Αμάντα Μιχαλοπούλου: Γιατί διάλεξα να γράφω διηγήματα με ανδρικό ψευδώνυμο
11.04.2023
16:46
Η συγγραφέας μιλάει για τη μετάβαση της από τη δημοσιογραφία στη λογοτεχνία - Το βιβλίο της «Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη» θα το βρείτε στο ΘΕΜΑ που κυκλοφορεί εκτάκτως το Μεγάλο Σάββατο
«Η νεαρή πεζογράφος κατορθώνει να μιλήσει με αμεσότητα και φρεσκάδα και να απεικονίσει τα αισθήματα και τις ιδέες της με λιτό και ευθύβολο τρόπο. Μια ονειρική αύρα και ένας αυτοσαρκαζόμενος λυρισμός διαπερνά σαν ρεύμα χαμηλής τάσεως αυτά τα διηγήματα». Με αυτή τη φράση υποδεχόταν στην πεζογραφία, στις αρχές της δεκαετίας του 90 ο Μισέλ Φάις την Αμάντα Μιχαλοπούλου, εξαίροντας την τόλμη της και την εκφραστική της δεινότητα ενώ ο αναγνωρισμένος κριτικός Βαγγέλης Αθανασόπουλος επαινούσε τη “λιτή” και “κοφτή” της αφήγηση που, όπως έγραφε τότε στην Καθημερινή “συχνά αιφνιδιάζει με την απόδοση ενός πολλαπλού νοήματος”.
Παρότι επρόκειτο για συλλογή με διηγήματα πρωτοεμφανιζόμενης πεζογράφου η “Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη” (εκδόσεις Καστανιώτη) έκανε αμέσως εντύπωση αποσπώντας θερμές κριτικές για την τόλμη της, την ρηξικέλευθη γλώσσα, το ονειρικό στοιχείο που συμπληρώνουν τον ιδιόμορφο μαγικό ρεαλισμό, τη φαντασία και την πρωτοτυπία, τα οποία αποτέλεσαν βασικά χαρακτηριστικά της πεζογραφίας της καταξιωμένης πλέον συγγραφέως.
Άνθρωποι που αγωνίζονται να ανατρέψουν τη ζωή τους, που νιώθουν το ίδιο έντονα την αγωνία του μέλλοντος και την κατακλυσμιαία δύναμη της δημιουργίας είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες των άκρως πρωτότυπων αυτών ιστοριών: μια βολίστρια εγκαταλείπει την κλασική μουσική για χάρη της ροκ ενώ ένα παιδί που δουλεύει σε βενζινάδικο ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Κόντρα ρόλοι, δηλαδή, και διαρκείς ανατροπές χαρακτηρίζουν τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων που αντιβαίνουν όλα τα δεδομένα.
Το παρασκήνικο μιας βράβευσης
Δεν είναι όμως μόνο οι κύριοι χαρακτήρες αλλά και η ίδια η ιστορία της έκδοσης του “Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη” που συνοδεύτηκε από μια ανατροπή αφού όλα ξεκίνησαν όταν η Αμάντα Μιχαλοπούλου βραβεύτηκε σε έναν διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού “Ρεύματα”, όπου το ομώνυμο διήγημα “Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη” κέρδισε το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε 831 συμμετοχές. Το βραβείο-που συνοδευόταν από το ποσό των 400.000 δραχμών και μια πανάκριβη συλλεκτική πένα-απέμεινε στην πρωτοεμφανιζόμενη Αμάντα Μιχαλοπούλου σε ειδική τελετή η τότε Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη .
Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιωνόταν και το όνειρο του πρωταγωνιστή της ομώνυμης, βραβευμένης, ιστορίας της συλλογής ο οποίος έλεγε πως “Άμα κερδίσω μπορεί να γίνω συγγραφέας. Ίσως με αυτό τον τρόπο επιβεβαιωνόταν το όνειρο του κεντρικού πρωταγωνιστή της ομώνυμης ιστορίας της ο οποίος έλεγε ότι “Από μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας μόνο που δεν έχει πολλά λεφτά. Ο Ντοστογιέφσκι ήτανε φτωχός και ένας άλλος με περίεργο όνομα πέθανε στην ψάθα, το είπε στο ραδιόφωνο”.
Ωστόσο, το ανατρεπτικό στοιχείο της ιστορίας τελικά ανταγωνιζόταν την ίδια την πραγματικότητα αφού η Αμάντα Μιχαλοπούλου έγραψε το διήγημα όχι με το πραγματικό της όνομα αλλά με ανδρικό ψευδώνυμο! Η ίδια μας εξηγεί αναλυτικά την απόφασή της αυτή «Ήμουν πολιτιστική συντάκτρια στην εφημερίδα Καθημερινή, με ήξεραν στο συνάφι για τις συνεντεύξεις που έπαιρνα από άλλους συγγραφείς και μου φαινόταν αλλόκοτο να υπογράψω με το όνομά μου. Διάλεξα το όνομα Δημήτρης Ρωμανός (το βαφτιστικό του συντρόφου μου και το επώνυμο του παππού του, του ζωγράφου Γιόχαν Ρωμανού). Μου φάνηκε ρομαντικό όνομα και κάπως αυτοκρατορικό και με έκανε κι εμένα να νιώσω κάπως σαν μπορχεσιανή ηρωίδα. Τώρα γιατί ανδρικό ψευδώνυμο; Η επιλογή μου λέει πολλά για την εποχή που έζησα, για τον τρόπο που ζούσαν και φοβόντουσαν να εκτεθούν οι γυναίκες στη δεκαετία του 90. Η μετάβαση ήταν πολύ δύσκολη. Με θεωρούσαν για χρόνια άλλη μια δημοσιογράφο με συγγραφικές ανησυχίες αλλά κι εγώ άργησα πολύ να ονομάσω τον εαυτό μου συγγραφέα. Έπαιρνα τη λογοτεχνία πολύ σοβαρά».
Δεν ήταν τυχαίο ότι ο αξέχαστος συγγραφέας και αναγνωρισμένος κριτικός και θεωρητικός Κωστής Παπαγιώργης είναι αυτός που την παρότρυνε να γράψει το βιβλίο ύστερα από μια τυχαία συνάντηση σε ένα πάρκινγκ: «Με ρώτησε χαρακτηριστικά αν έχω και άλλα τέτοια διηγήματα για να βγάλουμε ένα βιβλίο. Κι εγώ είπα πως έχω, ενώ δεν είχα κανένα, ποίηση έγραφα κυρίως εκείνα τα χρόνια. Με τη σκέψη όμως ότι ο Κωστής περίμενε κάτι από εμένα κάθισα και τα έγραψα σαν καλή μαθήτρια που στέλνει γράμματα στον μεγάλο της αδερφό- αυτός ήταν για μένα ο Παπαγιώργης. Ωστόσο η μετάβαση από τη δημοσιογραφία στη λογοτεχνία δεν ήταν ένας τόσο εύκολος δρόμος: «Ξεκίνησα να δημοσιογραφω γύρω στα είκοσι, φοιτήτρια ακόμη. Ως νεαρή αρθρογράφος σε μια μεγάλη καθημερινή εφημερίδα ήμουν εξοικειωμένη με την συγκατάβαση» λέει χαρακτηριστικά η Αμάντα Μιχαλοπούλου.
“Οι συγγραφείς από τους οποίους έπαιρνα συνεντεύξεις μου έλεγαν πάντα με έκπληξη όταν με γνώριζαν ότι διαβάζοντας τα κείμενά μου περίμεναν να συναντήσουν μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη σε ηλικία. Μου φαινόταν ακατανόητο ότι η νεότητα είναι συνυφασμένη με την ανοησία. Αλλά πιο πολύ από τις καλές κριτικές επέδρασαν στην ψυχή μου τα γράμματα που μου έστειλαν συνάδελφοι όπως ο Δημήτρης Νόλλας, ο Ε.Χ. Γονατάς, η τρυφερότατη Κική Δημουλά, ο Νάσος Βαγενάς. Τις κρατάω σαν ερωτικές επιστολές, τυλιγμένες με μια βελούδινη κορδέλα. Όσο για την παρούσα επετειακή έκδοση της αξεπέραστης αυτής συλλογής, είκοσι χρόνια μετά, η ίδια λέει πως “Ήταν μια ιδέα του Θανάση Καστανιώτη, που είχε πρωτοεκδώσει αυτά τα διηγήματα το 1994. Πρότεινε να κάνουμε μια επετειακή έκδοση το 2014, στα εικοσάχρονα. Δική του ιδέα ήταν να προσθέσω μερικά διηγήματα και τότε σκέφτηκα την ιδέα του καθρέφτη: να αντικατοπτρίζουν δηλαδή τα πρόσφατα διηγήματα ίδιες θεματικές αλλά υπό το φως της μέσης ηλικίας, της επαναδιαπραγμάτευσης, της αποδοχής. Ένα παιχνίδι ξανά με τον παππού μου, τον Μπόρχες”.
Παρότι επρόκειτο για συλλογή με διηγήματα πρωτοεμφανιζόμενης πεζογράφου η “Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη” (εκδόσεις Καστανιώτη) έκανε αμέσως εντύπωση αποσπώντας θερμές κριτικές για την τόλμη της, την ρηξικέλευθη γλώσσα, το ονειρικό στοιχείο που συμπληρώνουν τον ιδιόμορφο μαγικό ρεαλισμό, τη φαντασία και την πρωτοτυπία, τα οποία αποτέλεσαν βασικά χαρακτηριστικά της πεζογραφίας της καταξιωμένης πλέον συγγραφέως.
Άνθρωποι που αγωνίζονται να ανατρέψουν τη ζωή τους, που νιώθουν το ίδιο έντονα την αγωνία του μέλλοντος και την κατακλυσμιαία δύναμη της δημιουργίας είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες των άκρως πρωτότυπων αυτών ιστοριών: μια βολίστρια εγκαταλείπει την κλασική μουσική για χάρη της ροκ ενώ ένα παιδί που δουλεύει σε βενζινάδικο ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Κόντρα ρόλοι, δηλαδή, και διαρκείς ανατροπές χαρακτηρίζουν τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων που αντιβαίνουν όλα τα δεδομένα.
Το παρασκήνικο μιας βράβευσης
Δεν είναι όμως μόνο οι κύριοι χαρακτήρες αλλά και η ίδια η ιστορία της έκδοσης του “Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη” που συνοδεύτηκε από μια ανατροπή αφού όλα ξεκίνησαν όταν η Αμάντα Μιχαλοπούλου βραβεύτηκε σε έναν διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού “Ρεύματα”, όπου το ομώνυμο διήγημα “Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη” κέρδισε το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε 831 συμμετοχές. Το βραβείο-που συνοδευόταν από το ποσό των 400.000 δραχμών και μια πανάκριβη συλλεκτική πένα-απέμεινε στην πρωτοεμφανιζόμενη Αμάντα Μιχαλοπούλου σε ειδική τελετή η τότε Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη .
Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιωνόταν και το όνειρο του πρωταγωνιστή της ομώνυμης, βραβευμένης, ιστορίας της συλλογής ο οποίος έλεγε πως “Άμα κερδίσω μπορεί να γίνω συγγραφέας. Ίσως με αυτό τον τρόπο επιβεβαιωνόταν το όνειρο του κεντρικού πρωταγωνιστή της ομώνυμης ιστορίας της ο οποίος έλεγε ότι “Από μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας μόνο που δεν έχει πολλά λεφτά. Ο Ντοστογιέφσκι ήτανε φτωχός και ένας άλλος με περίεργο όνομα πέθανε στην ψάθα, το είπε στο ραδιόφωνο”.
Ωστόσο, το ανατρεπτικό στοιχείο της ιστορίας τελικά ανταγωνιζόταν την ίδια την πραγματικότητα αφού η Αμάντα Μιχαλοπούλου έγραψε το διήγημα όχι με το πραγματικό της όνομα αλλά με ανδρικό ψευδώνυμο! Η ίδια μας εξηγεί αναλυτικά την απόφασή της αυτή «Ήμουν πολιτιστική συντάκτρια στην εφημερίδα Καθημερινή, με ήξεραν στο συνάφι για τις συνεντεύξεις που έπαιρνα από άλλους συγγραφείς και μου φαινόταν αλλόκοτο να υπογράψω με το όνομά μου. Διάλεξα το όνομα Δημήτρης Ρωμανός (το βαφτιστικό του συντρόφου μου και το επώνυμο του παππού του, του ζωγράφου Γιόχαν Ρωμανού). Μου φάνηκε ρομαντικό όνομα και κάπως αυτοκρατορικό και με έκανε κι εμένα να νιώσω κάπως σαν μπορχεσιανή ηρωίδα. Τώρα γιατί ανδρικό ψευδώνυμο; Η επιλογή μου λέει πολλά για την εποχή που έζησα, για τον τρόπο που ζούσαν και φοβόντουσαν να εκτεθούν οι γυναίκες στη δεκαετία του 90. Η μετάβαση ήταν πολύ δύσκολη. Με θεωρούσαν για χρόνια άλλη μια δημοσιογράφο με συγγραφικές ανησυχίες αλλά κι εγώ άργησα πολύ να ονομάσω τον εαυτό μου συγγραφέα. Έπαιρνα τη λογοτεχνία πολύ σοβαρά».
Δεν ήταν τυχαίο ότι ο αξέχαστος συγγραφέας και αναγνωρισμένος κριτικός και θεωρητικός Κωστής Παπαγιώργης είναι αυτός που την παρότρυνε να γράψει το βιβλίο ύστερα από μια τυχαία συνάντηση σε ένα πάρκινγκ: «Με ρώτησε χαρακτηριστικά αν έχω και άλλα τέτοια διηγήματα για να βγάλουμε ένα βιβλίο. Κι εγώ είπα πως έχω, ενώ δεν είχα κανένα, ποίηση έγραφα κυρίως εκείνα τα χρόνια. Με τη σκέψη όμως ότι ο Κωστής περίμενε κάτι από εμένα κάθισα και τα έγραψα σαν καλή μαθήτρια που στέλνει γράμματα στον μεγάλο της αδερφό- αυτός ήταν για μένα ο Παπαγιώργης. Ωστόσο η μετάβαση από τη δημοσιογραφία στη λογοτεχνία δεν ήταν ένας τόσο εύκολος δρόμος: «Ξεκίνησα να δημοσιογραφω γύρω στα είκοσι, φοιτήτρια ακόμη. Ως νεαρή αρθρογράφος σε μια μεγάλη καθημερινή εφημερίδα ήμουν εξοικειωμένη με την συγκατάβαση» λέει χαρακτηριστικά η Αμάντα Μιχαλοπούλου.
“Οι συγγραφείς από τους οποίους έπαιρνα συνεντεύξεις μου έλεγαν πάντα με έκπληξη όταν με γνώριζαν ότι διαβάζοντας τα κείμενά μου περίμεναν να συναντήσουν μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη σε ηλικία. Μου φαινόταν ακατανόητο ότι η νεότητα είναι συνυφασμένη με την ανοησία. Αλλά πιο πολύ από τις καλές κριτικές επέδρασαν στην ψυχή μου τα γράμματα που μου έστειλαν συνάδελφοι όπως ο Δημήτρης Νόλλας, ο Ε.Χ. Γονατάς, η τρυφερότατη Κική Δημουλά, ο Νάσος Βαγενάς. Τις κρατάω σαν ερωτικές επιστολές, τυλιγμένες με μια βελούδινη κορδέλα. Όσο για την παρούσα επετειακή έκδοση της αξεπέραστης αυτής συλλογής, είκοσι χρόνια μετά, η ίδια λέει πως “Ήταν μια ιδέα του Θανάση Καστανιώτη, που είχε πρωτοεκδώσει αυτά τα διηγήματα το 1994. Πρότεινε να κάνουμε μια επετειακή έκδοση το 2014, στα εικοσάχρονα. Δική του ιδέα ήταν να προσθέσω μερικά διηγήματα και τότε σκέφτηκα την ιδέα του καθρέφτη: να αντικατοπτρίζουν δηλαδή τα πρόσφατα διηγήματα ίδιες θεματικές αλλά υπό το φως της μέσης ηλικίας, της επαναδιαπραγμάτευσης, της αποδοχής. Ένα παιχνίδι ξανά με τον παππού μου, τον Μπόρχες”.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr