Eίναι το οικονομικό δίχτυ που μας προστατεύει από τις πλημμύρες και τις φωτιές αλλά και ένας σημαντικός σύμμαχος για την προσαρμογή μας στις νέες κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες.
Τα Γιάννενα και τα παράξενα Plasmata τους
Τα Γιάννενα και τα παράξενα Plasmata τους
Η άκρως πρωτότυπη έκθεση «Plasmata II/Ioannina» της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση -μέχρι τις 9 Ιουλίου- είναι ελεύθερη στο κοινό και το καλεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση με την τέχνη και την πόλη
Τα Γιάννενα, με την υποβλητική ατμόσφαιρα, την υγρασία που ποτίζει μύθους και θρύλους, τα μαγικά πλατάνια και την εμβληματική λίμνη, ήταν η πόλη που συνόψισε ταυτόχρονα τους προσωπικούς αγώνες και το ανοιχτό τραύμα της ελληνικής Ιστορίας-ένα βωβό σκηνικό, κατευθείαν βγαλμένο από τις ταινίες του Αγγελόπουλου και τους στίχους του Ηπειρώτη Μιχάλη Γκανά. Κάθε φορά που επιστρέφουμε φανερώνουν με άλλους τρόπους όλα αυτά τα σημεία-σημάδια, που όσο και αν αλλάζουν είναι πάντοτε εκεί μέχρι που ήρθαν αυτά τα παράξενα “Plasmata II”, όπως ονόμασε το Onassis Stegi την έκθεση με τα ανοιχτά ψηφιακά έργα/εγκαταστάσεις/ριζωματικές μικροσυμπαντικές αφηγήσεις τα οποία εισέβαλαν με την αυθάδικη και συνάμα παράξενη παρουσία τους στην άκρη της “μικρής μας πόλης”, όπως θα έλεγε ο Δημήτρης Χαντζής προκειμένου να μας την επανασυστήσουν.
Σε αυτόν τον παραλίμνιο άξονα, που θαρρείς ότι αποτελεί την εξωτερική επιδερμίδα-ιστό της πόλης, ξετυλίγεται μια άλλη αφήγηση μέσα από έργα, τα οποία μπορούν, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, σε μια ακροβασία του μέλλοντος που συναντά το παρελθόν, να είναι μεταφερμένα από αλλού αλλά εδώ μοιάζουν να βρίσκουν το σαφή προσδιορισμό τους. Άλλα πάλι προσαρμόστηκαν αμέσως στις υγρές, πέτρινες, διαβρωτικές συνθήκες για να ανασύρουν ξεχασμένες τέχνες, περιβαλλοντολογικές ανησυχίες, υπόκωφες αφηγήσεις, διονυσιακά ξεσπάσματα, ιστορίες προσωπικές όπως αυτή της εκτελεστικής διευθύντριας του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτης Παναγιωτάκου η οποία αναδιαμόρφωσε, μαζί με τον Μανώλη Μανουσάκη, με τη βοήθεια της τεχνολογίας ένα παλιό καταφύγιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε έργο που κρύβει, σαν ένα καλό μυστικό στην καρδιά της πόλης και σαν τα πολυφωνικά μοιρολόγια, την συλλογική αφήγηση των Ιωαννίνων, αυτών των ανθρώπων που πόνεσαν και μορφώθηκαν, που λεηλατήθηκαν, κατακρεουργήθηκαν, αλλά παρέμειναν περήφανοι και με υψηλό το σθένος.
Στην ερώτηση, λοιπόν, για το τι είναι τα Plasmata II/Ioannina, που όλοι αναρωτιούνται, η απάντηση είναι ότι πρόκειται για μια ανοιχτή έκθεση με έργα που, με όπλο την τεχνολογία και την AI, στέλνουν ξεχωριστά σήματα στον καθένα προσωπικά ώστε να ξανασκεφτούν το περιβάλλον που κινούνται, να ξανακερδίσουν την πόλη τους και να βρουν ο καθένας με τον τρόπο τη δική του ιστορία μέσα από γλυπτικές φόρμες, βιωμένους ήχους, αισθησιακές-ναι, άκρως σωματικές περιστάσεις, εικόνες ρέουσες και μια συνθήκη άκρως μεταμορφωτική. Τα έργα δεν είναι στατικά, σαν αυτά που δεσπόζουν σε μουσεία, αλλά μοιάζουν να μεταμορφώνονται κάθε στιγμή της μέρας ανάλογα με το φως και το υγρό στοιχείο που μεταλλάσσει κάθε δυνατή έκφρασή τους αλλά και ολόκληρης της πόλης. Ταυτόχρονα, όμως, σε αντίστιξη με τη μεταμορφωτική δύναμη του υγρού στοιχείου της λίμνης και τη στιβαρή σταθερότητα της πέτρας, σε αναλογία με τα αιχμηρά βουνά που ορθώνονται απειλητικά προς τον ουρανό, εδώ έχεις την αίσθηση ότι τα σύνορα είναι πολύ κοντά και ότι η προσωπική και συλλογική ελευθερία είναι τόσο επιτακτική σε αυτό το μέρος γιατί ακριβώς είναι τόσο εύθραυστη. Και αυτή η ευθραστότητα, η σκληρότητα και η ελευθερία είναι εμφανείς στα περισσότερα έργα της έκθεσης.
Ειδικά όταν μπαίνεις σε αυτό το κόκκινο, φωτισμένο πέρασμα “The Passing” που έχουν στήσει οι Μαινάδες-Maenands και με οδηγό τα ηχογραφημένα μοιρολόγια, ακριβώς εκεί όπου βρίσκονταν κάποτε τα κελιά του μαρτυρίου, έχεις την αίσθηση ότι η ζωή απειλείται αλλά και συνάμα αποθεώνεται ή όταν νιώθεις οικειοθελώς εγκλωβισμένη στην ηχητική, γλυπτική και επιτελεστική εγκατάσταση WordMord, Glωssic, Isnaf που αφουγκράζεται παλιά ιδιώματα αναδεικνύοντας τα φεμινιστικά και υβριδικά ιδιώματα: εκεί οι λέξεις παραπέμπουν σε κάτι άλλο, που παραπέμπει, με τη σειρά του, σε κάτι άγνωστο, όπως η λέξη “ισνάφ” που προέρχεται από το γιαννιώτικο ιδιώμα και σημαίνει σινάφι/συντεχνία, που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στα Γιάννενα. Κάπως έτσι βρίσκεσαι να διέρχεσαι το μυστικό πέρασμα με τα κρεμασμένα δέρματα με τις παράδοξες υβριδικές λέξεις που παραπέμπουν στις αρχέγονες μνήμες από τα βυρσοδεψία που υπήρχαν την περιοχή. Η μυρωδιά του αίματος, της γης, του αέρα και της καταγωγής, οι διάφορες τροπικότητες μιας πόλης που επαναπροσδιορίζει δυναμικά τον εαυτό της μέσα από το χθόνιο χαρακτήρα της.
Αν, λοιπόν, ο Ντελέζ περιέγραφε κάποτε ως ριζωματικές όλες αυτές τις ανοιχτές διαδρομές που ξεφεύγουν από τις κλειστές ταυτότητες και αφήνονται στην ελευθεριακή συνθήκη που αναιρεί τις ιεραρχικές βάσεις, έτσι και εδώ αυτά τα έργα δεν διεκδικούν κανένα πρωτείο ως κάποιο σημαντικότερο/σπουδαιότερο από τα άλλα, αλλά μόνο το δικαίωμα να διεκδικήσουν διαφορετικές αφηγήσεις με βάση τις αρχές της δύναμης ή έντασης (intensité). Τα έργα συνομιλούν με τον περίγυρο όπως η τεράστια εγκατάσταση-ζωντανή προσομοίωση Oceania του John Gerrard που φανερώνει μια σημαία από φλόγες, η οποία υψώνεται σε μια προσομοίωση θαλασσινού τοπίου σηκώνοντας τη δική της σημαία κινδύνου για την καταστροφή του περιβάλλοντος: αυτομάτως ο νους μου πηγαίνει στη συζήτηση που είχα με τους ντόπιους για τη Παμβώτιδα, η οποία απειλείται να μείνει “στέρφα” από ψάρια και από έμβιους οργανισμούς λόγω της έλλειψης οξυγόνου που προκαλείται από τα λιπάσματα.
Λίγο πιο πέρα, σε μια αντίστοιχα αλληγορική διάσταση μέσα στο νερό, σαν ενας έμβιος οργανισμός που έχει ξεβραστεί από αυτό και μας προκαλεί/προσκαλεί με τον τρόπο της ξεπροβάλλει η “Μέδουσα-το αγαπημένο μου έργο μαζί με τη ‘Μάνα’-απλώνοντας τα λαστιχένια πλοκάμια της που αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την ώρα που θα τα προσεγγίσεις. Αυτή η υβριδική εγκατάσταση της Κατερίνας Κομιανού, μπορεί να έχει αναφορά στον αρχαίο μύθο, αλλά ταυτόχρονα προκύπτει σαν ένας εφιάλτης που έβγαλε τις πλεξούδες των πνιγμένων γυναικών του Αλή Πασά στις όχθες της λίμνης. Την ίδια στιγμή δείχνει συμβολικά να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την καταστροφή της-ναι, θα έμοιαζε, ίσως από μακριά, με ένα επικίνδυνο πλάσμα που γέννησαν τα απόβλητα. Όπως και να έχει τα πλάσματα-στοιχεία αυτά μπορούν να μεταμορφώνονται και να καθίστανται τελικά οντότητες συνωμοτικές και απειλητικές, έτοιμες να στοιχειώσουν κάθε σκέψη για να την επανεκκινήσουν.
“Κυρίαρχη μεταφορά αυτού που κάνουμε στα Πλάσματα είναι ο κισσός. Όταν ρωτήσαμε αν θα φύγει ο κισσός, μας απάντησαν ‘αν φύγει ο κισσός, δεν θα υπάρχει και το τείχος. Το ένα στηρίζει το άλλο” μας εξηγεί ο Πρόδρομος Τσιαβός, ένας από τους επιμελητές της έκθεσης μαζί με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη και τη Δάφνη Δραγώνα- με τις ρίζες να μπαίνουν στις ρωγμές, να τις αγκαλιάζουν να γίνονται ένα με την πέτρα και με το γιαννιώτικο αφηγηματικό corpus. Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει το ιδιαίτερα ξεχωριστό, επιτοίχιο έργο της Μαρίας Βαρελά που εξετάζει τη σχέση της γιαννιώτικης συρματερής αργυροχοΐας με αυτή του διάκοσμου του πιρπιρί, σαν ένα τεράστιο κόσμημα στο σώμα της πόλης.
Σε αυτόν τον παραλίμνιο άξονα, που θαρρείς ότι αποτελεί την εξωτερική επιδερμίδα-ιστό της πόλης, ξετυλίγεται μια άλλη αφήγηση μέσα από έργα, τα οποία μπορούν, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, σε μια ακροβασία του μέλλοντος που συναντά το παρελθόν, να είναι μεταφερμένα από αλλού αλλά εδώ μοιάζουν να βρίσκουν το σαφή προσδιορισμό τους. Άλλα πάλι προσαρμόστηκαν αμέσως στις υγρές, πέτρινες, διαβρωτικές συνθήκες για να ανασύρουν ξεχασμένες τέχνες, περιβαλλοντολογικές ανησυχίες, υπόκωφες αφηγήσεις, διονυσιακά ξεσπάσματα, ιστορίες προσωπικές όπως αυτή της εκτελεστικής διευθύντριας του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτης Παναγιωτάκου η οποία αναδιαμόρφωσε, μαζί με τον Μανώλη Μανουσάκη, με τη βοήθεια της τεχνολογίας ένα παλιό καταφύγιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε έργο που κρύβει, σαν ένα καλό μυστικό στην καρδιά της πόλης και σαν τα πολυφωνικά μοιρολόγια, την συλλογική αφήγηση των Ιωαννίνων, αυτών των ανθρώπων που πόνεσαν και μορφώθηκαν, που λεηλατήθηκαν, κατακρεουργήθηκαν, αλλά παρέμειναν περήφανοι και με υψηλό το σθένος.
Στην ερώτηση, λοιπόν, για το τι είναι τα Plasmata II/Ioannina, που όλοι αναρωτιούνται, η απάντηση είναι ότι πρόκειται για μια ανοιχτή έκθεση με έργα που, με όπλο την τεχνολογία και την AI, στέλνουν ξεχωριστά σήματα στον καθένα προσωπικά ώστε να ξανασκεφτούν το περιβάλλον που κινούνται, να ξανακερδίσουν την πόλη τους και να βρουν ο καθένας με τον τρόπο τη δική του ιστορία μέσα από γλυπτικές φόρμες, βιωμένους ήχους, αισθησιακές-ναι, άκρως σωματικές περιστάσεις, εικόνες ρέουσες και μια συνθήκη άκρως μεταμορφωτική. Τα έργα δεν είναι στατικά, σαν αυτά που δεσπόζουν σε μουσεία, αλλά μοιάζουν να μεταμορφώνονται κάθε στιγμή της μέρας ανάλογα με το φως και το υγρό στοιχείο που μεταλλάσσει κάθε δυνατή έκφρασή τους αλλά και ολόκληρης της πόλης. Ταυτόχρονα, όμως, σε αντίστιξη με τη μεταμορφωτική δύναμη του υγρού στοιχείου της λίμνης και τη στιβαρή σταθερότητα της πέτρας, σε αναλογία με τα αιχμηρά βουνά που ορθώνονται απειλητικά προς τον ουρανό, εδώ έχεις την αίσθηση ότι τα σύνορα είναι πολύ κοντά και ότι η προσωπική και συλλογική ελευθερία είναι τόσο επιτακτική σε αυτό το μέρος γιατί ακριβώς είναι τόσο εύθραυστη. Και αυτή η ευθραστότητα, η σκληρότητα και η ελευθερία είναι εμφανείς στα περισσότερα έργα της έκθεσης.
Ειδικά όταν μπαίνεις σε αυτό το κόκκινο, φωτισμένο πέρασμα “The Passing” που έχουν στήσει οι Μαινάδες-Maenands και με οδηγό τα ηχογραφημένα μοιρολόγια, ακριβώς εκεί όπου βρίσκονταν κάποτε τα κελιά του μαρτυρίου, έχεις την αίσθηση ότι η ζωή απειλείται αλλά και συνάμα αποθεώνεται ή όταν νιώθεις οικειοθελώς εγκλωβισμένη στην ηχητική, γλυπτική και επιτελεστική εγκατάσταση WordMord, Glωssic, Isnaf που αφουγκράζεται παλιά ιδιώματα αναδεικνύοντας τα φεμινιστικά και υβριδικά ιδιώματα: εκεί οι λέξεις παραπέμπουν σε κάτι άλλο, που παραπέμπει, με τη σειρά του, σε κάτι άγνωστο, όπως η λέξη “ισνάφ” που προέρχεται από το γιαννιώτικο ιδιώμα και σημαίνει σινάφι/συντεχνία, που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στα Γιάννενα. Κάπως έτσι βρίσκεσαι να διέρχεσαι το μυστικό πέρασμα με τα κρεμασμένα δέρματα με τις παράδοξες υβριδικές λέξεις που παραπέμπουν στις αρχέγονες μνήμες από τα βυρσοδεψία που υπήρχαν την περιοχή. Η μυρωδιά του αίματος, της γης, του αέρα και της καταγωγής, οι διάφορες τροπικότητες μιας πόλης που επαναπροσδιορίζει δυναμικά τον εαυτό της μέσα από το χθόνιο χαρακτήρα της.
Αν, λοιπόν, ο Ντελέζ περιέγραφε κάποτε ως ριζωματικές όλες αυτές τις ανοιχτές διαδρομές που ξεφεύγουν από τις κλειστές ταυτότητες και αφήνονται στην ελευθεριακή συνθήκη που αναιρεί τις ιεραρχικές βάσεις, έτσι και εδώ αυτά τα έργα δεν διεκδικούν κανένα πρωτείο ως κάποιο σημαντικότερο/σπουδαιότερο από τα άλλα, αλλά μόνο το δικαίωμα να διεκδικήσουν διαφορετικές αφηγήσεις με βάση τις αρχές της δύναμης ή έντασης (intensité). Τα έργα συνομιλούν με τον περίγυρο όπως η τεράστια εγκατάσταση-ζωντανή προσομοίωση Oceania του John Gerrard που φανερώνει μια σημαία από φλόγες, η οποία υψώνεται σε μια προσομοίωση θαλασσινού τοπίου σηκώνοντας τη δική της σημαία κινδύνου για την καταστροφή του περιβάλλοντος: αυτομάτως ο νους μου πηγαίνει στη συζήτηση που είχα με τους ντόπιους για τη Παμβώτιδα, η οποία απειλείται να μείνει “στέρφα” από ψάρια και από έμβιους οργανισμούς λόγω της έλλειψης οξυγόνου που προκαλείται από τα λιπάσματα.
Λίγο πιο πέρα, σε μια αντίστοιχα αλληγορική διάσταση μέσα στο νερό, σαν ενας έμβιος οργανισμός που έχει ξεβραστεί από αυτό και μας προκαλεί/προσκαλεί με τον τρόπο της ξεπροβάλλει η “Μέδουσα-το αγαπημένο μου έργο μαζί με τη ‘Μάνα’-απλώνοντας τα λαστιχένια πλοκάμια της που αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την ώρα που θα τα προσεγγίσεις. Αυτή η υβριδική εγκατάσταση της Κατερίνας Κομιανού, μπορεί να έχει αναφορά στον αρχαίο μύθο, αλλά ταυτόχρονα προκύπτει σαν ένας εφιάλτης που έβγαλε τις πλεξούδες των πνιγμένων γυναικών του Αλή Πασά στις όχθες της λίμνης. Την ίδια στιγμή δείχνει συμβολικά να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την καταστροφή της-ναι, θα έμοιαζε, ίσως από μακριά, με ένα επικίνδυνο πλάσμα που γέννησαν τα απόβλητα. Όπως και να έχει τα πλάσματα-στοιχεία αυτά μπορούν να μεταμορφώνονται και να καθίστανται τελικά οντότητες συνωμοτικές και απειλητικές, έτοιμες να στοιχειώσουν κάθε σκέψη για να την επανεκκινήσουν.
“Κυρίαρχη μεταφορά αυτού που κάνουμε στα Πλάσματα είναι ο κισσός. Όταν ρωτήσαμε αν θα φύγει ο κισσός, μας απάντησαν ‘αν φύγει ο κισσός, δεν θα υπάρχει και το τείχος. Το ένα στηρίζει το άλλο” μας εξηγεί ο Πρόδρομος Τσιαβός, ένας από τους επιμελητές της έκθεσης μαζί με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη και τη Δάφνη Δραγώνα- με τις ρίζες να μπαίνουν στις ρωγμές, να τις αγκαλιάζουν να γίνονται ένα με την πέτρα και με το γιαννιώτικο αφηγηματικό corpus. Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει το ιδιαίτερα ξεχωριστό, επιτοίχιο έργο της Μαρίας Βαρελά που εξετάζει τη σχέση της γιαννιώτικης συρματερής αργυροχοΐας με αυτή του διάκοσμου του πιρπιρί, σαν ένα τεράστιο κόσμημα στο σώμα της πόλης.
Όλα αυτά τα έργα μοιάζουν να συνδέονται μεταξύ τους αναζητώντας τις διαφορετικές φωνές των δημιουργών/καλλιτεχνών της πόλης, τα arts & crafts της περιοχής, τη χειροποίητη συνθήκη που αποτέλεσε τη μελλοντική έκφραση της, που τώρα μεταμορφώνεται σε μια αναλογική φωνή από το μέλλον, όπως αυτή η εγκατάσταση από κεραμικά γλυπτά, περφόρμανς της Μαρίας Λοΐζου, που αναδεικνύει μέσα από αυτό το κενό τη φωνή και το σώμα όλων αυτών των γυναικών που επιμένουν να ακούγονται στο βάθος του χρόνου, να υψώνουν τη φωνή τους που αγκαλιάζουν όλο το κάστρο, όλο τον δημόσιο χώρο και αναμειγνύονται μοναδικά με τα ξόρκια, τις μαντείες και όλα αυτά τα παράξενα λόγια που σωματοποιούνται και γίνονται γλυπτά και κυματιστές μορφές που δεσπόζουν στο έργο της Μαλβίνας Παναγιωτίδη. A darkness gathers through it does not fall.
Το έργο, όμως, που αποτυπώνεται σθεναρά στο υπογάστριο της πόλης, ακριβώς γιατί αποτελεί την κατεξοχήν συμβολική της κοιλότητα, τον ασυνείδητο-υπόγειο κόσμο της είναι η “Μάνα” των Αφροδίτης Παναγιωτάκου και Μανώλη Μανουσάκη, οι οποίοι μετέτρεψαν ένα πρώην καταφύγιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε πολυμεσικό έργο, βγαλμένο μέσα από τη πιο απτή βιωματική έκφραση μιας Γιαννιώτισσας, όπως είναι η μια εκ των δυο δημιουργών/επιμελητών. Πρόκειται για μια υποδειγματική πρόταση για το πως μπορεί να στήνεται μια εγκατάσταση ως συμβάν, βγαλμένο μέσα από την πιο απτή, βιωματική εμπειρία-η αποθέωση του immersive!-ενσωματωμένο στο περιβάλλον και ανοιχτό στις πολλαπλές αντιδράσεις του επισκέπτη που δεν καλείται να δει ή να ερμηνεύσει αλλά, κυρίως, να βιώσει το έργο.
Στα διαφορετικά μέρη της σπηλιάς, που μπορεί να προστατεύει αλλά μέσα στο απόκοσμο της περιβάλλον σε καλεί να αποστασιοποιηθείς από τις όποιες σου βεβαιότητες και να αποξενωθείς για να γεννηθείς εκ νέου, αποκαλύπτονται όλα τα σημάδια/σημεία του παρελθόντος και του παρόντος που διαμόρφωσαν το γιαννιώτικό σύμπαν της Παναγιωτάκου αλλά και κάθε ανοιχτής κατάθεσης και μνήμης: η κόρη συναντά έτσι τη ΜΑΝΑ που γίνεται ενδιάμεσος σύνδεσμος ανάμεσα στο προσωπικό άνοιγμα και την πόλη, σαν μια συλλογική αυτοβιογράφηση κάθε αισθητικού αποτυπώματος, που καθίσταται εμφανές σε κάθε άκουσμα της φωνής της μανας η οποία συναντάται με την κόρη περιγράφοντας τη συνάντηση του δικού της πατέρα, ύστερα από σαράντα χρόνια, με την αδελφή του. Τουλάχιστον όλα αυτά περιλαμβάνονται στο ηχητικό μέρος που δίνουν υπόσταση στο σπηλαιώδη χώρο. Η οικειοποίηση της ψυχρότητας του απόκοσμου σπηλαίου και η αντίστοιχη μεταμόρφωση του συντελείται, ωστόσο, και με άλλο τρόπο-όχι μόνο με τις οικείες φωνές και τις φωτογραφίες αλλά και με την επιβλητική πινακίδα της “Οδού Αρχιμανδρείου”, όπου βρισκόταν το πατρικό σπίτι της ΜΑΝΑΣ.
Η αθωότητα δείχνει να συντρίβεται από την αλήθεια της προσωπικής ιστορίας σε αυτό το τραχύ και σκληρό περιβάλλον για να ξανακερδιθεί ως τρυφερότητα, στο τέλος, λίγο πριν την αποχώρηση στον γεμάτο από πυγολαμπίδες αποχαιρετιστήριο χώρο-σαν εκείνες τις πεταλούδες που ανέσυραν όλες τις παιδικές μνήμες στο “Μίλησε μνήμη”, την αυτοβιογραφία του Ναμπόκοφ. Η αποχώρηση και η έξοδος από το σπήλαιο, μια πλατωνική κίνηση που οδηγεί τους σχεδόν υπνωτισμένους επισκέπτες από το σκοτάδι στο φως, δεν μπορεί παρά να προκαλεί σοκ, ένα σοκ ευεργετικό εκκαλώντας μας για ένα αντίστοιχο προσωπικό ταξίδι στα βάθη της ύπαρξης. Το “Μάνα” είναι, μια ουσιαστική πρόταση οικειοποίησης του δημόσιου χώρου και της μεταμορφωσης του, μια σπηλαιολογική/παλαιοντολογική χαρτογράφηση του μέλλοντος.
Ενδεχομένως αυτό να είναι όλη η έκθεση “Πλάσματα” και το ενδεχομένως πρέπει να γράφεται με κεφαλαία γράμματα αφού τα έργα έχουν ως στόχο να άρουν τις όποιες βεβαιότητες και να συστήσουν την πόλη από την αρχή. Από τον ψυχεδελικό ρινόκερο, που δεν ξέρεις αν τον είδες ή τον ξαναβρήκες ως πλάσμα ξεχασμένο μέχρι τις ηχογραφημένες φωνές τις πόλης, όλα δείχνουν, όπως είπαν και οι τρεις επιμελητές-Πρόδρομος Τσιαβός, Γιώργος Τζιρτζιλάκης και Δάφνη Δραγώνα-ότι “μπορούμε να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει όταν αντιμετωπίζουμε την τεχνολογία μαζί με τη φύση και τον άνθρωπο και όταν αυτά συνιστούν ένα όλο, καθώς είναι μια έκθεση για τον ψηφιακό κόσμο αλλά δεν εγκλωβίζεται στη φόρμα του”. Ακόμα και αν αναρωτιέσαι αν όλα αυτά υπάρχουν ή αν απλώς τα φαντάστηκες, αν αποτελούν υπολείμματα της μνήμης ή ραγδαίο αποτύπωμα της φαντασίας, το τελευταίο έργο σου επιβεβαιώνει όλες τις αμφιβολίες με το πιο περίτρανο τρόπο: “You start to wonder hether it’s a dream” ή όπως έλεγε ο Σαίξπηρ “είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα και τη ζωή μας την κυκλώνει ο ύπνος”.
Ειδήσεις σήμερα:
Κυβέρνηση: Ορκίστηκαν οι νέοι υπουργοί και υφυπουργοί - Δείτε βίντεο και φωτογραφίες
Δίκη Πισπιρίγκου: «Δεν έχω ξαναδεί γονιό να προβλέπει τι θα πάθει το παιδί του, δεν είχε αγωνία», κατέθεσε γιατρός
Εμφύλιος Wagner - Πούτιν: «Έκλεισε η υπόθεση» της ένοπλης εξέγερσης της Wagner, ανακοίνωσε η ρωσική FSB
Το έργο, όμως, που αποτυπώνεται σθεναρά στο υπογάστριο της πόλης, ακριβώς γιατί αποτελεί την κατεξοχήν συμβολική της κοιλότητα, τον ασυνείδητο-υπόγειο κόσμο της είναι η “Μάνα” των Αφροδίτης Παναγιωτάκου και Μανώλη Μανουσάκη, οι οποίοι μετέτρεψαν ένα πρώην καταφύγιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε πολυμεσικό έργο, βγαλμένο μέσα από τη πιο απτή βιωματική έκφραση μιας Γιαννιώτισσας, όπως είναι η μια εκ των δυο δημιουργών/επιμελητών. Πρόκειται για μια υποδειγματική πρόταση για το πως μπορεί να στήνεται μια εγκατάσταση ως συμβάν, βγαλμένο μέσα από την πιο απτή, βιωματική εμπειρία-η αποθέωση του immersive!-ενσωματωμένο στο περιβάλλον και ανοιχτό στις πολλαπλές αντιδράσεις του επισκέπτη που δεν καλείται να δει ή να ερμηνεύσει αλλά, κυρίως, να βιώσει το έργο.
Στα διαφορετικά μέρη της σπηλιάς, που μπορεί να προστατεύει αλλά μέσα στο απόκοσμο της περιβάλλον σε καλεί να αποστασιοποιηθείς από τις όποιες σου βεβαιότητες και να αποξενωθείς για να γεννηθείς εκ νέου, αποκαλύπτονται όλα τα σημάδια/σημεία του παρελθόντος και του παρόντος που διαμόρφωσαν το γιαννιώτικό σύμπαν της Παναγιωτάκου αλλά και κάθε ανοιχτής κατάθεσης και μνήμης: η κόρη συναντά έτσι τη ΜΑΝΑ που γίνεται ενδιάμεσος σύνδεσμος ανάμεσα στο προσωπικό άνοιγμα και την πόλη, σαν μια συλλογική αυτοβιογράφηση κάθε αισθητικού αποτυπώματος, που καθίσταται εμφανές σε κάθε άκουσμα της φωνής της μανας η οποία συναντάται με την κόρη περιγράφοντας τη συνάντηση του δικού της πατέρα, ύστερα από σαράντα χρόνια, με την αδελφή του. Τουλάχιστον όλα αυτά περιλαμβάνονται στο ηχητικό μέρος που δίνουν υπόσταση στο σπηλαιώδη χώρο. Η οικειοποίηση της ψυχρότητας του απόκοσμου σπηλαίου και η αντίστοιχη μεταμόρφωση του συντελείται, ωστόσο, και με άλλο τρόπο-όχι μόνο με τις οικείες φωνές και τις φωτογραφίες αλλά και με την επιβλητική πινακίδα της “Οδού Αρχιμανδρείου”, όπου βρισκόταν το πατρικό σπίτι της ΜΑΝΑΣ.
Η αθωότητα δείχνει να συντρίβεται από την αλήθεια της προσωπικής ιστορίας σε αυτό το τραχύ και σκληρό περιβάλλον για να ξανακερδιθεί ως τρυφερότητα, στο τέλος, λίγο πριν την αποχώρηση στον γεμάτο από πυγολαμπίδες αποχαιρετιστήριο χώρο-σαν εκείνες τις πεταλούδες που ανέσυραν όλες τις παιδικές μνήμες στο “Μίλησε μνήμη”, την αυτοβιογραφία του Ναμπόκοφ. Η αποχώρηση και η έξοδος από το σπήλαιο, μια πλατωνική κίνηση που οδηγεί τους σχεδόν υπνωτισμένους επισκέπτες από το σκοτάδι στο φως, δεν μπορεί παρά να προκαλεί σοκ, ένα σοκ ευεργετικό εκκαλώντας μας για ένα αντίστοιχο προσωπικό ταξίδι στα βάθη της ύπαρξης. Το “Μάνα” είναι, μια ουσιαστική πρόταση οικειοποίησης του δημόσιου χώρου και της μεταμορφωσης του, μια σπηλαιολογική/παλαιοντολογική χαρτογράφηση του μέλλοντος.
Ενδεχομένως αυτό να είναι όλη η έκθεση “Πλάσματα” και το ενδεχομένως πρέπει να γράφεται με κεφαλαία γράμματα αφού τα έργα έχουν ως στόχο να άρουν τις όποιες βεβαιότητες και να συστήσουν την πόλη από την αρχή. Από τον ψυχεδελικό ρινόκερο, που δεν ξέρεις αν τον είδες ή τον ξαναβρήκες ως πλάσμα ξεχασμένο μέχρι τις ηχογραφημένες φωνές τις πόλης, όλα δείχνουν, όπως είπαν και οι τρεις επιμελητές-Πρόδρομος Τσιαβός, Γιώργος Τζιρτζιλάκης και Δάφνη Δραγώνα-ότι “μπορούμε να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει όταν αντιμετωπίζουμε την τεχνολογία μαζί με τη φύση και τον άνθρωπο και όταν αυτά συνιστούν ένα όλο, καθώς είναι μια έκθεση για τον ψηφιακό κόσμο αλλά δεν εγκλωβίζεται στη φόρμα του”. Ακόμα και αν αναρωτιέσαι αν όλα αυτά υπάρχουν ή αν απλώς τα φαντάστηκες, αν αποτελούν υπολείμματα της μνήμης ή ραγδαίο αποτύπωμα της φαντασίας, το τελευταίο έργο σου επιβεβαιώνει όλες τις αμφιβολίες με το πιο περίτρανο τρόπο: “You start to wonder hether it’s a dream” ή όπως έλεγε ο Σαίξπηρ “είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα και τη ζωή μας την κυκλώνει ο ύπνος”.
Ειδήσεις σήμερα:
Κυβέρνηση: Ορκίστηκαν οι νέοι υπουργοί και υφυπουργοί - Δείτε βίντεο και φωτογραφίες
Δίκη Πισπιρίγκου: «Δεν έχω ξαναδεί γονιό να προβλέπει τι θα πάθει το παιδί του, δεν είχε αγωνία», κατέθεσε γιατρός
Εμφύλιος Wagner - Πούτιν: «Έκλεισε η υπόθεση» της ένοπλης εξέγερσης της Wagner, ανακοίνωσε η ρωσική FSB
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα