Το 2012 μπήκε με τους χειρότερους οιωνούς. Το μύριζες, το μύριζες κυριολεκτικά, στην ατμόσφαιρα της Αθήνας τουλάχιστον. Οι περισσότερες πολυκατοικίες δεν άναβαν πλέον καλοριφέρ, δεν περίσσευαν στους ενοίκους τους λεφτά για πετρέλαιο.
Ακόμα δε και τα καυσόξυλα θεωρούνταν δυσβάσταχτο έξοδο. Όσοι είχαν στο διαμέρισμά τους τζάκι έριχναν μέσα ό,τι μπορούσε να καεί. Από εκείνο το φτηνό υποκατάστατο ξυλείας που κυκλοφορεί σε εύφλεκτους κύβους, μέχρι σπασμένα τραπέζια, ντουλάπες, λαδομπογιατισμένα έπιπλα. Οι καμινάδες έβγαζαν καυσαέρια. Περπατούσες και ανέπνεες αιθάλη.
Παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις των μισθών, η ανεργία κάλπαζε. Οι άνεργοι, μέσα σε μία πενταετία είχαν αυξηθεί κατά σχεδόν ένα εκατομμύριο. Το ποσοστό τους θα έφτανε τον Δεκέμβριο του 2012 στο 26,6%. Στους νέους θα άγγιζε το 57,5%.
Και όσοι εντούτοις διατηρούσαν με νύχια και με δόντια μια θέση εργασίας, δεν είχανκαμιά βεβαιότητα ότι στο τέλος κάθε μήνα θα πληρώνονταν. Το αφεντικό μπορεί να τους έλεγε πως «το ταμείον είναι μείον», να δείξουν κατανόηση, να βάλουν πλάτη, να κάνουν τον σταυρό τους που έχουν ακόμα δουλειά. Ή να τους έδινε «έναντι», ένα ποσοστό του μισθού τους.
Πώς άντεξε η κοινωνία; Πώς δεν οδηγηθήκαμε στη μαζική εξαθλίωση;