Με βασικό στόχο να συνδυάζει την εξέλιξη με τη βιωσιμότητα, η Schneider Electric δημιουργεί θετικό αντίκτυπο αξιοποιώντας στο μέγιστο την ενέργεια και τους διαθέσιμους πόρους.
Ολίβια Κόλμαν - Κόλιν Φερθ: Οι δύο βραβευμένοι ηθοποιοί συναντιούνται στην ταινία «Κυριακή της Μητέρας»
Ολίβια Κόλμαν - Κόλιν Φερθ: Οι δύο βραβευμένοι ηθοποιοί συναντιούνται στην ταινία «Κυριακή της Μητέρας»
Τι δηλώνουν οι ίδιοι για την ταινία και τους ρόλους τους
Στις 19 Ιανουαρίου βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία της Έυα Χάσον «Κυριακή της Μητέρας» η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του του Γκράχαμ Σουίφτ, που κυκλοφόρησε το 2016 και έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Τζος Ο’Κόνορ, Οντέσα Γιουνγκ, Ολίβια Κόλμαν και Κόλιν Φερθ.
Μια ζεστή, ανοιξιάτικη μέρα του 1924, η νεαρή καμαριέρα Τζέιν Φέαρτσαϊλντ καταλήγει μόνη της την ημέρα της Μητέρας. Τα αφεντικά της, ο κύριος και η κυρία Νάιβεν έφυγαν και εκείνη έχει την σπάνια ευκαιρία να περάσει πολύτιμο χρόνο με τον κρυφό εραστή της, τον Πολ, το αγόρι από την κοντινή έπαυλη με το οποίο βρίσκεται σε πολύχρονη σχέση παρ’ ότι εκείνος πρόκειται να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Ωστόσο, γεγονότα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει θα αλλάξουν τη ζωή της Τζέιν για πάντα.
Όταν οι παραγωγοί και θαυμαστές του συγγραφέα, Ελίζαμπεθ Κάρλσεν και Στίβεν Γούλεϊ, διάβασαν το βιβλίο, το αγάπησαν κατευθείαν. «Θεωρήσαμε πως ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά», λέει η Κάρλσεν, ενώ η Γούλεϊ συμπληρώνει πως, «Πάντα αγαπούσα τη δουλειά του. Έχει απίστευτη ικανότητα. Τα βιβλία του είναι πολύ αστεία, αλλά την ίδια στιγμή διακριτικά και συγκινητικά. Αυτό το θεωρήσαμε ιδιαίτερα πρωτότυπο. Μας γοήτευσε ιδιαίτερα ο τρομερά καλο-σχηματισμένος χαρακτήρας της Τζέιν. Πρόκειται για μια νέα αφήγηση μιας αρκετά γνώριμης περιόδου, μέχρι τη δεκαετία του ’80. Μέσα από έναν χαρακτήρα, σε μεταφέρει σε εκείνη τη μία μέρα, την Κυριακή της Μητέρας, και στα γεγονότα που διαμόρφωσαν τη ζωή της Τζέιν, ειπωμένα μέσα από τη δική της οπτική».
Το μυθιστόρημα είναι μια απαιτητική αφήγηση αναμνήσεων. Όσο η μεγαλύτερη σε ηλικία Τζέιν αφηγείται τα γεγονότα, η μνήμη της οδηγείται σε αναπάντεχες κατευθύνσεις, κάνοντας στάσεις και σε άλλα σημεία της ζωής της. Επομένως, δεν πρόκειται για ένα απλό δράμα για ένα ρομάντζο ταξικής διαφοράς. Απαιτούσε μια διακριτική και στρογγυλεμένη προσέγγιση για να αποτυπώσει την Τζέιν ως τη συγγραφέα και τη γυναίκα στην οποία μετατράπηκε μέσα στα χρόνια.
Τελικά, οι παραγωγοί επέλεξαν ως σεναριογράφο την Άλις Μπιρχ, η οποία αμέσως καταστάλαξε σε μια μη-γραμμική αφήγηση, η οποία θα αντηχεί, αλλά δεν θα αντιγράφει το βιβλίο. «Μου φάνηκε προφανές πως η ταινία δεν θα μπορούσε να έχει μια απόλυτα γραμμική δομή∙ κάτι τέτοιο δεν θα αντικατόπτριζε την εμπειρία μου με την ανάγνωση του βιβλίου. Με ενδιέφεραν οι διαφορετικοί τρόποι που κινούμαστε στο χρόνο μέσω μιας εικόνας ή μιας λέξης που επαναφέρουν μια ανάμνηση».
Μετά την ολοκλήρωση του σεναρίου, είχε σειρά η εύρεση του ατόμου που θα αναλάμβανε τη σκηνοθεσία. Η Κάρσλεν είχε συναντήσει την Έυα Χάσον στο φεστιβάλ του Τορόντο και οι δυο τους δέθηκαν άμεσα. «Είχα δει την ταινία της, “Bang Gang”, και σκέφτηκα πως διακρίνεται από μια τόλμη που χρειαζόταν πραγματικά για να ταιριάξει με το θαρραλέο σενάριο της Άλις», αναφέρει η Κάρλσεν. «Σκεφτήκαμε, να κάποια με πολιτική συνείδηση που την ίδια στιγμή δεν φοβάται να είναι αληθινή», συμφωνεί η Γούλεϊ.
Ταυτόχρονα, η ίδια η Χάσον ένιωσε μια άμεση σύνδεση με το υλικό. «Η τηλεοπτική σειρά πάνω στην οποία δούλευα είχε πολλή δράση. Και τότε, έρχεται αυτό το ευαίσθητο, λογοτεχνικό σενάριο και σκέφτηκα πως είναι ο παράδεισος. Όλα καταλήγουν στα ωμά συναισθήματα, εκείνη τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην τρωτότητα και την οικειότητα μεταξύ δύο ανθρώπων. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό. Πώς επιβιώνεις στη ζωή; Είναι σκληρή και σου πετά αμέτρητες τραγικές στιγμές, οπότε πως συνεχίζεις να δημιουργείς, να γελάς και να αγαπάς;».
Με την ολοκλήρωση του σεναρίου και της εύρεση της σκηνοθέτιδος, δεν άργησαν και τα πρώτα ονόματα για το καστ της ταινίας. Ο Τζος Ο’Κόνορ ήταν από τις πρώτες επιλογές για να ερμηνεύσει τον Πολ, χάρη στην ερμηνεία του στην ταινία «Του Θεού η Χώρα». Πριν την πανδημία, ο Ο’Κόνορ συναντήθηκε με την Χάσον, όπου πείστηκαν και οι δύο ότι θέλουν να συνεργαστούν. «Διάβασα το σενάριο ιδιαίτερα γρήγορα, το οποίο είναι καλό σημάδι», λέει ο Ο’Κόνορ. «Είμαι μεγάλος θαυμαστής της Άλις. Μια εβδομάδα αργότερα συναντήθηκα με την Εύα και ήταν πολύ ξεκάθαρο πως ήθελα να το κάνω. Αυτό ήταν! Αυτοί είναι οι ρόλοι που με ενδιαφέρουν, τα μεγάλα συναισθήματα και τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής».
Ωστόσο, η Χάσον δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει τη συμμετοχή του Ο’Κόνορ προτού βρει την κατάλληλη ηθοποιό για την Τζέιν, ώστε να είναι βέβαιη πως οι δύο πρωταγωνιστές της θα είχαν την απαραίτητη χημεία. Αυτή η αναζήτηση κράτησε λίγο περισσότερο, μέχρι να δει την ταινία «Shirley» και να συνειδητοποιήσει ότι βρήκε την πρωταγωνίστριά της.
«Διάβασα το σενάριο και ήταν συγκλονιστικό», λέει η Γιουνγκ. «Είχαμε μια συνάντηση με την Εύα τρεις μέρες πριν το λοκντάουν.[…] αναγνώρισα εξ’ αρχής τα έντονα συναισθηματικά διακυβεύματα. Ήταν μια ταινία για μια καλλιτέχνιδα που δημιουργούσε παρά τους περιορισμούς της τάξης της και της εκπαίδευσής της. Νομίζω πως κάθε δημιουργός αισθάνεται τη δημιουργία ως μια πάλη, σε έναν κόσμο που δεν έχει φτιαχτεί για να ικανοποιεί τις επιθυμίες μας[…]».
Γνωρίζοντας πως το σενάριο απαιτούσε από εκείνους να περάσουν πολλές ώρες μαζί, αρκετές από αυτές γυμνοί, οι δύο ηθοποιοί ήξεραν πως έπρεπε να τα πάνε καλά. Ο Ο’Κόνορ κάλεσε την Γιουνγκ σε δείπνο όταν τελείωσε η καραντίνα. «Ήταν σημαντικό για εμένα, και είμαι σίγουρος και για την Οντέσα, να χτίσουμε μια σχέση μέσα στην οποία θα νιώθουμε ασφαλείς. Πήγαμε για φαγητό, μετά για βόλτα κι από εκείνο το σημείο και έπειτα, είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία. Διαθέτει την αύρα της Τζέιν».
Το σενάριο έπεσε και στα χέρια του Κόλιν Φερθ, που ερμηνεύει το αφεντικό της Τζέιν, τον κύριο Νάιβεν, «Το ενδιαφέρον είναι στην Τζέιν και παρακολουθούμε την ανάδυση μιας τρομερά έντονης, συναρπαστικής προσωπικότητας και την άνθιση της σκέψης της. Αγαπάω τον τρόπο που είναι γραμμένοι οι διάλογοι, επειδή δεν είναι ο προφανής, είναι θρυμματισμένος. Νομίζω πως η Άλις Μπιρζ προσπάθησε πολύ πετυχημένα να βρει τα μοτίβα σκέψης, τον τρόπο με τον οποίον μιλάνε οι άνθρωποι όταν η επικοινωνία δεν είναι εύκολη, για πολιτισμικούς ή συναισθηματικούς λόγους. Είναι απολαυστικό για έναν ηθοποιό να συναντά τέτοια μοτίβα ομιλίας. Δεν είναι απαραίτητα εύκολα στην απόδοση ή την εκμάθηση, γιατί δεν έχουν την προφανή λογική του τέλειου συντακτικού. Πρέπει να πας πιο βαθιά. Επομένως, είναι μια πρόκληση».
Εξίσου συγκινημένη από το σενάριο ήταν και η Ολίβια Κόλμαν. «Πάντα είναι το σενάριο για εμένα», λέει η Κόλμαν. «Είναι όμορφα γραμμένο. Δεν έχει σημασία αν παίζεις για πολύ ή λίγο∙΄αρκεί να είσαι μέρος κάτι όμορφου. Και να είμαι η σύζυγος του Κόλιν Φερθ είναι πολύ καλό!».
Μια ζεστή, ανοιξιάτικη μέρα του 1924, η νεαρή καμαριέρα Τζέιν Φέαρτσαϊλντ καταλήγει μόνη της την ημέρα της Μητέρας. Τα αφεντικά της, ο κύριος και η κυρία Νάιβεν έφυγαν και εκείνη έχει την σπάνια ευκαιρία να περάσει πολύτιμο χρόνο με τον κρυφό εραστή της, τον Πολ, το αγόρι από την κοντινή έπαυλη με το οποίο βρίσκεται σε πολύχρονη σχέση παρ’ ότι εκείνος πρόκειται να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Ωστόσο, γεγονότα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει θα αλλάξουν τη ζωή της Τζέιν για πάντα.
Όταν οι παραγωγοί και θαυμαστές του συγγραφέα, Ελίζαμπεθ Κάρλσεν και Στίβεν Γούλεϊ, διάβασαν το βιβλίο, το αγάπησαν κατευθείαν. «Θεωρήσαμε πως ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά», λέει η Κάρλσεν, ενώ η Γούλεϊ συμπληρώνει πως, «Πάντα αγαπούσα τη δουλειά του. Έχει απίστευτη ικανότητα. Τα βιβλία του είναι πολύ αστεία, αλλά την ίδια στιγμή διακριτικά και συγκινητικά. Αυτό το θεωρήσαμε ιδιαίτερα πρωτότυπο. Μας γοήτευσε ιδιαίτερα ο τρομερά καλο-σχηματισμένος χαρακτήρας της Τζέιν. Πρόκειται για μια νέα αφήγηση μιας αρκετά γνώριμης περιόδου, μέχρι τη δεκαετία του ’80. Μέσα από έναν χαρακτήρα, σε μεταφέρει σε εκείνη τη μία μέρα, την Κυριακή της Μητέρας, και στα γεγονότα που διαμόρφωσαν τη ζωή της Τζέιν, ειπωμένα μέσα από τη δική της οπτική».
Το μυθιστόρημα είναι μια απαιτητική αφήγηση αναμνήσεων. Όσο η μεγαλύτερη σε ηλικία Τζέιν αφηγείται τα γεγονότα, η μνήμη της οδηγείται σε αναπάντεχες κατευθύνσεις, κάνοντας στάσεις και σε άλλα σημεία της ζωής της. Επομένως, δεν πρόκειται για ένα απλό δράμα για ένα ρομάντζο ταξικής διαφοράς. Απαιτούσε μια διακριτική και στρογγυλεμένη προσέγγιση για να αποτυπώσει την Τζέιν ως τη συγγραφέα και τη γυναίκα στην οποία μετατράπηκε μέσα στα χρόνια.
Τελικά, οι παραγωγοί επέλεξαν ως σεναριογράφο την Άλις Μπιρχ, η οποία αμέσως καταστάλαξε σε μια μη-γραμμική αφήγηση, η οποία θα αντηχεί, αλλά δεν θα αντιγράφει το βιβλίο. «Μου φάνηκε προφανές πως η ταινία δεν θα μπορούσε να έχει μια απόλυτα γραμμική δομή∙ κάτι τέτοιο δεν θα αντικατόπτριζε την εμπειρία μου με την ανάγνωση του βιβλίου. Με ενδιέφεραν οι διαφορετικοί τρόποι που κινούμαστε στο χρόνο μέσω μιας εικόνας ή μιας λέξης που επαναφέρουν μια ανάμνηση».
Μετά την ολοκλήρωση του σεναρίου, είχε σειρά η εύρεση του ατόμου που θα αναλάμβανε τη σκηνοθεσία. Η Κάρσλεν είχε συναντήσει την Έυα Χάσον στο φεστιβάλ του Τορόντο και οι δυο τους δέθηκαν άμεσα. «Είχα δει την ταινία της, “Bang Gang”, και σκέφτηκα πως διακρίνεται από μια τόλμη που χρειαζόταν πραγματικά για να ταιριάξει με το θαρραλέο σενάριο της Άλις», αναφέρει η Κάρλσεν. «Σκεφτήκαμε, να κάποια με πολιτική συνείδηση που την ίδια στιγμή δεν φοβάται να είναι αληθινή», συμφωνεί η Γούλεϊ.
Ταυτόχρονα, η ίδια η Χάσον ένιωσε μια άμεση σύνδεση με το υλικό. «Η τηλεοπτική σειρά πάνω στην οποία δούλευα είχε πολλή δράση. Και τότε, έρχεται αυτό το ευαίσθητο, λογοτεχνικό σενάριο και σκέφτηκα πως είναι ο παράδεισος. Όλα καταλήγουν στα ωμά συναισθήματα, εκείνη τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην τρωτότητα και την οικειότητα μεταξύ δύο ανθρώπων. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό. Πώς επιβιώνεις στη ζωή; Είναι σκληρή και σου πετά αμέτρητες τραγικές στιγμές, οπότε πως συνεχίζεις να δημιουργείς, να γελάς και να αγαπάς;».
Με την ολοκλήρωση του σεναρίου και της εύρεση της σκηνοθέτιδος, δεν άργησαν και τα πρώτα ονόματα για το καστ της ταινίας. Ο Τζος Ο’Κόνορ ήταν από τις πρώτες επιλογές για να ερμηνεύσει τον Πολ, χάρη στην ερμηνεία του στην ταινία «Του Θεού η Χώρα». Πριν την πανδημία, ο Ο’Κόνορ συναντήθηκε με την Χάσον, όπου πείστηκαν και οι δύο ότι θέλουν να συνεργαστούν. «Διάβασα το σενάριο ιδιαίτερα γρήγορα, το οποίο είναι καλό σημάδι», λέει ο Ο’Κόνορ. «Είμαι μεγάλος θαυμαστής της Άλις. Μια εβδομάδα αργότερα συναντήθηκα με την Εύα και ήταν πολύ ξεκάθαρο πως ήθελα να το κάνω. Αυτό ήταν! Αυτοί είναι οι ρόλοι που με ενδιαφέρουν, τα μεγάλα συναισθήματα και τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής».
Ωστόσο, η Χάσον δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει τη συμμετοχή του Ο’Κόνορ προτού βρει την κατάλληλη ηθοποιό για την Τζέιν, ώστε να είναι βέβαιη πως οι δύο πρωταγωνιστές της θα είχαν την απαραίτητη χημεία. Αυτή η αναζήτηση κράτησε λίγο περισσότερο, μέχρι να δει την ταινία «Shirley» και να συνειδητοποιήσει ότι βρήκε την πρωταγωνίστριά της.
«Διάβασα το σενάριο και ήταν συγκλονιστικό», λέει η Γιουνγκ. «Είχαμε μια συνάντηση με την Εύα τρεις μέρες πριν το λοκντάουν.[…] αναγνώρισα εξ’ αρχής τα έντονα συναισθηματικά διακυβεύματα. Ήταν μια ταινία για μια καλλιτέχνιδα που δημιουργούσε παρά τους περιορισμούς της τάξης της και της εκπαίδευσής της. Νομίζω πως κάθε δημιουργός αισθάνεται τη δημιουργία ως μια πάλη, σε έναν κόσμο που δεν έχει φτιαχτεί για να ικανοποιεί τις επιθυμίες μας[…]».
Γνωρίζοντας πως το σενάριο απαιτούσε από εκείνους να περάσουν πολλές ώρες μαζί, αρκετές από αυτές γυμνοί, οι δύο ηθοποιοί ήξεραν πως έπρεπε να τα πάνε καλά. Ο Ο’Κόνορ κάλεσε την Γιουνγκ σε δείπνο όταν τελείωσε η καραντίνα. «Ήταν σημαντικό για εμένα, και είμαι σίγουρος και για την Οντέσα, να χτίσουμε μια σχέση μέσα στην οποία θα νιώθουμε ασφαλείς. Πήγαμε για φαγητό, μετά για βόλτα κι από εκείνο το σημείο και έπειτα, είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία. Διαθέτει την αύρα της Τζέιν».
Το σενάριο έπεσε και στα χέρια του Κόλιν Φερθ, που ερμηνεύει το αφεντικό της Τζέιν, τον κύριο Νάιβεν, «Το ενδιαφέρον είναι στην Τζέιν και παρακολουθούμε την ανάδυση μιας τρομερά έντονης, συναρπαστικής προσωπικότητας και την άνθιση της σκέψης της. Αγαπάω τον τρόπο που είναι γραμμένοι οι διάλογοι, επειδή δεν είναι ο προφανής, είναι θρυμματισμένος. Νομίζω πως η Άλις Μπιρζ προσπάθησε πολύ πετυχημένα να βρει τα μοτίβα σκέψης, τον τρόπο με τον οποίον μιλάνε οι άνθρωποι όταν η επικοινωνία δεν είναι εύκολη, για πολιτισμικούς ή συναισθηματικούς λόγους. Είναι απολαυστικό για έναν ηθοποιό να συναντά τέτοια μοτίβα ομιλίας. Δεν είναι απαραίτητα εύκολα στην απόδοση ή την εκμάθηση, γιατί δεν έχουν την προφανή λογική του τέλειου συντακτικού. Πρέπει να πας πιο βαθιά. Επομένως, είναι μια πρόκληση».
Εξίσου συγκινημένη από το σενάριο ήταν και η Ολίβια Κόλμαν. «Πάντα είναι το σενάριο για εμένα», λέει η Κόλμαν. «Είναι όμορφα γραμμένο. Δεν έχει σημασία αν παίζεις για πολύ ή λίγο∙΄αρκεί να είσαι μέρος κάτι όμορφου. Και να είμαι η σύζυγος του Κόλιν Φερθ είναι πολύ καλό!».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα