Δημήτρης Παπαϊωάννου: Από το υπόγειο στα Εξάρχεια, ο... πιο διεθνής Ελληνας

Ο δημιουργός που μάγεψε ολόκληρο τον πλανήτη με τις τελετές έναρξης-λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 και παραμένει, 20 χρόνια μετά, στην πρώτη γραμμή είναι το κεντρικό πρόσωπο στην ταινία της Εύας Στεφανή «Η καρδιά του ταύρου»

Τα μαγικά πλάνα από τους ερωτιδείς που πετούσαν πάνω από τους καθρέφτες-νερά, η ομορφιά των εικόνων που παρέπεμπαν σε αρχαιοελληνικές κόρες και στον Γιάννη Τσαρούχη ήταν τα απλά υλικά της μεγαλοπρεπούς τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που έβαζε τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στην πρώτη γραμμή μεταφέροντάς τον από τα υπόγεια των καλλιτεχνικών καταλήψεων στα μεγάλα στάδια. Σήμερα, 20 χρόνια μετά, και δηλώνοντας έτοιμος να αφήσει τον εαυτό του έξω από το κέντρο των παραστάσεών του ως κεντρικό πρωταγωνιστή, έχει δικαιώσει τις προσδοκίες όλων: έχει κρατήσει ατόφιο το ένστικτό του και το πολύτιμο αισθητικό του κριτήριο, όπως και το κοινό του, που φροντίζει να κάνει τις παραστάσεις του sold out, ενώ παράλληλα, με τις περιοδείες των τελευταίων έργων του σε όλο τον κόσμο, γίνεται διεθνής.

Κυρίως, όμως, δεν έχει πάψει να αγωνιά και να παλεύει με τους δαίμονές του ως καλλιτέχνης παρά τη διαρκή επιτυχία: αυτή ακριβώς τη διαδικασία της γέννησης της μεγάλης φόρμας και το ταξίδι του σε όλο τον κόσμο ανέλαβε να κινηματογραφήσει κατά τη διεθνή περιοδεία του «Εγκάρσιου προσανατολισμού» η σκηνοθέτις-δημιουργός Εύα Στεφανή με το ντοκιμαντέρ της «Η καρδιά του ταύρου» σε παραγωγή Onassis Culture. Επρόκειτο για μια παράσταση -επίσης παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση- που έκανε ελληνική πρεμιέρα τον Δεκέμβριο του 2021, ταξίδεψε σε τρεις ηπείρους, 20 χώρες, 31 πόλεις και προσέλκυσε περισσότερους από 80.000 θεατές και τώρα θα δούμε σε παγκόσμια πρώτη στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Η σπουδαία πορεία του Παπαϊωάννου μπορεί να μοιάζει να έχει μόνο νίκες, αλλά είναι γραμμένη σε ένα σκηνικό που έχει στιγματιστεί από απώλειες καλών φίλων, αλλαγές στο πέρας του χρόνου και γκέι αγώνες σε εποχές που δεν υπήρχε καν η λέξη. Χορογράφος, εικαστικός, σκηνοθέτης, αλλά προπάντων δημιουργός, ο ίδιος φαίνεται να ήξερε από νωρίς, από τότε που ο Τσαρούχης τον ξεχώρισε ανάμεσα σε μια παρέα ταλαντούχων νέων, ότι έπρεπε να βρει τη δική του καλλιτεχνική ταυτότητα αν έπρεπε να ξεχωρίζει. Αυτό το αμάλγαμα εικαστικών εικόνων και χορού, αγάπης για τα μεγάλα έργα και λοξή ματιά στις μικρές ανθρώπινες στιγμές έγινε το σήμα κατατεθέν μιας καλλιτεχνικής αλλά κυρίως αισθητικής ταυτότητας που άντεξε στον χρόνο: με λιτά μέσα αλλά με υψηλή ποιότητα χάραξε τη δική του γραμμή χωρίς εκπτώσεις.

Η διαδρομή

Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η ζωή του αλλά και οι παραστάσεις του συνιστούν μια αυτοβιογραφία: από τις εναλλακτικές πειραματικές στιγμές των Εξαρχείων στην αποθέωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το «ποπ» διάλειμμα του «2», την υπαρξιακή ρωγμή του «Πουθενά» και την απέριττη αλήθεια -ίσως και λόγω κρίσης- της «Πρώτης ύλης». Αφαιρώντας οτιδήποτε περιττό ήταν προφανές ότι επαναδημιουργούσε τον εαυτό του πάνω στη σκηνή ως πρωταγωνιστή, όταν επέστρεψε στη σκηνή με το «Still life» το 2014 ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στις διεθνείς περιοδείες. Ακολούθησαν οι παραστάσεις που σήμαναν πολύ τον κύκλο της μάχης των φύλων όπως ο «Μεγάλος δαμαστής», το «Since she» και το «Transverse οrientation», που είναι και το θέμα του ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή.


Αν λοιπόν όλα ξεκίνησαν από μια ανάγκη απελευθέρωσης, σήμερα επανέρχονται σε παραστάσεις για την εσωτερική αναζήτηση, όπως είδαμε στο πρόσφατο «Ink» στο Μέγαρο. Ηταν μόλις 18 χρόνων όταν έφυγε από το σπίτι του και κατέβηκε στα Εξάρχεια, το 1982, σε μια προσπάθεια εξόδου σε δύο πολύ ουσιαστικά πράγματα: στον κόσμο της τέχνης και του έρωτα. Τους πρώτους εκείνους καίριους πειραματισμούς τούς ασπάστηκε με θέρμη ο Τσαρούχης, τους συνόδεψε μια αυτοσχέδια πορεία σε διάφορα καλλιτεχνικά έργα, σε εναλλακτικά έντυπα τα οποία δεν έστρεψαν την πλάτη στην υψηλή κουλτούρα, στα υψηλά καλλιτεχνικά δημιουργήματα, ως ένα μοναδικό συνδυασμό που φέρει αποκλειστικά το όνομά του.

Ο Παπαϊωάννου ίσως είναι από τους λίγους που κατάφεραν να φέρουν κοντά διαφορετικούς κόσμους, αυτούς της Πίνα Μπάους και του Τσαρούχη, του Γουίλσον και των drag queen shows, του Ταρκόφσκι και του Καραβάτζιο. Τα πάντα έβρισκαν τον δικό τους τρόπο να λειτουργήσουν σε ένα ενιαίο εικαστικό χορευτικό παιχνίδι, που ήδη είχε επικρατήσει ως τάση στην Ευρώπη, προ πολλού, «αλλά ήταν άγνωστη στην Ελλάδα αφού οτιδήποτε δεν είχε παπουτσάκια μπαλέτου δεν θεωρούνταν καν χορός», όπως έλεγε ο ίδιος. Υπήρχε, ωστόσο, κάτι που συγκρατούσε αυτή τη «ζωτική ή ζωική ορμή» της εποχής εκείνης: ο ιός HIV.
Οι μαγικές εικόνες από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας σήμαναν αυτόματα τη διεθνή καταξίωση για τον Δημήτρη Παπαϊωάννου

Τον χτύπησε προσωπικά και ανελέητα στερώντας του ανθρώπους που αγαπούσε βαθιά, κόβοντας την ορμή -ερωτική και δημιουργική- σε εποχές που τόλμησε να δημιουργήσει τη δική του Ομάδα Εδάφους μαζί με την Αγγελική Στελλάτου και να κάνει το όνομά του γνωστό στον κλειστό κύκλο των ανθρώπων που αναζητούσαν τη δημιουργικότητα πέρα από τα οριοθετημένα στεγανά. Ο ίδιος με παρρησία έχει δηλώσει τυχερός που βγήκε ζωντανός από αυτό τον οδοστρωτήρα, αλλά η αλήθεια είναι ότι τραυματίστηκε έκτοτε για πάντα «η πρώτη αυτή, κατάματη, αντιμετώπιση του σώματος του άλλου χωρίς πρώτες και δεύτερες σκέψεις. Εκτοτε ο ερωτισμός ήταν για μένα μια εντελώς διαφορετική ήπειρος».

Ποτέ, όμως, δεν θέλησε να δει την τέχνη ως καταραμένος - δεν του άρεσαν ποτέ ο φόβος και η ακραία ζωή. Ηθελε να ζήσει καλά και να είναι τόσο ακραίος όσο το όριζε η επιθυμία του. Και πάντα σκεφτόταν πως υπήρχαν «άλλες καταστροφές πιο επικίνδυνες, όπως αυτές που προκύπτουν όταν δίνεται σε κάποιους το μικρόφωνοˮκαι η δημοσιότητα και δεν μπορούν να συγκρατήσουν ό,τι έχει μείνει χρόνια μέσα τους ως απωθημένο. Είναι αυτοί που δεν ετοιμάζονταν ή δεν δούλευαν ποτέ γι’ αυτό. Δυστυχώς, είναι λίγοι αυτοί που η επιτυχία τούς κάνει καλύτερους και δίνουν όλο και πιο πολύ», μας έλεγε κάποτε σχολιάζοντας, κάπως δηκτικά, όλη αυτή την ψευδή, καλλιτεχνική ευωχία που ακολούθησε στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οσο για τον ίδιο, παραδέχεται πως την περίοδο των Ολυμπιακών δεν απόλαυσε την πόλη, γιατί δούλευε εντατικά, ούτε είδε το τρομερά πανηγυρικό κλίμα, που τώρα, η αλήθεια είναι, πληρώνεται με ακριβό νόμισμα - ο θλιβερός λογαριασμός που ακολουθεί μετά το πάρτυ.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν νιώθει ευγνωμοσύνη για όλο αυτό που ακολούθησε τον θρίαμβο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004, οι οποίοι έφεραν τη δική του σφραγίδα - κυρίως για τα διθυραμβικά σχόλια, για τη λατρεία που εκδηλώθηκε στο πρόσωπό του σε εποχές που το όνομα Δημήτρης Παπαϊωάννου ήταν σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό, για το ότι αγαπήθηκε τόσο. Γι’ αυτό και έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με ένα μεγάλο κοινό που περίμενε από εκείνον μια επανάληψη των Ολυμπιακών στις επόμενες δουλειές του καθώς αγνοούσε τον πρότερο, μινιμαλιστικό του βίο. Δεν μετανιώνει, ωστόσο, που θέλησε να ανοίξει το κοινό σε έναν διαφορετικό τρόπο θέασης ενός έργου, όπως προσπάθησε να κάνει με το «Μέσα» και μάλιστα σε ένα αστικό θέατρο όπως το Παλλάς. Απόλαυσε, ωστόσο, με την καρδιά του την «ποπ» έκρηξη του «2», καθώς και τη «Μήδεια», που ακολούθησε αμέσως μετά.

Απενοχοποιημένα Ελληνας

H ελληνική ταυτότητα παραμένει αυτούσια και ζωντανή μέσα του με έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακά ρομαντικό τρόπο. Και παρότι έλεγε πως από μικρός ήταν κόντρα σε οποιασδήποτε μορφής εθνική αφήγηση, δεν μπορεί να αντισταθεί στα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας που εξακολουθούν να τον ορίζουν τόσο ενδόμυχα. Το αίσθημα, δηλαδή, που του μεταγγίστηκε από τον ίδιο τον Τσαρούχη και αυτό που ένιωσε όταν βρέθηκε στα 18 του να περπατάει στη Νέα Υόρκη και να συνειδητοποιεί ότι «έχει διαφορά να περπατάς σε μια πόλη χωρίς ερείπια, είναι κάτι πρωτογενές. Ενδεχομένως να ακούγεται γελοίο, αλλά το ελληνικό καλοκαίρι γεννά πράγματα αξεπέραστα. Αν πρόκειται για την ίδια τη φύση ή για μια προσωπική μυθολογία που φωλιάζει στην ψυχή του καθενός, δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι είναι εντελώς αστείο να προβάλει κανείς αντίσταση σε αυτά τα στοιχεία και όχι σε μια υποτιθέμενη μοντερνιά. Αλλά είναι λυμένα αυτά τα ζητήματα προ πολλού.

Ο Τσαρούχης το είχε ξεκαθαρίσει εξηγώντας τη διαφορά ανάμεσα στον μαϊμουδισμό της Δύσης και τον κοσμοπολιτισμό που πηγάζει ακριβώς από την αποδοχή της εθνικής ταυτότητας», μας έλεγε με ακρίβεια παραγκωνίζοντας κάθε μορφή σουσουδισμού απέναντι σε ό,τι ελληνικό αγαπάμε και μας στοιχειώνει. Ισως γι’ αυτό σήμερα ο Παπαϊωάννου νιώθει απενοχοποιημένος που το κλέος των αγαλμάτων, τα οποία γίνονται συντρίμμια κάτω από το βάρος του έρωτα ή της ιστορίας -όπως ακριβώς το ήθελε, δηλαδή, ο Σεφέρης-, εξακολουθεί να επανέρχεται και να καθορίζει το δικό του έργο. Η μάχη του άνδρα με τη γυναίκα, η εσωτερική του πάλη για την ανδρική ταυτότητα που θέλει να επιβληθεί και να εξουσιάσει αλλά βάλλεται πάντα από την τρωτότητα, φαίνεται επακριβώς στην παράσταση «Transverse orientation». Περισσότερο εσωτερικό, το «Ink», που πρόκειται να ανέβει και πάλι στο Μέγαρο Μουσικής τον Απρίλιο, παραπέμπει στα προσωπικά σκοτάδια.

Το συναρπαστικό ταξίδι του Δημήτρη Παπαϊωάννου σε όλο τον κόσμο ανέλαβε να κινηματογραφήσει κατά τη διεθνή περιοδεία του «Εγκάρσιου προσανατολισμού» η σκηνοθέτις-δημιουργός Εύα Στεφανή με το ντοκιμαντέρ της «Η καρδιά του ταύρου», σε παραγωγή Onassis Culture


Το αφιέρωμα

Εκτός από την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ της «Καρδιάς του ταύρου» της Εύας Στεφανή, σε παραγωγή Onassis Culture, με θέμα την πορεία του Παπαϊωάννου προς τη δημιουργία, το αφιέρωμα που ετοιμάζει το 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έχει και άλλες εκπλήξεις. Θα παρουσιαστεί η βιντεο-απεικόνιση της εγκατάστασης του «Inside» στο Μέγαρο Μουσικής, όπως και η ίδια εγκατάσταση που παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά, εκεί. Το «Inside» ξεκίνησε σαν ένα μεγάλων διαστάσεων καλλιτεχνικό πείραμα, μια θεατρική εγκατάσταση η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα την άνοιξη του 2011 που παρέπεμπε στο «Μέσα», αλλά με πρωτότυπο και αναθεωρημένο τρόπο.

Μέσα σε ένα δωμάτιο που στήθηκε στη σκηνή, 30 ερμηνευτές επαναλάμβαναν πανομοιότυπα μια απλή σειρά κινήσεων παρουσιάζοντας την καθημερινή μας επιστροφή στο σπίτι μέσα από αμέτρητους συνδυασμούς και επιστρώσεις. Η σκηνική δράση ξεκινούσε προτού το θέατρο ανοίξει και συνεχιζόταν αφού είχε αναχωρήσει και ο τελευταίος επισκέπτης. Το θέατρο ήταν ανοιχτό για το κοινό έξι ώρες κάθε ημέρα. Στο φεστιβάλ, επίσης, θα προβληθούν οι μικρού μήκους ταινίες του Παπαϊωάννου «Nowhere» και «Primal matter», όπου ο ίδιος ουσιαστικά χορογραφεί εκ νέου το θεατρικό του έργο, αλλά αυτή τη φορά με την ιδιότητα του κινηματογραφιστή και του μοντέρ. Για πρώτη φορά έτσι θα έχουμε τη χαρά να δούμε το director’s cut του «Nowhere», ένα site-specific που είχε σχεδιαστεί για το Εθνικό και πλέον χορογραφείται με τον προγραμματισμό νέων σκηνικών μηχανισμού και άλλης ομάδας ανθρώπων, μια παραγωγή αφιερωμένη στην ιέρεια του Παπαϊωάννου, την Πίνα Μπάους.

Οσο για το «Primal matter», αποτελεί μια κινηματογραφική περίληψη της πρωτότυπης παραγωγής του Παπαϊωάννου, που παρουσιάστηκε το 2023 στο Φεστιβάλ Αθηνών. Σε αυτή τη ζωντανή παράσταση, που αρχικά διήρκεσε 1 ώρα και 15 λεπτά, συμμετείχαν ο Παπαϊωάννου και ο Μιχάλης Θεοφάνους. Την κινηματογράφηση της παράστασης ανέλαβε ο Στέφανος Σιταράς, ενώ το μοντάζ της 17λεπτης εκδοχής είναι του ίδιου του Παπαϊωάννου.

Τέλος, στο ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή θα είναι αφιερωμένο το περιοδικό «Πρώτο πλάνο», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις ημέρες του φεστιβάλ, ενώ ο ίδιος ο δημιουργός έχει παραχωρήσει για την αφίσα της φετινής διοργάνωσης το δικό του φιλί, το οποίο θα συνοδεύσει με τη φυσική του παρουσία τόσο στις προβολές των ταινιών όσο και στην εγκατάσταση «Inside».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr