Δημήτρης Καρατζιάς: Οι σκηνοθέτες είμαστε λίγο παραμυθάδες
Δημήτρης Καρατζιάς: Οι σκηνοθέτες είμαστε λίγο παραμυθάδες
Πολύπλευρος και πολυσχιδής, έχει συνδέσει το όνομά του με τον δικό του καλλιτεχνικό πολυχώρο που στεγάζει, μεταξύ άλλων, τις παραστάσεις που σκηνοθετεί, γράφει και συμμετέχει ως ηθοποιός
Ο Δημήτρης Καρατζιάς είναι πολλά πράγματα: πολυβραβευμένος σκηνοθέτης, ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας, συνιδιοκτήτης -μαζί με τον μουσικό και σκηνογράφο Μάνο Αντωνιάδη- του πρωτοποριακού πολυχώρου «Vault» και πιο πρόσφατα του «Εν Αθήναις», περήφανος γατοπατέρας και δεινός μάγειρας.
Θα μπορούσε να προσθέσει κι άλλες ιδιότητες στο βιογραφικό του, αλλά δεν προλαβαίνει. Αυτές τις μέρες οργώνει την Ελλάδα με το έργο του «Η Τουρκομερίτισσα», αλλά βρήκε τον χρόνο να πεταχτεί και μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να παραβρεθεί στην απονομή του Διεθνούς Βραβείου Ανατολίας στη Σοφία Καψούρου για την ερμηνεία της στην παράσταση «Καραϊσκάκενα, ο θρύλος», την οποία σκηνοθέτησε ο ίδιος.
GALA: Ποια είναι η ιστορία πίσω από αυτή την παράσταση και αυτό το βραβείο;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΤΖΙΑΣ: Είχαμε κάνει ένα project που λέγεται «Ο Γιος μου», όπου μανάδες πολύ σπουδαίων αντρών μιλάνε για τους γιους τους. Μία από τις εννέα παραστάσεις του project, την οποία σκηνοθέτησα εγώ, είναι η «Καραϊσκάκενα, ο θρύλος», ένα έργο για τη μητέρα του πολέμαρχου Καραϊσκάκη, η οποία ήταν και καλόγρια πέρα απ’ όλα τα άλλα. Αυτή η παράσταση επιλέχθηκε να παιχτεί στο Εθνικό Θέατρο της Τουρκίας και είναι η πρώτη ελληνική παράσταση που ανέβηκε σε αυτή τη σκηνή. Και φαντάσου ότι πήγαμε εκεί με τα καντηλέρια και τις αγιογραφίες. Αλλά πήγε εξαιρετικά καλά. Στις 4 Μαρτίου, λοιπόν, η Σοφία Καψούρου, που κάνει την Καραϊσκάκενα και έγραψε και το έργο, πήρε το Διεθνές Βραβείο της Ανατολίας στην Κωνσταντινούπολη. Το εντυπωσιακό είναι ότι η «Καραϊσκάκενα» βραβεύεται στην Τουρκία τη χρονιά που γιορτάζουν τον Κεμάλ.
G.: Τόσο ανοιχτόμυαλοι είναι οι Τούρκοι;
Δ.Κ.: Σίγουρα πιο ανοιχτόμυαλοι από τους Ελληνες. Φαντάσου να ανέβαινε στην Αθήνα παράσταση για τη μητέρα του Κεμάλ.
G.: Γενικά είσαι πολυάσχολος αυτές τις μέρες.
Δ.Κ.: Είναι μια τρελή περίοδος, από τις πιο τρελές της ζωής μου, αλλά περνάω πολύ καλά. Κάνουμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με την «Τουρκομερίτισσα», μια παράσταση με την Ελένη Ουζουνίδου, που αφορά τη ζωή της Μαρίκας Νίνου. Σε αυτό το έργο έχω τριπλό ρόλο. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας. Είναι ένα κείμενο που ολοκληρώθηκε την περίοδο της καραντίνας, αφού είχε προηγηθεί μια μεγάλη έρευνα δύο χρόνων και έχει βραβευτεί ως ένα από τα καλύτερα της χρονιάς και το 2022 και το 2023 από την Πανελλήνια Ενωση Λογοτεχνών και από τον «Κέφαλο», αυτό το πολύ σπουδαίο λογοτεχνικό περιοδικό. Στο έργο, η Μαρίκα Νίνου ξανασυναντιέται με τον Τζίμι Μάρκου στην ιστορική ταβέρνα «Τζίμι ο Χοντρός». Εγώ κάνω τον Τζίμι.
G.: Πώς είναι να σκηνοθετείς τον εαυτό σου;
Δ.Κ.: Δύσκολο, γιατί πρέπει να είσαι απόλυτα μελετημένος. Η σκηνοθεσία σε αυτό το έργο βέβαια είναι πολύ απλή γιατί είμαστε μόνο δύο άνθρωποι, και αυτό που θέλαμε ήταν να αφηγηθούμε με πολλή αγάπη την υπέροχη ιστορία αυτής της γυναίκας, που μέσα σε 35 χρόνια είναι σαν να έζησε 15 ζωές.
Οπότε είχα και τη βοήθεια και τη ματιά της Λένας. Αν δεν ήταν εκείνη, δεν υπήρχε περίπτωση να μπω ποτέ σε αυτή τη διαδικασία, και να παίξω και να σκηνοθετώ.
G.: Πώς λειτουργείς ως σκηνοθέτης;
Δ.Κ: Πρέπει να αφηγηθούμε μια ιστορία, άρα για μένα οι σκηνοθέτες είναι λίγο παραμυθάδες. Πέρα από τη συνολική διοργάνωση μιας παράστασης, ένας σκηνοθέτης θα πρέπει να παίξει στο μυαλό του όλους τους ρόλους, να δει πώς πρέπει να ειπωθεί κάθε ατάκα, οπότε να μπορεί να βοηθήσει τον ηθοποιό του να κρατήσει τις καλύτερές του στιγμές. Νομίζω ότι είμαι περισσότερο σκηνοθέτης ηθοποιών, γιατί για μένα τα πάντα έχουν σχέση με την ερμηνεία. Ο ηθοποιός είναι που θα σηκώσει την παράσταση.
G.: Είσαι υποστηρικτικός επομένως ή μπορεί να γίνεις και αυστηρός σε κάποιες περιπτώσεις;
Δ.Κ.: Υποστηρικτικός σίγουρα, αλλά θα σου πω τι σημαίνει για μένα αυστηρός. Επειδή δουλεύω και με πολλούς ηθοποιούς που είναι φίλοι μου, θα πρέπει να διαχωρίσουμε λίγο τα πράγματα. Εξω από τη σκηνή μπορούμε να παίζουμε σφαλιάρες, όμως πάνω στη σκηνή πρέπει να κρατάμε τις ισορροπίες επειδή υπάρχει και μια ευθύνη. Η ευθύνη είναι ότι όταν ξεκινήσουν οι παραστάσεις θα έρθουν δέκα κριτικοί. Ενας ηθοποιός μού εμπιστεύεται τη δουλειά του και με έναν τρόπο το μέλλον του σε αυτό τον χώρο αν είναι καινούριος, οπότε οφείλω όχι μόνο να τον προστατεύσω αλλά να είμαι και αυστηρός σε κάποια σημεία ώστε να είναι πάρα πολύ καλός. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα σε δει και σε ποια παράσταση, και πώς αυτό θα καθορίσει την πορεία σου. Υπάρχουν ηθοποιοί, μεγάλα ονόματα πλέον και με καριέρα στην τηλεόραση, που έχουν ξεκινήσει από μένα ή τουλάχιστον έχουν σκηνοθετηθεί κι από μένα. Κι αυτό είναι διπλή και τριπλή χαρά.
G.: Τι ήρθε πρώτο; Η υποκριτική ή η σκηνοθεσία;
Δ.Κ.: Η υποκριτική, με την οποία ξεκίνησα το '94 όταν πήγα στη Δραματική Σχολή Αθηνών του Γιώργου Θεοδοσιάδη και αφού την τελείωσα, εργάστηκα τα επόμενα χρόνια ως ηθοποιός. Η σκηνοθεσία ήρθε το 2011, όταν έμεινα χωρίς δουλειά στο θέατρο, και αποφάσισα να κάνω κάτι για να μην πάει χαμένη η σεζόν. Πήρα λοιπόν το κείμενο μιας παράστασης στην οποία είχα παίξει, το «Βασιλικοί μετά τρούλου» του Χάρη Ρώμα, και τον ρώτησα: «Μπορώ να πάρω αυτό το κείμενο, να του αλλάξω τα φώτα και να το κάνω παράσταση;» και μου είπε ο Χάρης «κάν’ το ό,τι θες». Το έργο που σκηνοθέτησα πρώτη φορά λοιπόν ήταν το «Elizadeth», το οποίο επαναφέραμε και παίζεται εδώ και πέντε χρόνια με πολύ μεγάλη επιτυχία, ευτυχώς. Μάλιστα, στα φετινά Βραβεία Καρόλου Κουν είμαι υποψήφιος για τη σκηνοθεσία μου στο «Elizadeth» και η Δήμητρα Κολλά που παίζει στο έργο είναι υποψήφια για το βραβείο γυναικείας ερμηνείας.
G.: Και άλλα βραβεία εν όψει λοιπόν.
Δ.Κ.: Ναι, αλλά το μεγαλύτερο παραμένει σταθερά το χειροκρότημα του κοινού.
G.: Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
Δ.Κ.: Φέτος είναι η τελευταία χρονιά που λειτουργεί το «Vault», γιατί θέλουν να κάνουν τον χώρο Airbnb, τη μάστιγα της εποχής. Γι’ αυτό πήραμε το «Εν Αθήναις» και είμαστε και στο ψάξιμο να βρούμε ένα καινούριο «Vault». Αν το βρούμε, έχει καλώς, αν δεν το βρούμε, έχουμε το «Εν Αθήναις». Εγώ πιστεύω λίγο και στο «κάθε εμπόδιο για καλό». Είναι πολύ παράξενη η ζωή, θα σε πάει σε μονοπάτια που δεν τα περιμένεις.
G.: Οπως για παράδειγμα;
Δ.Κ.: Οπως το να παίξω σε μια διεθνή παραγωγή, την «Greatest Days», που βγήκε το καλοκαίρι στην Αγγλία και τώρα παίζεται στο Prime. Είναι μιούζικαλ με πρωταγωνίστριες μια γυναικοπαρέα, όπως στο «Mamma Mia!», αλλά με τραγούδια των Take That. Για μένα ήταν συγκλονιστική εμπειρία. Αν και ο ρόλος μου ήταν πολύ μικρός, είχα δικό μου τροχόσπιτο και μου φέρονταν σαν να ήμουν σταρ. Αυτά δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα.
G.: Τι κάνει για σένα ωραία τη ζωή;
Δ.Κ.: Η ζωή είναι ωραία όταν αγαπάς και όταν αγαπιέσαι, όταν έχεις αποθέματα να μοιράσεις, έχεις φίλους, έχεις την οικογένειά σου κοντά σου, έστω και με τη σκέψη. Θεωρώ ότι είμαι πολύ ευλογημένος άνθρωπος που όλα αυτά σε έναν μεγάλο βαθμό τα έχω.
Θα μπορούσε να προσθέσει κι άλλες ιδιότητες στο βιογραφικό του, αλλά δεν προλαβαίνει. Αυτές τις μέρες οργώνει την Ελλάδα με το έργο του «Η Τουρκομερίτισσα», αλλά βρήκε τον χρόνο να πεταχτεί και μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να παραβρεθεί στην απονομή του Διεθνούς Βραβείου Ανατολίας στη Σοφία Καψούρου για την ερμηνεία της στην παράσταση «Καραϊσκάκενα, ο θρύλος», την οποία σκηνοθέτησε ο ίδιος.
GALA: Ποια είναι η ιστορία πίσω από αυτή την παράσταση και αυτό το βραβείο;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΤΖΙΑΣ: Είχαμε κάνει ένα project που λέγεται «Ο Γιος μου», όπου μανάδες πολύ σπουδαίων αντρών μιλάνε για τους γιους τους. Μία από τις εννέα παραστάσεις του project, την οποία σκηνοθέτησα εγώ, είναι η «Καραϊσκάκενα, ο θρύλος», ένα έργο για τη μητέρα του πολέμαρχου Καραϊσκάκη, η οποία ήταν και καλόγρια πέρα απ’ όλα τα άλλα. Αυτή η παράσταση επιλέχθηκε να παιχτεί στο Εθνικό Θέατρο της Τουρκίας και είναι η πρώτη ελληνική παράσταση που ανέβηκε σε αυτή τη σκηνή. Και φαντάσου ότι πήγαμε εκεί με τα καντηλέρια και τις αγιογραφίες. Αλλά πήγε εξαιρετικά καλά. Στις 4 Μαρτίου, λοιπόν, η Σοφία Καψούρου, που κάνει την Καραϊσκάκενα και έγραψε και το έργο, πήρε το Διεθνές Βραβείο της Ανατολίας στην Κωνσταντινούπολη. Το εντυπωσιακό είναι ότι η «Καραϊσκάκενα» βραβεύεται στην Τουρκία τη χρονιά που γιορτάζουν τον Κεμάλ.
G.: Τόσο ανοιχτόμυαλοι είναι οι Τούρκοι;
Δ.Κ.: Σίγουρα πιο ανοιχτόμυαλοι από τους Ελληνες. Φαντάσου να ανέβαινε στην Αθήνα παράσταση για τη μητέρα του Κεμάλ.
G.: Γενικά είσαι πολυάσχολος αυτές τις μέρες.
Δ.Κ.: Είναι μια τρελή περίοδος, από τις πιο τρελές της ζωής μου, αλλά περνάω πολύ καλά. Κάνουμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με την «Τουρκομερίτισσα», μια παράσταση με την Ελένη Ουζουνίδου, που αφορά τη ζωή της Μαρίκας Νίνου. Σε αυτό το έργο έχω τριπλό ρόλο. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας. Είναι ένα κείμενο που ολοκληρώθηκε την περίοδο της καραντίνας, αφού είχε προηγηθεί μια μεγάλη έρευνα δύο χρόνων και έχει βραβευτεί ως ένα από τα καλύτερα της χρονιάς και το 2022 και το 2023 από την Πανελλήνια Ενωση Λογοτεχνών και από τον «Κέφαλο», αυτό το πολύ σπουδαίο λογοτεχνικό περιοδικό. Στο έργο, η Μαρίκα Νίνου ξανασυναντιέται με τον Τζίμι Μάρκου στην ιστορική ταβέρνα «Τζίμι ο Χοντρός». Εγώ κάνω τον Τζίμι.
G.: Πώς είναι να σκηνοθετείς τον εαυτό σου;
Δ.Κ.: Δύσκολο, γιατί πρέπει να είσαι απόλυτα μελετημένος. Η σκηνοθεσία σε αυτό το έργο βέβαια είναι πολύ απλή γιατί είμαστε μόνο δύο άνθρωποι, και αυτό που θέλαμε ήταν να αφηγηθούμε με πολλή αγάπη την υπέροχη ιστορία αυτής της γυναίκας, που μέσα σε 35 χρόνια είναι σαν να έζησε 15 ζωές.
Οπότε είχα και τη βοήθεια και τη ματιά της Λένας. Αν δεν ήταν εκείνη, δεν υπήρχε περίπτωση να μπω ποτέ σε αυτή τη διαδικασία, και να παίξω και να σκηνοθετώ.
G.: Πώς λειτουργείς ως σκηνοθέτης;
Δ.Κ: Πρέπει να αφηγηθούμε μια ιστορία, άρα για μένα οι σκηνοθέτες είναι λίγο παραμυθάδες. Πέρα από τη συνολική διοργάνωση μιας παράστασης, ένας σκηνοθέτης θα πρέπει να παίξει στο μυαλό του όλους τους ρόλους, να δει πώς πρέπει να ειπωθεί κάθε ατάκα, οπότε να μπορεί να βοηθήσει τον ηθοποιό του να κρατήσει τις καλύτερές του στιγμές. Νομίζω ότι είμαι περισσότερο σκηνοθέτης ηθοποιών, γιατί για μένα τα πάντα έχουν σχέση με την ερμηνεία. Ο ηθοποιός είναι που θα σηκώσει την παράσταση.
G.: Είσαι υποστηρικτικός επομένως ή μπορεί να γίνεις και αυστηρός σε κάποιες περιπτώσεις;
Δ.Κ.: Υποστηρικτικός σίγουρα, αλλά θα σου πω τι σημαίνει για μένα αυστηρός. Επειδή δουλεύω και με πολλούς ηθοποιούς που είναι φίλοι μου, θα πρέπει να διαχωρίσουμε λίγο τα πράγματα. Εξω από τη σκηνή μπορούμε να παίζουμε σφαλιάρες, όμως πάνω στη σκηνή πρέπει να κρατάμε τις ισορροπίες επειδή υπάρχει και μια ευθύνη. Η ευθύνη είναι ότι όταν ξεκινήσουν οι παραστάσεις θα έρθουν δέκα κριτικοί. Ενας ηθοποιός μού εμπιστεύεται τη δουλειά του και με έναν τρόπο το μέλλον του σε αυτό τον χώρο αν είναι καινούριος, οπότε οφείλω όχι μόνο να τον προστατεύσω αλλά να είμαι και αυστηρός σε κάποια σημεία ώστε να είναι πάρα πολύ καλός. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα σε δει και σε ποια παράσταση, και πώς αυτό θα καθορίσει την πορεία σου. Υπάρχουν ηθοποιοί, μεγάλα ονόματα πλέον και με καριέρα στην τηλεόραση, που έχουν ξεκινήσει από μένα ή τουλάχιστον έχουν σκηνοθετηθεί κι από μένα. Κι αυτό είναι διπλή και τριπλή χαρά.
G.: Τι ήρθε πρώτο; Η υποκριτική ή η σκηνοθεσία;
Δ.Κ.: Η υποκριτική, με την οποία ξεκίνησα το '94 όταν πήγα στη Δραματική Σχολή Αθηνών του Γιώργου Θεοδοσιάδη και αφού την τελείωσα, εργάστηκα τα επόμενα χρόνια ως ηθοποιός. Η σκηνοθεσία ήρθε το 2011, όταν έμεινα χωρίς δουλειά στο θέατρο, και αποφάσισα να κάνω κάτι για να μην πάει χαμένη η σεζόν. Πήρα λοιπόν το κείμενο μιας παράστασης στην οποία είχα παίξει, το «Βασιλικοί μετά τρούλου» του Χάρη Ρώμα, και τον ρώτησα: «Μπορώ να πάρω αυτό το κείμενο, να του αλλάξω τα φώτα και να το κάνω παράσταση;» και μου είπε ο Χάρης «κάν’ το ό,τι θες». Το έργο που σκηνοθέτησα πρώτη φορά λοιπόν ήταν το «Elizadeth», το οποίο επαναφέραμε και παίζεται εδώ και πέντε χρόνια με πολύ μεγάλη επιτυχία, ευτυχώς. Μάλιστα, στα φετινά Βραβεία Καρόλου Κουν είμαι υποψήφιος για τη σκηνοθεσία μου στο «Elizadeth» και η Δήμητρα Κολλά που παίζει στο έργο είναι υποψήφια για το βραβείο γυναικείας ερμηνείας.
G.: Και άλλα βραβεία εν όψει λοιπόν.
Δ.Κ.: Ναι, αλλά το μεγαλύτερο παραμένει σταθερά το χειροκρότημα του κοινού.
G.: Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
Δ.Κ.: Φέτος είναι η τελευταία χρονιά που λειτουργεί το «Vault», γιατί θέλουν να κάνουν τον χώρο Airbnb, τη μάστιγα της εποχής. Γι’ αυτό πήραμε το «Εν Αθήναις» και είμαστε και στο ψάξιμο να βρούμε ένα καινούριο «Vault». Αν το βρούμε, έχει καλώς, αν δεν το βρούμε, έχουμε το «Εν Αθήναις». Εγώ πιστεύω λίγο και στο «κάθε εμπόδιο για καλό». Είναι πολύ παράξενη η ζωή, θα σε πάει σε μονοπάτια που δεν τα περιμένεις.
G.: Οπως για παράδειγμα;
Δ.Κ.: Οπως το να παίξω σε μια διεθνή παραγωγή, την «Greatest Days», που βγήκε το καλοκαίρι στην Αγγλία και τώρα παίζεται στο Prime. Είναι μιούζικαλ με πρωταγωνίστριες μια γυναικοπαρέα, όπως στο «Mamma Mia!», αλλά με τραγούδια των Take That. Για μένα ήταν συγκλονιστική εμπειρία. Αν και ο ρόλος μου ήταν πολύ μικρός, είχα δικό μου τροχόσπιτο και μου φέρονταν σαν να ήμουν σταρ. Αυτά δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα.
G.: Τι κάνει για σένα ωραία τη ζωή;
Δ.Κ.: Η ζωή είναι ωραία όταν αγαπάς και όταν αγαπιέσαι, όταν έχεις αποθέματα να μοιράσεις, έχεις φίλους, έχεις την οικογένειά σου κοντά σου, έστω και με τη σκέψη. Θεωρώ ότι είμαι πολύ ευλογημένος άνθρωπος που όλα αυτά σε έναν μεγάλο βαθμό τα έχω.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα