Θωμάς Σιταράς: Ένα ταξίδι στην παλιά Αθήνα μέσα από το νέο βιβλίο του «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς»
Ο συγγραφέας μιλά στο protothema.gr για τις αληθινές ιστορίες που καταγράφει στο βιβλίο του αλλά και γι' αυτά που λείπουν σήμερα σε σχέση με το χθες
Ένα γοητευτικό ταξίδι στις γειτονιές της παλιάς Αθήνας, στα χρώματα, τα αρώματα και την καθημερινότητα των ανθρώπων της, αποτελεί το νέο βιβλίο του Θωμά Σιταρά με τίτλο «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μίνωας». Το έβδομο αυτό κατά σειρά βιβλίο του ο γνωστός αθηναιογράφος αφήνει στην άκρη τη μυθοπλασία και επικεντρώνεται στα αληθινά γεγονότα, έτσι όπως είχαν καταγραφεί στη μνήμη του αλλά και στις πηγές στις οποίες ανέτρεξε. Πρόκειται, δηλαδή, επί της ουσίας, για μια συρραφή χρονογραφημάτων πλημμυρισμένων από εικόνες και συναισθήματα.
«Με αυτό το βιβλίο ήθελε να επαναφέρω στη μνήμη των παλαιότερων και να συστήσω στους νεώτερους τις παλιές γειτονιές, τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες που επικρατούσαν σ’ αυτές, εικόνες οι οποίες τείνουν να εξαφανιστούν. Ήθελα να μεταφέρω τα παιδικά μου βιώματα από τις αλάνες των προσφυγικών συνοικιών του Περιστερίου όπου έπαιζα, να περιγράψω την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε, με στόχο κάποια θετικά στοιχεία να μην εξαφανιστούν αλλά να επιβιώσουν. Διαφορετικά τα παιδιά μας δεν θα μάθουν ποτέ πώς έζησαν και μεγάλωσαν οι πρόγονοί τους» εξηγεί ο ίδιος στο protothema.gr.
Στις περίπου 300 σελίδες του βιβλίου του ο αναγνώστης θα μάθει πώς περνούσαν παλιά οι άνθρωποι τις γιορτινές μέρες, τηρώντας απαρέγκλιτα τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις, πώς διασκέδαζαν στις πλατείες, στις ταβέρνες, στις υπαίθριες παραστάσεις και στον Καραγκιόζη και πώς ο ήχος της λατέρνας και των πλανόδιων μουσικών γέμιζε τις μέρες τους με γλυκές μελωδίες. Θα διαβάσει για τη ζωή και τις συνήθειες των γυναικών, νέων αλλά και μεγαλύτερων σε ηλικία, αλλά και για την καθημερινότητα των παιδιών, που παρά τις λιγοστές οικονομικές δυνατότητες των οικογενειών τους απολάμβαναν το παιχνίδι και την ελευθερία τους. Θα μάθουν για τα βάσανα, τα προβλήματα, οικογενειακά και κοινωνικά, και για τους τρόπους με τους οποίους τα αντιμετώπιζαν, για το κλίμα που επικρατούσε τις παραμονές των εκλογών αλλά και τα όμορφα καλοκαιρινά αθηναϊκά βράδια…
«Οι άνθρωποι παλιά ήταν εξωστρεφείς, δεν έμεναν μέσα στο σπίτι. Δεν υπήρχε τίποτα να τούς κρατήσει μέσα. Ήταν διαρκώς έξω, συναντιούνταν επικοινωνούσαν. Τα παιδιά έπαιζαν στους δρόμους και αργότερα με παιχνίδια ποιοτικά που εξασκούσαν τη σκέψη και διασκέδασαν ταυτόχρονα. Αλλά η οικογένειά παρέμενε ενωμένη. Μαζεύονταν καθημερινά όλοι γύρω από το ίδιο τραπέζι, που ήταν ο τόπος της συνάντησης και της επικοινωνίας τους. Ούτε καν αυτό δεν έχουμε διατηρήσει σήμερα. Τα παιδιά δεν έχουν καν την υπομονή να διαβάσουν τις οδηγίες των παιχνιδιών. Τα θέλουν όλα έτοιμα» σημειώνει ο Θωμάς Σιταράς αναφερόμενος στις βασικές διαφορές του τρόπου ζωής ανάμεσα στο χθες και το σήμερα.
Υπογραμμίζει, ωστόσο, πως υπάρχει κάτι που ποτέ δεν άλλαξε και αυτό είναι η ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία, η οποία όμως σήμερα, όπως επισημαίνει, μένει ανικανοποίητη: «Παλιά, στις γιορτές των Χριστουγέννων πήγαινα με τη μητέρα μου στο Κέντρο της Αθήνας, στους πάγκους που βρίσκονταν έξω από το κτίριο του Ταχυδρομείου, και αγοράζαμε 60 εορταστικές κάρτες. Έπειτα εκείνη έγραφε στην καθεμία, όχι μόνον ευχές, αλλά τα νέα όλης της χρονιάς, και τις έστελνε στους συγγενείς μας» περιγράφει ο ίδιος και προσθέτει: «Σήμερα περιοριζόμαστε σε ένα μικρό μήνυμα λίγων λέξεων χωρίς συναίσθημα και ουσία. Θεωρώ πως οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν χάσει το δρόμο τους και είναι δυστυχισμένοι. Κι αυτό γιατί λείπουν η καλοσύνη, οι αγαθές προθέσεις και η ουσιαστική επικοινωνία που έχουν αντικατασταθεί από την καχυποψία, την απομόνωση και τις τυπικές, επιφανειακές σχέσεις»
Και καταλήγει λέγοντας: «Η ανάγκη για ανθρώπινη επικοινωνία πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Απλά σήμερα έχουμε ξεχάσει τους τρόπους που κάνουν την επικοινωνία μεταξύ μας αληθινή, ουσιαστική. Αυτό είναι που πρέπει να ξαναβρούμε».
Απόσπασμα βιβλίου
Η πλατείας μας έχει και μάγο
«Η πλατεία που είναι κοντά στη γειτονιά μου είναι από τις πιο ευτυχισμένες της πόλης. Ανήκει στην ήρεμη και εργατική, λαϊκή μας συνοικία, και έγινε πλατεία όχι για να παίζει εκεί η μουσική της φρουράς και να μαζεύεται όλη η Αθήνα αλλά, αφενός, διότι – όπως βεβαιώνουν οι ανύποπτοι και αγαθοί άνθρωποι – χρειαζόταν ένας πνεύμονας για να αναπνέουν οι γύρω γειτονιές και, αφετέρου, διότι – όπως ψιθύριζαν οι κακές γλώσσες – υπήρχε εκεί κάποιος ισχυρός τα οικόπεδα του οποίου έπρεπε να υπερτιμηθούν…
Τέλος πάντων, είτε για τον ένα είτε για τον άλλο λόγο, έγινε εκεί μια πλατεία. Την επομένη το πρωί υπήρχε στη μια γωνία ένα μπακάλικο, και στην άλλη ένα καφενεδάκι. Μετά από μια εβδομάδα τα καφενεδάκια ήσαν δύο, και στο τέλος του μήνα έγιναν τρία. Τέταρτη γωνία δεν υπήρχε για να γίνει και τέταρτο…
Όταν τα καφενεδάκια έγιναν τρία, άρχισε μεταξύ τους φοβερός ανταγωνισμός. Το πρώτο έφερε μπιλιάρδο από το Δημοπρατήριο. Το δεύτερο σχημάτισε γύρω – γύρω έναν μικρό κήπο με δύο τρία δεντράκια, με βασιλικούς και με ήλιους. Το τρίτο έφθασε στο ακρότατο σημείο της προόδου: προμηθεύτηκε φωνογράφο!
Κατόπιν όλων αυτών των εξελίξεων, ο πρώτος καφετζής έξυσε το κεφάλι του για να κατεβάσει ανταγωνιστικές ιδέες. Κατέβασε δε μια τόσο τολμηρή και μεγαλοπρεπή, που τήν παράτησε αμέσως: Να φέρει κινηματογράφο!
Στην πλατεία συμβαίνουν τα εξής: Το βράδυ, όταν οι γείτονες τελειώσουν τις δουλειές τους και δειπνήσουν, αφήνουν σπίτι σακάκι και γιλέκο, και μοιράζονται στα τρία καφενεία. Ο θηλυκός πληθυσμός λυπήθηκε στην αρχή για την εγκατάλειψη, έπειτα παραπονέθηκε, θύμωσε, αλλά όταν είδε ότι όλα αυτά πήγαν στον βρόντο, πήρε τη γενναία απόφαση. Με πρόφαση ότι θέλουν να ακούσουν τον φωνογράφο, οι γυναίκες πλησίασαν, έτσι όπως ήταν με τα ρούχα του σπιτιού, το καφενείο. Κάποιος μάλιστα πιο τολμηρός και νεωτεριστής κάλεσε μάλιστα τη γυναίκα του στο καφενείο για καφέ! Η αρχή έγινε. Τώρα οι περισσότερες γυναίκες περνούν και αυτές το βράδυ στα τρία καφενεία, και μόνο η κυρά – Κατερίνα, που εκπροσωπεί το συντηρητικό στοιχείο της γειτονιάς, διαμαρτύρεται και σταυροκοπιέται.
Χθες λοιπόν, το απόγευμα, στην πλατεία της συνοικίας, εμφανίστηκε ένας άνθρωπος βαθύτατα μελαχρινός, με παχύτατα μουστάκια, μαύρα φρύδια και κόκκινο φέσι στο κεφάλι, και ανέβηκε σε μια καρέκλα.
- Εντώ κύριοι, ποιος τέλει μάθει τύχη του. Εγκώ Αραβία, Τουνέζι, Μπαρμπαριά, μάγκος με ντίπλωμα, εγκώ βλέπεις μέσα μάτια αντρώπου αρρωστήσεις, πετάνεις, χωρίσεις, χηρέψεις, μοίρα γκραμένο, όλα βλέπει εγκώ…
Οι άνθρωποι της συνοικίας περιτριγύρισαν περίεργοι τον τρομερό μάγο από την Μπαρμπαριά. Ένας μάλιστα έδειχνε διαθέσεις να πλησιάσει και να μάθει της τύχης τα γραμμένα…
Παρουσιάστηκε όμως ο αστυφύλακας της συνοικίας, ασυνήθιστος σε συναθροίσεις…
- Τί συμβαίνει εδώ;
- Εγκώ μάγκος Μπαρμπαριά, Τουνέζι…
Το όργανο της τάξεως τον κοίταξε καλά.
- Τί Τουνέζι μού τσαμπουνάς...Εσύ, μωρέ, δεν είσαι ο Παντελής ο Γεωργίου που έχει ριμάξει τα κοτέτσια; Έλα τώρα να πας στο κατώγι, να μας πεις της τύχης τα γραμμένα.
Αυτό το τέλος επεφύλασσε η μοίρα στον πρώτο μάγο που εμφανίστηκε στην πλατεία μας.»
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr