Λουκάς Κατσίκας: Το πρόσωπο πίσω από τις Νύχτες Πρεμιέρας
05.10.2023
15:56
Μεγάλωσε, γαλουχήθηκε, ενηλικιώθηκε και ανδρώθηκε στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Αθήνας, ενώ τα τελευταία επτά χρόνια κατέχει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας πιστεύει ότι αυτό που συμβαίνει μέσα στη σκοτεινή αίθουσα κάτω από το ημίφως της μεγάλης οθόνης είναι κάτι μυσταγωγικό. Μια υποβλητική ιεροτελεστία, ένα ανεπανάληπτο δούναι και λαβείν μεταξύ δημιουργού και θεατών αλλά και ανάμεσά τους, μια μοναδική -καλώς εννοούμενη- συνωμοσία. Ή, όπως μεταξύ σοβαρού κι αστείου λέει, είναι σαν όσοι βρίσκονται μες στο σινεμά να μοιράζονται την ίδια ερωμένη.
Ο Λουκάς Κατσίκας παρακολουθεί τις Νύχτες Πρεμιέρας από τη γέννησή τους, το φθινόπωρο του 1995. Από εκείνο το απόγευμα Παρασκευής στον κινηματογράφο «Αττικόν» που δεν του άλλαξε, αλλά του όρισε τη ζωή. Και του έδωσε τη δυνατότητα να τη ζήσει έως σήμερα με έναν τρόπο λιγότερο συμβατικό και συνηθισμένο. Για έβδομη χρονιά στο τιμόνι του κοσμαγάπητου φεστιβάλ, ο ίδιος μιλά για τη διελκυστίνδα μεταξύ κινηματογράφου και οικιακής ψυχαγωγίας, για τις περίπου 300 ταινίες που παρακολουθεί κάθε χρόνο μόνο για τις ανάγκες του φεστιβάλ, για την επαγγελματική ενηλικίωσή του μέσα στον θεσμό, τον οποίο υπηρέτησε απ’ όλα τα πόστα, μα πάνω απ’ όλα για την τρυφερότητα και την αγάπη που εδώ και 29 χρόνια είναι το εκ των ων ουκ άνευ υλικό για τις Νύχτες Πρεμιέρας.
GALA: Κινηματογραφικό φεστιβάλ σε μια περίοδο παντοκρατορίας του streamimg. Είναι τόσο δύσκολη όσο φαντάζει η εξίσωση;
Λουκάς Κατσίκας: Οι δυσκολίες που υπάρχουν για ένα φεστιβάλ -ασχέτως μεγέθους- συνοψίζονται στο γεγονός ότι έχεις να αντιμετωπίσεις έναν τεράστιο μηχανισμό από αστάθμητους παράγοντες οι οποίοι ονομάζονται πλατφόρμες, streaming, προβολές που γίνονται ταυτόχρονα στις αίθουσες, αλλά και on demand στην τηλεόραση. Είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσεις το πρόγραμμα που ονειρεύεσαι και επιθυμείς. Δεν έχω κάτι με τις πλατφόρμες και με την κουλτούρα του streaming, αλλά δεν μπορώ να μη δεχτώ πόσο έχουν επιδράσει καταλυτικά στο να αλλάξει το κινηματογραφικό τοπίο προς το δυσκολότερο για μας και προς το χειρότερο σε ό,τι αφορά την εμπειρία του κινηματογράφου. Δεν τις αναθεματίζω, αλλά θα ευχόμουν να μην υπήρχαν.
G.: Αλλάζει δηλαδή ο τρόπος που οι θεατές απολαμβάνουν μια ταινία;
Λ.Κ.: Αυτό έχει αλλάξει άρδην από την περίοδο του COVID και έπειτα. Από τη στιγμή που κλειστήκαμε στα σπίτια μας χρειάστηκε να αποκτήσουμε κάποιες καινούριες συνήθειες, μέσα στις οποίες ήταν και το να αγκαλιάσουμε απενοχοποιημένα τη φιλοσοφία της οικιακής ψυχαγωγίας. Η μικρή οθόνη αντικατέστησε τη μεγάλη, το σαλόνι έγινε ο κινηματογράφος και ο καναπές έγινε το κάθισμα της αίθουσας. Αυτή τη στιγμή ένα φεστιβάλ που σέβεται τον εαυτό του, όπως θεωρώ ότι είμαστε εμείς, βρίσκεται στο πλευρό της αίθουσας. Οτιδήποτε άλλο σε επίπεδο θέασης είναι ημίμετρο. Είναι σαν να έχεις την ευκαιρία να δεις έναν πίνακα ζωγραφικής κρεμασμένο στο μουσείο κι εσύ να προτιμάς να τον δεις από την εκτύπωση της αφίσας που έχεις αγοράσει.
G.: Το Φεστιβάλ Βενετίας έχει αγκαλιάσει τις πλατφόρμες, οι Κάννες αντιστέκονται, η Αθήνα;
Λ.Κ.: Δεν είμαστε αρνητικοί στη συνεργασία με τις πλατφόρμες. Εκείνες είναι ως επί το πλείστον αρνητικές, αν όχι καχύποπτες, γιατί αισθάνονται ότι έχουν ένα προϊόν που δεν το προστατεύουν αν το εκθέσουν σε αρκετά φεστιβάλ.
G.: Εσύ δεν stream-άρεις; Δεν βλέπεις δηλαδή ταινίες στο σπίτι;
Λ.Κ.: Βλέπω ταινίες στο σπίτι, όμως δεν έχω καμία συνδρομή σε καμία πλατφόρμα. Δεν βρίσκω κανέναν λόγο να πληρώνω για ένα περιεχόμενο που μου έχουν προτείνει άλλοι, χωρίς να με ρωτήσουν, πιστεύοντας ότι θα μου αρέσει. Υπήρξα για μια περίοδο συνδρομητής στο Netflix, διέκοψα τη συνδρομή γιατί δεν είχε να μου προσφέρει κινηματογραφικά κάτι που δεν μπορούσα να το βρω μόνος μου. Κάθε κινηματογραφική επιθυμία μου την εξυπηρετώ στον κινηματογράφο. Και σε αυτό είμαι αρκετά κάθετος.
G.: Αλήθεια, πώς γεννήθηκε η αγάπη σου για τον κινηματογράφο;
Λ.Κ.: Το μικρόβιο για τον κινηματογράφο το κόλλησα από τη μητέρα μου που ήταν φανατική των ταινιών τρόμου, και δη των πιο σκληροπυρηνικών, και ήθελε μια παρέα για να τις παρακολουθήσει. Αυτή η παρέα ήμουν εγώ. Και παρά το νεαρό της ηλικίας μου, μυήθηκα πολύ νωρίς στον κόσμο του σπλάτερ και του σλάσερ, των ταινιών με βρικόλακες και ζόμπι, τις οποίες αγαπώ ακόμα.
G.: Και δουλεύεις στις Νύχτες Πρεμιέρας από τα 22 σου; Σωστά;
Λ.Κ.: Στα 22 μου ξεκίνησα να δουλεύω στο περιοδικό «Σινεμά» και την επόμενη χρονιά δούλεψα για το φεστιβάλ. Ξεκίνησα από τα χαμηλά. Εβγαζα φωτοτυπίες, βοηθούσα στο γραφείο Τύπου, έστελνα και λάμβανα φαξ από το εξωτερικό. Ηταν η λίθινη εποχή, αλλά είχε μια μεγάλη γλύκα.
G.: Το καλύτερό σου φεστιβάλ το έχεις ζήσει στα χρόνια που είσαι καλλιτεχνικός διευθυντής ή παλαιότερα, ως θεατής;
Λ.Κ.: Το πιο ρομαντικό φεστιβάλ ήταν το πρώτο το οποίο έζησα ως θεατής. Το φεστιβάλ εμφανίστηκε σε μια εποχή που δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο και η επιθυμία του κοινού ήταν πολύ μεγάλη. Υπήρχαν ταινίες που δεν είχαν διανομή στην Ελλάδα και για τις οποίες μόνο να διαβάσουμε μπορούσαμε έως τότε. Γεννιόταν λοιπόν ένα φεστιβάλ που πρόβαλλε αυτές τις ταινίες στα σινεμά της πόλης, αλλά έφερνε και ανθρώπους -σκηνοθέτες, δημιουργούς, ηθοποιούς- από το εξωτερικό για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Αυτό το 1995 ήταν ανήκουστο. Επαναστατικό. Μια πολιτιστική βόμβα στην πόλη.
G.: Πριν από λίγες ημέρες υποδεχτήκατε στην Αθήνα τον Γούντι Αλεν. Αυτό σημαίνει ότι έχεις απαντήσει μέσα σου το ερώτημα σχετικά με τον διαχωρισμό ανθρώπου και δημιουργού;
Λ.Κ.: Το έχω απαντήσει στον εαυτό μου από την εποχή που δέχτηκα ως μεγάλο σκηνοθέτη τον Ηλία Καζάν. Γιατί κι εκείνος είχε μια βεβαρημένη προσωπική ζωή, υπήρξε καταδότης την περίοδο του μακαρθισμού. Αυτό όμως δεν του στερεί την αίγλη του σπουδαίου σκηνοθέτη. Στην περίπτωση του Γούντι Αλεν δεν υπάρχει κάποια καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου ή κάποια κατηγορία που εκκρεμεί. Μια φήμη ήταν αρκετή για να δηλητηριάσει μια καριέρα και για να προκαλέσει αναστάτωση, αν όχι ναυτία, στους περισσότερους από μας. Μια εικασία δεν μπορεί να στοιχειοθετεί ή να συνιστά υπόθεση. Ο Γούντι Αλεν έχει φέρει χαρά, ευχαρίστηση και έχει κάνει εξυπνότερους εκατομμύρια θεατές. Εάν ήξερα ότι κάτι από όσα λέγονται ίσχυε επί της ουσίας, δεν θα ανέφερα ούτε το όνομά του, πολύ περισσότερο δεν θα τον προσκαλούσαμε στην Αθήνα.
G.: Τι σημαίνει να είσαι καλλιτεχνικός διευθυντής ενός φεστιβάλ κινηματογράφου;
Λ.Κ.: Οτι δεν μπορείς πια να παρακολουθήσεις ταινίες ως απλός θεατής. Ειδικά, μάλιστα, αν εξακολουθείς να υφίστασαι και ως κριτικός κινηματογράφου, γίνεται σχεδόν σχιζοφρενικό. Βλέπεις μια ταινία και είσαι τρεις άνθρωποι: ο θεατής, ο κριτικός και ο καλλιτεχνικός διευθυντής.
G.: Σε έχεις, αλήθεια, φανταστεί ποτέ κάπου εκτός κινηματογράφου;
Λ.Κ.: Μεγαλώνοντας μπαίνω σε αυτή την υπαρξιακή διαδικασία να σκέφτομαι τι θα γινόταν εάν. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να φύγω από αυτόν τον χώρο. Είναι σαν μια οικειοθελής φυλάκιση σε ένα χρυσό κλουβί ή σε ένα υπέροχο κουκλόσπιτο. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς το σινεμά που με έχει προστατέψει από πολλά στη ζωή μου, όπως και η μουσική. Ο κινηματογράφος και η μουσική με έχουν μεγαλώσει, με έχουν γαλουχήσει και με έχουν μάθει να ζω με έναν άλλον τρόπο από αυτόν που ζει ο μέσος άνθρωπος.
G.: Αυτό σημαίνει ότι είναι μια επιλογή που ακόμα σου ανταποδίδει.
Λ.Κ.: Πιστεύω ακόμα στη δυνατότητα που έχει μια ταινία, ένα βιβλίο, ένας δίσκος να σε αλλάξει. Το έζησα πρόσφατα με το «Αγνωστοι μεταξύ μας», μια ταινία που καταφέραμε να έχουμε στο φετινό φεστιβάλ και μάλιστα θα προβληθεί στη λήξη του. Μια μέρα που το μυαλό μου ήταν σκοτεινιασμένο και θολωμένο απ’ όσα εισέπραττα από την πραγματικότητα, κλείστηκα δύο ώρες σε μια αίθουσα, είδα αυτήν την ταινία και βγήκα άλλος άνθρωπος, έχοντας ρίξει το κλάμα της ζωής μου. Αισθανόμουν πολύ πιο ελαφρύς και με έναν περίεργο τρόπο ένιωθα ότι είχε αναπτερωθεί η πίστη μου στον άνθρωπο. Είναι η τελευταία ταινία που θα προβάλλουμε στη φετινή διοργάνωση στο «Ιντεάλ» και θέλω μέσω αυτής να ευχαριστήσω το κοινό και να ανταποδώσω τη μεγάλη αγάπη του που δείχνει όλα αυτά τα χρόνια στον θεσμό. Είναι με έναν τρόπο το δώρο μας στους θεατές.
Styling: Λίζη Παπάζογλου. Grooming: Μαργετίνα Νεοφύτου. Βοηθός Styling: Ελένη Εξάρχου. Βοηθός Φωτογράφου: Μάριος Μπαμπούρης
Φωτογραφία άρθρου: Κοστούμι, πουκάμισο και γραβάτα, όλα Ermenegildo Zegna
Ο Λουκάς Κατσίκας παρακολουθεί τις Νύχτες Πρεμιέρας από τη γέννησή τους, το φθινόπωρο του 1995. Από εκείνο το απόγευμα Παρασκευής στον κινηματογράφο «Αττικόν» που δεν του άλλαξε, αλλά του όρισε τη ζωή. Και του έδωσε τη δυνατότητα να τη ζήσει έως σήμερα με έναν τρόπο λιγότερο συμβατικό και συνηθισμένο. Για έβδομη χρονιά στο τιμόνι του κοσμαγάπητου φεστιβάλ, ο ίδιος μιλά για τη διελκυστίνδα μεταξύ κινηματογράφου και οικιακής ψυχαγωγίας, για τις περίπου 300 ταινίες που παρακολουθεί κάθε χρόνο μόνο για τις ανάγκες του φεστιβάλ, για την επαγγελματική ενηλικίωσή του μέσα στον θεσμό, τον οποίο υπηρέτησε απ’ όλα τα πόστα, μα πάνω απ’ όλα για την τρυφερότητα και την αγάπη που εδώ και 29 χρόνια είναι το εκ των ων ουκ άνευ υλικό για τις Νύχτες Πρεμιέρας.
GALA: Κινηματογραφικό φεστιβάλ σε μια περίοδο παντοκρατορίας του streamimg. Είναι τόσο δύσκολη όσο φαντάζει η εξίσωση;
Λουκάς Κατσίκας: Οι δυσκολίες που υπάρχουν για ένα φεστιβάλ -ασχέτως μεγέθους- συνοψίζονται στο γεγονός ότι έχεις να αντιμετωπίσεις έναν τεράστιο μηχανισμό από αστάθμητους παράγοντες οι οποίοι ονομάζονται πλατφόρμες, streaming, προβολές που γίνονται ταυτόχρονα στις αίθουσες, αλλά και on demand στην τηλεόραση. Είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσεις το πρόγραμμα που ονειρεύεσαι και επιθυμείς. Δεν έχω κάτι με τις πλατφόρμες και με την κουλτούρα του streaming, αλλά δεν μπορώ να μη δεχτώ πόσο έχουν επιδράσει καταλυτικά στο να αλλάξει το κινηματογραφικό τοπίο προς το δυσκολότερο για μας και προς το χειρότερο σε ό,τι αφορά την εμπειρία του κινηματογράφου. Δεν τις αναθεματίζω, αλλά θα ευχόμουν να μην υπήρχαν.
G.: Αλλάζει δηλαδή ο τρόπος που οι θεατές απολαμβάνουν μια ταινία;
Λ.Κ.: Αυτό έχει αλλάξει άρδην από την περίοδο του COVID και έπειτα. Από τη στιγμή που κλειστήκαμε στα σπίτια μας χρειάστηκε να αποκτήσουμε κάποιες καινούριες συνήθειες, μέσα στις οποίες ήταν και το να αγκαλιάσουμε απενοχοποιημένα τη φιλοσοφία της οικιακής ψυχαγωγίας. Η μικρή οθόνη αντικατέστησε τη μεγάλη, το σαλόνι έγινε ο κινηματογράφος και ο καναπές έγινε το κάθισμα της αίθουσας. Αυτή τη στιγμή ένα φεστιβάλ που σέβεται τον εαυτό του, όπως θεωρώ ότι είμαστε εμείς, βρίσκεται στο πλευρό της αίθουσας. Οτιδήποτε άλλο σε επίπεδο θέασης είναι ημίμετρο. Είναι σαν να έχεις την ευκαιρία να δεις έναν πίνακα ζωγραφικής κρεμασμένο στο μουσείο κι εσύ να προτιμάς να τον δεις από την εκτύπωση της αφίσας που έχεις αγοράσει.
G.: Το Φεστιβάλ Βενετίας έχει αγκαλιάσει τις πλατφόρμες, οι Κάννες αντιστέκονται, η Αθήνα;
Λ.Κ.: Δεν είμαστε αρνητικοί στη συνεργασία με τις πλατφόρμες. Εκείνες είναι ως επί το πλείστον αρνητικές, αν όχι καχύποπτες, γιατί αισθάνονται ότι έχουν ένα προϊόν που δεν το προστατεύουν αν το εκθέσουν σε αρκετά φεστιβάλ.
G.: Εσύ δεν stream-άρεις; Δεν βλέπεις δηλαδή ταινίες στο σπίτι;
Λ.Κ.: Βλέπω ταινίες στο σπίτι, όμως δεν έχω καμία συνδρομή σε καμία πλατφόρμα. Δεν βρίσκω κανέναν λόγο να πληρώνω για ένα περιεχόμενο που μου έχουν προτείνει άλλοι, χωρίς να με ρωτήσουν, πιστεύοντας ότι θα μου αρέσει. Υπήρξα για μια περίοδο συνδρομητής στο Netflix, διέκοψα τη συνδρομή γιατί δεν είχε να μου προσφέρει κινηματογραφικά κάτι που δεν μπορούσα να το βρω μόνος μου. Κάθε κινηματογραφική επιθυμία μου την εξυπηρετώ στον κινηματογράφο. Και σε αυτό είμαι αρκετά κάθετος.
G.: Αλήθεια, πώς γεννήθηκε η αγάπη σου για τον κινηματογράφο;
Λ.Κ.: Το μικρόβιο για τον κινηματογράφο το κόλλησα από τη μητέρα μου που ήταν φανατική των ταινιών τρόμου, και δη των πιο σκληροπυρηνικών, και ήθελε μια παρέα για να τις παρακολουθήσει. Αυτή η παρέα ήμουν εγώ. Και παρά το νεαρό της ηλικίας μου, μυήθηκα πολύ νωρίς στον κόσμο του σπλάτερ και του σλάσερ, των ταινιών με βρικόλακες και ζόμπι, τις οποίες αγαπώ ακόμα.
G.: Και δουλεύεις στις Νύχτες Πρεμιέρας από τα 22 σου; Σωστά;
Λ.Κ.: Στα 22 μου ξεκίνησα να δουλεύω στο περιοδικό «Σινεμά» και την επόμενη χρονιά δούλεψα για το φεστιβάλ. Ξεκίνησα από τα χαμηλά. Εβγαζα φωτοτυπίες, βοηθούσα στο γραφείο Τύπου, έστελνα και λάμβανα φαξ από το εξωτερικό. Ηταν η λίθινη εποχή, αλλά είχε μια μεγάλη γλύκα.
G.: Το καλύτερό σου φεστιβάλ το έχεις ζήσει στα χρόνια που είσαι καλλιτεχνικός διευθυντής ή παλαιότερα, ως θεατής;
Λ.Κ.: Το πιο ρομαντικό φεστιβάλ ήταν το πρώτο το οποίο έζησα ως θεατής. Το φεστιβάλ εμφανίστηκε σε μια εποχή που δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο και η επιθυμία του κοινού ήταν πολύ μεγάλη. Υπήρχαν ταινίες που δεν είχαν διανομή στην Ελλάδα και για τις οποίες μόνο να διαβάσουμε μπορούσαμε έως τότε. Γεννιόταν λοιπόν ένα φεστιβάλ που πρόβαλλε αυτές τις ταινίες στα σινεμά της πόλης, αλλά έφερνε και ανθρώπους -σκηνοθέτες, δημιουργούς, ηθοποιούς- από το εξωτερικό για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Αυτό το 1995 ήταν ανήκουστο. Επαναστατικό. Μια πολιτιστική βόμβα στην πόλη.
G.: Πριν από λίγες ημέρες υποδεχτήκατε στην Αθήνα τον Γούντι Αλεν. Αυτό σημαίνει ότι έχεις απαντήσει μέσα σου το ερώτημα σχετικά με τον διαχωρισμό ανθρώπου και δημιουργού;
Λ.Κ.: Το έχω απαντήσει στον εαυτό μου από την εποχή που δέχτηκα ως μεγάλο σκηνοθέτη τον Ηλία Καζάν. Γιατί κι εκείνος είχε μια βεβαρημένη προσωπική ζωή, υπήρξε καταδότης την περίοδο του μακαρθισμού. Αυτό όμως δεν του στερεί την αίγλη του σπουδαίου σκηνοθέτη. Στην περίπτωση του Γούντι Αλεν δεν υπάρχει κάποια καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου ή κάποια κατηγορία που εκκρεμεί. Μια φήμη ήταν αρκετή για να δηλητηριάσει μια καριέρα και για να προκαλέσει αναστάτωση, αν όχι ναυτία, στους περισσότερους από μας. Μια εικασία δεν μπορεί να στοιχειοθετεί ή να συνιστά υπόθεση. Ο Γούντι Αλεν έχει φέρει χαρά, ευχαρίστηση και έχει κάνει εξυπνότερους εκατομμύρια θεατές. Εάν ήξερα ότι κάτι από όσα λέγονται ίσχυε επί της ουσίας, δεν θα ανέφερα ούτε το όνομά του, πολύ περισσότερο δεν θα τον προσκαλούσαμε στην Αθήνα.
G.: Τι σημαίνει να είσαι καλλιτεχνικός διευθυντής ενός φεστιβάλ κινηματογράφου;
Λ.Κ.: Οτι δεν μπορείς πια να παρακολουθήσεις ταινίες ως απλός θεατής. Ειδικά, μάλιστα, αν εξακολουθείς να υφίστασαι και ως κριτικός κινηματογράφου, γίνεται σχεδόν σχιζοφρενικό. Βλέπεις μια ταινία και είσαι τρεις άνθρωποι: ο θεατής, ο κριτικός και ο καλλιτεχνικός διευθυντής.
G.: Σε έχεις, αλήθεια, φανταστεί ποτέ κάπου εκτός κινηματογράφου;
Λ.Κ.: Μεγαλώνοντας μπαίνω σε αυτή την υπαρξιακή διαδικασία να σκέφτομαι τι θα γινόταν εάν. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να φύγω από αυτόν τον χώρο. Είναι σαν μια οικειοθελής φυλάκιση σε ένα χρυσό κλουβί ή σε ένα υπέροχο κουκλόσπιτο. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς το σινεμά που με έχει προστατέψει από πολλά στη ζωή μου, όπως και η μουσική. Ο κινηματογράφος και η μουσική με έχουν μεγαλώσει, με έχουν γαλουχήσει και με έχουν μάθει να ζω με έναν άλλον τρόπο από αυτόν που ζει ο μέσος άνθρωπος.
G.: Αυτό σημαίνει ότι είναι μια επιλογή που ακόμα σου ανταποδίδει.
Λ.Κ.: Πιστεύω ακόμα στη δυνατότητα που έχει μια ταινία, ένα βιβλίο, ένας δίσκος να σε αλλάξει. Το έζησα πρόσφατα με το «Αγνωστοι μεταξύ μας», μια ταινία που καταφέραμε να έχουμε στο φετινό φεστιβάλ και μάλιστα θα προβληθεί στη λήξη του. Μια μέρα που το μυαλό μου ήταν σκοτεινιασμένο και θολωμένο απ’ όσα εισέπραττα από την πραγματικότητα, κλείστηκα δύο ώρες σε μια αίθουσα, είδα αυτήν την ταινία και βγήκα άλλος άνθρωπος, έχοντας ρίξει το κλάμα της ζωής μου. Αισθανόμουν πολύ πιο ελαφρύς και με έναν περίεργο τρόπο ένιωθα ότι είχε αναπτερωθεί η πίστη μου στον άνθρωπο. Είναι η τελευταία ταινία που θα προβάλλουμε στη φετινή διοργάνωση στο «Ιντεάλ» και θέλω μέσω αυτής να ευχαριστήσω το κοινό και να ανταποδώσω τη μεγάλη αγάπη του που δείχνει όλα αυτά τα χρόνια στον θεσμό. Είναι με έναν τρόπο το δώρο μας στους θεατές.
Styling: Λίζη Παπάζογλου. Grooming: Μαργετίνα Νεοφύτου. Βοηθός Styling: Ελένη Εξάρχου. Βοηθός Φωτογράφου: Μάριος Μπαμπούρης
Φωτογραφία άρθρου: Κοστούμι, πουκάμισο και γραβάτα, όλα Ermenegildo Zegna
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr