Γιάννης Βογιατζής: Ξεκίνησε να τραγουδάει για... δύο τσιγάρα - Η πρώτη δουλειά, ο Μίκης και η γυναίκα της ζωής του
15.05.2023
22:07
Σίγησε η πιο λυρική φωνή του ελληνικού κινηματογράφου - Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, ο ύμνος του Παναθηναϊκού και οι επιτυχίες στο σινεμά
Είναι Ιούνιος του 1952. Ένα 18χρονο αγόρι, που μόλις έχει τελειώσει το σχολείο, περνά έξω από το Αναψυκτήριο του «Άλσους». Αρκετός κόσμος βρίσκεται εκεί να λάβει μέρος σε έναν διαγωνισμό ταλέντων που διοργανώνεται. Ο νικητής θα κέρδιζε ένα ρολόι και θα τραγουδούσε στο «Άλσος» όλο το καλοκαίρι.
«Αν βγεις να τραγουδήσεις, θα σου δώσω δύο τσιγάρα Pall Mall» λέει ένας φίλος του στον νεαρό, που αγαπούσε πολύ το κλασικό τραγούδι, δεν σκόπευε ωστόσο να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής. Ήταν αυτή η φιλική πρόσκληση και όχι το ρολόι και η δουλειά για ολόκληρο το καλοκαίρι -τα δώρα του νικητή- που τον έπεισαν να ανέβει στη σκηνή. Κι όταν ξεκίνησε να τραγουδά τούς άφησε όλους με το στόμα ανοιχτό, και πήρε τη νίκη.
Έτσι, απροσδόκητα, σχεδόν τυχαία ξεκίνησε το μουσικό ταξίδι του Γιάννη Βογιατζή, του αγαπημένου ερμηνευτή του ελαφρού τραγουδιού, που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στις ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και στην διασκέδαση, μάς χάρισε αγαπημένα τραγούδια όπως τα «Ένας ουρανός μ’ αστέρια», «Η πρώτη μας νύχτα», «Σου τo ‘πα μια», «Σ’ αγαπώ σ’ όλες τις γλώσσες» , «Θέλω κοντά σου να μείνω» «Αδέρφια μου αλήτες πουλιά», «Ξέρω κάποιο στενό» κ.α. και έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 89 ετών, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.
Εκείνη τη μοιραία βραδιά του Ιουνίου το αγόρι που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παγκράτι, δεν μπορούσε καν να ονειρευτεί τον λαμπερό δρόμο που θα ανοιγόταν μπροστά του. Μέχρι τότε, βλέπετε, η ζωή του ήταν γεμάτη δυσκολίες και απώλειες, ένας σκληρός αγώνας για επιβίωση. Ήταν μόλις επτά ετών όταν έχασε τον πατέρα του, το 1941, λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου. Η μάνα, μόνη πλέον, χωρίς καμιά υποστήριξη έκανε ότι μπορούσε για να συντηρήσει τα δυο παιδιά της. Οι συνθήκες ήταν απελπιστικά δύσκολες: «Πέρασα την Κατοχή παιδάκι με μια χήρα μάνα και είχα ανάγκη να ζήσω. Φάγαμε σκύλο εν γνώσει μας για να ζήσουμε. Έχασα τον πατέρα μου μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, το 41. Η μάνα μου 26 ετών, χήρα με δύο παιδιά. Εγώ ήμουν εφτά και ο αδερφός μου τριών. Η μητέρα μου έκανε ότι μπορούσε για να μας συντηρήσει. Έχω φορέσει παπούτσια με χαρτόνι και σκοινί από το κάτω. Δεν περνάγαμε καλά» είχε εξομολογηθεί ο Γιάννης Βογιατζής αναφερόμενος σε εκείνα τα «πέτρινα χρόνια».
Τελειώνοντας το σχολείο σκόπευε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για εκείνον…Τα δυο τσιγάρα που τού έταξε ο φίλος του για να τον πείσει να συμμετάσχει στον διαγωνισμό ταλέντων ήταν το «διαβατήριο» για μια μεγάλη καριέρα και μια άνετη ζωή.
«Αν βγεις να τραγουδήσεις, θα σου δώσω δύο τσιγάρα Pall Mall» λέει ένας φίλος του στον νεαρό, που αγαπούσε πολύ το κλασικό τραγούδι, δεν σκόπευε ωστόσο να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής. Ήταν αυτή η φιλική πρόσκληση και όχι το ρολόι και η δουλειά για ολόκληρο το καλοκαίρι -τα δώρα του νικητή- που τον έπεισαν να ανέβει στη σκηνή. Κι όταν ξεκίνησε να τραγουδά τούς άφησε όλους με το στόμα ανοιχτό, και πήρε τη νίκη.
Έτσι, απροσδόκητα, σχεδόν τυχαία ξεκίνησε το μουσικό ταξίδι του Γιάννη Βογιατζή, του αγαπημένου ερμηνευτή του ελαφρού τραγουδιού, που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στις ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και στην διασκέδαση, μάς χάρισε αγαπημένα τραγούδια όπως τα «Ένας ουρανός μ’ αστέρια», «Η πρώτη μας νύχτα», «Σου τo ‘πα μια», «Σ’ αγαπώ σ’ όλες τις γλώσσες» , «Θέλω κοντά σου να μείνω» «Αδέρφια μου αλήτες πουλιά», «Ξέρω κάποιο στενό» κ.α. και έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 89 ετών, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.
Εκείνη τη μοιραία βραδιά του Ιουνίου το αγόρι που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παγκράτι, δεν μπορούσε καν να ονειρευτεί τον λαμπερό δρόμο που θα ανοιγόταν μπροστά του. Μέχρι τότε, βλέπετε, η ζωή του ήταν γεμάτη δυσκολίες και απώλειες, ένας σκληρός αγώνας για επιβίωση. Ήταν μόλις επτά ετών όταν έχασε τον πατέρα του, το 1941, λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου. Η μάνα, μόνη πλέον, χωρίς καμιά υποστήριξη έκανε ότι μπορούσε για να συντηρήσει τα δυο παιδιά της. Οι συνθήκες ήταν απελπιστικά δύσκολες: «Πέρασα την Κατοχή παιδάκι με μια χήρα μάνα και είχα ανάγκη να ζήσω. Φάγαμε σκύλο εν γνώσει μας για να ζήσουμε. Έχασα τον πατέρα μου μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, το 41. Η μάνα μου 26 ετών, χήρα με δύο παιδιά. Εγώ ήμουν εφτά και ο αδερφός μου τριών. Η μητέρα μου έκανε ότι μπορούσε για να μας συντηρήσει. Έχω φορέσει παπούτσια με χαρτόνι και σκοινί από το κάτω. Δεν περνάγαμε καλά» είχε εξομολογηθεί ο Γιάννης Βογιατζής αναφερόμενος σε εκείνα τα «πέτρινα χρόνια».
Τελειώνοντας το σχολείο σκόπευε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για εκείνον…Τα δυο τσιγάρα που τού έταξε ο φίλος του για να τον πείσει να συμμετάσχει στον διαγωνισμό ταλέντων ήταν το «διαβατήριο» για μια μεγάλη καριέρα και μια άνετη ζωή.
Η συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη και οι επιτυχίες στον κινηματογράφο
Κατά τη διάρκεια της δεκαετία του ’60 το όνομά του Γιάννη Βογιατζή γράφεται με χρυσά γράμματα στη μαρκίζα των πιο δημοφιλών μαγαζιών αλλά και στους τίτλους κάποιων από τις πλέον επιτυχημένες ελληνικές ταινίες της εποχής στις οποίες τραγουδούσε αλλά και έπαιζε με πασίγνωστους πρωταγωνιστές ανάμεσα στους οποίους και ο πρώτος του ξάδελφος και συνονόματός του. «Η Αθήνα τη νύχτα», «Μικροί μεγάλοι εν δράσει», «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», «Ραντεβού στον αέρα», «Ο εμίρης και ο κακομοίρης» κ.α. ήταν κάποιες μόνον από αυτές.
Στο μεταξύ, το 1962 κι ενώ βρίσκεται στο ξεκίνημα της καλλιτεχνικής του απογείωσης, έχοντας παράλληλα διατελέσει την προηγούμενη τετραετία επίσημος τραγουδιστής των Ανακτόρων, θα γίνει ενεργό κομμάτι της θρυλικής μουσικό-θεατρικής παράστασης του Μίκη Θεοδωράκη «Όμορφη Πόλη», που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης, στο πλευρό κορυφαίων ονομάτων της εποχής όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Ντόρα Γιαννακοπούλου, η Σμάρω Στεφανίδου, ο Ανδρέας Ντούζος, η Ταϋγέτη, η Μίρκα Καλατζοπούλου και οι αδελφές Καλουτά.: «Το ο 1962 άρχιζα να γίνομαι γνωστός, και ξαφνικά με παίρνει τηλέφωνο ο Θόδωρος Κρίτας, θεατράνθρωπος και μου λέει ο Θεοδωράκης θέλει να πεις ένα τραγούδι στην παράσταση. Τον Θεοδωράκη τον ήξερα σαν επαναστάτη και πηγαίνω και συναντιέμαι με τον Μίκη. Με πιάνει παράμερα και μου λέει θα σου πω κάτι και θα στο εξηγήσω μετά, είσαι πολύ καλός τραγουδιστής αλλά εμένα δεν μου αρέσεις. Γιατί εμένα μου αρέσουν οι ξύλινες φωνές. Μια μέρα στις πρόβες, μου είπε ότι εννοούσε ότι θέλει φωνές να προβάλουν τα τραγούδια και όχι να φαίνονται οι φωνές. Και είχε και δίκιο απόλυτο» είχε διηγηθεί ο ίδιος για εκείνη την περίοδο.
Ο ύμνος του Παναθηναϊκού και τα προβλήματα με τη φωνή του
Στην ίδια εκείνη χρονιά, το 1962, θα προστεθεί, ένας επιπλέον φωτεινός σταθμός στην καριέρα του Γιάννη Βογιατζή. Η φωνή του θα συνδεθεί, ισοβίως, με τον ύμνο μιας από τις μεγαλύτερες ελληνικές ποδοσφαιρικές ομάδες, αυτή του Παναθηναϊκού. Παρότι ο ύμνος αυτός είχε ηχογραφηθεί μια δεκαετία πριν από άλλο τραγουδιστή, έμελλε να είναι ο Γιάννης Βογιατζής, φανατικός φίλαθλος της ομάδας και ο ίδιος, εκείνος που θα του χαρίσει την πιο δημοφιλή και διαχρονική εκτέλεσή του.
Πώς προέκυψε αυτό το αναπάντεχο «πάντρεμα»; ««Το 1962 παρακολουθούσαμε έναν αγώνα του Παναθηναϊκού με μια σταθερή παρέα που είχαμε τότε και πηγαίναμε στο γήπεδο. Στην παρέα αυτή ήταν και ο Γιώργος Μουζάκης με τον Γιώργο Oικονομίδη. O πρώτος είχε γράψει τη μουσική του ύμνου και ο δεύτερος τους στίχους. Κάποια στιγμή γυρνάει ο Μουζάκης και μου λέει: «Βρε Γιάννη, θα μας πεις τον ύμνο;» Δέχτηκα. O ύμνος βέβαια είχε ήδη τραγουδηθεί τη δεκαετία του 1950 από τον Λέανδρο, τον πατέρα της Βίκυς Λέανδρος. Ωστόσο, έμελλε να ακουστεί πιο πολύ με τη δική μου φωνή» είχε διηγηθεί ο ίδιος κατά το παρελθόν.
Οι αρχές της δεκαετία του ’70, όμως θα τον φέρουν αντιμέτωπο με ένα πρόβλημα υγείας εξαιτίας του οποίου κλονίζεται η πολύτιμη φωνή του. Χρειάστηκε να υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης πολύποδα λίγο πριν εμφανιστεί στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης και αποσπάσει το πρώτο βραβείο με το κομμάτι «Αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά», σε μουσική Τόλη Βοσκόπουλου και στίχους Ηλία Λυμπερόυλου. Τα οκτώ επόμενα χρόνια όμως θα αναγκαστεί να αποσυρθεί ολοκληρωτικά από την ενεργό μουσική δράση προκειμένου να υποβληθεί στις κατάλληλες θεραπείες.
Η γυναίκα της ζωής του, ο θρησκευτικός γάμος στα 73 και η ζωή στη φύση
Εάν και ιδιαιτέρως περιζήτητος, με μεγάλες επιτυχίες στο γυναικείο φύλο, ο Γιάννης Βογιατζής, βρήκε την ιδανική σύντροφο ζωής στο πρόσωπο μιας όμορφης αεροσυνοδού με την οποία συμπορεύτηκε για περισσότερα από 50 χρόνια και απέκτησαν μαζί δύο γιους. Το αγαπημένο ζευγάρι είχε κάνει πολιτικό γάμο, αλλά το 2007, αποφάσισε να ανέβει και τα σκαλιά της εκκλησίας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασαν μαζί, στο κτήμα τους στην Κερατέα, όπου είχαν χτίσει τον προσωπικό τους παράδεισο ατενίζοντας, μαζί τα βράδια «τον ουρανό με τ΄ αστέρια» που τόσο γλυκά και λυρικά ύμνησε ο Γιάννης Βογιατζής με την υπέροχη φωνή του.
Ειδήσεις σήμερα:
Εκλογές στην Τουρκία: Και επίσημα σε δεύτερο γύρο ο Ερντογάν με τον Κιλιτσντάρογλου
Θεσσαλονίκη: Η «high tech» συμμορία με το «πιο έξυπνο όπλο» διάρρηξης - Η δικογραφία
Σάνα Μάριν: Πώς το κορίτσι από τη Φινλανδία τα έχασε όλα
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr