2011. Όπως αναφέρει και η τουρκική εφημερίδα “Χουριέτ”, μπορεί να ξεπεράσουν ακόμα και τους 250.000, όσοι δηλαδή επισκέφτηκαν το ανακαινισμένο Μουσείο την περσινή χρονιά, όταν η Κωνσταντινούπολη γιόρταζε τη θητεία της ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης.


Ιστορική αναδρομή

Το αυτοκρατορικό μουσείο, το πρώτο της χώρας, ιδρύθηκε με διάταγμα και άνοιξε τις πύλες του στο κοινό στις 13 Ιουνίου 1891 σε μια εποχή που οι αρχές προσπαθούσαν να δυτικοποιήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ιδέα για τη δημιουργία του οφείλεται στην εξοικείωση κάποιων Οθωμανών πολιτικών με τον δυτικό πολιτισμό και την επαφή τους με πολιτιστικά ιδρύματα, όπως το Λούβρο.

Η απόφαση για την ίδρυση ενός αυτοκρατορικού μουσείου ελήφθη το 1869. Η αρχαιολογική συλλογή που είχε συγκεντρωθεί ως εκείνη την περίοδο άρχισε να εκτίθεται στην ελληνική εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που χτίστηκε μετά τη Στάση του Νίκα (532 μ. Χ.) βόρεια της Αγίας Σοφίας, στον εξωτερικό περίβολο του Τοπ Καπί.

Η προσπάθεια ωστόσο εγκαταλείφθηκε για λίγα χρόνια μέχρι το 1872, όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Αχμέτ Βεφίκ Πασάς, διπλωμάτης και άνθρωπος των γραμμάτων, δημιουργός του πρώτου οθωμανικού θεάτρου και εκείνος που εισήγαγε τα πρώτα δυτικά έργα στην Προύσα -της οποίας υπήρξε και κυβερνήτης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι υπήρξε μεταφραστής των σημαντικότερων έργων του Μολιέρου.

Με την επαναλειτουργία του Μουσείου, νέος διευθυντής διορίζεται ο γερμανός ιστορικός, αρχαιολόγος και ζωγράφος δρ. Φιλίπ Άντον Ντετιέρ, ο οποίος ήταν τόσο αποτελεσματικός στη συγκέντρωση αντικειμένων, που η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης πολύ σύντομα κρίθηκε ανεπαρκής. Η ιδέα ανέγερσης ενός καινούργιου κτιρίου που θα στέγαζε τα έργα ήρθε τότε στο προσκήνιο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να υλοποιηθεί λόγω των οικονομικών δυσκολιών. 

Το πρόβλημα έλυσε προσωρινά το Τσινιλί Κιοσκ, ένα από τα παλαιότερα και ωραιότερα κτίρια στην Κωνσταντινούπολη, το πρώτο που ανήγειρε ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, το 1472, μετά την άλωση της Πόλης. Το Τσινιλί Κιοσκ ανακαινίστηκε και άνοιξε το 1880, ενώ από το 1953 φιλοξενεί έργα τουρκικής και ισλαμικής τέχνης, αποτελώντας ένα από τα τρία κτίρια του σημερινού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Το 1881 νέος διευθυντής του μουσείου γίνεται ο μπέης Οσμάν Χαμντί, αρχαιολόγος, διανοούμενος και ζωγράφος, γιος του μεγάλου βεζίρη Ιμπραήμ Εντχέμ Πασά, ενός ορφανού ελληνόπουλου από τη Χίο, που υιοθέτησε ένας πασάς. Υπό τη διεύθυνσή του το μουσείο αποκτά υπόσταση αλλά και πληθώρα αντικειμένων, που έρχονται από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Μια συγκέντρωση που είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών του ίδιου του Οσμάν Χαμντί, ο οποίος ανανέωσε τους νόμους περί προστασίας των αρχαιοτήτων, δημιουργώντας συγχρόνως νέες εθνικές αρχαιολογικές αποστολές.

Σε μία από αυτές τις αποστολές, στη νεκρόπολη της Σιδώνας στον Λίβανο, βρέθηκε και η περίφημη “Σαρκοφάγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου” από τον ίδιο τον Οσμάν Χαμντί, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ. και η οποία έκτοτε εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης ως ένα από τα διασημότερα έργα του. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ανήκε στον μακεδόνα βασιλιά, καθώς απεικονίζει σκηνές από τη ζωή και τις μάχες του. Παρά τη λαθεμένη αντίληψη, ωστόσο, ο μύθος του μεγάλου στρατηλάτη συνεχίζει να ακολουθεί το έργο, μοναδικό τόσο για τις ανάγλυφες αναπαραστάσεις του όσο και για την ασυνήθιστα καλή διατήρηση των χρωμάτων.

Επί των ημερών του Οσμάν Χαμντί ξεκίνησε και η κατασκευή του κεντρικού κτιρίου, ένα από τα σημαντικότερα νεοκλασικά κτίρια της Κωνσταντινούπολης, έργο του αρχιτέκτονα Αλεξάντερ Βαλορί, που έχτισε και το ελληνικό ορφανοτροφείο στην Πρίγκηπο. Η πρόσοψή του είναι εμπνευσμένη από τις δύο πιο γνωστές σαρκοφάγους του Μουσείου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Γυναικών που θρηνούν, επίσης από τη Σιδώνα. Το τρίτο κτίριο, που κατασκευάστηκε από τον ίδιο αρχιτέκτονα, άρχισε να λειτουργεί το 1883 ως η πρώτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σήμερα στεγάζει την Αρχαιολογική Συλλογή της Ανατολής

    

Εκθέματα

Το κεντρικό νεοκλασικό κτίριο απέκτησε την τελική μορφή του το 1908, όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση της εξαώροφης προσθήκης, στην οποία περιλαμβάνονται και οι δύο υπόγειες αποθήκες. Το Μουσείο, που στεγάζει μια εξαιρετική συλλογή από ελληνικά και ρωμαϊκά έργα τέχνης, συμπεριλαμβανομένων των ευρημάτων από την Έφεσο και την Τροία, έχει βραβευτεί με το Βραβείο Μουσείων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το 1991, χρονιά που γιόρταζε τα 100στά γενέθλιά του.

Στον δεύτερο όροφο του κεντρικού κτιρίου υπάρχουν πολλά σκεύη, μικρά λίθινα έργα, αγάλματα από τερακότα, το Τμήμα των Θησαυρών, που περιλαμβάνει περίπου 800.000 οθωμανικά νομίσματα, σφραγίδες, διακοσμητικά και μετάλλια, προθήκες με νομίσματα διαφόρων εποχών -μουσουλμανικών και μη-, τα καλούπια τους, καθώς και μια βιβλιοθήκη με 70.000 βιβλία.

Στο ισόγειο στεγάζονται οι περίφημες σαρκοφάγοι από τη Σιδώνα, οι δύο προαναφερθείσες καθώς και άλλες, όπως εκείνες της Λυκίας, του Ταμπνίτ και του Σατράπη, καθώς και ένας μεγάλος αριθμός αγαλμάτων και ανάγλυφων από διάφορες σημαντικές πόλεις της αρχαιότητας, με εξαιρετικά δείγματα από την αρχαϊκή μέχρι τη βυζαντινή περίοδο.

Στους διάφορους ορόφους του πρόσθετου κτιρίου παρουσιάζονται εκθέσεις, αφιερωμένες σε συγκεκριμένες πόλεις και περιοχές, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Ανατολία, η Τροία, η Κύπρος, η Συρία και η Παλαιστίνη.

Το δεύτερο κτίριο στεγάζει την Αρχαιολογική Συλλογή της Ανατολής και περιλαμβάνει μοναδικά έργα τέχνης από την Ανατολία, τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και την Αραβική Χερσόνησο. Φιλοξενεί περισσότερες από 75.000 αρχαίες επιγραφές σφηνοειδούς γραφής, καθώς και σημαντικές ενεπίγραφες στήλες, όπως ένα από τα τρία σωζόμενα τμήματα της Συμφωνίας του Καντές, η οποία αναφέρεται στη μάχη που έγινε το 1274 π. Χ. στην περιοχή της σημερινής Συρίας μεταξύ της Αιγύπτου του Ραμσή και των Χετταίων. 

Στο Τσινιλί Κιοσκ λειτουργεί Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης με περισσότερα από 2.000 έργα κεραμικής, πορσελάνης και μωσαϊκών από τις εποχές των Σελτζούκων και των Οθωμανών.

    

Φετινές εκδηλώσεις

Φέτος το μουσείο φιλοξενεί την έκθεση “Αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη: Από τους Χετταίους στους Οθωμανούς”, ενώ τον Αύγουστο θα παρουσιαστούν φωτογραφίες με τα πρόσφατα ευρήματα από τις ανασκαφές στον Βόσπορο, όπου κατά τη διάρκεια κατασκευής του υποθαλάσσιου τούνελ έγιναν σημαντικές ανακαλύψεις. Όπως το πλοίο του 5ου αιώνα μ.Χ. που σώζεται σχεδόν σε ποσοστό 50% ή ο ανθρώπινος σκελετός ηλικίας 8.500 ετών. Σύμφωνα με τη “Χουριέτ”, μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί περισσότερα από 30 ναυάγια πλοίων, ενώ τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι η ιστορία της πόλης πάει πολύ πιο πίσω από ό,τι αρχικά πιστευόταν.

Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο θα ακολουθήσουν κι άλλες φωτογραφικές εκθέσεις, καθώς και μια σειρά διαλέξεων, εκδηλώσεις που θα συμπίπτουν και με την 130ή επέτειο από τον διορισμό του μπέη Οσμάν Χαμντί στη διεύθυνση του πρώτου Αυτοκρατορικού Μουσείου.



Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
    

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr