Από τις αστακομακαρονάδες της παραλίας, στο μίξερ των Μνημονίων: Διαβολοδεκαετία, σειρά podcast με τον Χρήστο Χωμενίδη
01.11.2023
11:48
Ποια ήταν η εποχή της αστακομακαρονάδας; Η εποχή των SUV Τσερόκι; Η εποχή που κάθε εβδομάδα κυκλοφορούσε και μια νέα οικονομική εφημερίδα, με δήθεν εμπιστευτικές πληροφορίες για το χρηματιστήριο; Και πώς όλα αυτά κατέληξαν στο μίξερ των Μνημονίων; Ο Χρήστος Χωμενίδης διηγείται την ιστορία σε μία σειρά από podcasts, που θα ακούτε στο protothema.gr και στο pod.gr
Διαβάστε το εισαγωγικό κείμενο της σειράς:
Το φθινόπωρο του 1997 βρισκόμουν στην Αμερική. Συμμετείχα στο “International Writing Program”. Στο περίφημο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Άιοβα, όπου προσκαλούνται για ένα τρίμηνο ποιητές και συγγραφείς από όλον τον κόσμο, κάποιοι από τους οποίους κερδίζουν στη συνέχεια της ζωής τους το βραβείο Νόμπελ ή το βραβείο Πούλιτζερ.
Φιλοξενούμασταν στον δεύτερο όροφο της φοιτητικής εστίας, είχε ο καθένας το δικό του δωμάτιο και το μπάνιο του. Ένα πρωί γλύστρησε κάτω από την πόρτα μου ένα σημείωμα. Μου το είχε γράψει η συμπαθέστατη Νοτιοαφρικάνα ομότεχνή μου. «Κερδίσατε τους Ολυμπιακούς Αγώνες! Καλά ξεμπερδέματα…»
Η ιδέα της επιστροφής των Αγώνων στη χώρα που τους γέννησε είχε διατυπωθεί κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Μονάχα που ο Καραμανλής εννοούσε μόνιμο επαναπατρισμό, τέλεση κάθε τέσσερα χρόνια της Ολυμπιάδας στην Ελλάδα, πράγμα που θα τη διατηρούσε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και θα τη θωράκιζε ποικιλοτρόπως. Το «μιά κι έξω» το «μόνο μια φορά, κρίμα στη χαρά» δεν ξέρω ποιος το θεώρησε καλή ιδέα.
Τους διεκδικήσαμε πάντως το 1990 για το 1996 και τους χάσαμε από την Ατλάντα -η Ατλάντα συγκέντρωσε πενηνταμία ψήφους, εμείς τριανταπέντε. Το 1997, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ευδόκησε να μας τους αναθέσει για το 2004. Οι Έλληνες το γιόρτασαν σαν θρίαμβο. Το «Αθήνα 2004» είχε κιόλας λάβει διαστάσεις εθνικού οράματος.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα ένοιωθε πως είχε μπει σε φάση ταχείας ανάπτυξης. Ραγδαίου εκσυγχρονισμού. «Εκσυγχρονισμός» ήταν η μαγική λέξη που χρησιμοποίησε ο Κώστας Σημίτης για να κερδίσει πρώτα την κοινοβουλευτική ομάδα του Πασόκ και να γίνει πρωθυπουργός, διάδοχος του Ανδρέα Παπανδρέου. Και μερικές μήνες αργότερα, το συνέδριο του «Κινήματος». Στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1996, επικράτησε του Μιλτιάδη Έβερτ, ο οποίος ηγούνταν της Νέας Δημοκρατίας, με διαφορά τρεισίμισι μονάδων. 41,49% έναντι 38,12%.
Επρόκειτο για μια σειρά από θριάμβους, εάν ιδίως ληφθεί υπόψιν πως ο Κώστας Σημίτης ουδόλως διέθετε το ηγετικό χάρισμα των προκατόχων του Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου. Η κοινή γνώμη τον αποκαλούσε «Κινέζο» και «λογιστή».
Έπειτα ωστόσο από την τελευταία φάση διακυβέρνησης του Ανδρέα, όπου ο ίδιος μεν -βαριά άρρωστος- απλώς προήδρευε, κουμάντο δε έκανε η Δήμητρα Λιάνη, περιστοιχιζόμενη από παπάδες, αστρολόγους, φιλενάδες της αεροσυνοδούς και κωμικούς ηθοποιούς, η χώρα και η πολιτική της ηγεσία έπρεπε προφανώς να επιστρέψει στη σοβαρότητα. Η φράση που συχνότατα άρθρωνε ο Σημίτης εξέφραζε εκείνην ακριβώς την ανάγκη. «Από την Ελλάδα των κολλητών στην Ελλάδα των πολιτών».
Πώς βιώσαμε τον εκσυγχρονισμό;
Με την ταχεία ολοκλήρωση μιας σειράς από μεγάλα δημόσια έργα. Η Αττική κυρίως μετατράπηκε σε εργοτάξιο. Ο μετροπόντικας, ένα όχημα-ρομπότ που έσκαβε τα τούνελ κάτω από την Αθήνα, τρώγοντας κυριολεκτικά ό,τι έβρισκε στο πέρασμά του, έγινε η μασκώτ μας.
Το Μετρό εγκαινιάστηκε στις 28 Ιανουαρίου του 2000,υπέρλαμπρα, στον σταθμό της Πλατεία Συντάγματος. Εκτός από την πολιτική ηγεσία, τα φώτα τράβηξαν επάνω τους τρία τοτέμ της εποχής: ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Σάκης Ρουβάς. Συνοδευόταν ο Ρουβάς από τον Ηλία Ψινάκη.
Η Αττική Οδός δόθηκε στην κυκλοφορία στις 19 Μαρτίου του 2001.Το «Ελευθέριος Βενιζέλος» οκτώ μέρες αργότερα.
Η ανάγκη για ένα καινούργιο αεροδρόμιο που θα αντικαθιστούσε το «Ελληνικό» πανθομολογούνταν επί είκοσι χρόνια. Ως πιθανές τοποθεσίες είχαν προταθεί η Τανάγρα, η Ελευσίνα, ακόμα και η Μακρόνησος, με την κατασκευή μιάς τεράστιας αερογέφυρας που θα την συνέδεε με το Λαύριο. Επελέγησαν τελικά τα Μεσόγεια. Χιλιάδες στρέμματα με ελιές και αμπέλια απαλλοτριώθηκαν. Οι γέροντες στα καφενεία του Μαρκόπουλου και των Σπάτων, συντηρητικοί σε μεγάλο ποσοστό, βασιλόφρονες από κούνια, είχαν σφόδρα δυσαρεστηθεί. «Γιατί να του δώσουν το όνομα του θεομπαίχτη Κρητικού, τού Βενιζέλου;» διαμαρτύρονταν. «Γιατί όχι “Αερολιμήν Στρατηλάτης Κωνσταντίνος”;»
Το πρωί της 27ης Μαρτίου του 2000, όσα αεροπλάνα στάθμευαν στο «Ελληνικό» απογειώθηκαν και ύστερα από πτήση πέντε λεπτών, προσγειώθηκαν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος». «Πρόκειται για το πιο σύγχρονο αεροδρόμιο του κόσμου!» έλεγαν οι δημοσιογράφοι το αυτονόητο. «Θα γίνει κόμβος μεταξύ βορρά και νότου, ανατολής και δύσης! Όλες οι πτήσεις από Αφρική και Ασία και αντιστρόφως θα κάνουν stopoverεδώ!» Ποτέ δεν γνώρισε, αλοίμονο,το “Ελευθέριος Βενιζέλος” τέτοιες δόξες. Το «Κεμάλ Ατατούρκ» στην Κωνσταντινούπολη είχε πάντα πολύ περισσότερη κίνηση…
Το σχέδιο του Κώστα Σημίτη ήταν πράγματι να εξελιχθεί η Ελλάδα στη μεγαλύτερη πύλη της Ευρώπης. Πύλη πρώτων υλών και προϊόντων – δεν είχαν φουσκώσει ακόμα τα προσφυγικά και τα μεταναστευτικά ρεύματα. Να ξεπεράσει ο Πειραιάς σε μέγεθος και σε σημασία, τα υπόλοιπα εμπορικά λιμάνια της Μεσογείου - τη Νάπολη, τη Μασσαλία -, ακόμα και της Βόρειας Θάλασσας. Εξ’ ου και οι εθνικές οδοί και η γέφυρα Ρίο-Αντίρριο. Μόνο στα τρένα δεν έδωσαν ποτέ ιδιαίτερη σημασία. Το διαπιστώσαμε κατά τον πλέον οδυνηρό τρόπο φέτος τον Μάρτιο, στα Τέμπη…
Μεγάλα έργα, σύμφωνοι. Λεωφόροι του μέλλοντος. Τι νόημα θα είχε όμως ο εκσυγχρονισμός εάν δεν τον καταλάβαιναν οι Έλληνες στην καθημερινότητά τους; Εάν δεν φούσκωναν τα πορτοφόλια τους; Εάν δεν αισθάνονταν επιτέλους άρχοντες, αρχοντοχωριάτες έστω;
Ένας από τους παιδικούς μου φίλους ήταν ερωτευμένος με τη Σάντρα. Ντρεπόταν όμως να της το εκδηλώσει. «Τι έχεις, τι έχασες;» του λέγαμε. «Τόλμα και ας φας χυλόπιτα.» «Αδύνατον!» μας απαντούσε. «Μού λείπουν τετρακόσια κυβικά…»Το αμάξι του πατέρα του, με το οποίο κυκλοφορούσε, ήτανε χιλιοδιακοσάρι. Στο κλούβιο περί τα ερωτικά κεφάλι του, χωρίς χίλια εξακόσια κυβικά τουλάχιστον, η Σάντρα δεν θα γύριζε ποτέ να τον κοιτάξει. Ο εκσυγχρονισμός τον φρόντισε κι εκείνον.
Η κούρσα του χρηματιστηρίου ξεκίνησε το 1997. Στην αγοραπωλησία μετοχών συμμετείχε μέχρι τότε ένας μικρός αριθμός μυημένων - πολύ λιγότεροι από όσους τζόγαραν στον ιππόδρομο, στα καζίνο ή στις χαρτοπαικτικές λέσχες. Δημιουργήθηκε ξαφνικά η πεποίθηση πως η οικονομία καλπάζει. Κι αφού καλπάζει, γιατί να μην την καβαλήσουμε κι εμείς;
Η επενδυτική μανία κράτησε δύο χρόνια γεμάτα. Ολοένα και περισσότεροι πείθονταν πως θα μπορούσαν να πλουτίσουν γρήγορα, άκοπα και δίχως ιδιαίτερο ρίσκο εάν απλώς πόνταραν το περίσσευμα -ίσως και το υστέρημα τους- στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Παντού στην Ελλάδα -και σε φτωχογειτονιές ακόμα, και σε χωριά- άνοιγαν ΕΛΔΕ, «εταιρείες λήψης και μεταβίβασης εντολών», που εκπροσωπούσαν τους μικροεπενδυτές στην οδό Σοφοκλέους. Κάθε μήνα, κάθε εβδομάδα ενίοτε, κυκλοφορούσε μια καινούργια οικονομική εφημερίδα, με ροζ σελίδες στα πρότυπα των Financial Times, με εμπιστευτικές δήθεν πληροφορίες.Οι συζητήσεις στα τραπέζια, στα μπαρ, στα κουρεία δεν είχαν άλλο θέμα. «Ξέρεις κάνα καλό χαρτί να παίξω;» ρωτούσε σε έξαψη ο ένας τον άλλον.
Η αλήθεια είναι ότι για πολλούς μήνες η άνοδος ήταν ραγδαία. Πέντε έβαζες, χίλια έπαιρνες. Μόνο που ελάχιστοι εξαργύρωναν τα κέρδη τους. Η συντριπτική πλειονότητα τα ξαναέπαιζε σε κάποια άλλη, πολλά υποσχόμενη, μετοχή. Ο όγκος των συναλλαγών είχε ξεπεράσει τα 570 δισεκατομμύρια δραχμές την ημέρα. Η συνολική κεφαλοποίηση του χρηματιστήριου έτεινε στο 200% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ισούνταν δηλαδή με όλα όσα παρήγε η χώρα σε αγαθά και υπηρεσίες επί δύο χρόνια! Οι επενδυτές, άμα ρευστοποιούσαν, θα μπορούσαν να αγοράσουν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους. Και άλλα τόσα. Θεωρητικά πάντα…
Η κυβέρνηση επέχαιρε. «Σήμερα, ένα εκατομμύριο επενδυτές ξέρουν ότι οι μετοχές τους έχουν αξία» έγραφε μια αφίσα του Πασόκ στις ευρωεκλογές του 1999. Αλλά και ο Κώστας Καραμανλής, ως φρέσκος ηγέτης της αντιπολίτευσης, διαβεβαίωνε -παραμονές του κραχ- ότι το μέλλον του χρηματιστηρίου, κοντινό και απώτερο, θα είναι ακόμα πιο ανθηρό.
Όλα τα αεροπλανάκια, αργά ή γρήγορα, συντρίβονται στα βράχια της πραγματικότητας. Τον Δεκέμβριο του 1996, ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου βρισκόταν στις 933 μονάδες. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1999 άγγιξε τις 6335 μονάδες. Στις 20 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η κάθοδος. Μέχρι τον Μάρτιο του 2003 κατρακυλούσε συνεχώς, ώσπου ισορρόπησε στις 1467 μονάδες, έχοντας χάσει τα τέσσερα πέμπτα σχεδόν της αξίας του.
Μυριάδες Έλληνες, μικρομεσαίοι κυρίως, είδαν τις οικονομίες μιάς ζωής να εξανεμίζονται. Το σοκ στάθηκε προφανώς τεράστιο. Πάρα πολλοί αντέδρασαν σαν τα αγρίμια που τα τυφλώνει το φως. Παρέλυσαν - παρέμειναν πεισματικά μες στο χρηματιστήριο, ελπίζοντας πως θα γυρνούσε ο τροχός. Του κάκου! Στο τέλος δεν είχαν στα χέρια τους παρά κουρελόχαρτα… Η αντιπολίτευση ωρυόταν τώρα για το «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου».
Η κυβέρνηση άρθρωνε δικαιολογίες, προσπαθούσε να μετακυλήσει τις ευθύνες.
Υπήρξε «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου»; Εάν εννοούμε προσχεδιασμένη και ενορχηστρωμένη επιχείρηση κάποιων σκοτεινών κύκλων για να φάνε τα χρήματα των απλών ανθρώπων, η απάντησή μου είναι αρνητική. Όχι επειδή απεχθάνομαι τη συνωμοσιολογία. Αλλά διότι, για να εξηγήσεις τι συνέβη, δεν χρειάζεται να προσφύγεις σε καμία θεωρία συνομωσίας. Αφ’ης στιγμής μια κοινωνία γίνεται αγέλη, αφηνιάζει, τυφλώνεται από την απατηλή λάμψη μιας ανύπαρκτης γης της Επαγγελίας, προφανέστατο είναι ότι ο κάθε αεριτζής, ο κάθε απατεώνας θα το εκμεταλλευτεί. Εάν επιμερίζαμε με ακρίβεια τις ευθύνες, θα φτάναμε από τον πολιτικό-λαμόγιο και τον δημοσιογράφο-διακινητή υποβολιμιαίων φημών, στον ιδιοκτήτη μιας ΕΛΔΕ στα βάθη της ελληνικής επαρχίας, που έπειθε γριούλες να του εμπιστευτούν το κομπόδεμά τους. Το ψάρι, θα μου πείτε, βρωμάει από το κεφάλι. Μα το κεφάλι το στηρίζει ο λαιμός, και τον λαιμό οι ώμοι. Και ούτω καθεξής…
Το πιο απροσδόκητο ήταν πόσο γρήγορα οι Έλληνες ξεπέρασαν ή απέστρεψαν το βλέμμα από το τραύμα. Στις εκλογές του 2000, το Πασόκ ξανακέρδισε. Οριακά έστω, με μια μονάδα διαφορά. Η αισιοδοξία με την οποία ατενίζαμε το μέλλον δεν είχε στο ελάχιστο μειώθει. Είχαμε άλλωστε σπουδαία γεγονότα να προσδοκάμε. Την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Τους Ολυμπιακούς Αγώνες…
Την εναρκτήρια δεκαετία του ελληνικού εικοστού πρώτου αιώνα τη βάφτισαν εποχή της αστακομακαρονάδας. Θα μπορούσαν να την πουν και καιρό των Cherokee. Των πολυτελέστατων τζιπ που διέθεταν μέχρι και θερμαινόμενα καθίσματα, μέχρι και σαμπανιέρα ανάμεσα στον οδηγό και στον συνοδηγό, που τα έβλεπες στην Εκάλη και στο Μπουρνάζι, στον θεσσαλικό κάμπο και στα στενά της Κυψέλης. Ή εποχή των πανάκριβων, φαλλόσχημων πούρων. Ο πιο ακριβής εντούτοις χαρακτηρισμός θα ήταν εποχή των μικρών γραμμάτων.
Το «τρέιλερ» για τα επόμενα επεισόδια της σειράς των podcasts του Χρήστου Χωμενίδη:
Σε κάθε γενιά έρχεται κάποτε ο ουρανός σφοντύλι. Χάνεται κάθε βεβαιότητα, κάθε αίσθηση ασφάλειας. Ανατρέπεται ο κόσμος όπως τον είχε μάθει και περνούσε άνετα μέσα του. Για τους παππούδες μας ήταν η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Για τους γονείς μας, τα μεταπολεμικά ζόρια, η καχεκτική μετεμφυλιακή δημοκρατία, που μετά την παρένθεση της «Χαμένης Άνοιξης», κατέληξε στη Χούντα. Για εμάς, για τα παιδιά των ‘60s και των 70’s, ήταν η χρεοκοπία του 2010. Και ο -ευτυχώς αναίμακτος- διχασμός που ακολούθησε. Σήμερα, που η Ιστορία έχει γυρίσει σελίδα, ο Χρήστος Χωμενίδης διηγείται τη διαβολοδεκαετία 2006- 2016. Από απόσταση μα από πρώτο χέρι.Με ψυχραιμία, με σαρκασμό, ίσως και με μια νοσταλγία για όσα ζήσαμε. Για τις γλυκιές αυταπάτες που γκρεμίστηκαν τόσο απότομα. Για τα νιάτα μας, που πρώτα εξιδανικεύθηκαν και ύστερα συκοφαντήθηκαν. Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Η Αττική Οδός δόθηκε στην κυκλοφορία στις 19 Μαρτίου του 2001.Το «Ελευθέριος Βενιζέλος» οκτώ μέρες αργότερα.
Η ανάγκη για ένα καινούργιο αεροδρόμιο που θα αντικαθιστούσε το «Ελληνικό» πανθομολογούνταν επί είκοσι χρόνια. Ως πιθανές τοποθεσίες είχαν προταθεί η Τανάγρα, η Ελευσίνα, ακόμα και η Μακρόνησος, με την κατασκευή μιάς τεράστιας αερογέφυρας που θα την συνέδεε με το Λαύριο. Επελέγησαν τελικά τα Μεσόγεια. Χιλιάδες στρέμματα με ελιές και αμπέλια απαλλοτριώθηκαν. Οι γέροντες στα καφενεία του Μαρκόπουλου και των Σπάτων, συντηρητικοί σε μεγάλο ποσοστό, βασιλόφρονες από κούνια, είχαν σφόδρα δυσαρεστηθεί. «Γιατί να του δώσουν το όνομα του θεομπαίχτη Κρητικού, τού Βενιζέλου;» διαμαρτύρονταν. «Γιατί όχι “Αερολιμήν Στρατηλάτης Κωνσταντίνος”;»
Το πρωί της 27ης Μαρτίου του 2000, όσα αεροπλάνα στάθμευαν στο «Ελληνικό» απογειώθηκαν και ύστερα από πτήση πέντε λεπτών, προσγειώθηκαν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος». «Πρόκειται για το πιο σύγχρονο αεροδρόμιο του κόσμου!» έλεγαν οι δημοσιογράφοι το αυτονόητο. «Θα γίνει κόμβος μεταξύ βορρά και νότου, ανατολής και δύσης! Όλες οι πτήσεις από Αφρική και Ασία και αντιστρόφως θα κάνουν stopoverεδώ!» Ποτέ δεν γνώρισε, αλοίμονο,το “Ελευθέριος Βενιζέλος” τέτοιες δόξες. Το «Κεμάλ Ατατούρκ» στην Κωνσταντινούπολη είχε πάντα πολύ περισσότερη κίνηση…
Το σχέδιο του Κώστα Σημίτη ήταν πράγματι να εξελιχθεί η Ελλάδα στη μεγαλύτερη πύλη της Ευρώπης. Πύλη πρώτων υλών και προϊόντων – δεν είχαν φουσκώσει ακόμα τα προσφυγικά και τα μεταναστευτικά ρεύματα. Να ξεπεράσει ο Πειραιάς σε μέγεθος και σε σημασία, τα υπόλοιπα εμπορικά λιμάνια της Μεσογείου - τη Νάπολη, τη Μασσαλία -, ακόμα και της Βόρειας Θάλασσας. Εξ’ ου και οι εθνικές οδοί και η γέφυρα Ρίο-Αντίρριο. Μόνο στα τρένα δεν έδωσαν ποτέ ιδιαίτερη σημασία. Το διαπιστώσαμε κατά τον πλέον οδυνηρό τρόπο φέτος τον Μάρτιο, στα Τέμπη…
Μεγάλα έργα, σύμφωνοι. Λεωφόροι του μέλλοντος. Τι νόημα θα είχε όμως ο εκσυγχρονισμός εάν δεν τον καταλάβαιναν οι Έλληνες στην καθημερινότητά τους; Εάν δεν φούσκωναν τα πορτοφόλια τους; Εάν δεν αισθάνονταν επιτέλους άρχοντες, αρχοντοχωριάτες έστω;
Ένας από τους παιδικούς μου φίλους ήταν ερωτευμένος με τη Σάντρα. Ντρεπόταν όμως να της το εκδηλώσει. «Τι έχεις, τι έχασες;» του λέγαμε. «Τόλμα και ας φας χυλόπιτα.» «Αδύνατον!» μας απαντούσε. «Μού λείπουν τετρακόσια κυβικά…»Το αμάξι του πατέρα του, με το οποίο κυκλοφορούσε, ήτανε χιλιοδιακοσάρι. Στο κλούβιο περί τα ερωτικά κεφάλι του, χωρίς χίλια εξακόσια κυβικά τουλάχιστον, η Σάντρα δεν θα γύριζε ποτέ να τον κοιτάξει. Ο εκσυγχρονισμός τον φρόντισε κι εκείνον.
Η κούρσα του χρηματιστηρίου ξεκίνησε το 1997. Στην αγοραπωλησία μετοχών συμμετείχε μέχρι τότε ένας μικρός αριθμός μυημένων - πολύ λιγότεροι από όσους τζόγαραν στον ιππόδρομο, στα καζίνο ή στις χαρτοπαικτικές λέσχες. Δημιουργήθηκε ξαφνικά η πεποίθηση πως η οικονομία καλπάζει. Κι αφού καλπάζει, γιατί να μην την καβαλήσουμε κι εμείς;
Η επενδυτική μανία κράτησε δύο χρόνια γεμάτα. Ολοένα και περισσότεροι πείθονταν πως θα μπορούσαν να πλουτίσουν γρήγορα, άκοπα και δίχως ιδιαίτερο ρίσκο εάν απλώς πόνταραν το περίσσευμα -ίσως και το υστέρημα τους- στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Παντού στην Ελλάδα -και σε φτωχογειτονιές ακόμα, και σε χωριά- άνοιγαν ΕΛΔΕ, «εταιρείες λήψης και μεταβίβασης εντολών», που εκπροσωπούσαν τους μικροεπενδυτές στην οδό Σοφοκλέους. Κάθε μήνα, κάθε εβδομάδα ενίοτε, κυκλοφορούσε μια καινούργια οικονομική εφημερίδα, με ροζ σελίδες στα πρότυπα των Financial Times, με εμπιστευτικές δήθεν πληροφορίες.Οι συζητήσεις στα τραπέζια, στα μπαρ, στα κουρεία δεν είχαν άλλο θέμα. «Ξέρεις κάνα καλό χαρτί να παίξω;» ρωτούσε σε έξαψη ο ένας τον άλλον.
Η αλήθεια είναι ότι για πολλούς μήνες η άνοδος ήταν ραγδαία. Πέντε έβαζες, χίλια έπαιρνες. Μόνο που ελάχιστοι εξαργύρωναν τα κέρδη τους. Η συντριπτική πλειονότητα τα ξαναέπαιζε σε κάποια άλλη, πολλά υποσχόμενη, μετοχή. Ο όγκος των συναλλαγών είχε ξεπεράσει τα 570 δισεκατομμύρια δραχμές την ημέρα. Η συνολική κεφαλοποίηση του χρηματιστήριου έτεινε στο 200% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ισούνταν δηλαδή με όλα όσα παρήγε η χώρα σε αγαθά και υπηρεσίες επί δύο χρόνια! Οι επενδυτές, άμα ρευστοποιούσαν, θα μπορούσαν να αγοράσουν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους. Και άλλα τόσα. Θεωρητικά πάντα…
Η κυβέρνηση επέχαιρε. «Σήμερα, ένα εκατομμύριο επενδυτές ξέρουν ότι οι μετοχές τους έχουν αξία» έγραφε μια αφίσα του Πασόκ στις ευρωεκλογές του 1999. Αλλά και ο Κώστας Καραμανλής, ως φρέσκος ηγέτης της αντιπολίτευσης, διαβεβαίωνε -παραμονές του κραχ- ότι το μέλλον του χρηματιστηρίου, κοντινό και απώτερο, θα είναι ακόμα πιο ανθηρό.
Όλα τα αεροπλανάκια, αργά ή γρήγορα, συντρίβονται στα βράχια της πραγματικότητας. Τον Δεκέμβριο του 1996, ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου βρισκόταν στις 933 μονάδες. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1999 άγγιξε τις 6335 μονάδες. Στις 20 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η κάθοδος. Μέχρι τον Μάρτιο του 2003 κατρακυλούσε συνεχώς, ώσπου ισορρόπησε στις 1467 μονάδες, έχοντας χάσει τα τέσσερα πέμπτα σχεδόν της αξίας του.
Μυριάδες Έλληνες, μικρομεσαίοι κυρίως, είδαν τις οικονομίες μιάς ζωής να εξανεμίζονται. Το σοκ στάθηκε προφανώς τεράστιο. Πάρα πολλοί αντέδρασαν σαν τα αγρίμια που τα τυφλώνει το φως. Παρέλυσαν - παρέμειναν πεισματικά μες στο χρηματιστήριο, ελπίζοντας πως θα γυρνούσε ο τροχός. Του κάκου! Στο τέλος δεν είχαν στα χέρια τους παρά κουρελόχαρτα… Η αντιπολίτευση ωρυόταν τώρα για το «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου».
Η κυβέρνηση άρθρωνε δικαιολογίες, προσπαθούσε να μετακυλήσει τις ευθύνες.
Υπήρξε «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου»; Εάν εννοούμε προσχεδιασμένη και ενορχηστρωμένη επιχείρηση κάποιων σκοτεινών κύκλων για να φάνε τα χρήματα των απλών ανθρώπων, η απάντησή μου είναι αρνητική. Όχι επειδή απεχθάνομαι τη συνωμοσιολογία. Αλλά διότι, για να εξηγήσεις τι συνέβη, δεν χρειάζεται να προσφύγεις σε καμία θεωρία συνομωσίας. Αφ’ης στιγμής μια κοινωνία γίνεται αγέλη, αφηνιάζει, τυφλώνεται από την απατηλή λάμψη μιας ανύπαρκτης γης της Επαγγελίας, προφανέστατο είναι ότι ο κάθε αεριτζής, ο κάθε απατεώνας θα το εκμεταλλευτεί. Εάν επιμερίζαμε με ακρίβεια τις ευθύνες, θα φτάναμε από τον πολιτικό-λαμόγιο και τον δημοσιογράφο-διακινητή υποβολιμιαίων φημών, στον ιδιοκτήτη μιας ΕΛΔΕ στα βάθη της ελληνικής επαρχίας, που έπειθε γριούλες να του εμπιστευτούν το κομπόδεμά τους. Το ψάρι, θα μου πείτε, βρωμάει από το κεφάλι. Μα το κεφάλι το στηρίζει ο λαιμός, και τον λαιμό οι ώμοι. Και ούτω καθεξής…
Το πιο απροσδόκητο ήταν πόσο γρήγορα οι Έλληνες ξεπέρασαν ή απέστρεψαν το βλέμμα από το τραύμα. Στις εκλογές του 2000, το Πασόκ ξανακέρδισε. Οριακά έστω, με μια μονάδα διαφορά. Η αισιοδοξία με την οποία ατενίζαμε το μέλλον δεν είχε στο ελάχιστο μειώθει. Είχαμε άλλωστε σπουδαία γεγονότα να προσδοκάμε. Την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Τους Ολυμπιακούς Αγώνες…
Την εναρκτήρια δεκαετία του ελληνικού εικοστού πρώτου αιώνα τη βάφτισαν εποχή της αστακομακαρονάδας. Θα μπορούσαν να την πουν και καιρό των Cherokee. Των πολυτελέστατων τζιπ που διέθεταν μέχρι και θερμαινόμενα καθίσματα, μέχρι και σαμπανιέρα ανάμεσα στον οδηγό και στον συνοδηγό, που τα έβλεπες στην Εκάλη και στο Μπουρνάζι, στον θεσσαλικό κάμπο και στα στενά της Κυψέλης. Ή εποχή των πανάκριβων, φαλλόσχημων πούρων. Ο πιο ακριβής εντούτοις χαρακτηρισμός θα ήταν εποχή των μικρών γραμμάτων.
Το «τρέιλερ» για τα επόμενα επεισόδια της σειράς των podcasts του Χρήστου Χωμενίδη:
Σε κάθε γενιά έρχεται κάποτε ο ουρανός σφοντύλι. Χάνεται κάθε βεβαιότητα, κάθε αίσθηση ασφάλειας. Ανατρέπεται ο κόσμος όπως τον είχε μάθει και περνούσε άνετα μέσα του. Για τους παππούδες μας ήταν η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Για τους γονείς μας, τα μεταπολεμικά ζόρια, η καχεκτική μετεμφυλιακή δημοκρατία, που μετά την παρένθεση της «Χαμένης Άνοιξης», κατέληξε στη Χούντα. Για εμάς, για τα παιδιά των ‘60s και των 70’s, ήταν η χρεοκοπία του 2010. Και ο -ευτυχώς αναίμακτος- διχασμός που ακολούθησε. Σήμερα, που η Ιστορία έχει γυρίσει σελίδα, ο Χρήστος Χωμενίδης διηγείται τη διαβολοδεκαετία 2006- 2016. Από απόσταση μα από πρώτο χέρι.Με ψυχραιμία, με σαρκασμό, ίσως και με μια νοσταλγία για όσα ζήσαμε. Για τις γλυκιές αυταπάτες που γκρεμίστηκαν τόσο απότομα. Για τα νιάτα μας, που πρώτα εξιδανικεύθηκαν και ύστερα συκοφαντήθηκαν. Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr