Κωνσταντίνα Μιχαήλ: Οταν δεν με έπαιζαν, είπα: “Ε, θα παίξω μόνη μου”
Κωνσταντίνα Μιχαήλ: Οταν δεν με έπαιζαν, είπα: “Ε, θα παίξω μόνη μου”
Φεύγω από δουλειές που μου φέρνουν χρήματα και πηγαίνω σε δουλειές που μου φέρνουν δόξα - εννοώ καλλιτεχνική, λέει η ηθοποιός
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ πριν από 12 χρόνια αποφάσισε να επανεφεύρει τον καλλιτεχνικό εαυτό της. Και συναντήθηκε για πρώτη φορά στο θέατρο με τη Σεβάς Χανούμ, ρόλο στον οποίο επέστρεψε φέτος. Εδώ που τα λέμε, βέβαια, η επανεφεύρεση είναι μάλλον μια λέξη που εξηγεί εκείνο που ο εξωτερικός παρατηρητής είδε σε εκείνη. Γιατί για την έμπειρη ηθοποιό η απόφαση δεν είχε να κάνει με επανεκκίνηση, ανατροπή ή αλλαγή, αλλά με τη συνειδητή πια επιλογή της να κάνει αυτό που η ίδια επιθυμεί και όχι εκείνο που οι άλλοι περιμένουν από εκείνη.
Ναι, έκτοτε έχει αναμετρηθεί πολλές φορές με τη συχνά εκκωφαντική ησυχία του τηλεφώνου που μπορεί να μη χτυπά αδιάκοπα για δουλειά, όμως η ίδια διατηρεί την ηρεμία αλλά και τη σιγουριά του ανθρώπου που ξέρει τι, γιατί, αλλά και πώς να το κάνει. Εξάλλου, η δουλειά είναι μόλις ένα κομμάτι από τη ζωή της υπερδραστήριας ηθοποιού, η οποία επιτρέπει στον εαυτό της μόλις τέσσερις ώρες ύπνου την ημέρα. Τι κάνει τις υπόλοιπες 20 το αφηγείται με δικά της λόγια.
GALA: Τι έμαθες από τη δεύτερη συνάντησή σου με τη Σεβάς Χανούμ, αυτή τη larger than life καλλιτέχνιδα;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛ: Η εποχή ήταν larger than life. Το λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο σήκωσαν μια Ελλάδα που έβγαινε από τον πόλεμο και τη φτώχεια. Ανοιξαν κέντρα, βγήκαν οι μεγάλες φίρμες και τα ονόματα, γράφτηκαν τα μεγάλα λαϊκά τραγούδια. Ηταν εποχή ζυμώσεων και αναγέννησης της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε και διασημότητα και χρήμα που με τη σειρά τους έφεραν μεγάλο ανταγωνισμό και ίντριγκες ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Κυρίως για τις γυναίκες που πάλευαν να έχουν μια θέση πλάι στους κεντρικούς τραγουδιστές. Η Σεβάς Χανούμ ήταν μία από αυτές. Αμαζόνα ήθελε να τη λένε. Πάλεψε με όλους τους τρόπους για να μπει μέσα στον χώρο αυτό, μπήκε, ξαναβγήκε, ξαναμπήκε, ξαναβγήκε, ανακατεύτηκε, έμπλεξε, αντιμετώπισε κινδύνους, έζησε με γέλιο, με δάκρυ, με γλέντι, με έρωτα. Αυτό που έμαθα από εκείνη τη γυναίκα είναι ο μύθος γύρω από τον καταραμένο καλλιτέχνη που ζει πολύ ωραίες στιγμές, αλλά όταν σβήσουν τα φώτα, αν δεν έχει κάνει την πρόβλεψή του, αν δεν ανήκει σε παρέες και αν τον πετύχει και κάποιο πρόβλημα υγείας, πεθαίνει μόνος, έρημος και πεντάρφανος. Οπως η Σεβάς Χανούμ.
G.: Αλήθεια, ο καλλιτέχνης ζει με αυτό το άγχος;
Κ.Μ.: Αυτά περνάνε από το μυαλό μας από τότε που είμαστε στις σχολές. Βοά ο τόπος από ατάκες τύπου «έχε τον νου σου». Πρέπει να είσαι πολύ πειθαρχημένος και προνοητικός, πολύ νοικοκύρης για να μπορέσεις την προσωπική επιχείρηση που λέγεται «εαυτός που παίζει σε παραστάσεις, ταινίες ή σίριαλ» να την έχεις σε ισορροπία. Υπάρχουν εποχές που βγάζουμε πολλά χρήματα και κάποιες που δεν βγαίνουν καθόλου. Οταν έρχεται η ώρα του καθόλου, τότε αρχίζεις να θυμάσαι τι άκουγες από τους παλιότερους συναδέλφους ή από εξαιρετικά ταλέντα που αρχικά τα έχουν στα ώπα-ώπα και μετά τα εγκαταλείπουν. Το θέμα είναι ποιος καταφέρνει να κάνει καλά το κουμάντο του. Αν δεν το κάνεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρεθείς στα αζήτητα και μετά δύσκολα διεκδικείς μια θέση στον ήλιο.
G.: Εσύ μετά τη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία νιώθω ότι αποτραβήχτηκες από τα φώτα της τηλεόρασης. Το ήθελες ή συνέβη;
Κ.Μ.: Ηταν ένα βελούδινο μικρό διαζύγιο. Ξαναπαντρεύτηκα βέβαια. Είναι αυτό που σου λέω ότι συμβαίνει στη ζωή ενός καλλιτέχνη. Είτε γιατί ο χώρος θέλει κάτι άλλο, είτε γιατί ο χώρος σε βαριέται, είτε γιατί εσύ θες να ξεκολλήσεις και να ανανεωθείς. Εμένα με επέλεγαν για τους ρόλους που έπαιζα και κάποια στιγμή οδηγήθηκα σε επανάληψη του εαυτού μου, του ρόλου που είχε αγαπήσει ο κόσμος. Ομως ένιωθα ότι είχα να πω κάτι παραπάνω. Στην πραγματικότητα με τη Σεβάς Χανούμ, την οποία πρωτο-υποδύθηκα πριν από 12 χρόνια, ξανασυστήθηκα. Ηρθε μια στιγμή που είπα πως από εδώ και πέρα, όσο με πάει στη δουλειά και στη ζωή, θα κάνω αυτό που θέλω. Εκεί έρχεται μια ησυχία.
G.: Δεν κοστίζει όμως αυτή η ησυχία;
Κ.Μ.: Φυσικά. Γιατί παράλληλα πρέπει να βγάλεις και χρήματα για να ζήσεις.
G.: Ηθελε γενναιότητα για να πεις «όχι» σε τηλεοπτικούς ρόλους;
Κ.Μ.: Θέλει και εξακολουθώ να την έχω. Και μου την αναγνωρίζει και ο χώρος. Γιατί φεύγω από δουλειές που μου φέρνουν χρήματα και πηγαίνω σε δουλειές που μου φέρνουν δόξα - εννοώ καλλιτεχνική.
G.: Τηλεόραση δεν θέλεις να κάνεις πια;
Κ.Μ.: Θέλω. Απλώς το θέατρο είναι πιο πολύ στα χέρια του ηθοποιού. Μακάρι να έρθει ένας τηλεοπτικός ρόλος ανάλογος με αυτά που κάνω στο θέατρο. Για τον βιοπορισμό και μόνο δεν θα κάνω κάτι.
G.: Είναι τελικά τα πράγματα στο επάγγελμα όπως τα είχες φανταστεί όταν ξεκίνησες να γίνεις ηθοποιός;
Κ.Μ.: Η φαντασία, το όνειρο που γίνεται πραγματικότητα είναι μια αίσθηση που καλώς την ανακαλύπτεις. Εγώ για πολλά χρόνια, είχα δεν είχα δουλειά, με προσβάλλανε δεν με προσβάλλανε, με απέρριπταν δεν με απέρριπταν, ζούσα το όνειρό μου. Με απασχολούσε μόνο αυτό. Οταν αυτό γίνεται διαβίωση και επιβίωση, όταν οι γύρω σου αρχίζουν και σε ρωτάνε «πού θα είσαι φέτος;» κι εσύ δεν έχεις να πεις κάτι, τότε αρχίζεις να βλέπεις το πρακτικό θέμα. Οταν το τηλέφωνο είναι βουβό, αρχίζεις και σκέφτεσαι ότι μπορεί και να μην ξαναχτυπήσει.
G.: Σκέφτηκες ποτέ να αλλάξεις δουλειά;
Κ.Μ.: Μου συνέβη ένα βράδυ. Μετά τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες, έκανα δύο ακόμα δουλειές που θα τις χαρακτήριζα με άνεση αποτυχίες, και μετά όδευα στο να με αντιμετωπίζουν ως στυμμένη λεμονόκουπα. Εκεί σταμάτησα για ένα χρονικό διάστημα, χωρίς να έχω τίποτα. Κάποια στιγμή πήγα με ένα συγγενικό μου πρόσωπο να δούμε έναν συνάδελφο στο θέατρο, με τον οποίο θα μιλούσαμε για δουλειά. Δεν βγήκε κάτι. Το ίδο βράδυ, όταν γυρίσαμε σπίτι, εκείνος ο συγγενής μου μού είπε «βρε παιδί μου, είσαι πολύ καλή. Ομως μήπως να κάνεις κάποια άλλη δουλειά να βγάλεις χρήματα;». Επεσα να κοιμηθώ με πάρα πολύ βαριά καρδιά και είπα «ναι, θα βρω κάτι άλλο». Δυο-τρεις μέρες μετά, αποφάσισα, αντί να είμαι ένας θλιμμένος άνθρωπος που αναζητά τον σκοπό ενώ τον έχει ήδη βρει, να κοιτάξω με διαφορετική οπτική τη δουλειά. Και ανακάτεψα την τράπουλα. Με τον τρόπο της Σεβάς. Είπα, «δεν με παίζετε; Ε, θα παίξω μόνη μου».
G.: Ηταν παιδικό όνειρο το να γίνεις ηθοποιός;
Κ.Μ.: Καθόλου. Ως μικρό παιδί ήμουν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον. Μια καλή μαθήτρια που πέρασε στο Πανεπιστήμιο, στη Θεολογία. Αγαπούσα τα βιβλία, τα γράμματα, είπα θα διαβάσω. Μετά άρχισε η επανάσταση. Οπότε μέσα σε ένα καλοκαίρι, στα 23 μου χρόνια, πήρα την απόφαση να σπουδάσω Θέατρο.
G.: Η πρώτη δουλειά ποια ήταν;
Κ.Μ.: Το «Λαβ Σόρρυ».
G.: Κατευθείαν;
Κ.Μ.: Ναι. Είχα δάσκαλο στη σχολή τον Χρήστο Πολίτη, που ήταν φίλος με τον Τρύφωνα Καρατζά, ο οποίος έκανε τον πατέρα μου στο σίριαλ. Του είπε «έχω ένα πολύ καλό κορίτσι για τον ρόλο» κι έτσι μετά από μία, δύο, τρεις οντισιόν με πήρε η Ελένη Μαβίλη.
G.: Ησουν το πρότυπο της καλής κόρης;
Κ.Μ.: Ε, ναι. Και η αδελφή μου. Ακόμα καλύτερη από μένα. Εκανε και οικογένεια. Εγώ έκανα μπάνια και ταξίδια.
G.: Τώρα θα έλεγες ότι το έχεις βάλει στην άκρη αυτό το καλό κορίτσι;
Κ.Μ.: Καθόλου δεν το έχω αφήσει. Με νύχια και με δόντια παλεύω να το ξεκολλήσω από πάνω μου. Απλώς ξεκίνησε η αντίδραση και η αντίσταση σε όλο αυτό που μου πέρασαν οι γονείς και το σχολείο. Πλέον δεν υπάρχουν μόνο οι πεποιθήσεις του καλού κοριτσιού, υπάρχουν και οι δικές μου. Είμαι το καλό κορίτσι που όμως πια δεν θέλω να το πολυπειράζουν κιόλας.
G.: Πώς είναι μια μέρα σου;
Κ.Μ.: Οι μέρες μου εξαντλούνται στις 20 ώρες. Κρατάω μόνο τέσσερις ώρες για ύπνο. Δεν θέλω να κοιμάμαι, αλλά να προλαβαίνω να κάνω πολλά πράγματα. Είμαι υπερδραστήρια. Θέλω να βλέπω φίλους, να πηγαίνω θέατρο και σινεμά, κάνω γυμναστική, μαθαίνω γαλλικά, ετοιμάζω δουλειές.
G.: Κάτι που κάνεις για σένα κάθε μέρα; Η μικρή ιεροτελεστία σου;
Κ.Μ.: Κάθε πρωί οπωσδήποτε θα κάνω έναν μικρό διαλογισμό. Καταστρώνω το σχέδιο καθημερινά με έναν χαιρετισμό στον ήλιο και την καινούρια μέρα.
Ειδήσεις σήμερα:
Μπαράζ ελέγχων της ΑΑΔΕ σε αίθουσες για γάμους, βαπτίσεις και κοπές πίτας - Στο 61% η παραβατικότητα, μπήκαν 9 λουκέτα
Το Ιράν εκτελεί τέσσερις καταδικασθέντες για κατασκοπεία επ’ ωφελεία του Ισραήλ
Η ιστορία του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου που τον έπιασε για απάτη η Αρχή για το Ξέπλυμα
Ναι, έκτοτε έχει αναμετρηθεί πολλές φορές με τη συχνά εκκωφαντική ησυχία του τηλεφώνου που μπορεί να μη χτυπά αδιάκοπα για δουλειά, όμως η ίδια διατηρεί την ηρεμία αλλά και τη σιγουριά του ανθρώπου που ξέρει τι, γιατί, αλλά και πώς να το κάνει. Εξάλλου, η δουλειά είναι μόλις ένα κομμάτι από τη ζωή της υπερδραστήριας ηθοποιού, η οποία επιτρέπει στον εαυτό της μόλις τέσσερις ώρες ύπνου την ημέρα. Τι κάνει τις υπόλοιπες 20 το αφηγείται με δικά της λόγια.
GALA: Τι έμαθες από τη δεύτερη συνάντησή σου με τη Σεβάς Χανούμ, αυτή τη larger than life καλλιτέχνιδα;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛ: Η εποχή ήταν larger than life. Το λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο σήκωσαν μια Ελλάδα που έβγαινε από τον πόλεμο και τη φτώχεια. Ανοιξαν κέντρα, βγήκαν οι μεγάλες φίρμες και τα ονόματα, γράφτηκαν τα μεγάλα λαϊκά τραγούδια. Ηταν εποχή ζυμώσεων και αναγέννησης της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε και διασημότητα και χρήμα που με τη σειρά τους έφεραν μεγάλο ανταγωνισμό και ίντριγκες ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Κυρίως για τις γυναίκες που πάλευαν να έχουν μια θέση πλάι στους κεντρικούς τραγουδιστές. Η Σεβάς Χανούμ ήταν μία από αυτές. Αμαζόνα ήθελε να τη λένε. Πάλεψε με όλους τους τρόπους για να μπει μέσα στον χώρο αυτό, μπήκε, ξαναβγήκε, ξαναμπήκε, ξαναβγήκε, ανακατεύτηκε, έμπλεξε, αντιμετώπισε κινδύνους, έζησε με γέλιο, με δάκρυ, με γλέντι, με έρωτα. Αυτό που έμαθα από εκείνη τη γυναίκα είναι ο μύθος γύρω από τον καταραμένο καλλιτέχνη που ζει πολύ ωραίες στιγμές, αλλά όταν σβήσουν τα φώτα, αν δεν έχει κάνει την πρόβλεψή του, αν δεν ανήκει σε παρέες και αν τον πετύχει και κάποιο πρόβλημα υγείας, πεθαίνει μόνος, έρημος και πεντάρφανος. Οπως η Σεβάς Χανούμ.
G.: Αλήθεια, ο καλλιτέχνης ζει με αυτό το άγχος;
Κ.Μ.: Αυτά περνάνε από το μυαλό μας από τότε που είμαστε στις σχολές. Βοά ο τόπος από ατάκες τύπου «έχε τον νου σου». Πρέπει να είσαι πολύ πειθαρχημένος και προνοητικός, πολύ νοικοκύρης για να μπορέσεις την προσωπική επιχείρηση που λέγεται «εαυτός που παίζει σε παραστάσεις, ταινίες ή σίριαλ» να την έχεις σε ισορροπία. Υπάρχουν εποχές που βγάζουμε πολλά χρήματα και κάποιες που δεν βγαίνουν καθόλου. Οταν έρχεται η ώρα του καθόλου, τότε αρχίζεις να θυμάσαι τι άκουγες από τους παλιότερους συναδέλφους ή από εξαιρετικά ταλέντα που αρχικά τα έχουν στα ώπα-ώπα και μετά τα εγκαταλείπουν. Το θέμα είναι ποιος καταφέρνει να κάνει καλά το κουμάντο του. Αν δεν το κάνεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρεθείς στα αζήτητα και μετά δύσκολα διεκδικείς μια θέση στον ήλιο.
G.: Εσύ μετά τη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία νιώθω ότι αποτραβήχτηκες από τα φώτα της τηλεόρασης. Το ήθελες ή συνέβη;
Κ.Μ.: Ηταν ένα βελούδινο μικρό διαζύγιο. Ξαναπαντρεύτηκα βέβαια. Είναι αυτό που σου λέω ότι συμβαίνει στη ζωή ενός καλλιτέχνη. Είτε γιατί ο χώρος θέλει κάτι άλλο, είτε γιατί ο χώρος σε βαριέται, είτε γιατί εσύ θες να ξεκολλήσεις και να ανανεωθείς. Εμένα με επέλεγαν για τους ρόλους που έπαιζα και κάποια στιγμή οδηγήθηκα σε επανάληψη του εαυτού μου, του ρόλου που είχε αγαπήσει ο κόσμος. Ομως ένιωθα ότι είχα να πω κάτι παραπάνω. Στην πραγματικότητα με τη Σεβάς Χανούμ, την οποία πρωτο-υποδύθηκα πριν από 12 χρόνια, ξανασυστήθηκα. Ηρθε μια στιγμή που είπα πως από εδώ και πέρα, όσο με πάει στη δουλειά και στη ζωή, θα κάνω αυτό που θέλω. Εκεί έρχεται μια ησυχία.
G.: Δεν κοστίζει όμως αυτή η ησυχία;
Κ.Μ.: Φυσικά. Γιατί παράλληλα πρέπει να βγάλεις και χρήματα για να ζήσεις.
G.: Ηθελε γενναιότητα για να πεις «όχι» σε τηλεοπτικούς ρόλους;
Κ.Μ.: Θέλει και εξακολουθώ να την έχω. Και μου την αναγνωρίζει και ο χώρος. Γιατί φεύγω από δουλειές που μου φέρνουν χρήματα και πηγαίνω σε δουλειές που μου φέρνουν δόξα - εννοώ καλλιτεχνική.
G.: Τηλεόραση δεν θέλεις να κάνεις πια;
Κ.Μ.: Θέλω. Απλώς το θέατρο είναι πιο πολύ στα χέρια του ηθοποιού. Μακάρι να έρθει ένας τηλεοπτικός ρόλος ανάλογος με αυτά που κάνω στο θέατρο. Για τον βιοπορισμό και μόνο δεν θα κάνω κάτι.
G.: Είναι τελικά τα πράγματα στο επάγγελμα όπως τα είχες φανταστεί όταν ξεκίνησες να γίνεις ηθοποιός;
Κ.Μ.: Η φαντασία, το όνειρο που γίνεται πραγματικότητα είναι μια αίσθηση που καλώς την ανακαλύπτεις. Εγώ για πολλά χρόνια, είχα δεν είχα δουλειά, με προσβάλλανε δεν με προσβάλλανε, με απέρριπταν δεν με απέρριπταν, ζούσα το όνειρό μου. Με απασχολούσε μόνο αυτό. Οταν αυτό γίνεται διαβίωση και επιβίωση, όταν οι γύρω σου αρχίζουν και σε ρωτάνε «πού θα είσαι φέτος;» κι εσύ δεν έχεις να πεις κάτι, τότε αρχίζεις να βλέπεις το πρακτικό θέμα. Οταν το τηλέφωνο είναι βουβό, αρχίζεις και σκέφτεσαι ότι μπορεί και να μην ξαναχτυπήσει.
G.: Σκέφτηκες ποτέ να αλλάξεις δουλειά;
Κ.Μ.: Μου συνέβη ένα βράδυ. Μετά τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες, έκανα δύο ακόμα δουλειές που θα τις χαρακτήριζα με άνεση αποτυχίες, και μετά όδευα στο να με αντιμετωπίζουν ως στυμμένη λεμονόκουπα. Εκεί σταμάτησα για ένα χρονικό διάστημα, χωρίς να έχω τίποτα. Κάποια στιγμή πήγα με ένα συγγενικό μου πρόσωπο να δούμε έναν συνάδελφο στο θέατρο, με τον οποίο θα μιλούσαμε για δουλειά. Δεν βγήκε κάτι. Το ίδο βράδυ, όταν γυρίσαμε σπίτι, εκείνος ο συγγενής μου μού είπε «βρε παιδί μου, είσαι πολύ καλή. Ομως μήπως να κάνεις κάποια άλλη δουλειά να βγάλεις χρήματα;». Επεσα να κοιμηθώ με πάρα πολύ βαριά καρδιά και είπα «ναι, θα βρω κάτι άλλο». Δυο-τρεις μέρες μετά, αποφάσισα, αντί να είμαι ένας θλιμμένος άνθρωπος που αναζητά τον σκοπό ενώ τον έχει ήδη βρει, να κοιτάξω με διαφορετική οπτική τη δουλειά. Και ανακάτεψα την τράπουλα. Με τον τρόπο της Σεβάς. Είπα, «δεν με παίζετε; Ε, θα παίξω μόνη μου».
G.: Ηταν παιδικό όνειρο το να γίνεις ηθοποιός;
Κ.Μ.: Καθόλου. Ως μικρό παιδί ήμουν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον. Μια καλή μαθήτρια που πέρασε στο Πανεπιστήμιο, στη Θεολογία. Αγαπούσα τα βιβλία, τα γράμματα, είπα θα διαβάσω. Μετά άρχισε η επανάσταση. Οπότε μέσα σε ένα καλοκαίρι, στα 23 μου χρόνια, πήρα την απόφαση να σπουδάσω Θέατρο.
G.: Η πρώτη δουλειά ποια ήταν;
Κ.Μ.: Το «Λαβ Σόρρυ».
G.: Κατευθείαν;
Κ.Μ.: Ναι. Είχα δάσκαλο στη σχολή τον Χρήστο Πολίτη, που ήταν φίλος με τον Τρύφωνα Καρατζά, ο οποίος έκανε τον πατέρα μου στο σίριαλ. Του είπε «έχω ένα πολύ καλό κορίτσι για τον ρόλο» κι έτσι μετά από μία, δύο, τρεις οντισιόν με πήρε η Ελένη Μαβίλη.
G.: Ησουν το πρότυπο της καλής κόρης;
Κ.Μ.: Ε, ναι. Και η αδελφή μου. Ακόμα καλύτερη από μένα. Εκανε και οικογένεια. Εγώ έκανα μπάνια και ταξίδια.
G.: Τώρα θα έλεγες ότι το έχεις βάλει στην άκρη αυτό το καλό κορίτσι;
Κ.Μ.: Καθόλου δεν το έχω αφήσει. Με νύχια και με δόντια παλεύω να το ξεκολλήσω από πάνω μου. Απλώς ξεκίνησε η αντίδραση και η αντίσταση σε όλο αυτό που μου πέρασαν οι γονείς και το σχολείο. Πλέον δεν υπάρχουν μόνο οι πεποιθήσεις του καλού κοριτσιού, υπάρχουν και οι δικές μου. Είμαι το καλό κορίτσι που όμως πια δεν θέλω να το πολυπειράζουν κιόλας.
G.: Πώς είναι μια μέρα σου;
Κ.Μ.: Οι μέρες μου εξαντλούνται στις 20 ώρες. Κρατάω μόνο τέσσερις ώρες για ύπνο. Δεν θέλω να κοιμάμαι, αλλά να προλαβαίνω να κάνω πολλά πράγματα. Είμαι υπερδραστήρια. Θέλω να βλέπω φίλους, να πηγαίνω θέατρο και σινεμά, κάνω γυμναστική, μαθαίνω γαλλικά, ετοιμάζω δουλειές.
G.: Κάτι που κάνεις για σένα κάθε μέρα; Η μικρή ιεροτελεστία σου;
Κ.Μ.: Κάθε πρωί οπωσδήποτε θα κάνω έναν μικρό διαλογισμό. Καταστρώνω το σχέδιο καθημερινά με έναν χαιρετισμό στον ήλιο και την καινούρια μέρα.
Ειδήσεις σήμερα:
Μπαράζ ελέγχων της ΑΑΔΕ σε αίθουσες για γάμους, βαπτίσεις και κοπές πίτας - Στο 61% η παραβατικότητα, μπήκαν 9 λουκέτα
Το Ιράν εκτελεί τέσσερις καταδικασθέντες για κατασκοπεία επ’ ωφελεία του Ισραήλ
Η ιστορία του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου που τον έπιασε για απάτη η Αρχή για το Ξέπλυμα
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα