Λάκης Παπαστάθης, 1943-2023: Έγραψε ιστορία με το «Παρασκήνιο»
Λάκης Παπαστάθης, 1943-2023: Έγραψε ιστορία με το «Παρασκήνιο»
Πολυβραβευμένος σκηνοθέτης, παραγωγός και συγγραφέας. Από τους κύριους εκπροσώπους του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου και ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της γενιάς του, ο Παπαστάθης ήταν ένας πολύπλευρα δημιουργικός άνθρωπος. Εκτός από το σινεμά, ασχολήθηκε μεθοδικά με το ντοκιμαντέρ, τη λογοτεχνία, την κριτική, το θέατρο
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Χωρίς πάθος, τέχνη δεν γίνεται». Με αυτή τη φράση συνόψιζε τη ζωή και το έργο του ο Λάκης Παπαστάθης. «Ηταν η προμετωπίδα της προσωπικής του ιστοσελίδας στην οποία περιέγραφε με πέντε λέξεις την παθιασμένη δέσμευσή του στο ήθος και την παιδεία, την τόλμη και την ευαισθησία που έδιναν αξία στην Τέχνη.
Πολύτιμος λειτουργός του πολιτισμού, διεισδυτικός διανοούμενος με χαρισματικό λόγο, ο βαθιά καλλιεργημένος και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης έφυγε στα 80 του χρόνια από τη ζωή μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο. Αφήνει πίσω του στέρεα παρακαταθήκη την πολύπλευρη καλλιτεχνική του δημιουργία. Το ανάγλυφο αποτύπωμα ενός σκηνοθέτη λέξεων και κειμένων σε απόλυτη συμμετρία με έναν λογοτέχνη της κινηματογραφικής εικόνας.
Γεννημένος στον Βόλο το 1943, διένυσε την πρώιμη παιδική του ηλικία στις γεμάτες στερήσεις εποχές που ακολούθησαν την Κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Μεγάλωσε στη γειτονιά της Ανάληψης σε ένα ωραίο σπίτι, στη γωνία Κασσαβέτη με Αχιλλοπούλου, το οποίο η οικογένειά του μίσθωνε με ενοικιοστάσιο.
Μαθητής στο 6ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου, παπαδάκι κάθε Κυριακή στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στην παραλία και τις σχόλες περατζάδα ως το ζαχαροπλαστείο «Κύματα», με την υπαίθρια πίστα που φιλοξενούσε ορχήστρες με τραγουδιστές. Στα 12 χρόνια του μετά τον καταστροφικό σεισμό που σχεδόν ισοπέδωσε τον Βόλο, τον Απρίλιο του 1955, μετακόμισε μαζί με τους γονείς του στη Μυτιλήνη. Στη Λέσβο μαθήτευσε στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων της πρωτεύουσας του νησιού και φουριόζος μάτωνε τα γόνατά του στις αλάνες, παίζοντας ως σέντερ φορ στην ερασιτεχνική ομάδα του Αχιλλέα Μυτιλήνης.
Ως έφηβος έκανε ποδηλατάδα δίπλα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, βόλτες στην αρχοντική χώρα και στα σοκάκια του παλιού λιμανιού της Επάνω Σκάλας, εξορμήσεις στο Πέραμα, στον κόλπο της Γέρας εκεί όπου ήταν το εργοστάσιο ελαιουργίας που δούλευε ο πατέρας του. Τα αποτύπωσε νοσταλγικά σε εικόνες εκείνα τα χρόνια στην ταινία του «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του 2010.
Σινεμά και βιβλία
Τα απογεύματα, μετά το καθημερινό σχολειό, δούλευε σε ένα τοπικό σφαιριστήριο για να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του, αλλά και για να αποκομίσει κάποιο δικό του χαρτζιλίκι. Συμπτωματικά, στο ίδιο κτίριο του περιστασιακού μεροκάματου φιλοξενούνταν και ένα εντευκτήριο δημοτικιστών λογοτεχνών, θαυμαστών συμπολιτών των Μυριβήλη και Βενέζη.
Πολύτιμος λειτουργός του πολιτισμού, διεισδυτικός διανοούμενος με χαρισματικό λόγο, ο βαθιά καλλιεργημένος και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης έφυγε στα 80 του χρόνια από τη ζωή μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο. Αφήνει πίσω του στέρεα παρακαταθήκη την πολύπλευρη καλλιτεχνική του δημιουργία. Το ανάγλυφο αποτύπωμα ενός σκηνοθέτη λέξεων και κειμένων σε απόλυτη συμμετρία με έναν λογοτέχνη της κινηματογραφικής εικόνας.
Γεννημένος στον Βόλο το 1943, διένυσε την πρώιμη παιδική του ηλικία στις γεμάτες στερήσεις εποχές που ακολούθησαν την Κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Μεγάλωσε στη γειτονιά της Ανάληψης σε ένα ωραίο σπίτι, στη γωνία Κασσαβέτη με Αχιλλοπούλου, το οποίο η οικογένειά του μίσθωνε με ενοικιοστάσιο.
Μαθητής στο 6ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου, παπαδάκι κάθε Κυριακή στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στην παραλία και τις σχόλες περατζάδα ως το ζαχαροπλαστείο «Κύματα», με την υπαίθρια πίστα που φιλοξενούσε ορχήστρες με τραγουδιστές. Στα 12 χρόνια του μετά τον καταστροφικό σεισμό που σχεδόν ισοπέδωσε τον Βόλο, τον Απρίλιο του 1955, μετακόμισε μαζί με τους γονείς του στη Μυτιλήνη. Στη Λέσβο μαθήτευσε στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων της πρωτεύουσας του νησιού και φουριόζος μάτωνε τα γόνατά του στις αλάνες, παίζοντας ως σέντερ φορ στην ερασιτεχνική ομάδα του Αχιλλέα Μυτιλήνης.
Ως έφηβος έκανε ποδηλατάδα δίπλα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, βόλτες στην αρχοντική χώρα και στα σοκάκια του παλιού λιμανιού της Επάνω Σκάλας, εξορμήσεις στο Πέραμα, στον κόλπο της Γέρας εκεί όπου ήταν το εργοστάσιο ελαιουργίας που δούλευε ο πατέρας του. Τα αποτύπωσε νοσταλγικά σε εικόνες εκείνα τα χρόνια στην ταινία του «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του 2010.
Σινεμά και βιβλία
Τα απογεύματα, μετά το καθημερινό σχολειό, δούλευε σε ένα τοπικό σφαιριστήριο για να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του, αλλά και για να αποκομίσει κάποιο δικό του χαρτζιλίκι. Συμπτωματικά, στο ίδιο κτίριο του περιστασιακού μεροκάματου φιλοξενούνταν και ένα εντευκτήριο δημοτικιστών λογοτεχνών, θαυμαστών συμπολιτών των Μυριβήλη και Βενέζη.
Κοντά τους μυήθηκε στην ανίχνευση της λογοτεχνίας, των μύθων, των ιστοριών και της λαϊκής παράδοσης που υπέγραφε στο νησί ο «αλλόκοτος φουστανελάς» ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Και από σινεμά, άλλο τίποτε. Τρύπωνε κάθε τόσο στον «Αρίωνα», στον «Ορφέα», στη «Σαπφώ», τρεις κινηματογραφικές αίθουσες επί της οδού Σμύρνης. Ακριβώς δίπλα τους στον ίδιο δρόμο στεγαζόταν η βιβλιοθήκη της πόλης. Από τη μία πόρτα έβγαινε, στην άλλη έμπαινε. Από τη μία ανάκατες ελληνικές και ξένες ταινίες του σωρού, από την άλλη οι ξεχωριστοί Καβάφης, Σικελιανός, Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός. Μαγεύτηκε από τον συνδυασμό σελιλόιντ και βιβλίων.
Ο πνευματικός ορίζοντάς του ως συστηματικού αναγνώστη βιβλίων και αχόρταγου θεατή ταινιών άνοιγε, κατευθύνοντας το βλέμμα προς το όνειρο που βάλθηκε να υλοποιήσει, να υπηρετήσει και να υπερασπιστεί. Να συνθέσει τόσο με λέξεις όσο και με εικόνες-προσωπικές αφηγήσεις, με ήρωες που αναζητούσαν τη ταυτότητα της ελληνικότητας. Χρόνια αργότερα θα έλεγε πως «είμαι ένα παιδί της ελληνικής λογοτεχνίας που κάνει σινεμά».
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, με πρόσχημα ότι ξεκινάει σπουδές στο Πάντειο, απέδρασε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στον Βύρωνα. Αυτομάτως γράφτηκε στη σχολή κινηματογράφου που έδρευε στη γωνία Καπλανών και Μασσαλίας και χωνεύτηκε με τον λαϊκό κόσμο του αθηναϊκού κέντρου. Εφτανε καθημερινά στο τέρμα των λεωφορείων του Βύρωνα στην Ακαδημίας, έκοβε βόλτες πάνω-κάτω στην Πανεπιστημίου, από την οδό Ασκληπιού ως την Ομόνοια, παρατηρώντας σχεδόν φωτογραφικά τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, φορές διάβαινε τη στοά Ορφέως και το Θέατρο Τέχνης κι άλλοτε ξεστράτιζε προς τη στοά της Ιπποκράτους και το θέατρο επιθεωρήσεων «Ακροπόλ».
Τακτικά ανέβαινε μαζί με τους φοιτητές στους μεγάλους εξώστες με τα φτηνά εισιτήρια των κινηματογράφων «Ιντεάλ» και «Τιτάνια». Σύχναζε στο καφενείο «Πανελλήνιον» που ήταν το στέκι των Μυτιληνιών και συναναστρεφόταν τη φουρνιά των ανήσυχων συναδέλφων του, των σκηνοθετών της γενιάς του που θα υπέγραφαν καινοτόμα την ανανέωση του ελληνικού κινηματογράφου.
Ηταν κατά κάποιο τρόπο τυχερός στην επαγγελματική του εκκίνηση. Στα 25 του έγινε βοηθός σκηνοθέτης στην ταινία «Ευδοκία» του σπουδαίου Ελληνα κινηματογραφιστή Αλέξη Δαμιανού. Από το 1968 έως το 1971, όσο κράτησε η προετοιμασία, το γύρισμα και το μοντάζ της μοναδικής αυτής ταινίας, μαθήτευσε τρία χρόνια κοντά στον δάσκαλο-σκηνοθέτη της. Με τη ζωντάνια και το ταλέντο του δεν ήταν ένας πειθήνιος υφιστάμενος, αλλά παρενέβαινε με τις ισχυρές απόψεις του σε όλη τη διαδικασία της παραγωγής. Ο Δαμιανός ακούμπησε με εμπιστοσύνη στην γκάμα των αρετών του Παπαστάθη.
Από αυτό το τριετές πρακτικό κινηματογραφικό σχολειό βγήκε και ο ίδιος κερδισμένος σε εμπειρίες, γνώσεις, τεχνικές, βρήκε σταδιακά το δικό του ύφος, διαμόρφωσε το προσωπικό του βλέμμα. Αφομοίωσε νέα καλλιτεχνικά νοήματα, εμπλούτισε τα συναισθήματά του, πρωτοδοκιμάστηκε σε αυτό που θα του γινόταν ισόβια άσκηση: την έγνοια να είναι πάντα κριτικός του εαυτού του. Ενα χρόνο μετά την ολοκλήρωση της «Ευδοκίας», ούτε καν τριαντάρης, ανηφόρισε εν μέσω δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας στα καλλιτεχνικά μπαγκάζια του ένα σπουδαίο κινηματογραφικό ντοκουμέντο γεμάτο ανθρωπιά, σκέψεις και αισθήματα.
Το πρώτο βραβείο
Στη μικρού μήκους ταινία του χώρεσε ολόκληρη τη ζωή ενός μετανάστη, όπως την αφηγούνταν ο ίδιος μέσα από ένα -παρατημένο στο σκονισμένο ράφι ενός υπόγειου παλαιοπωλείου στο Γιουσουρούμ- δεματάκι με 120 καρτ ποστάλ και φωτογραφίες, που έστελνε στο σπίτι του στην Ελλάδα για περίπου 50 χρόνια. Τα «Γράμματα από την Αμερική» προβλήθηκαν την τελευταία μέρα του 13ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Σάββατο της 31ης Σεπτεμβρίου του 1972, πριν από την προβολή της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μέρες του ’36».
Το πρώτο δικό του κινηματογραφικό εγχείρημα, που αποτύπωνε με πρωτοποριακό τρόπο το τραύμα του ξεριζωμού των μεταναστών, ενθουσίασε το κοινό, πήρε επαίνους από τον Φίνο και συγχαρητήρια από τον Χατζιδάκι που ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής. Ηταν η χρονιά που ολοκλήρωνε τη ρήξη μεταξύ των παλαιών πομπωδών εμπορικών παραγωγών, τύπου του χρηματοδοτημένου από τη χούντα Τζέιμς Πάρις και των νέων ρηξικέλευθων σκηνοθετών του ελληνικού κινηματογράφου.
Στην πρώτη γραμμή ανάμεσα στους σκηνοθέτες με τη φρέσκια ματιά και ο Λάκης Παπαστάθης. Απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας μικρού μήκους. Ανέβηκε στη σκηνή του Φεστιβάλ να το παραλάβει με πλούσιο μακρύ μαύρο μαλλί, φράντζα, φαβορίτα και μουστάκι, ατημέλητο φοιτητικό ντύσιμο, ριγέ μπλούζα, ταμπά σουέτ μπουφάν, καμπάνα παντελόνι και πεισματάρικο όσο και στοχαστικό βλέμμα, που κούμπωνε με το περήφανο ψηλόλιγνο ανάστημά του.
Πριν επιστρέψει στην Αθήνα ο ανοιχτός, προσιτός και ευφραδής Λάκης το γλέντησε με ατελείωτα τσιγάρα, άφθονα ποτά, εξαντλητικά αναλυτικές κουβέντες ως τα χαράματα με το κινηματογραφικό σινάφι στο «Ντορέ» της παραλιακής και με παρεΐστικα παλιά λαϊκά τραγούδια και «άσματα επινίκια» στην ταβέρνα «Δόμνα» στα Κάστρα.
Δύο χρόνια μετά, η χούντα έπεσε. Γιόρτασε ξεφαντωτικά την επάνοδο της Δημοκρατίας που του επέτρεπε πλέον την ελεύθερη δημιουργικότητα. Στα μεθυστικά, υπερπολιτικοποιημένα χρόνια της Μεταπολίτευσης συνεργάστηκε με τη θρυλική ομάδα του «Ελεύθερου Θεάτρου», σκηνοθετώντας φιλμάκια μικρού μήκους, τα οποία εντάχθηκαν στις παραστάσεις «Μια ζωή Γκόλφω» και «Το τραμ το τελευταίο».
Γύρισε ακόμη ένα συγκλονιστικά μεστό ντοκιμαντέρ στο «Κύτταρο», Ηπείρου και Αχαρνών γωνία, χαρίζοντας μια γνήσια οπτική προέκταση της μουσικής του Διονύση Σαββόπουλου, στενού φίλου του, όπως και ο επίσης Θεσσαλονικιός ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. Τα ίδια χρόνια, στον πρωτοπόρο νεανικό θίασο στο θεατράκι του άλσους Παγκρατίου, γνώρισε και παντρεύτηκε την ηθοποιό Υβόννη Μαλτέζου, με την οποία έμεινε πάνω από 40 χρόνια μαζί και απέκτησαν τον γιο τους, τον δημοσιογράφο Αργύρη Παπαστάθη.
Και όταν το ζευγάρι κάποτε έπαψε να συγκατοικεί, δεν πήρε ποτέ διαζύγιο. Διατήρησε το συνεκτικό δέσιμο και το πνεύμα της οικογένειας κάνοντας από κοινού διακοπές και συνδιοργανώνοντας στο εξοχικό του Λάκη στον Κισσό του Πηλίου τραπέζια για τους αενάως καλούς φίλους τους. Εν τω μεταξύ, στο βάθεμα της δεκαετίας του ’70, οι χρηματοδότες ταινιών μεγάλου μήκους σπάνιζαν.
Ο Λάκης Παπαστάθης είχε από νωρίς τολμήσει πρακτικά και αποφασιστικά να υπερβεί αυτό τον σκόπελο. Είχε κιόλας από τον Νοέμβριο του 1970 μαζί με τον σκηνοθέτη Τάκη Χατζόπουλο δημιουργήσει την εταιρεία παραγωγής με το όνομα «Cinetic» και γραφεία στον Λυκαβηττό. Στόχος ήταν να ασχοληθούν με τις διαφημίσεις προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την υλικοτεχνική του υποδομή και τις κινηματογραφικές τους ταινίες.
Αλλά κάτι η ετερογονία των σκοπών, κάτι η ευαισθησία και το μεράκι του Παπαστάθη για τον πολιτισμό, οδήγησαν την πορεία της αρχικής ιδέας σε θεαματικά απροσδόκητη ατραπό. Στη δημιουργία και τη θεμελίωση του πολιτιστικού ντοκιμαντέρ που χάρισε αισθητικά αναβαθμισμένη ποιοτική ταυτότητα στην ελληνική δημόσια τηλεόραση. Από τον Φεβρουάριο του 1976, οπότε και σταμάτησαν τα διαφημιστικά σποτ, με προτροπή του διακεκριμένου σκηνοθέτη Ροβήρου Μανθούλη, διευθυντή και υπεύθυνου προγράμματος τότε της ΕΡΤ, ξεκίνησαν το «Παρασκήνιο».
Μία από τις μακροβιότερες και πλέον ξεχωριστές εκπομπές στη μικρή οθόνη, από την οποία παρέλασε σχεδόν το σύνολο της πολιτιστικής ζωής της χώρας και ανέδειξε με αξιοπρέπεια εγχώρια γεγονότα, ανθρώπους, συμβάντα της Ιστορίας και της Τέχνης. Το περιεχόμενό του έγινε κοινό κτήμα για τις νεότερες γενιές, ενώ τα 900 τόσα επεισόδιά του έγιναν μεγάλο σχολείο για τους εκατοντάδες νέους σκηνοθέτες και τεχνικούς που πρόκοψαν μέσα από τη δουλειά τους στο «Παρασκήνιο».
«Ο καιρός των Ελλήνων»
Κάθισε πρώτη φορά πίσω από την κάμερα για την ολοκλήρωση της πρώτης ταινίας του μεγάλου μήκους το 1981. Υπέγραψε, σε συμπαραγωγή με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον «Καιρό των Ελλήνων». Υπό την πλοκή μιας απαγωγής από τη συμμορία ληστών στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, αναπτύσσει τους προβληματισμούς του για μια Ελλάδα ακροβατικά μετέωρη ανάμεσα στις παραδόσεις, στις τελετουργίες, στη βαθιά θρησκευτικότητα του παρελθόντος και την πορεία της προς το μακρινό ευρωπαϊκό της μέλλον.
Θα βραβευτεί από την Ενωση Ελλήνων Κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εξι χρόνια αργότερα, το 1987, θα κερδίσει το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο ίδιο φεστιβάλ με τη δεύτερη ταινία του μεγάλου μήκους «Θεόφιλος». Τον λαϊκό Μυτιληνιό ζωγράφο που η τέχνη του τράφηκε από τους ελληνικούς μύθους και η ζωή του ταυτίστηκε με έναν κόσμο ηρώων, από τον Μέγα Αλέξανδρο ως τους Κλέφτες και Αρματολούς του ’21.
Ανετος ο σκηνοθέτης, σε εκείνη την τελετή απονομής, θα παραλάβει και αυτό το βραβείο με σήμα κατατεθέν τα ατίθασα μακριά μαλλιά και το επιβλητικό μουστάκι, φορώντας λευκό πουκάμισο, μακό μπλουζάκι και κοτλέ παντελόνι. Με την τρίτη ταινία του «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του 1999 που βυθίστηκε στη αναζήτηση του εσωτερικού, μελαγχολικού και χαοτικού κόσμου του ποιητή Γεωργίου Βιζυηνού, θα ξανακερδίσει ένα ακόμη πρώτο βραβείο στη Θεσσαλονίκη.
Τέσσερις όλες κι όλες ταινίες μεγάλου μήκους σκηνοθέτησε ο Παπαστάθης, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί. Αεικίνητος και δουλευταράς, ασχολήθηκε μεθοδικά με τη λογοτεχνία, την κριτική, το θέατρο. Εσκαψε στις ρίζες της γλώσσας και δημοσίευσε πέντε βιβλία, ενώ καλλιέργησε μια καινούρια αφηγηματική γλώσσα σε ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ.
Πολιτικά ενταγμένος στην Αριστερά, παλιός Λαμπράκης, μετά μέλος του ΚΚΕ εσωτερικού, βαθμιαία αποσύρθηκε από την ενεργή κομματική συμμετοχή. Εμεινε απλός ψηφοφόρος του χώρου της, έως ότου κάποια ώρα εγκατέλειψε την ιδεολογική κοιτίδα της Αριστεράς. «Δεν ανήκω σε αυτήν, δεν μου αρέσει ο ΣΥΡΙΖΑ όπως είναι», εκμυστηρευόταν. Μεγάλωσε και διαμορφώθηκε με διαφορετικά πρότυπα, αξίες, αρχές και φορτία. Με τα χρόνια αφοσιώθηκε πια στον τόπο, στην Ιστορία, στην τέχνη του και στην ελπίδα που διατηρεί άσβεστη ένας ταλαιπωρημένος κόσμος που προσδοκά δικαιοσύνη.
Πάντα με το ίδιο πάθος. Με αγάπη στη συλλογή περιοδικών, πιστός στην κινηματογραφική ματιά του Μούρναου, του Ντράγερ, του Φελίνι και με λατρεία στη ζωγραφική. Οχι γατί πολλοί φίλοι του ζωγράφοι φιλοτέχνησαν τα δικά του πορτρέτα, αλλά επειδή πίστευε στη ρήση του Πολ Σεζάν: «Σας οφείλω την αλήθεια μέσα από τη ζωγραφική και θα σας την πω». Με την ίδια ειλικρίνεια, ο Παπαστάθης έλεγε την αλήθεια μέσα από τις εικόνες και τα κείμενά του. Κι ας βαρυγκομούσε πότε-πότε ότι «η τέχνη είναι δοκιμασία».
Φρόντιζε όμως να προσθέτει πως είναι «και μια ευτυχοδυστυχία. Δεν είναι μόνο ευτυχία ή μόνο δυστυχία. Είναι και τα δύο». Και τα δύο τα γεύτηκε ευχάριστα, όπως τα νεανικά του βιώματα στον Βόλο και στη Μυτιλήνη, κατά τη διάρκεια του καλλιτεχνικά πολυεπίπεδου βίου του.
Ο πνευματικός ορίζοντάς του ως συστηματικού αναγνώστη βιβλίων και αχόρταγου θεατή ταινιών άνοιγε, κατευθύνοντας το βλέμμα προς το όνειρο που βάλθηκε να υλοποιήσει, να υπηρετήσει και να υπερασπιστεί. Να συνθέσει τόσο με λέξεις όσο και με εικόνες-προσωπικές αφηγήσεις, με ήρωες που αναζητούσαν τη ταυτότητα της ελληνικότητας. Χρόνια αργότερα θα έλεγε πως «είμαι ένα παιδί της ελληνικής λογοτεχνίας που κάνει σινεμά».
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, με πρόσχημα ότι ξεκινάει σπουδές στο Πάντειο, απέδρασε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στον Βύρωνα. Αυτομάτως γράφτηκε στη σχολή κινηματογράφου που έδρευε στη γωνία Καπλανών και Μασσαλίας και χωνεύτηκε με τον λαϊκό κόσμο του αθηναϊκού κέντρου. Εφτανε καθημερινά στο τέρμα των λεωφορείων του Βύρωνα στην Ακαδημίας, έκοβε βόλτες πάνω-κάτω στην Πανεπιστημίου, από την οδό Ασκληπιού ως την Ομόνοια, παρατηρώντας σχεδόν φωτογραφικά τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, φορές διάβαινε τη στοά Ορφέως και το Θέατρο Τέχνης κι άλλοτε ξεστράτιζε προς τη στοά της Ιπποκράτους και το θέατρο επιθεωρήσεων «Ακροπόλ».
Τακτικά ανέβαινε μαζί με τους φοιτητές στους μεγάλους εξώστες με τα φτηνά εισιτήρια των κινηματογράφων «Ιντεάλ» και «Τιτάνια». Σύχναζε στο καφενείο «Πανελλήνιον» που ήταν το στέκι των Μυτιληνιών και συναναστρεφόταν τη φουρνιά των ανήσυχων συναδέλφων του, των σκηνοθετών της γενιάς του που θα υπέγραφαν καινοτόμα την ανανέωση του ελληνικού κινηματογράφου.
Ηταν κατά κάποιο τρόπο τυχερός στην επαγγελματική του εκκίνηση. Στα 25 του έγινε βοηθός σκηνοθέτης στην ταινία «Ευδοκία» του σπουδαίου Ελληνα κινηματογραφιστή Αλέξη Δαμιανού. Από το 1968 έως το 1971, όσο κράτησε η προετοιμασία, το γύρισμα και το μοντάζ της μοναδικής αυτής ταινίας, μαθήτευσε τρία χρόνια κοντά στον δάσκαλο-σκηνοθέτη της. Με τη ζωντάνια και το ταλέντο του δεν ήταν ένας πειθήνιος υφιστάμενος, αλλά παρενέβαινε με τις ισχυρές απόψεις του σε όλη τη διαδικασία της παραγωγής. Ο Δαμιανός ακούμπησε με εμπιστοσύνη στην γκάμα των αρετών του Παπαστάθη.
Από αυτό το τριετές πρακτικό κινηματογραφικό σχολειό βγήκε και ο ίδιος κερδισμένος σε εμπειρίες, γνώσεις, τεχνικές, βρήκε σταδιακά το δικό του ύφος, διαμόρφωσε το προσωπικό του βλέμμα. Αφομοίωσε νέα καλλιτεχνικά νοήματα, εμπλούτισε τα συναισθήματά του, πρωτοδοκιμάστηκε σε αυτό που θα του γινόταν ισόβια άσκηση: την έγνοια να είναι πάντα κριτικός του εαυτού του. Ενα χρόνο μετά την ολοκλήρωση της «Ευδοκίας», ούτε καν τριαντάρης, ανηφόρισε εν μέσω δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας στα καλλιτεχνικά μπαγκάζια του ένα σπουδαίο κινηματογραφικό ντοκουμέντο γεμάτο ανθρωπιά, σκέψεις και αισθήματα.
Το πρώτο βραβείο
Στη μικρού μήκους ταινία του χώρεσε ολόκληρη τη ζωή ενός μετανάστη, όπως την αφηγούνταν ο ίδιος μέσα από ένα -παρατημένο στο σκονισμένο ράφι ενός υπόγειου παλαιοπωλείου στο Γιουσουρούμ- δεματάκι με 120 καρτ ποστάλ και φωτογραφίες, που έστελνε στο σπίτι του στην Ελλάδα για περίπου 50 χρόνια. Τα «Γράμματα από την Αμερική» προβλήθηκαν την τελευταία μέρα του 13ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Σάββατο της 31ης Σεπτεμβρίου του 1972, πριν από την προβολή της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μέρες του ’36».
Το πρώτο δικό του κινηματογραφικό εγχείρημα, που αποτύπωνε με πρωτοποριακό τρόπο το τραύμα του ξεριζωμού των μεταναστών, ενθουσίασε το κοινό, πήρε επαίνους από τον Φίνο και συγχαρητήρια από τον Χατζιδάκι που ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής. Ηταν η χρονιά που ολοκλήρωνε τη ρήξη μεταξύ των παλαιών πομπωδών εμπορικών παραγωγών, τύπου του χρηματοδοτημένου από τη χούντα Τζέιμς Πάρις και των νέων ρηξικέλευθων σκηνοθετών του ελληνικού κινηματογράφου.
Στην πρώτη γραμμή ανάμεσα στους σκηνοθέτες με τη φρέσκια ματιά και ο Λάκης Παπαστάθης. Απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας μικρού μήκους. Ανέβηκε στη σκηνή του Φεστιβάλ να το παραλάβει με πλούσιο μακρύ μαύρο μαλλί, φράντζα, φαβορίτα και μουστάκι, ατημέλητο φοιτητικό ντύσιμο, ριγέ μπλούζα, ταμπά σουέτ μπουφάν, καμπάνα παντελόνι και πεισματάρικο όσο και στοχαστικό βλέμμα, που κούμπωνε με το περήφανο ψηλόλιγνο ανάστημά του.
Πριν επιστρέψει στην Αθήνα ο ανοιχτός, προσιτός και ευφραδής Λάκης το γλέντησε με ατελείωτα τσιγάρα, άφθονα ποτά, εξαντλητικά αναλυτικές κουβέντες ως τα χαράματα με το κινηματογραφικό σινάφι στο «Ντορέ» της παραλιακής και με παρεΐστικα παλιά λαϊκά τραγούδια και «άσματα επινίκια» στην ταβέρνα «Δόμνα» στα Κάστρα.
Δύο χρόνια μετά, η χούντα έπεσε. Γιόρτασε ξεφαντωτικά την επάνοδο της Δημοκρατίας που του επέτρεπε πλέον την ελεύθερη δημιουργικότητα. Στα μεθυστικά, υπερπολιτικοποιημένα χρόνια της Μεταπολίτευσης συνεργάστηκε με τη θρυλική ομάδα του «Ελεύθερου Θεάτρου», σκηνοθετώντας φιλμάκια μικρού μήκους, τα οποία εντάχθηκαν στις παραστάσεις «Μια ζωή Γκόλφω» και «Το τραμ το τελευταίο».
Γύρισε ακόμη ένα συγκλονιστικά μεστό ντοκιμαντέρ στο «Κύτταρο», Ηπείρου και Αχαρνών γωνία, χαρίζοντας μια γνήσια οπτική προέκταση της μουσικής του Διονύση Σαββόπουλου, στενού φίλου του, όπως και ο επίσης Θεσσαλονικιός ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. Τα ίδια χρόνια, στον πρωτοπόρο νεανικό θίασο στο θεατράκι του άλσους Παγκρατίου, γνώρισε και παντρεύτηκε την ηθοποιό Υβόννη Μαλτέζου, με την οποία έμεινε πάνω από 40 χρόνια μαζί και απέκτησαν τον γιο τους, τον δημοσιογράφο Αργύρη Παπαστάθη.
Και όταν το ζευγάρι κάποτε έπαψε να συγκατοικεί, δεν πήρε ποτέ διαζύγιο. Διατήρησε το συνεκτικό δέσιμο και το πνεύμα της οικογένειας κάνοντας από κοινού διακοπές και συνδιοργανώνοντας στο εξοχικό του Λάκη στον Κισσό του Πηλίου τραπέζια για τους αενάως καλούς φίλους τους. Εν τω μεταξύ, στο βάθεμα της δεκαετίας του ’70, οι χρηματοδότες ταινιών μεγάλου μήκους σπάνιζαν.
Ο Λάκης Παπαστάθης είχε από νωρίς τολμήσει πρακτικά και αποφασιστικά να υπερβεί αυτό τον σκόπελο. Είχε κιόλας από τον Νοέμβριο του 1970 μαζί με τον σκηνοθέτη Τάκη Χατζόπουλο δημιουργήσει την εταιρεία παραγωγής με το όνομα «Cinetic» και γραφεία στον Λυκαβηττό. Στόχος ήταν να ασχοληθούν με τις διαφημίσεις προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την υλικοτεχνική του υποδομή και τις κινηματογραφικές τους ταινίες.
Αλλά κάτι η ετερογονία των σκοπών, κάτι η ευαισθησία και το μεράκι του Παπαστάθη για τον πολιτισμό, οδήγησαν την πορεία της αρχικής ιδέας σε θεαματικά απροσδόκητη ατραπό. Στη δημιουργία και τη θεμελίωση του πολιτιστικού ντοκιμαντέρ που χάρισε αισθητικά αναβαθμισμένη ποιοτική ταυτότητα στην ελληνική δημόσια τηλεόραση. Από τον Φεβρουάριο του 1976, οπότε και σταμάτησαν τα διαφημιστικά σποτ, με προτροπή του διακεκριμένου σκηνοθέτη Ροβήρου Μανθούλη, διευθυντή και υπεύθυνου προγράμματος τότε της ΕΡΤ, ξεκίνησαν το «Παρασκήνιο».
Μία από τις μακροβιότερες και πλέον ξεχωριστές εκπομπές στη μικρή οθόνη, από την οποία παρέλασε σχεδόν το σύνολο της πολιτιστικής ζωής της χώρας και ανέδειξε με αξιοπρέπεια εγχώρια γεγονότα, ανθρώπους, συμβάντα της Ιστορίας και της Τέχνης. Το περιεχόμενό του έγινε κοινό κτήμα για τις νεότερες γενιές, ενώ τα 900 τόσα επεισόδιά του έγιναν μεγάλο σχολείο για τους εκατοντάδες νέους σκηνοθέτες και τεχνικούς που πρόκοψαν μέσα από τη δουλειά τους στο «Παρασκήνιο».
«Ο καιρός των Ελλήνων»
Κάθισε πρώτη φορά πίσω από την κάμερα για την ολοκλήρωση της πρώτης ταινίας του μεγάλου μήκους το 1981. Υπέγραψε, σε συμπαραγωγή με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον «Καιρό των Ελλήνων». Υπό την πλοκή μιας απαγωγής από τη συμμορία ληστών στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, αναπτύσσει τους προβληματισμούς του για μια Ελλάδα ακροβατικά μετέωρη ανάμεσα στις παραδόσεις, στις τελετουργίες, στη βαθιά θρησκευτικότητα του παρελθόντος και την πορεία της προς το μακρινό ευρωπαϊκό της μέλλον.
Θα βραβευτεί από την Ενωση Ελλήνων Κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εξι χρόνια αργότερα, το 1987, θα κερδίσει το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο ίδιο φεστιβάλ με τη δεύτερη ταινία του μεγάλου μήκους «Θεόφιλος». Τον λαϊκό Μυτιληνιό ζωγράφο που η τέχνη του τράφηκε από τους ελληνικούς μύθους και η ζωή του ταυτίστηκε με έναν κόσμο ηρώων, από τον Μέγα Αλέξανδρο ως τους Κλέφτες και Αρματολούς του ’21.
Ανετος ο σκηνοθέτης, σε εκείνη την τελετή απονομής, θα παραλάβει και αυτό το βραβείο με σήμα κατατεθέν τα ατίθασα μακριά μαλλιά και το επιβλητικό μουστάκι, φορώντας λευκό πουκάμισο, μακό μπλουζάκι και κοτλέ παντελόνι. Με την τρίτη ταινία του «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του 1999 που βυθίστηκε στη αναζήτηση του εσωτερικού, μελαγχολικού και χαοτικού κόσμου του ποιητή Γεωργίου Βιζυηνού, θα ξανακερδίσει ένα ακόμη πρώτο βραβείο στη Θεσσαλονίκη.
Τέσσερις όλες κι όλες ταινίες μεγάλου μήκους σκηνοθέτησε ο Παπαστάθης, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί. Αεικίνητος και δουλευταράς, ασχολήθηκε μεθοδικά με τη λογοτεχνία, την κριτική, το θέατρο. Εσκαψε στις ρίζες της γλώσσας και δημοσίευσε πέντε βιβλία, ενώ καλλιέργησε μια καινούρια αφηγηματική γλώσσα σε ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ.
Πολιτικά ενταγμένος στην Αριστερά, παλιός Λαμπράκης, μετά μέλος του ΚΚΕ εσωτερικού, βαθμιαία αποσύρθηκε από την ενεργή κομματική συμμετοχή. Εμεινε απλός ψηφοφόρος του χώρου της, έως ότου κάποια ώρα εγκατέλειψε την ιδεολογική κοιτίδα της Αριστεράς. «Δεν ανήκω σε αυτήν, δεν μου αρέσει ο ΣΥΡΙΖΑ όπως είναι», εκμυστηρευόταν. Μεγάλωσε και διαμορφώθηκε με διαφορετικά πρότυπα, αξίες, αρχές και φορτία. Με τα χρόνια αφοσιώθηκε πια στον τόπο, στην Ιστορία, στην τέχνη του και στην ελπίδα που διατηρεί άσβεστη ένας ταλαιπωρημένος κόσμος που προσδοκά δικαιοσύνη.
Πάντα με το ίδιο πάθος. Με αγάπη στη συλλογή περιοδικών, πιστός στην κινηματογραφική ματιά του Μούρναου, του Ντράγερ, του Φελίνι και με λατρεία στη ζωγραφική. Οχι γατί πολλοί φίλοι του ζωγράφοι φιλοτέχνησαν τα δικά του πορτρέτα, αλλά επειδή πίστευε στη ρήση του Πολ Σεζάν: «Σας οφείλω την αλήθεια μέσα από τη ζωγραφική και θα σας την πω». Με την ίδια ειλικρίνεια, ο Παπαστάθης έλεγε την αλήθεια μέσα από τις εικόνες και τα κείμενά του. Κι ας βαρυγκομούσε πότε-πότε ότι «η τέχνη είναι δοκιμασία».
Φρόντιζε όμως να προσθέτει πως είναι «και μια ευτυχοδυστυχία. Δεν είναι μόνο ευτυχία ή μόνο δυστυχία. Είναι και τα δύο». Και τα δύο τα γεύτηκε ευχάριστα, όπως τα νεανικά του βιώματα στον Βόλο και στη Μυτιλήνη, κατά τη διάρκεια του καλλιτεχνικά πολυεπίπεδου βίου του.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα