Αποκαλύψεις του «New Yorker»: Ο κλέψας του κλέψαντος στο Βρετανικό Μουσείο
14.05.2024
14:40
Έρευνα του αμερικανικού περιοδικού περιγράφει τη σκοτεινή ιστορία του Μουσείου από τις κλοπές του Ελγιν και των άλλων Βρετανών αριστοκρατών μέχρι το σκάνδαλο Χιγκς - Αποκαλύπτει επίσης ότι 2,4 εκατ. αντικείμενα δεν έχουν καταλογογραφηθεί, γεγονός που καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι το Μουσείο είναι ένας ασφαλής χώρος για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Αν η φήμη του στήθηκε με τους θησαυρούς που έκλεψαν οι πλούσιοι αριστοκράτες της Βρετανίας του 18ου αιώνα, η σημερινή κατάληξη είναι με αντίστοιχες κλοπές να ξεπουλάει, μέσω των ίδιων των υπαλλήλων του, την περιουσία του αδυνατώντας να την προστατεύσει. Δεν πρόκειται για υπερβολή, αλλά για το περιεχόμενο της μεγάλης έρευνας του περίφημου περιοδικού «New Yorker» και της δημοσιογράφου Ρεμπέκα Μιντ, με τίτλο «Τα blockbuster σκάνδαλα του Βρετανικού Μουσείου», που αποκαλύπτει όχι μόνο πώς δημιουργήθηκε έχοντας στην κατοχή του συλλογές αμφιβόλου προέλευσης, όπως τα κλεμμένα Μάρμαρα του Παρθενώνα, αλλά και πώς έφτασε ένας υπάλληλός του να ξεπουλάει ρωμαϊκά και αρχαιοελληνικά εκθέματα στο eBay χωρίς να το αντιληφθεί κανείς!
«Το Βρετανικό Μουσείο δεν υπήρξε ποτέ απλώς ένας θησαυρός εξαιρετικών έργων τέχνης. Προοριζόταν επίσης να είναι ένα αρχείο του κόσμου. [...] Οι εξαιρετικά ανομοιογενείς συλλογές του Μουσείου δεν θα μπορούσαν ποτέ να συγκεντρωθούν σήμερα, γεγονός που αποτελεί ταυτόχρονα το δυνατό αλλά και το αδύνατο σημείο του ιδρύματος.
Γιατί, λοιπόν, οι σαρκοφάγοι των Αιγύπτιων βασιλέων ή τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα πρέπει να στεγάζονται στο Λονδίνο και να διεκδικούνται κατά κάποιο τρόπο ως βρετανικά;» αναρωτιέται ρητορικά το περιοδικό, επιμένοντας πως σε μια εποχή γενικότερης ευαισθησίας απέναντι στους καταπιεσμένους λαούς, φυλές και ανθρώπους (woke culture) δεν μπορεί ένα μουσείο να επιμένει σε αμετακίνητες θέσεις γνωρίζοντας ότι δημιουργήθηκε από κλεμμένους θησαυρούς άλλων λαών.
Ψευδεπίγραφο φιρμάνι
Ειδικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα το περιοδικό θεωρεί ότι είναι ο βασικός συστατικός ιστός του Μουσείου, καθώς χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε και επειδή ακριβώς αδυνατεί να τα προστατεύσει, είναι επιβεβλημένη η επιστροφή τους. Αλλωστε, είναι γνωστό ότι πρoτού ο λόρδος Ελγιν πουλήσει τα κλεμμένα μέλη των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο, αυτό στηριζόταν στις συλλογές διαφόρων Βρετανών αριστοκρατών, όπως ο Χανς Σλόουν και ο Τόουνλι, για να μπορεί να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «γκαλερί». Πρόκειται για συλλογές θησαυρών που συνήθιζαν να αποσπούν οι Βρετανοί αριστοκράτες από τα μέρη που επισκέπτονταν.
Το περιοδικό αμφισβητεί ανοιχτά τη νομιμότητα της απόκτησης των Γλυπτών του Παρθενώνα μιλώντας για ένα προφανώς αδύνατο να ελεγχθεί ψευδεπίγραφο φιρμάνι, το οποίο επικαλούνται οι Βρετανοί για να δικαιολογήσουν το νόμιμο της απόκτησής τους από τον Ελγιν. Επιπλέον, πληροφορούμαστε ότι η επίσημη αμφισβήτηση αυτής της απόκτησης και ο αγώνας για την ανάκτηση των Γλυπτών δεν ξεκίνησε, όπως νομίζουμε, με τη Μελίνα Μερκούρη ως υπουργό Πολιτισμού, αλλά τον 19ο αιώνα, όταν αναγνωρίστηκε επίσημα το ελληνικό κράτος, από τον πρώτο υπουργό Εξωτερικών του Ελληνικού Βασιλείου.
«Για το νεοσύστατο έθνος, η συμβολική ισχύς του ναού έγινε ακόμη μεγαλύτερη από την προηγούμενη κατοχή και την καταστροφή του. Προς το τέλος του 19ου αιώνα, ο Ελληνας υπουργός στο Λονδίνο ζήτησε ανεπιτυχώς να επιστραφούν τα θραύσματα της ζωφόρου», υπογραμμίζει το περιοδικό επισημαίνοντας ότι τα επιχειρήματά μας πλέον έχουν στέρεη βάση: ούτε εκτεθειμένα είναι τα Γλυπτά στις καιρικές συνθήκες, ενώ υπάρχει ειδικός χώρος στο Μουσείο της Ακρόπολης που τα περιμένει «με γύψινα εκμαγεία που συμπληρώνουν τα κενά».
Παραλίγο συμφωνία
Το περιοδικό αποκαλύπτει ότι ο πρόεδρος του Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν είχε φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο συνομιλιών και πιθανής συμφωνίας με τον Ελληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, οι οποίες σταμάτησαν εξαιτίας των σκανδάλων που συγκλονίζουν το Μουσείο.
Οπως γράφει η δημοσιογράφος του «New Yorker», «ο Οσμπορν ήταν πρόθυμος να επιλύσει το πρόβλημα της κατοχής των Γλυπτών του Παρθενώνα. Λίγο καιρό αφότου διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο, φέρεται να συναντήθηκε κατ’ ιδίαν στο Λονδίνο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τους επόμενους μήνες, οι άνδρες συνέχισαν την ανεπίσημη συνομιλία τους, καταλήγοντας στην ιδέα ότι ορισμένα από τα Γλυπτά θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην Αθήνα και σε αντάλλαγμα οι Ελληνες θα δάνειζαν για προσωρινή έκθεση ορισμένους θησαυρούς από τα μουσεία τους που σπάνια εγκαταλείπουν τη χώρα».
«Το Βρετανικό Μουσείο δεν υπήρξε ποτέ απλώς ένας θησαυρός εξαιρετικών έργων τέχνης. Προοριζόταν επίσης να είναι ένα αρχείο του κόσμου. [...] Οι εξαιρετικά ανομοιογενείς συλλογές του Μουσείου δεν θα μπορούσαν ποτέ να συγκεντρωθούν σήμερα, γεγονός που αποτελεί ταυτόχρονα το δυνατό αλλά και το αδύνατο σημείο του ιδρύματος.
Γιατί, λοιπόν, οι σαρκοφάγοι των Αιγύπτιων βασιλέων ή τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα πρέπει να στεγάζονται στο Λονδίνο και να διεκδικούνται κατά κάποιο τρόπο ως βρετανικά;» αναρωτιέται ρητορικά το περιοδικό, επιμένοντας πως σε μια εποχή γενικότερης ευαισθησίας απέναντι στους καταπιεσμένους λαούς, φυλές και ανθρώπους (woke culture) δεν μπορεί ένα μουσείο να επιμένει σε αμετακίνητες θέσεις γνωρίζοντας ότι δημιουργήθηκε από κλεμμένους θησαυρούς άλλων λαών.
Ψευδεπίγραφο φιρμάνι
Ειδικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα το περιοδικό θεωρεί ότι είναι ο βασικός συστατικός ιστός του Μουσείου, καθώς χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε και επειδή ακριβώς αδυνατεί να τα προστατεύσει, είναι επιβεβλημένη η επιστροφή τους. Αλλωστε, είναι γνωστό ότι πρoτού ο λόρδος Ελγιν πουλήσει τα κλεμμένα μέλη των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο, αυτό στηριζόταν στις συλλογές διαφόρων Βρετανών αριστοκρατών, όπως ο Χανς Σλόουν και ο Τόουνλι, για να μπορεί να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «γκαλερί». Πρόκειται για συλλογές θησαυρών που συνήθιζαν να αποσπούν οι Βρετανοί αριστοκράτες από τα μέρη που επισκέπτονταν.
Το περιοδικό αμφισβητεί ανοιχτά τη νομιμότητα της απόκτησης των Γλυπτών του Παρθενώνα μιλώντας για ένα προφανώς αδύνατο να ελεγχθεί ψευδεπίγραφο φιρμάνι, το οποίο επικαλούνται οι Βρετανοί για να δικαιολογήσουν το νόμιμο της απόκτησής τους από τον Ελγιν. Επιπλέον, πληροφορούμαστε ότι η επίσημη αμφισβήτηση αυτής της απόκτησης και ο αγώνας για την ανάκτηση των Γλυπτών δεν ξεκίνησε, όπως νομίζουμε, με τη Μελίνα Μερκούρη ως υπουργό Πολιτισμού, αλλά τον 19ο αιώνα, όταν αναγνωρίστηκε επίσημα το ελληνικό κράτος, από τον πρώτο υπουργό Εξωτερικών του Ελληνικού Βασιλείου.
«Για το νεοσύστατο έθνος, η συμβολική ισχύς του ναού έγινε ακόμη μεγαλύτερη από την προηγούμενη κατοχή και την καταστροφή του. Προς το τέλος του 19ου αιώνα, ο Ελληνας υπουργός στο Λονδίνο ζήτησε ανεπιτυχώς να επιστραφούν τα θραύσματα της ζωφόρου», υπογραμμίζει το περιοδικό επισημαίνοντας ότι τα επιχειρήματά μας πλέον έχουν στέρεη βάση: ούτε εκτεθειμένα είναι τα Γλυπτά στις καιρικές συνθήκες, ενώ υπάρχει ειδικός χώρος στο Μουσείο της Ακρόπολης που τα περιμένει «με γύψινα εκμαγεία που συμπληρώνουν τα κενά».
Παραλίγο συμφωνία
Το περιοδικό αποκαλύπτει ότι ο πρόεδρος του Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν είχε φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο συνομιλιών και πιθανής συμφωνίας με τον Ελληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, οι οποίες σταμάτησαν εξαιτίας των σκανδάλων που συγκλονίζουν το Μουσείο.
Οπως γράφει η δημοσιογράφος του «New Yorker», «ο Οσμπορν ήταν πρόθυμος να επιλύσει το πρόβλημα της κατοχής των Γλυπτών του Παρθενώνα. Λίγο καιρό αφότου διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο, φέρεται να συναντήθηκε κατ’ ιδίαν στο Λονδίνο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τους επόμενους μήνες, οι άνδρες συνέχισαν την ανεπίσημη συνομιλία τους, καταλήγοντας στην ιδέα ότι ορισμένα από τα Γλυπτά θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην Αθήνα και σε αντάλλαγμα οι Ελληνες θα δάνειζαν για προσωρινή έκθεση ορισμένους θησαυρούς από τα μουσεία τους που σπάνια εγκαταλείπουν τη χώρα».
Οι αντιδράσεις από τη συντηρητική βρετανική κυβέρνηση ήταν έντονες και άκρως αρνητικές, με μερίδα του συντηρητικού Τύπου, όπως η «Daily Express», να προειδοποιεί: «Μην αφήσετε το Βρετανικό Μουσείο ή τα Ελγίνεια να πιαστούν από την ιδεολογία του woke». Το περιοδικό θεωρεί, μάλιστα, ότι, κάποιοι συντηρητικοί πολιτικοί όπως ο λόρδος Βέιζι, πρώην υπουργός Πολιτισμού των Συντηρητικών και τώρα πρόεδρος του Parthenon Project, το οποίο μάχεται για την επιστροφή των Γλυπτών στη χώρα μας, δείχνουν να συναινούν με τις ελληνικές θέσεις προτείνοντας διάφορους νομικούς όρους, αντί για το «δάνειο» ως λύση, όπως την «προκαταβολή» αντί για την «παραχώρηση».
Αναλύοντας την επιχειρηματολογία αυτή, το περιοδικό καταλήγει στο ρητορικό ερώτημα του λόρδου Βέιζι, ο οποίος υποστηρίζει πως «ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου αισθάνεται ότι, αν και όταν τα γλυπτά επανενωθούν σε αυτό το περιβάλλον, θα είναι μια από εκείνες τις στιγμές που οι άνθρωποι θα πουν, σχεδόν αμέσως, “Γιατί περιμέναμε τόσο πολύ;”», γράφει το «New Yorker» για να συμπληρώσει ότι «στις αρχές του 2023, με τον Οσμπορν να εργάζεται παρασκηνιακά, το Βρετανικό Μουσείο φαινόταν πιο κοντά από ποτέ στην επίλυση του προβλήματος του Ελγιν.
Αλλά επρόκειτο να συγκλονιστεί από τις συνέπειες της παραμελημένης κληρονομιάς του Τάουνλι». Ποιες είναι αυτές; «Μια σειρά από σκάνδαλα, όπως αυτά της κλοπής θησαυρών από συγκεκριμένο υπάλληλο του μουσείου, επί σειρά ετών, την οποία σκόπιμα τα ΜΜΕ πρόβαλαν ως κλοπή κάποιων πολύτιμων λίθων». Μόνο που τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Κλοπές επί κλοπών
Καταρχάς οι κλοπές, αρχικά διάφορων cameo και intaglios, στο eBay γίνονταν επί σειρά ετών χωρίς κανείς από το Βρετανικό Μουσείο να αντιληφθεί τίποτα. Μάλιστα, τα Μέσα μιλούσαν για κλοπές κάποιων πολύτιμων λίθων, αλλά τα intaglios και τα cameo δεν είναι απλώς λίθοι. Τα cameo είναι ανάγλυφες παραστάσεις σκαλισμένες σε πέτρες: σε περίπτωση που οι ανάγλυφες παραστάσεις είναι εσώγλυφες, δηλαδή σκαλισμένες στο εσωτερικό, λέγονται intaglios.
Πρόκειται για μια πανάρχαια τεχνική που ξεκίνησε με την υψηλή τέχνη των σφραγιστόλιθων και ανάγεται στην 3η χιλιετία π.Χ., με παρά πολλά τέτοια δαχτυλίδια να κοσμούν μινωικούς τάφους. Είναι μια υψηλή τέχνη που άντεξε στα βάθη των αιώνων ξεκινώντας από τη Μινωική εποχή και φτάνοντας μέχρι τους ρωμαϊκούς και αλεξανδρινούς χρόνους: λέγεται μάλιστα πως η λέξη cameus προέρχεται από την ελληνική λέξη «κάματος» που αναφέρεται στον κόπο των λιθογράφων.
Μερικά τέτοια ρωμαϊκά κοσμήματα, όπως αυτά που είχε χαράξει ο περίφημος λιθογράφος Διοσκουρίδης και είχε κάνει δώρο στον αυτοκράτορα Αύγουστο, περιλαμβάνονταν στη συλλογή του πιστού φίλου του λόρδου Ελγιν και επίσης λόρδου Τόουνλι και είχαν παραχωρηθεί στο Βρετανικό μουσείο έναντι γενναίου ανταλλάγματος.
Το συγκλονιστικό στοιχείο που φέρνει στην επιφάνεια το περιοδικό «New Yorker» είναι ότι αυτοί οι πολύτιμοι θησαυροί δεν είχαν ποτέ καταγραφεί ή καταλογογραφηθεί από το Βρετανικό Μουσείο ως μέρος των συλλογών του και έτσι μπορούσε ανενόχλητος ο εκάστοτε κλέφτης και διακινητής να τα πουλάει στο Ιντερνετ!
Οπως τονίζει το περιοδικό, «δεν υπήρχαν εγγραφές για περίπου 2,4 εκατομμύρια αντικείμενα στο Βρετανικό Μουσείο, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση τον μακροχρόνιο, και μερικές φορές αλαζονικά εκφρασμένο, ισχυρισμό του ότι είναι ένας αδιαμφισβήτητος θεματοφύλακας για τα ευάλωτα αντικείμενα. Για ορισμένους παρατηρητές αποτελούσε ακαταμάχητη ειρωνεία το γεγονός ότι είχαν σημειωθεί πραγματικές κλοπές σε ένα ίδρυμα που κατηγορούνταν επί μακρόν για πολιτιστική κλοπή.
Οταν ένα βρετανικό τηλεοπτικό κανάλι ζήτησε από τους τηλεθεατές να συνεισφέρουν ιδέες για αστεία στο τέλος της χρονιάς, το Μουσείο ήταν ο στόχος της νικητήριας πρότασης: “Ακούσατε για τη χριστουγεννιάτικη τούρτα που εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο; Ηταν κλεμμένη”».
Αυτό από μόνο του, σύμφωνα με το περιοδικό, καταρρίπτει συντριπτικά τον ισχυρισμό ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ένας ασφαλής χώρος για τους αρχαιοελληνικούς θησαυρούς, αποκαλύπτοντας με κάθε λεπτομέρεια στοιχεία για τις ανυπολόγιστες χρόνιες κλοπές των πολύτιμων λίθων αλλά και των πιο πρόσφατων που ξεκίνησε από τα ρωμαϊκά cameos ενός Γερμανού Καίσαρα, που ο πατέρας της Δυτικής Ιστορίας της Τέχνης Γιόχαν Βίνκελμαν θεωρούσε από τα ωραιότερα έργα τέχνης που έχει δει, για να φτάσει σε μια σειρά από αρχαιοελληνικά πολύτιμα αντικείμενα.
Ο Δανός Ιντιάνα Τζόουνς
«Η επώδυνη αυτοεξέταση του Βρετανικού Μουσείου ίσως να μην είχε γίνει ποτέ, αν δεν υπήρχε η επιμονή του Iτάι Γκραντέλ, ενός Δανού εμπόρου και συλλέκτη αρχαιοτήτων. Ο Γκραντέλ δεν ψάχνει στα ανασκαμμένα ερείπια παλατιών, όπως έκαναν οι προκάτοχοί του. Συχνά κοσκινίζει τον τόπο θαμμένων θησαυρών του 21ου αιώνα, το eBay.
Εχει εργαστεί σε πανεπιστήμια της Δανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αρχαία cameos και intaglios», γράφει το «New Yorker» για τον Δανό που πρώτη φορά εντόπισε τη διακίνηση των cameos στο eBay, τα οποία τον οδήγησαν στις πρόσφατες αποκαλύψεις και το πρόσωπο του Μουσείου που τα διακινούσε.
Αρχικά ο Δανός έμπορος αδυνατούσε να πιστέψει ότι εντόπισε στο eBay όχι μόνο τα πανέμορφα δαχτυλίδια του Γερμανού Καίσαρα για τα οποία μιλούσε ο Βίνγκελμαν στη δική του Ιστορία της Τέχνης, αλλά και άλλους θησαυρούς, που δεν μπορούσε να πιστοποιήσει την προέλευσή τους. Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες απευθύνθηκε σε επιμελητές έργων στην Ελλάδα και τη Ρώμη, αλλά κανείς δεν μπορούσε να εντοπίσει την προέλευσή τους.
«Λίγο αργότερα, παρόμοια διαμάντια άρχισαν να εμφανίζονται στο eBay. Ο Γκραντέλ ρώτησε για την προέλευση αυτών των αντικειμένων και ο πωλητής είπε ότι τα κληρονόμησε από τον παππού του Φρανκ Νίκολς, ιδιοκτήτη παλαιοπωλείου στο Γιορκ, ο οποίος είχε πεθάνει το 1953», γράφει το περιοδικό. «Ο Γκραντέλ έλεγξε το όνομα του παππού σε σχέση με τα αρχεία που υπάρχουν στο Διαδίκτυο. Οι λεπτομέρειες ταίριαζαν, με τη διαφορά ότι το έτος θανάτου του Νίκολς ήταν το 1952.
Αλλά παρατήρησε κάτι περίεργο: το όνομα αυτού του πωλητή ήταν Πολ Χίγκινς. “Τελικά τον ρώτησα αν είχε σχέση με αυτόν τον πρώτο Πολ Χίγκινς, ο οποίος είχε πλέον αποβιώσει, από τον οποίο είχα αγοράσει πολλούς παρόμοιους πολύτιμους λίθους μερικά χρόνια πριν”, θυμάται ο Γκραντέλ. “Μου απάντησε: ‘Δεν είναι συγγενής μου, αλλά συμφωνώ ότι είναι μια περίεργη σύμπτωση’”».
Για 40-50 λίρες
Ο Χίγκινς έδειχνε να αγνοεί την αξία αυτών που είχε, ζητώντας μερικές φορές μόνο 40 ή 50 λίρες για αντικείμενα που ο Γκραντέλ μπορούσε να πει ότι άξιζαν αρκετές χιλιάδες λίρες. Μερικές φορές ένιωθε την ανάγκη να διαφωτίσει τον πωλητή για την πραγματική αξία των εμπορευμάτων του. Ο Γκραντέλ έδωσε 150 λίρες για ένα δαχτυλίδι που θεωρούσε, με βάση τη φωτογραφία του πωλητή, ότι ήταν τόσο καλά διατηρημένο που μάλλον ήταν ψεύτικο. Οταν όμως έφτασε το δαχτυλίδι, ανακάλυψε έκπληκτος ότι ήταν αυθεντικό, χρονολογούμενο στον 3ο π.Χ. αιώνα.
Οταν τον ρώτησε πού τα βρήκε και σε ποιον ανήκαν αυτά τα κοσμήματα, ο πωλητής τού είπε «στη συλλογή του Τσαρλς Τόουνλι». Και τότε ήταν που ήρθε το πρώτο σοκ, αφού ο Δανός έμπορος γνώριζε καλά ότι αυτά τα πολύτιμα κοσμήματα είναι ουσιαστικά κομμάτια μιας συλλογής με αρχαιοελληνικούς και ρωμαϊκούς θησαυρούς που στην κατοχή του έχει αποκλειστικά το Βρετανικό Μουσείο. Και τότε ξεκίνησαν όλα.
Αναζητώντας τεκμήρια βρήκε πως όντως τα κομμάτια αυτά ανήκαν στη συλλογή του Μουσείου, όπως και άλλοι θησαυροί που του είχε προσφέρει ο Χίγκινς. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν όταν κοιτώντας την απόδειξη της αγοράς από το eBay και το PayPal, σε μια αγορά που έκανε το 2018, είδε να αναγράφεται το πραγματικό όνομα του Χίγκινς, που ήταν Πίτερ Χιγκς και ταυτιζόταν με αυτό ενός γνωστού επιμελητή του Βρετανικού Μουσείου!
Του φάνηκε τόσο ανήκουστο που αποφάσισε να γράψει στο Μουσείο καταγράφοντας αναλυτικά τα αποκτήματά του. Το Μουσείο όχι μόνο δεν κατάφερε να του δώσει μια ικανοποιητική απάντηση, αλλά μέχρι τις αρχές του 2021 δεν είχε καν καταφέρει να εντοπίσει πολλούς από τους κλεμμένους θησαυρούς της συλλογής, στην οποία παρέπεμπε ο Γκραντέλ, αφού δεν ήταν καν καταλογογραφημένοι.
Αυτό, όμως, που τον έκανε ακόμα πιο έξαλλο ήταν το γεγονός ότι αποφασίζοντας να επιστρέψει τους θησαυρούς έλαβε μια επιστολή από τον τότε αναπληρωτή διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου Τζόναθαν Γουίλιαμς, ο οποίος έλεγε ότι οι ισχυρισμοί του ήταν «αβάσιμοι» και πως τίποτε ανησυχητικό δεν συνέβη κατά την έρευνα του Μουσείου. Το επόμενο βήμα ήταν ο Γκραντέλ να απευθυνθεί στους αρμόδιους σε Ελλάδα και Ιταλία και να τους ενημερώσει σχετικά λαμβάνοντας την απάντηση ότι κανένα από τα κλαπέντα δεν ανήκει στο δικό τους θησαυροφυλάκιο και ότι όντως είναι μέρος της συλλογής του Τόουνλι.
Το επόμενο βήμα ήταν ο έμπορος να απειλήσει το Μουσείο λέγοντας ότι συγκαλύπτει ξεκάθαρα ένα σκάνδαλο. Το Μουσείο, καταλαβαίνοντας τότε ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, τον Αύγουστο του 2021 άρχισε να διεξαγάγει έρευνα προβαίνοντας στη χαρακτηριστική ομολογία πως όντως είχαν κλαπεί θησαυροί και ότι ο κλέφτης είχε προσπαθήσει να καλύψει τα ίχνη του αλλοιώνοντας ψηφιακές βάσεις δεδομένων. Μάλιστα ο δράστης δεν ήταν ύποπτος μόνο για κλοπές, αλλά για υποτιθέμενες καταστροφές λίθινων θραυσμάτων, τα οποία πουλούσε ο ίδιος καταγράφοντάς τα ως κατεστραμμένα!
4+1 κλοπές
Αλλά, όπως επισημαίνει το περιοδικό, αυτή δεν ήταν η μόνη περίπτωση απωλειών: «Η εξαφάνιση ή η κλοπή αντικειμένων από μουσεία δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο, και το Βρετανικό Μουσείο είχε ξαναζήσει κλοπές υψηλού επιπέδου. Το 1993, ληστές εισέβαλαν στο Μουσείο από την οροφή και απέσπασαν ρωμαϊκά νομίσματα και κοσμήματα αξίας 250.000 δολαρίων. Το 2002, ένας επισκέπτης σήκωσε ένα ελληνικό κεφάλι 2.500 ετών από μια κλειστή γκαλερί. Δύο χρόνια αργότερα, κλάπηκαν δεκαπέντε αντικείμενα μεσαιωνικών κινεζικών κοσμημάτων. Τα μουσεία είναι επίσης ευάλωτα σε κλοπές από υπαλλήλους.
Σε μια υπόθεση της δεκαετίας του ’50, ο Τζον Νέρβιν, βοηθός στο Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου, διώχθηκε ποινικά για κλοπή περίπου δύο χιλιάδων αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένου ενός τραπεζιού που θεωρήθηκε ότι το έβγαλε λαθραία κρύβοντας τα πόδια του κάτω από το παντελόνι του. Αφού επίπλωσε το ταπεινό του σπίτι με τα κλοπιμαία, καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή». Τέλος, αποκαλύπτει ότι το 2002, οι «Sunday Times» του Λονδίνου είχαν στείλει έναν δημοσιογράφο ινκόγκνιτο στο τμήμα με τις αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες του Μουσείου, ο οποίος κατάφερε να βγάλει λαθραία ένα άγαλμα χωρίς κανείς να τον πάρει είδηση!
«Επικρατεί χάος»
Το πιο αστείο είναι ότι ο ίδιος ο Χιγκς, δηλαδή ο κλέφτης των θησαυρών, τότε είχε μιλήσει για ελλιπή ασφάλεια του Βρετανικού Μουσείου δηλώνοντας χαρακτηριστικά στους «Times»: «Εδώ πέρα επικρατεί χάος»! Μάλιστα, παρά τις προειδοποιήσεις και τις επιστολές που είχε στείλει ο Δανός έμπορος στο Μουσείο αναφορικά με το πρόσωπό του, ο Χιγκς κατάφερε το 2021 να προαχθεί σε αναπληρωτή φύλακα για τις ελληνικές και ρωμαϊκές συλλογές, ενώ την ίδια χρονιά είχε και την επιμέλεια της έκθεσης «Αρχαίοι Ελληνες: Αθλητές, πολεμιστές και ήρωες».
Τέλη Ιουλίου, λίγο πριν από τη δημόσια αποκάλυψη των κλοπών, το Μουσείο είχε ανακοινώσει ότι ο Χάρτβιγκ Φίσερ θα τερμάτιζε τη θητεία του ως διευθυντής το 2024, αλλά θα παρέμενε στη θέση του, ενώ θα βρισκόταν σε εξέλιξη η αναζήτηση διαδόχου. Εναν μήνα αργότερα, στον απόηχο των αποκαλύψεων για την αποτυχία του Μουσείου να λάβει υπόψη του την προειδοποίηση του Γκραντέλ, ο Φίσερ υπέβαλε άμεσα την παραίτησή του δικαιώνοντας εκ των υστέρων τον Δανό έμπορο.
Είναι, ωστόσο, τραγική ειρωνεία ότι το Μουσείο ξεκίνησε την ψηφιοποίηση των συλλογών του και την τεκμηρίωση μετά τις τραγικές αποκαλύψεις των σκανδάλων, κάτι ανήκουστο για ένα ίδρυμα τέτοιου βεληνεκούς, αλλά και γεγονός που αποδεικνύει και την ανικανότητά του να καταστεί θεματοφύλακας όχι μόνο των Γλυπτών του Παρθενώνα, αλλά συνολικότερα των παγκόσμιων έργων τέχνης.
Δεδομένου ότι μέχρι στιγμής έχουν ανακτηθεί μόνο οι 350 από τους 2.000 αρχαιοελληνικούς και ρωμαϊκούς κλαπέντες θησαυρούς -και αυτό χάρη στη μεσολάβηση του Γκραντέλ- κανείς δεν ξέρει τι δυσάρεστες εκπλήξεις επιφυλάσσει το Μουσείο αναφορικά με τα ζητήματα ασφάλειας στο μέλλον.
Ειδήσεις σήμερα:
Αντιμέτωπη ακόμα και με κυρώσεις από τις ΗΠΑ η Σιλιάνοφσκα για την παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Τι είπαν Μητσοτάκης και Ερντογάν «πριβέ» στη ροτόντα του Λευκού Παλατιού - Τα επόμενα ραντεβού μετά την Άγκυρα
Αυτοί είναι οι δήμοι και οι ζώνες στις οποίες «κουρεύονται» οι αντικειμενικές άξιες - Οι 20 φόροι που επηρεάζονται
Αναλύοντας την επιχειρηματολογία αυτή, το περιοδικό καταλήγει στο ρητορικό ερώτημα του λόρδου Βέιζι, ο οποίος υποστηρίζει πως «ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου αισθάνεται ότι, αν και όταν τα γλυπτά επανενωθούν σε αυτό το περιβάλλον, θα είναι μια από εκείνες τις στιγμές που οι άνθρωποι θα πουν, σχεδόν αμέσως, “Γιατί περιμέναμε τόσο πολύ;”», γράφει το «New Yorker» για να συμπληρώσει ότι «στις αρχές του 2023, με τον Οσμπορν να εργάζεται παρασκηνιακά, το Βρετανικό Μουσείο φαινόταν πιο κοντά από ποτέ στην επίλυση του προβλήματος του Ελγιν.
Αλλά επρόκειτο να συγκλονιστεί από τις συνέπειες της παραμελημένης κληρονομιάς του Τάουνλι». Ποιες είναι αυτές; «Μια σειρά από σκάνδαλα, όπως αυτά της κλοπής θησαυρών από συγκεκριμένο υπάλληλο του μουσείου, επί σειρά ετών, την οποία σκόπιμα τα ΜΜΕ πρόβαλαν ως κλοπή κάποιων πολύτιμων λίθων». Μόνο που τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Κλοπές επί κλοπών
Καταρχάς οι κλοπές, αρχικά διάφορων cameo και intaglios, στο eBay γίνονταν επί σειρά ετών χωρίς κανείς από το Βρετανικό Μουσείο να αντιληφθεί τίποτα. Μάλιστα, τα Μέσα μιλούσαν για κλοπές κάποιων πολύτιμων λίθων, αλλά τα intaglios και τα cameo δεν είναι απλώς λίθοι. Τα cameo είναι ανάγλυφες παραστάσεις σκαλισμένες σε πέτρες: σε περίπτωση που οι ανάγλυφες παραστάσεις είναι εσώγλυφες, δηλαδή σκαλισμένες στο εσωτερικό, λέγονται intaglios.
Πρόκειται για μια πανάρχαια τεχνική που ξεκίνησε με την υψηλή τέχνη των σφραγιστόλιθων και ανάγεται στην 3η χιλιετία π.Χ., με παρά πολλά τέτοια δαχτυλίδια να κοσμούν μινωικούς τάφους. Είναι μια υψηλή τέχνη που άντεξε στα βάθη των αιώνων ξεκινώντας από τη Μινωική εποχή και φτάνοντας μέχρι τους ρωμαϊκούς και αλεξανδρινούς χρόνους: λέγεται μάλιστα πως η λέξη cameus προέρχεται από την ελληνική λέξη «κάματος» που αναφέρεται στον κόπο των λιθογράφων.
Μερικά τέτοια ρωμαϊκά κοσμήματα, όπως αυτά που είχε χαράξει ο περίφημος λιθογράφος Διοσκουρίδης και είχε κάνει δώρο στον αυτοκράτορα Αύγουστο, περιλαμβάνονταν στη συλλογή του πιστού φίλου του λόρδου Ελγιν και επίσης λόρδου Τόουνλι και είχαν παραχωρηθεί στο Βρετανικό μουσείο έναντι γενναίου ανταλλάγματος.
Το συγκλονιστικό στοιχείο που φέρνει στην επιφάνεια το περιοδικό «New Yorker» είναι ότι αυτοί οι πολύτιμοι θησαυροί δεν είχαν ποτέ καταγραφεί ή καταλογογραφηθεί από το Βρετανικό Μουσείο ως μέρος των συλλογών του και έτσι μπορούσε ανενόχλητος ο εκάστοτε κλέφτης και διακινητής να τα πουλάει στο Ιντερνετ!
Οπως τονίζει το περιοδικό, «δεν υπήρχαν εγγραφές για περίπου 2,4 εκατομμύρια αντικείμενα στο Βρετανικό Μουσείο, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση τον μακροχρόνιο, και μερικές φορές αλαζονικά εκφρασμένο, ισχυρισμό του ότι είναι ένας αδιαμφισβήτητος θεματοφύλακας για τα ευάλωτα αντικείμενα. Για ορισμένους παρατηρητές αποτελούσε ακαταμάχητη ειρωνεία το γεγονός ότι είχαν σημειωθεί πραγματικές κλοπές σε ένα ίδρυμα που κατηγορούνταν επί μακρόν για πολιτιστική κλοπή.
Οταν ένα βρετανικό τηλεοπτικό κανάλι ζήτησε από τους τηλεθεατές να συνεισφέρουν ιδέες για αστεία στο τέλος της χρονιάς, το Μουσείο ήταν ο στόχος της νικητήριας πρότασης: “Ακούσατε για τη χριστουγεννιάτικη τούρτα που εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο; Ηταν κλεμμένη”».
Αυτό από μόνο του, σύμφωνα με το περιοδικό, καταρρίπτει συντριπτικά τον ισχυρισμό ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ένας ασφαλής χώρος για τους αρχαιοελληνικούς θησαυρούς, αποκαλύπτοντας με κάθε λεπτομέρεια στοιχεία για τις ανυπολόγιστες χρόνιες κλοπές των πολύτιμων λίθων αλλά και των πιο πρόσφατων που ξεκίνησε από τα ρωμαϊκά cameos ενός Γερμανού Καίσαρα, που ο πατέρας της Δυτικής Ιστορίας της Τέχνης Γιόχαν Βίνκελμαν θεωρούσε από τα ωραιότερα έργα τέχνης που έχει δει, για να φτάσει σε μια σειρά από αρχαιοελληνικά πολύτιμα αντικείμενα.
Ο Δανός Ιντιάνα Τζόουνς
«Η επώδυνη αυτοεξέταση του Βρετανικού Μουσείου ίσως να μην είχε γίνει ποτέ, αν δεν υπήρχε η επιμονή του Iτάι Γκραντέλ, ενός Δανού εμπόρου και συλλέκτη αρχαιοτήτων. Ο Γκραντέλ δεν ψάχνει στα ανασκαμμένα ερείπια παλατιών, όπως έκαναν οι προκάτοχοί του. Συχνά κοσκινίζει τον τόπο θαμμένων θησαυρών του 21ου αιώνα, το eBay.
Εχει εργαστεί σε πανεπιστήμια της Δανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αρχαία cameos και intaglios», γράφει το «New Yorker» για τον Δανό που πρώτη φορά εντόπισε τη διακίνηση των cameos στο eBay, τα οποία τον οδήγησαν στις πρόσφατες αποκαλύψεις και το πρόσωπο του Μουσείου που τα διακινούσε.
Αρχικά ο Δανός έμπορος αδυνατούσε να πιστέψει ότι εντόπισε στο eBay όχι μόνο τα πανέμορφα δαχτυλίδια του Γερμανού Καίσαρα για τα οποία μιλούσε ο Βίνγκελμαν στη δική του Ιστορία της Τέχνης, αλλά και άλλους θησαυρούς, που δεν μπορούσε να πιστοποιήσει την προέλευσή τους. Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες απευθύνθηκε σε επιμελητές έργων στην Ελλάδα και τη Ρώμη, αλλά κανείς δεν μπορούσε να εντοπίσει την προέλευσή τους.
«Λίγο αργότερα, παρόμοια διαμάντια άρχισαν να εμφανίζονται στο eBay. Ο Γκραντέλ ρώτησε για την προέλευση αυτών των αντικειμένων και ο πωλητής είπε ότι τα κληρονόμησε από τον παππού του Φρανκ Νίκολς, ιδιοκτήτη παλαιοπωλείου στο Γιορκ, ο οποίος είχε πεθάνει το 1953», γράφει το περιοδικό. «Ο Γκραντέλ έλεγξε το όνομα του παππού σε σχέση με τα αρχεία που υπάρχουν στο Διαδίκτυο. Οι λεπτομέρειες ταίριαζαν, με τη διαφορά ότι το έτος θανάτου του Νίκολς ήταν το 1952.
Αλλά παρατήρησε κάτι περίεργο: το όνομα αυτού του πωλητή ήταν Πολ Χίγκινς. “Τελικά τον ρώτησα αν είχε σχέση με αυτόν τον πρώτο Πολ Χίγκινς, ο οποίος είχε πλέον αποβιώσει, από τον οποίο είχα αγοράσει πολλούς παρόμοιους πολύτιμους λίθους μερικά χρόνια πριν”, θυμάται ο Γκραντέλ. “Μου απάντησε: ‘Δεν είναι συγγενής μου, αλλά συμφωνώ ότι είναι μια περίεργη σύμπτωση’”».
Για 40-50 λίρες
Ο Χίγκινς έδειχνε να αγνοεί την αξία αυτών που είχε, ζητώντας μερικές φορές μόνο 40 ή 50 λίρες για αντικείμενα που ο Γκραντέλ μπορούσε να πει ότι άξιζαν αρκετές χιλιάδες λίρες. Μερικές φορές ένιωθε την ανάγκη να διαφωτίσει τον πωλητή για την πραγματική αξία των εμπορευμάτων του. Ο Γκραντέλ έδωσε 150 λίρες για ένα δαχτυλίδι που θεωρούσε, με βάση τη φωτογραφία του πωλητή, ότι ήταν τόσο καλά διατηρημένο που μάλλον ήταν ψεύτικο. Οταν όμως έφτασε το δαχτυλίδι, ανακάλυψε έκπληκτος ότι ήταν αυθεντικό, χρονολογούμενο στον 3ο π.Χ. αιώνα.
Οταν τον ρώτησε πού τα βρήκε και σε ποιον ανήκαν αυτά τα κοσμήματα, ο πωλητής τού είπε «στη συλλογή του Τσαρλς Τόουνλι». Και τότε ήταν που ήρθε το πρώτο σοκ, αφού ο Δανός έμπορος γνώριζε καλά ότι αυτά τα πολύτιμα κοσμήματα είναι ουσιαστικά κομμάτια μιας συλλογής με αρχαιοελληνικούς και ρωμαϊκούς θησαυρούς που στην κατοχή του έχει αποκλειστικά το Βρετανικό Μουσείο. Και τότε ξεκίνησαν όλα.
Αναζητώντας τεκμήρια βρήκε πως όντως τα κομμάτια αυτά ανήκαν στη συλλογή του Μουσείου, όπως και άλλοι θησαυροί που του είχε προσφέρει ο Χίγκινς. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν όταν κοιτώντας την απόδειξη της αγοράς από το eBay και το PayPal, σε μια αγορά που έκανε το 2018, είδε να αναγράφεται το πραγματικό όνομα του Χίγκινς, που ήταν Πίτερ Χιγκς και ταυτιζόταν με αυτό ενός γνωστού επιμελητή του Βρετανικού Μουσείου!
Του φάνηκε τόσο ανήκουστο που αποφάσισε να γράψει στο Μουσείο καταγράφοντας αναλυτικά τα αποκτήματά του. Το Μουσείο όχι μόνο δεν κατάφερε να του δώσει μια ικανοποιητική απάντηση, αλλά μέχρι τις αρχές του 2021 δεν είχε καν καταφέρει να εντοπίσει πολλούς από τους κλεμμένους θησαυρούς της συλλογής, στην οποία παρέπεμπε ο Γκραντέλ, αφού δεν ήταν καν καταλογογραφημένοι.
Αυτό, όμως, που τον έκανε ακόμα πιο έξαλλο ήταν το γεγονός ότι αποφασίζοντας να επιστρέψει τους θησαυρούς έλαβε μια επιστολή από τον τότε αναπληρωτή διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου Τζόναθαν Γουίλιαμς, ο οποίος έλεγε ότι οι ισχυρισμοί του ήταν «αβάσιμοι» και πως τίποτε ανησυχητικό δεν συνέβη κατά την έρευνα του Μουσείου. Το επόμενο βήμα ήταν ο Γκραντέλ να απευθυνθεί στους αρμόδιους σε Ελλάδα και Ιταλία και να τους ενημερώσει σχετικά λαμβάνοντας την απάντηση ότι κανένα από τα κλαπέντα δεν ανήκει στο δικό τους θησαυροφυλάκιο και ότι όντως είναι μέρος της συλλογής του Τόουνλι.
Το επόμενο βήμα ήταν ο έμπορος να απειλήσει το Μουσείο λέγοντας ότι συγκαλύπτει ξεκάθαρα ένα σκάνδαλο. Το Μουσείο, καταλαβαίνοντας τότε ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, τον Αύγουστο του 2021 άρχισε να διεξαγάγει έρευνα προβαίνοντας στη χαρακτηριστική ομολογία πως όντως είχαν κλαπεί θησαυροί και ότι ο κλέφτης είχε προσπαθήσει να καλύψει τα ίχνη του αλλοιώνοντας ψηφιακές βάσεις δεδομένων. Μάλιστα ο δράστης δεν ήταν ύποπτος μόνο για κλοπές, αλλά για υποτιθέμενες καταστροφές λίθινων θραυσμάτων, τα οποία πουλούσε ο ίδιος καταγράφοντάς τα ως κατεστραμμένα!
4+1 κλοπές
Αλλά, όπως επισημαίνει το περιοδικό, αυτή δεν ήταν η μόνη περίπτωση απωλειών: «Η εξαφάνιση ή η κλοπή αντικειμένων από μουσεία δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο, και το Βρετανικό Μουσείο είχε ξαναζήσει κλοπές υψηλού επιπέδου. Το 1993, ληστές εισέβαλαν στο Μουσείο από την οροφή και απέσπασαν ρωμαϊκά νομίσματα και κοσμήματα αξίας 250.000 δολαρίων. Το 2002, ένας επισκέπτης σήκωσε ένα ελληνικό κεφάλι 2.500 ετών από μια κλειστή γκαλερί. Δύο χρόνια αργότερα, κλάπηκαν δεκαπέντε αντικείμενα μεσαιωνικών κινεζικών κοσμημάτων. Τα μουσεία είναι επίσης ευάλωτα σε κλοπές από υπαλλήλους.
Σε μια υπόθεση της δεκαετίας του ’50, ο Τζον Νέρβιν, βοηθός στο Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου, διώχθηκε ποινικά για κλοπή περίπου δύο χιλιάδων αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένου ενός τραπεζιού που θεωρήθηκε ότι το έβγαλε λαθραία κρύβοντας τα πόδια του κάτω από το παντελόνι του. Αφού επίπλωσε το ταπεινό του σπίτι με τα κλοπιμαία, καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή». Τέλος, αποκαλύπτει ότι το 2002, οι «Sunday Times» του Λονδίνου είχαν στείλει έναν δημοσιογράφο ινκόγκνιτο στο τμήμα με τις αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες του Μουσείου, ο οποίος κατάφερε να βγάλει λαθραία ένα άγαλμα χωρίς κανείς να τον πάρει είδηση!
«Επικρατεί χάος»
Το πιο αστείο είναι ότι ο ίδιος ο Χιγκς, δηλαδή ο κλέφτης των θησαυρών, τότε είχε μιλήσει για ελλιπή ασφάλεια του Βρετανικού Μουσείου δηλώνοντας χαρακτηριστικά στους «Times»: «Εδώ πέρα επικρατεί χάος»! Μάλιστα, παρά τις προειδοποιήσεις και τις επιστολές που είχε στείλει ο Δανός έμπορος στο Μουσείο αναφορικά με το πρόσωπό του, ο Χιγκς κατάφερε το 2021 να προαχθεί σε αναπληρωτή φύλακα για τις ελληνικές και ρωμαϊκές συλλογές, ενώ την ίδια χρονιά είχε και την επιμέλεια της έκθεσης «Αρχαίοι Ελληνες: Αθλητές, πολεμιστές και ήρωες».
Τέλη Ιουλίου, λίγο πριν από τη δημόσια αποκάλυψη των κλοπών, το Μουσείο είχε ανακοινώσει ότι ο Χάρτβιγκ Φίσερ θα τερμάτιζε τη θητεία του ως διευθυντής το 2024, αλλά θα παρέμενε στη θέση του, ενώ θα βρισκόταν σε εξέλιξη η αναζήτηση διαδόχου. Εναν μήνα αργότερα, στον απόηχο των αποκαλύψεων για την αποτυχία του Μουσείου να λάβει υπόψη του την προειδοποίηση του Γκραντέλ, ο Φίσερ υπέβαλε άμεσα την παραίτησή του δικαιώνοντας εκ των υστέρων τον Δανό έμπορο.
Είναι, ωστόσο, τραγική ειρωνεία ότι το Μουσείο ξεκίνησε την ψηφιοποίηση των συλλογών του και την τεκμηρίωση μετά τις τραγικές αποκαλύψεις των σκανδάλων, κάτι ανήκουστο για ένα ίδρυμα τέτοιου βεληνεκούς, αλλά και γεγονός που αποδεικνύει και την ανικανότητά του να καταστεί θεματοφύλακας όχι μόνο των Γλυπτών του Παρθενώνα, αλλά συνολικότερα των παγκόσμιων έργων τέχνης.
Δεδομένου ότι μέχρι στιγμής έχουν ανακτηθεί μόνο οι 350 από τους 2.000 αρχαιοελληνικούς και ρωμαϊκούς κλαπέντες θησαυρούς -και αυτό χάρη στη μεσολάβηση του Γκραντέλ- κανείς δεν ξέρει τι δυσάρεστες εκπλήξεις επιφυλάσσει το Μουσείο αναφορικά με τα ζητήματα ασφάλειας στο μέλλον.
Ειδήσεις σήμερα:
Αντιμέτωπη ακόμα και με κυρώσεις από τις ΗΠΑ η Σιλιάνοφσκα για την παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Τι είπαν Μητσοτάκης και Ερντογάν «πριβέ» στη ροτόντα του Λευκού Παλατιού - Τα επόμενα ραντεβού μετά την Άγκυρα
Αυτοί είναι οι δήμοι και οι ζώνες στις οποίες «κουρεύονται» οι αντικειμενικές άξιες - Οι 20 φόροι που επηρεάζονται
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr