Κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω: Το νέο βιβλίο του Κώστα Κρομμύδα

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα στις 4 Μαΐου - Διαβάστε απόσπασμα από το βιβλίο

Το νέο βιβλίο του Κώστα Κρομμύδα ονομάζεται «Κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω», θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Διόπτρα στις 4 Μαΐου και επικεντρώνεται στη γυναίκα.

Ο συγγραφέας και ηθοποιός, έγραψε σχετικά:
Σε ονόμασαν γυναίκα και θυσίασαν στο σώμα σου πόθους και όνειρα πλεγμένα από έρωτα, λόγια που γράφτηκαν σε στίχους αγάπης, μιας αγάπης που έγινε θηλιά γύρω από τον λαιμό σου. Σε ονόμασαν γυναίκα κι έστρωσαν κόκκινο χαλί από συναισθήματα, τα πέλματά σου μην πληγώσεις, καθώς στους δρόμους του πάθους προχωράς. Ενός πάθους που άλλοτε σε εξύψωσε στα ουράνια κι άλλοτε με τα νύχια του έγδαρε την ψυχή σου. Ήξεραν και ξέρουν καλά πώς να βιάζουν τη λεπτεπίλεπτή σου οντότητα, όχι μόνο το κορμί σου. Αφού η ευαισθησία σου έρχεται πάντα σε κόντρα με τη δυνατή σου φύση. Αφού τα πρέπει και τα μη του κόσμου άπειρες φορές σε καταδίκασαν σε… «θανατερή» σιωπή…
Σε έχρισαν με την ευχή να δίνεις συνέχεια στη ζωή μέσα από τα σπλάχνα σου. Να ταχταρίζεις το μέλλον μέσα στα χέρια σου κι ελπίδες να του σιγοτραγουδάς ψιθυριστά. Να νιώθεις μέσα στο σώμα σου το αύριο να γεννιέται κι εσύ πνοή να γίνεσαι κι αίμα από το αίμα σου ακούραστα να προσφέρεις. Σε είπαν μάνα κι έγινες αγκαλιά για όλους τους σπόρους που άνθισαν μέσα στην αγκαλιά σου.

Σε ονόμασαν γυναίκα και ήξερες πως κουβαλάς στις πλάτες σου έναν αδιάκοπο αγώνα για το σήμερα, που ανταμώνει κάθε νέα μέρα. Ήξερες πως δεν θα σε άφηναν να διεκδικείς τα θέλω σου, αφού σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη σε θέλουν πάντα υπό. Να σκύβεις το κεφάλι, να δέχεσαι, να ανέχεσαι. Να βάζεις δεύτερο τον εαυτό σου, να θάβεις κάτω από το μαξιλάρι τα όνειρά σου. Χρειάστηκε να κάνεις επανάσταση για όσα θεωρούνται ανθρώπινα και αυτονόητα, να πολεμήσεις για να σε λογίζουν ίση, να δραπετεύσεις απ' την καταπίεση και να μπορέσεις να δουλέψεις.

Χρειάστηκε να ορθώσεις το ανάστημά σου αμέτρητες φορές, κι ας ήξερες πως περίμεναν σε μια γωνία να το τσαλαπατήσουν. Έπρεπε να περάσεις από χίλια κύματα κι αμφισβητήσεις για να αποκτήσεις το δικαίωμα της γνώμης σου, το δικαίωμα στο σώμα σου, το δικαίωμα να ορίσεις τη ζωή σου. Και ύστερα από τόσους αγώνες μοιάζει σαν τίποτα να μην άλλαξε. Παρά την πρόοδο του κόσμου, παρά το πέρασμα των εποχών, ακόμα οι γυναίκες κακοποιούνται σωματικά και ψυχικά. Δολοφονούνται στο όνομα μιας αρρωστημένης αγάπης κι ενός άντρα που πιστεύει πως έχει δικαίωμα να κουμαντάρει το είναι τους. Οι επιθυμίες τους φυλακίζονται, οι ίδιες στερούνται την ανάγκη να ζήσουν όπως θέλουν και πολλές φορές παραμένουν δέσμιες των στερεότυπων και της πατριαρχικής κοινωνίας, που δυστυχώς συνεχίζει να υφίσταται.

Όμως οι γυναίκες έχουν δύναμη και την έχουν δείξει απροκάλυπτα ακόμα και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Σε κάθε πτυχή της ιστορίας γνωρίζουμε κάποια γυναίκα που θέλησε να τινάξει από πάνω της την ανδρική εξουσία και σαν τις παλιές ρεμπέτισσες μπήκε σε έναν κόσμο ανδροκρατούμενο θέλοντας να ζήσει με τους δικούς της κανόνες κι όχι με όσα της επέβαλε η εποχή. Θέλησε να χαρεί τον έρωτα όπως εκείνη επιθυμούσε, κι ας γνώριζε πως θα ήταν δακτυλοδεικτούμενη στο πέρασμά της. Περπάτησε στα σκοτάδια της νύχτας ξέροντας πως κινδύνευε να την καταπιούν, μιας και οι νόμοι της αφορούν έναν κόσμο σκληρό κι αδίστακτο. Ερμήνευσε στίχους με ψυχή, στίχους γραμμένους για άντρες, που όμως τους έφερε στα μέτρα της, δίνοντάς τους από τη γοητεία και την ευαισθησία της. Μια φιγούρα που οι καταπιεσμένες γυναίκες της εποχής άρχισαν να σέβονται, γιατί στο πρόσωπό της γεύονταν την έννοια του τι εστί να είσαι απελευθερωμένη απέναντι στα τετριμμένα. Ακόμα κι αν φανερά την αποδοκίμαζαν, στις κρυφές τους σκέψεις τη θαύμαζαν για το τσαγανό της.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, είτε βιώνουμε είτε γνωρίζουμε κάποιον που βιώνει μια άσχημη κατάσταση, υπάρχει πάντα τρόπος να βγούμε από αυτή ή να βοηθήσουμε.

Ίσως πολύ λιγότερες γυναίκες να είχαν θυσιαστεί στον βωμό της βίας και της κτητικότητας, αν δεν έθαβαν καθημερινά τον εαυτό τους στη σιωπή ή αν εμείς είχαμε γίνει η φωνή τους.

Ίσως, αν δίναμε λίγο περισσότερη σημασία στα σημάδια που αφήνουν οι σχέσεις γύρω μας, να προλαμβάναμε τα σημάδια που μελανιάζουν ψυχές και σώματα.

Οι γυναίκες με τη ζεστασιά των συναισθημάτων τους γεμίζουν πάντα τη μονότονη και άχρωμη πλευρά της ζωής. Με έναν γλυκό λόγο, με ένα άγγιγμα, με τη φροντίδα τους. Μέσα από το βλέμμα τους ανοίγονται δρόμοι σε όνειρα ανέλπιστα, μέσα από τα χέρια τους χτίζεται η ελπίδα. Το χάδι της αγάπης τους είναι η δύναμη που χρειάζεται ο κόσμος μας για να είναι ασφαλής. Το χάδι αυτό που σε κάνει να ξεχνάς και τον πιο δυσβάσταχτο πόνο. Για όλα όσα μας χαρίζουν καθημερινά δεν τους αξίζει τίποτα λιγότερο από τον σεβασμό και την πραγματική αγάπη, αυτή που δεν σε φυλακίζει, αλλά σε κρατά ελεύθερο μέσα στην αγκαλιά της.
Ο Κώστας Κρομμύδας ξεκίνησε να γράφει το 2011 και από τότε έχουν εκδοθεί 12 βιβλία του. Το βιβλίο του Ακάκιε βραβεύτηκε το 2021 ως το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς, ενώ το έργο του Ουρανόεσσα το 2017 ως το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς στην κατηγορία «Ηρωίδα-έμπνευση».

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο
Στράφηκε και είδε την Αντωνία να κάθεται μόνη στο τραπέζι μιας ταβέρνας και να τη χαιρετά με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα. Με το άλλο της χέρι έπαιζε περίτεχνα το μπεγλέρι της. Η κοπέλα κοντοστάθηκε ώσπου να καταπιεί και μετά την πλησίασε λέγοντας:
«Καλησπέρα… Δεν σας είδα…».
Εκείνη πέταξε το τσιγάρο στις πλάκες και το έσβησε με το παπούτσι της. Ύστερα τράβηξε την καρέκλα δίπλα της και είπε:
«Έλα, κάθισε να σε κεράσω ένα κρασάκι…».
Η χροιά της είχε πάντα μια επιτηδευμένη μαγκιά, λες και προσπαθούσε να μιμηθεί εκείνους τους άντρες που δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους. Η Μενεξιά είχε ακούσει πολλούς τύπους να μιλάνε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, σαν να περιφρονούσαν κάθε λέξη που έβγαινε απ’ το στόμα τους. Η φωνή τους πάντα βραχνή από το πολύ τσιγάρο. Κάποιες φορές είχε δει την Αντωνία στο μαγαζί να παρακολουθεί την πρόβα της, αλλά είχε την αίσθηση πως την απέφευγε, όμως να που τώρα την καλούσε στο τραπέζι της.
«Δεν πίνω, ευχαριστώ…» είπε σκουπίζοντας τα χείλη της, αλλά η γυναίκα την παρότρυνε να καθίσει χτυπώντας την ψάθα της καρέκλας.
Εκείνη υπάκουσε και, ακουμπώντας το καλαμπόκι στο τραπέζι, την κοίταξε με αμηχανία να γυροφέρνει το μπεγλέρι στα δάχτυλά της.
«Πώς πάνε οι πρόβες;» τη ρώτησε αρπάζοντας ένα ποτήρι από το διπλανό τραπέζι και γεμίζοντάς το από ένα τσίγκινο κανατάκι.
«Καλά νομίζω…» απάντησε εκείνη συνεσταλμένα.
«Μια χαρά τα πας, αλλά μην το πάρεις και πάνω σου…» είπε και σήκωσε το ποτήρι της προτείνοντας στη Μενεξιά να πιει κι αυτή.
Εκείνη δεν μπορούσε να αρνηθεί, αλλά ίσα που έβρεξε τα χείλη της.
«Έμεινες μοναχούλα, ε;»
«Ναι, ο Παντελής λείπει».
Η Αντωνία διέκρινε μια πίκρα στη φωνή της κοπέλας.
«Θα γυρίσει, μωρέ… Πάντα γυρνάει…» της είπε παρηγορητικά.
Η Μενεξιά αισθάνθηκε άβολα και άλλαξε θέμα.
«Έχετε πολύ ωραία φωνή, κυρία Αντωνία…»
«Σ’ ευχαριστώ, κορίτσι μου. Αλλά μη με λες κυρία. Σκέτο Αντωνία. Άσε τους πληθυντικούς για τον Μάρκο… Δεν είμαι δα και τόσο μεγάλη…» της αποκρίθηκε γελώντας και η μικρή, κουνώντας το κεφάλι, της έδωσε να καταλάβει πως θα το προσπαθούσε.
«Να ρωτήσω κάτι που το έχω απορία;» τόλμησε να πει.
«Ό,τι θες, βρε...»
«Ο κύριος Μάρκος γιατί φοράει πάντα μόνο το αριστερό μανίκι στο σακάκι του;»
Η Αντωνία κόντεψε να πνιγεί και άρχισε να γελά δυνατά.
Μόλις ηρέμησε, της έπιασε το χέρι και είπε ειρωνικά:
«Καλέ, αυτός νομίζει ότι ζούμε ακόμη στο 1900 με τους ψευτόμαγκες… Κυρίως για μαγκιά το κάνει, αλλά και για έναν άλλο λόγο. Δεν θέλει να ξέρουν οι απέναντί του αν κάτω από το σακάκι κρατάει όπλο ή σουγιά…».
Βλέποντας την αθώα έκφραση του νεαρού κοριτσιού, θυμήθηκε τα νιάτα της και έσπευσε να εξηγήσει.
«Ούτε εγώ τα ήξερα όλα αυτά. Στην ηλικία σου ήμουν όταν ξεκίνησα. Τότε τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα για εμάς τις γυναίκες, αλλά ευτυχώς τα πρώτα χρόνια είχα κοντά μου τον πατέρα μου, που έπαιζε μπουζούκι…»
«Τι όμορφα! Δεν το ήξερα…»
«Από πού να το ξέρεις, μωρέ; Για πες μου όμως για σένα.
Άκουσα ότι μεγάλωσες σε ορφανοτροφείο…» Πόσο γρήγορα κυκλοφορούσαν τα νέα!
«Ναι, μέχρι και πριν από λίγο καιρό έμενα εκεί…»
«Και δεν έχεις κανέναν στον κόσμο; Κάποιον συγγενή;» Η Μενεξιά κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Η Αντωνία κοίταξε με θαυμασμό μια κοπέλα που περνούσε μπροστά τους και, όταν αυτή απομακρύνθηκε, συνέχισε την κουβέντα τους.
«Δεν ξέρω αν τα έμαθες, αλλά εγώ σταματάω την άλλη βδομάδα που θα κλείσει το μαγαζί…»
«Τι εννοείτε σταματάτε; Για πάντα;»
Για μια ακόμη φορά η γυναίκα γέλασε με την ψυχή της.
«Έχουν δίκιο τα γκαρσόνια που λένε ότι έχεις πλάκα… Όχι, δεν θα σταματήσω ακόμη. Θα συνεχίσω σε ένα ρεμπετάδικο στον Πειραιά…»
«Ό,τι είναι καλύτερο για εσάς…» απάντησε η Μενεξιά μην ξέροντας πώς να αντιδράσει.
«Ενικός είπαμε, ρε αδερφάκι μου…» της φώναξε η Αντωνία.
«Ό,τι είναι καλύτερο για σένα…» είπε ελαφρώς τρομαγμένη η μικρή.
«Πρέπει να φύγω σε λίγο, αλλά ήθελα πολύ να σου μιλήσω…» συνέχισε η γυναίκα πίνοντας μια γερή γουλιά από το κρασί της.
«Για ποιο θέμα;» αναρωτήθηκε το νεαρό κορίτσι.
«Γνωρίζεις τίποτα για το πώς έχουν τα πράγματα μεταξύ αντρών και γυναικών;»
«Συγγνώμη, δεν κατάλαβα…» απόρησε η Μενεξιά.
Η Αντωνία έγειρε πάνω από το τραπέζι γελώντας και χα- μήλωσε τη φωνή της.
«Οι περισσότερες γυναίκες τη σήμερον ημέρα είναι ή δούλες του πατέρα τους ή δούλες του άντρα τους. Εσύ πατέρα δεν έχεις, άρα τον έναν αγά τον γλίτωσες».
Γέλασαν και οι δύο.
«Εμείς που τραγουδάμε στα μαγαζιά μπορούμε πιο ελεύθερα να μπαινοβγαίνουμε στους τεκέδες χωρίς να μασάμε πως θα μας μείνει η ρετσινιά της αμαρτωλής», συνέχισε ακου- μπώντας το μπεγλέρι της επάνω στο τραπέζι.
Η Μενεξιά δεν αποκρίθηκε.
«Εγώ, ας πούμε, λέγοντας άσματα που μιλούν για αυτά που γουστάρω, είναι σαν να τους τρίβω στη μούρη τους κανόνες που έχουν επιβάλει στις υπόλοιπες γυναίκες, που ζουν σαν σκλάβες».
«Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό…» είπε με αφέλεια η νεαρή κοπέλα χωρίς στην ουσία να καταλαβαίνει τον λόγο που της τα έλεγε όλα αυτά.
«Ο κόσμος μας, κορίτσι μου, είναι φτιαγμένος για τους άντρες. Εμείς οι ρεμπέτισσες είμαστε από τις λίγες που ζουν μαζί τους σε αυτό τον κόσμο, που οι περισσότερες δεν θα έβλεπαν ούτε με κιάλια».
Έγειρε πίσω στην καρέκλα της και σχολίασε:
«Τα περισσότερα αρσενικά νομίζουν πως όλες μας προοριζόμαστε για την Αγία Τριάδα…».
«Δηλαδή;»
«Μάνα, σύζυγος, νοικοκυρά».
«Η αλήθεια είναι πως κάτι έχω καταλάβει…» είπε δειλά η Μενεξιά συνεχίζοντας να κοιτάζει αμήχανα τη συντροφιά της.
Η Αντωνία κατέβασε ό,τι είχε απομείνει στο ποτήρι της.
«Σ’ έπιασα στην πάρλα με τα δικά μου, αλλά καλό είναι να ξέρεις λίγο πού πατάς… Με πιάνεις;»
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ…»
«Έχω καταλάβει πώς νιώθεις. Ανυπομονείς να ερμηνεύσεις».
«Αλήθεια είναι…» είπε η κοπέλα κρύβοντας τον ενθουσιασμό της.
«Οι άντρες αλλάζουν όταν τους δώσεις αυτό που θέλουν… Εσύ είσαι και ομορφούλα, οπότε θα θέλουν πολλά από την πάρτη σου… Και ο ατσαλάκωτος είναι πολύ καπάτσος…» σχολίασε με νόημα η Αντωνία.
Ήξερε άραγε τι είχε συμβεί με τον Παντελή; Η Μενεξιά ένιωθε πως είχε καλές προθέσεις, οπότε δεν αντέδρασε.
«Φαντάζομαι πως στο ορφανοτροφείο πέρα από το “Πάτερ ημών” δεν σας έμαθαν και πολλά... Εγώ θα σ’ τα πω και ό,τι θες κράτα».
Το κορίτσι περίμενε με τα μάτια ορθάνοιχτα χωρίς να βγάζει άχνα.
«Όπως όλοι μας, έχεις κι εσύ κάποια όνειρα, έτσι δεν είναι;»
«Ε ναι… Ποιος δεν ονειρεύεται;» απάντησε πίνοντας αφηρημένη από το ποτήρι της με αποτέλεσμα να την πιάσει βήχας από το κάψιμο στον λαιμό.
«Ο Χριστός, κορίτσι μου!» είπε η Αντωνία χτυπώντας την ελαφρά στην πλάτη. «Θα το μάθεις κι αυτό, μην ανησυχείς… Και να τρως τίποτα, ε! Δεν αρέσουν οι κοκαλιάρες…»
Γέλασε, αλλά η κοπέλα κοίταξε το σώμα της και αναρωτήθηκε τι ακριβώς έπρεπε να κάνει.
«Έλα, μια χαρά είσαι…» την πρόλαβε η Αντωνία, που την είδε προβληματισμένη. «Λοιπόν… Όλη η ζωή μας βασίζεται πάνω στα όνειρα που κάνουμε. Κι εσύ τώρα είσαι πάνω στα ντουζένια σου και θέλεις να τα ζήσεις όλα. Πρέπει όμως να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί το πρώτο πράμα που θέλουν όλοι είναι να σε εκμεταλλευτούν».
«Και πώς θα το καταλάβω αυτό;»
«Τριγύρω κυκλοφορούν πολλά τομάρια… Αυτό να το θυμάσαι πάντα…»
Η Μενεξιά κατάλαβε αμέσως πως η κουβέντα αφορούσε γνωστά πρόσωπα και έσπευσε να πει:
«Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί…».
«Όχι βέβαια. Θα υπάρξουν κι εκείνοι που θα σε κρατήσουν γερά, αλλά άντε να τους βρεις. Η ίδια η κοινωνία δεν τους αφήνει να φερθούν όπως νιώθουν και αναγκάζονται να κάνουν ό,τι και οι άλλοι. Λίγοι ξεχωρίζουν».
«Σε ευχαριστώ από την καρδιά μου για όσα λες. Αλλά έχω περάσει δύσκολα στη ζωή μου και είμαι μαθημένη…»
«Δεν έχεις ιδέα τι σε περιμένει…» την έκοψε η Αντωνία πιάνοντάς της σφιχτά το χέρι.
Η Μενεξιά τρόμαξε έτσι που την κοιτούσε και έκανε να τραβηχτεί.
«Είσαι όμορφη και έχεις και φωνάρα. Τραγουδάς λες και, πριν φτάσει η φωνή σου στο λαρύγγι, ακουμπάει την ψυχή σου», της είπε η έμπειρη γυναίκα χαλαρώνοντας τη λαβή της.
Το κορίτσι κοκκίνισε.
«Δεν αρκούν όμως αυτά για να επιβιώσεις ανάμεσα στους λύκους. Το μυαλό είναι το μεγαλύτερο όπλο για να πετύχεις τα όνειρά σου. Αλλά τώρα δεν έχεις μυαλό παρά μόνο επιθυμία…»
«Εσύ τι έκανες για όλα αυτά;» τη ρώτησε η μικρή περνώντας στην αντεπίθεση.
«Εγώ ήμουν τυχερή, γιατί τους έβαλα από νωρίς στην άκρη τους άντρες… Αν με καταλαβαίνεις…»
Η Μενεξιά την κοίταξε με απορία.
«Θα σ’ τα ξηγήσω άλλη φορά αυτά. Για την ώρα κράτα τα μάτια σου ανοιχτά».
«Και να παχύνω λίγο, ε;»
Ήταν η σειρά της να την πειράξει. Η Αντωνία γέλασε δυνατά.
«Παχύνεις δεν παχύνεις, να δώσεις την καρδιά σου σε κάποιον που θα σε αγαπήσει πραγματικά… Εσύ είσαι σαν μπουμπούκι ανθισμένο, που όλοι θέλουν να μαδήσουν»…

Ειδήσεις σήμερα:

Υπόθεση Γεωργούλη: «Καταδικάζουμε… αλλά αν είναι στημένο πριν τις εκλογές;» - Νέο «χτύπημα» από υποψήφια ΣΥΡΙΖΑ

ΗΠΑ: Άνδρας πυροβόλησε 6χρονη και τους γονείς της όταν μια μπάλα μπήκε στην αυλή του

Εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση επιπέδου «μαφίας» - Εμπλέκονται και εν ενεργεία αστυνομικοί
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr