Βρετανικό Μουσείο: Στο φως, για πρώτη φορά, κάποια από τα 2.000 πολύτιμα αντικείμενα που εκλάπησαν
Βρετανικό Μουσείο: Στο φως, για πρώτη φορά, κάποια από τα 2.000 πολύτιμα αντικείμενα που εκλάπησαν
Περισσότερα από 1000 τεχνουργήματα, ανάμεσά τους και αρχαιοελληνικά, παραμένουν άφαντα και μπορεί να μην βρεθούν ποτέ
Έναν ομολογουμένως ανορθόδοξο τρόπο βρήκε το Βρετανικό Μουσείο προκειμένου να απολογηθεί για το τεράστιο σκάνδαλο της κλοπής περί των 2000 πολύτιμων αντικειμένων από τις αποθήκες του. Επέλεξε 10 από τα 357 κλεμμένα κομμάτια που έχουν επιστραφεί από έξι συλλέκτες και τα παρουσιάζει στο πλαίσιο μιας έκθεσης μαζί με άλλα, παρόμοιου τύπου εκθέματά του τα περισσότερα από τα οποία είχαν μείνει για χρόνια στην αφάνεια και αποτελούσαν εύκολο στόχο καθώς δεν ήταν καταγεγραμμένα στους καταλόγους του.
«Ανακαλύπτοντας εκ νέου πολύτιμους λίθους» είναι ο τίτλος της έκθεσης η οποία άνοιξε προ ημερών της πύλες της φέροντας επί της ουσίας ξανά στο προσκήνιο τα μεγάλα, αδιανόητα κενά που υπήρχαν, εδώ και πολλά χρόνια στη φύλαξη του μουσείου το οποίο επαίρεται, επί δεκαετίες, πως είναι άξιος θεματοφύλακας της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς ακόμα και αρχαιοτήτων που έχουν εξαχθεί παράνομα από άλλες χώρες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Η πραγματικότητα ωστόσο διάψευσε με τον χειρότερο τρόπο τους παραπάνω ισχυρισμούς όταν τον περασμένο Αύγουστο αποκαλύφθηκε, εξαιτίας της παρατηρητικότητας και της επιμονής του Δανού εμπόρου τέχνης Ιτάι Γραντέλ, πως σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου πραγματοποιούνταν διαδοχικές κλοπές, επί είκοσι ολόκληρα χρόνια, και πολλά από αντικείμενα του, που υποτίθεται πως φυλάσσονταν στις αποθήκες του, ξεπουλιούνταν στο E- bay από έναν στενό συνεργάτη του, τον επί 30 χρόνια συντηρητή του Πίτερ Χιγκς, ο οποίος και υποδείχτηκε δημόσια ως ο βασικός ύποπτος.
Η νέα έκθεση με τα κλεμμένα εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της προσπάθειας της νέας, προσωρινής, διεύθυνσης του μουσείου – τα προηγούμενα διευθυντικά στελέχη απομακρύνθηκαν άμεσα- να μειώσει, όσο το δυνατόν, τις αρνητικές συνέπειες του σκανδάλου που έπληξε ανεπανόρθωτα τη διεθνή φήμη. Δεν μπορούν ωστόσο να μην παραδεχτούν ότι έγιναν κατά το παρελθόν πολλά και σημαντικά λάθη.
Η Claudia Wagner, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας για τον εντοπισμό των κλεμμένων αντικειμένων, τα οποία προέρχονται κατά κύριο λόγο από την από την αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή συλλογή, παραδέχτηκε πως οι συγκεκριμένοι πολύτιμοι λίθοι είχαν υποτιμηθεί από το προσωπικό του μουσείο, κυρίως λόγω του εξαιρετικά μικρού μεγέθους του καθώς πολλοί επιμελητές των συγκεκριμένων συλλογών προτιμούσαν να χρησιμοποιούν στις εκθέσεις μεγαλύτερες αρχαιότητες όπως αγάλματα, αγγεία κ.α. Επιβεβαίωσε επίσης πως τα κλοπιμαία δεν ήταν καταγεγραμμένα στους καταλόγους γεγονός που καθιστούσε την απόσπασή τους πιο εύκολη.
Ως μια «εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία» χαρακτηρίζει την προσπάθεια για την ανάκτηση των κλεμμένων τεχνουργημάτων ο φύλακας του ελληνικού και του ρωμαϊκού τμήματος του μουσείου, Tom Harrison, καθώς, όπως εξηγεί, είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρο τον κόσμο και θα χρειαστεί πάρα πολύς χρόνος για τον εντοπισμό τους ενώ είναι πολύ πιθανό κάποια να μην βρεθούν ποτέ. Αλλά ακόμη και αυτά που βρέθηκαν, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, έχουν υποστεί ζημιές, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις είναι ανεπανόρθωτες. «Η ζημιά από την κλοπή είναι τρομερή, ο αντίκτυπός της στη φήμη του μουσείου δεν είναι κάτι που επιδιορθώνεται γρήγορα» παραδέχεται ο ίδιος.
Πολύτιμοι λίθοι που κόστιζαν όσο ένα παλάτι στη Βενετία
«Ανακαλύπτοντας εκ νέου πολύτιμους λίθους» είναι ο τίτλος της έκθεσης η οποία άνοιξε προ ημερών της πύλες της φέροντας επί της ουσίας ξανά στο προσκήνιο τα μεγάλα, αδιανόητα κενά που υπήρχαν, εδώ και πολλά χρόνια στη φύλαξη του μουσείου το οποίο επαίρεται, επί δεκαετίες, πως είναι άξιος θεματοφύλακας της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς ακόμα και αρχαιοτήτων που έχουν εξαχθεί παράνομα από άλλες χώρες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Η πραγματικότητα ωστόσο διάψευσε με τον χειρότερο τρόπο τους παραπάνω ισχυρισμούς όταν τον περασμένο Αύγουστο αποκαλύφθηκε, εξαιτίας της παρατηρητικότητας και της επιμονής του Δανού εμπόρου τέχνης Ιτάι Γραντέλ, πως σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου πραγματοποιούνταν διαδοχικές κλοπές, επί είκοσι ολόκληρα χρόνια, και πολλά από αντικείμενα του, που υποτίθεται πως φυλάσσονταν στις αποθήκες του, ξεπουλιούνταν στο E- bay από έναν στενό συνεργάτη του, τον επί 30 χρόνια συντηρητή του Πίτερ Χιγκς, ο οποίος και υποδείχτηκε δημόσια ως ο βασικός ύποπτος.
Η νέα έκθεση με τα κλεμμένα εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της προσπάθειας της νέας, προσωρινής, διεύθυνσης του μουσείου – τα προηγούμενα διευθυντικά στελέχη απομακρύνθηκαν άμεσα- να μειώσει, όσο το δυνατόν, τις αρνητικές συνέπειες του σκανδάλου που έπληξε ανεπανόρθωτα τη διεθνή φήμη. Δεν μπορούν ωστόσο να μην παραδεχτούν ότι έγιναν κατά το παρελθόν πολλά και σημαντικά λάθη.
Η Claudia Wagner, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας για τον εντοπισμό των κλεμμένων αντικειμένων, τα οποία προέρχονται κατά κύριο λόγο από την από την αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή συλλογή, παραδέχτηκε πως οι συγκεκριμένοι πολύτιμοι λίθοι είχαν υποτιμηθεί από το προσωπικό του μουσείο, κυρίως λόγω του εξαιρετικά μικρού μεγέθους του καθώς πολλοί επιμελητές των συγκεκριμένων συλλογών προτιμούσαν να χρησιμοποιούν στις εκθέσεις μεγαλύτερες αρχαιότητες όπως αγάλματα, αγγεία κ.α. Επιβεβαίωσε επίσης πως τα κλοπιμαία δεν ήταν καταγεγραμμένα στους καταλόγους γεγονός που καθιστούσε την απόσπασή τους πιο εύκολη.
Ως μια «εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία» χαρακτηρίζει την προσπάθεια για την ανάκτηση των κλεμμένων τεχνουργημάτων ο φύλακας του ελληνικού και του ρωμαϊκού τμήματος του μουσείου, Tom Harrison, καθώς, όπως εξηγεί, είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρο τον κόσμο και θα χρειαστεί πάρα πολύς χρόνος για τον εντοπισμό τους ενώ είναι πολύ πιθανό κάποια να μην βρεθούν ποτέ. Αλλά ακόμη και αυτά που βρέθηκαν, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, έχουν υποστεί ζημιές, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις είναι ανεπανόρθωτες. «Η ζημιά από την κλοπή είναι τρομερή, ο αντίκτυπός της στη φήμη του μουσείου δεν είναι κάτι που επιδιορθώνεται γρήγορα» παραδέχεται ο ίδιος.
Πολύτιμοι λίθοι που κόστιζαν όσο ένα παλάτι στη Βενετία
Τα περισσότερα από τα ανακτηθέντα αντικείμενα αποτελούν πολύτιμους λίθους από πέτρα ή γυαλί πάνω στους οποίους είναι χαραγμένες ή ανάγλυφα σκαλισμένες διάφορες μορφές ή παραστάσεις. Σε πρώτη φάση χρησιμοποιούνταν ως σφραγίδες, στηριγμένες σε χρυσή βάση, που τις βουτούσαν σε υγρό πηλό για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Οι σφραγίδες αυτές ανακαλύφθηκαν στην Μεσοποταμία ωστόσο οι αρχαίοι Έλληνες ήταν εκείνοι που τις οικειοποιήθηκαν ως μορφή τέχνης συνδυάζοντάς τες με την πλούσια ελληνική μυθολογία. Έτσι σε πολλές από αυτές τις συναντάμε μορφές όπως ο Δίας, ο Έρωτας, ο Διόνυσος, οι Τρεις Χάριτες κ.α
Αντίστοιχης τεχνοτροπίας ήταν και πολύτιμοι λίθοι που χρησιμοποιούνταν ως κοσμήματα ή διακοσμητικά και επιλέγονταν πολύ συχνά ως δώρα με βάση τη μορφή που απεικόνιζαν και το ανάλογο μήνυμα που αυτή περνούσε.
Οι Ρωμαίοι έμαθαν πώς να φτιάχνουν πολύτιμους λίθους από γυαλί από τον 1ο μ.Χ αιώνα κι έπειτα. Το γυαλί αποτελούσε ένα νέο και συναρπαστικό υλικό για αυτούς που τούς έδινε την δυνατότητα της μαζικής παραγωγής. Στην Αναγέννηση οι εγχάρακτοι και σκαλιστοί πολύτιμοι λίθοι ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς, καθώς έφεραν τις υπογραφές σημαντικών καλλιτεχνών και ήταν πολύ πιο ανθεκτικοί σε σχέση με άλλα, μεγαλύτερα αντικείμενα όπως για παράδειγμα τα αγάλματα. Ανάρπαστοι όμως έγιναν οι σκαλιστοί πολύτιμοι λίθοι και κατά τον 18ο αιώνα με πολλούς ταξιδευτές να γίνονται μανιώδεις συλλέκτες παρότι οι τιμές τους άγγιζαν πολύ υψηλά επίπεδα. Λέγεται μάλιστα πως εκείνη την εποχή ένας Άγγλος Δούκας αγόρασε ένα τέτοιο πολύτιμο λίθο στην τιμή ενός μικρού βενετσιάνικου παλατιού!
Η μεγάλη ζήτηση ωστόσο οδήγησε, σταδιακά, κατά τον 19ο αιώνα, στη μαζική παραγωγή απομιμήσεων των αυθεντικών αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών εγχάρακτων και σκαλιστών πολύτιμων λίθων με αποτέλεσμα οι αγοραστές να τα αποφεύγουν μιας και δεν μπορούσαν να είναι βέβαιοι για τη γνησιότητα και την αληθινή αξία τους.
Αντίστοιχης τεχνοτροπίας ήταν και πολύτιμοι λίθοι που χρησιμοποιούνταν ως κοσμήματα ή διακοσμητικά και επιλέγονταν πολύ συχνά ως δώρα με βάση τη μορφή που απεικόνιζαν και το ανάλογο μήνυμα που αυτή περνούσε.
Οι Ρωμαίοι έμαθαν πώς να φτιάχνουν πολύτιμους λίθους από γυαλί από τον 1ο μ.Χ αιώνα κι έπειτα. Το γυαλί αποτελούσε ένα νέο και συναρπαστικό υλικό για αυτούς που τούς έδινε την δυνατότητα της μαζικής παραγωγής. Στην Αναγέννηση οι εγχάρακτοι και σκαλιστοί πολύτιμοι λίθοι ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς, καθώς έφεραν τις υπογραφές σημαντικών καλλιτεχνών και ήταν πολύ πιο ανθεκτικοί σε σχέση με άλλα, μεγαλύτερα αντικείμενα όπως για παράδειγμα τα αγάλματα. Ανάρπαστοι όμως έγιναν οι σκαλιστοί πολύτιμοι λίθοι και κατά τον 18ο αιώνα με πολλούς ταξιδευτές να γίνονται μανιώδεις συλλέκτες παρότι οι τιμές τους άγγιζαν πολύ υψηλά επίπεδα. Λέγεται μάλιστα πως εκείνη την εποχή ένας Άγγλος Δούκας αγόρασε ένα τέτοιο πολύτιμο λίθο στην τιμή ενός μικρού βενετσιάνικου παλατιού!
Η μεγάλη ζήτηση ωστόσο οδήγησε, σταδιακά, κατά τον 19ο αιώνα, στη μαζική παραγωγή απομιμήσεων των αυθεντικών αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών εγχάρακτων και σκαλιστών πολύτιμων λίθων με αποτέλεσμα οι αγοραστές να τα αποφεύγουν μιας και δεν μπορούσαν να είναι βέβαιοι για τη γνησιότητα και την αληθινή αξία τους.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα