Αρχαιολογικός θησαυρός: Αποκαλύπτονται τα μυστικά του Ερμή με την εντυπωσιακή κορμοστασιά στην Αθήνα των ρωμαϊκών χρόνων
17.12.2024
17:59
Τι φανερώνουν τα ευρήματα που εντοπίστηκαν στους πρόποδες του Ιερού Βράχου αναφορικά με τη λατρεία του αγγελιαφόρου των θεών, αλλά και τι μας αποκαλύπτουν για τον νεοπλατωνιστή φιλόσοφο ιδιοκτήτη της περίφημης οικίας την οποία φαίνεται ότι κοσμούσε
Μια σειρά θησαυροί -ένας πανέμορφος Ερμής τύπου Ludovisi, από τα πιο ξεχωριστά ρωμαϊκά αγάλματα, διάφορα θραύσματα γλυπτών που μάλλον προέρχονται από το ίδιο άγαλμα, λύχνοι κλασικής περιόδου, αλλά και σπαράγματα ειδωλίου ήρθαν πρόσφατα στο φως, σε πολύ μικρή απόσταση από το Ηρώδειο.
Εκτός από την ομορφιά του το άγαλμα, όπως και τα άλλα ευρήματα, φαίνεται να αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για την Αθήνα της Υστερης Αρχαιότητας και να αποτελούν την αρχή μιας διευρυμένης ανασκαφικής δραστηριότητας, που προέκυψε τυχαία, κατά τη διάρκεια εργασιών του φυσικού αερίου στην περιοχή.
Η θέση που βρέθηκαν παραπέμπει, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις, και κατά τις δηλώσεις της Ελένης Κουντούρη, στην περίφημη Οικία του Πρόκλου, αυτή την πολυτελή οικία που, σύμφωνα με τον Θέμελη, τον Μαρινάτο και σχετική δημοσίευσή του στα Αρχαιογνωστικά, «λειτουργούσε ανελλιπώς από τις αρχές τουλάχιστον του 5ου μ.Χ. Αιώνα, ως το σημαντικότερο διδακτήριο των νεοπλατωνικών της Αθήνας».
Ως γνωστόν, οι Ρωμαίοι από τα επιφανή κοινωνικά στρώματα αρέσκονταν να διακοσμούν τις οικίες τους με εντυπωσιακά αγάλματα, τα οποία στην πλειονότητά τους ήταν αντίγραφα γνωστών αρχαίων αγαλμάτων της αρχαιότητας.
Ειδικά ο Ερμής τύπου Ludovisi λέγεται ότι ήταν αντίγραφο του αγάλματος που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας και δέσποζε, σύμφωνα με τις αναφορές του Παυσανία, στο εσωτερικό του Nαού του Ισμηνίου Απόλλωνα στη Θήβα.
Χαρακτηριστική είναι η εντυπωσιακή του κορμοστασιά με τα μακριά πόδια και τους φαρδείς θωρακικούς μύες, αλλά και η καλογραμμωμένη κοιλιά που προσιδιάζουν στα αγάλματα αυτού του τύπου.
Το κεφάλι είναι ελαφρώς κεκλιμένο προς τα κάτω και το οβάλ του πρόσωπο, το οποίο είναι μελαγχολικό, όπως είθισται σε αυτή την πλαστική έκφραση του Ερμή, πλαισιώνεται από μπούκλες.
Στο χέρι του κρατάει το εμβληματικό κηρύκειο, από το οποίο αναγνωρίζουμε την ταυτότητά του, όπως και από τα φτερωτά σανδάλια και ο φτερωτός πέτασος στο κεφάλι.
Επίσης, στα αγάλματα αυτά παρατηρούμε μια χαρακτηριστικά ελαφρά κλίση και είθισται γύρω από το χέρι του να υπάρχει τυλιγμένη μια χλαμύδα. Το νόημα του γλυπτού εξακολουθεί, ωστόσο, να είναι προβληματικό.
Εκτός από την ομορφιά του το άγαλμα, όπως και τα άλλα ευρήματα, φαίνεται να αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για την Αθήνα της Υστερης Αρχαιότητας και να αποτελούν την αρχή μιας διευρυμένης ανασκαφικής δραστηριότητας, που προέκυψε τυχαία, κατά τη διάρκεια εργασιών του φυσικού αερίου στην περιοχή.
Η θέση που βρέθηκαν παραπέμπει, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις, και κατά τις δηλώσεις της Ελένης Κουντούρη, στην περίφημη Οικία του Πρόκλου, αυτή την πολυτελή οικία που, σύμφωνα με τον Θέμελη, τον Μαρινάτο και σχετική δημοσίευσή του στα Αρχαιογνωστικά, «λειτουργούσε ανελλιπώς από τις αρχές τουλάχιστον του 5ου μ.Χ. Αιώνα, ως το σημαντικότερο διδακτήριο των νεοπλατωνικών της Αθήνας».
Ερμής τύπου Ludovisi
Η ομορφιά του Ερμή να κείτεται ανάμεσα στα χώματα σαν ένας θεός που ξαναζωντανεύει κάτω από τον αττικό ουρανό, πραγματικά κλέβει την παράσταση ανάμεσα στα υπόλοιπα ευρήματα: έχοντας διατηρηθεί σε καλή κατάσταση μαρτυρά την επιβλητική πολυτέλεια της οικίας που τον φιλοξενούσε.Ως γνωστόν, οι Ρωμαίοι από τα επιφανή κοινωνικά στρώματα αρέσκονταν να διακοσμούν τις οικίες τους με εντυπωσιακά αγάλματα, τα οποία στην πλειονότητά τους ήταν αντίγραφα γνωστών αρχαίων αγαλμάτων της αρχαιότητας.
Ειδικά ο Ερμής τύπου Ludovisi λέγεται ότι ήταν αντίγραφο του αγάλματος που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας και δέσποζε, σύμφωνα με τις αναφορές του Παυσανία, στο εσωτερικό του Nαού του Ισμηνίου Απόλλωνα στη Θήβα.
Χαρακτηριστική είναι η εντυπωσιακή του κορμοστασιά με τα μακριά πόδια και τους φαρδείς θωρακικούς μύες, αλλά και η καλογραμμωμένη κοιλιά που προσιδιάζουν στα αγάλματα αυτού του τύπου.
Το κεφάλι είναι ελαφρώς κεκλιμένο προς τα κάτω και το οβάλ του πρόσωπο, το οποίο είναι μελαγχολικό, όπως είθισται σε αυτή την πλαστική έκφραση του Ερμή, πλαισιώνεται από μπούκλες.
Στο χέρι του κρατάει το εμβληματικό κηρύκειο, από το οποίο αναγνωρίζουμε την ταυτότητά του, όπως και από τα φτερωτά σανδάλια και ο φτερωτός πέτασος στο κεφάλι.
Επίσης, στα αγάλματα αυτά παρατηρούμε μια χαρακτηριστικά ελαφρά κλίση και είθισται γύρω από το χέρι του να υπάρχει τυλιγμένη μια χλαμύδα. Το νόημα του γλυπτού εξακολουθεί, ωστόσο, να είναι προβληματικό.
Ορισμένοι μελετητές ερμηνεύουν τον Ερμή τύπου Ludovisi ως αναπαράσταση του «Ερμή Λόγιου» ή θεού της ευγλωττίας -στα ελληνιστικά χρόνια κυριαρχούσε αυτή η μορφή του Ερμή ως Λόγου-, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι αποτελεί αναπαράσταση του Ερμή Ψυχοπομπού, του οδηγού των ψυχών στον Κάτω Κόσμο.
Η χρονολόγησή του, πάντως, είναι στον 5ο αιώνα μ.Χ, οπότε μας κάνει να πιστεύουμε ότι προέρχεται από την οικία του Πρόκλου, που ήταν την ίδια περίοδο.
Οσο για την προέλευση του τύπου Hermes Ludovisi, από όπου τα αντίγραφα αυτά αντλούν το όνομά τους, εντοπίζεται στο Αντζιο της Ιταλίας.
Ο αθηναϊκός Ερμής, αυτού του τύπου, που ήρθε στο φως μια όμορφη μέρα στη συμβολή των οδών Ερεχθείου και Καλλισπέρη, λίγο πιο πέρα από την Ακρόπολη, ενδέχεται να στόλιζε την οικία του Πρόκλου και να μας αποκαλύψει, μαζί με τους υπόλοιπους θησαυρούς που το συνόδευαν, πολλά στοιχεία όχι μόνο για το περίφημο αυτό νεοπλατωνικό διδακτήριο, αλλά και για την Αθήνα της εποχής εκείνης.
Βρέθηκε σε καλή κατάσταση, τοποθετημένος αριστοτεχνικά εντός κατασκευής κτισμένης από ορθογώνιες πλίνθους και ενδέχεται να ήταν ένα από τα πιο πολύτιμα αγάλματα αυτής της «λαμπρής αθηναϊκής συνοικίας της Υστερης Αρχαιότητας», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά και η κυρία Κουντούρη, κυρίαρχος ιδιοκτήτης της οποίας ήταν ο Πρόκλος.
Ο τελευταίος των νεοπλατωνικών φιλοσόφων δεν λάτρευε, όμως, μόνο τον θεό Ερμή, αλλά και τον γλύπτη Φειδία, δηλώνοντας ότι ήταν από τους πρώτους που έκλαιγαν στις κλειστές θύρες της Ακρόπολης, μετά την εντολή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, στα χρόνια του Θεοδοσίου του Β’.
Και σε αυτή την περίπτωση η υστερορωμαϊκή έπαυλη εντοπίστηκε, όπως και τα σημερινά κατάλοιπα, τυχαία κατά την περίοδο ανασκαφικών εργασιών για την αποπεράτωση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Είναι το σπίτι που όπως καταθέτει σε σχετικό δημοσίευμα ο αείμνηστος αρχαιολόγος και διευθυντής των ανασκαφών αρχαίας Μεσσήνης Πέτρος Θέμελης, έσπευσε να χρίσει, σύμφωνα με τους θρύλους, δεύτερο σπίτι της η ίδια η θεά Αθηνά μετά το κλείσιμο της Ακρόπολης.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που αποκαλύπτει ο Θέμελης, η γαλανομάτα θεά εμφανίστηκε στον ύπνο του νεοπλατωνικού φιλόσοφου, του τελευταίου ίσως πιστού της, και του είπε στο αυτί ότι θα ήθελε να κατοικήσει σπίτι του.
«Ο Πρόκλος δέχθηκε, φαντάζομαι, ασμένως τη συγκατοίκηση - άλλωστε η θέληση της θεάς ήταν απολύτως σεβαστή και δεν επιδεχόταν αντιρρήσεις. Η εξαίρετη κατοικία (η αρμοδιοτάτη οίκησις) του Πρόκλου, όπου στεγάστηκε η θεά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του μαθητή και βιογράφου του Μαρίνου, βρισκόταν κοντά στο επιφανές Ασκληπιείο και το θέατρο του Διονύσου και ήταν ορατή από την Ακρόπολη και τον Ναό της θεάς Αθηνάς, έκανε μάλιστα ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία της από εκεί ψηλά», γράφει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα που επιμελήθηκε ο Θέμελης στα Αρχαιολογικά.
Η «Οικία Χ», όπως ήταν το επικρατέστερο όνομά της, δεν θεωρήθηκε τυχαία ένα πολύ σημαντικό διδακτήριο και είναι πραγματικά κρίμα που αποκαλύφθηκε μόνο το βόρειο κομμάτι της, επειδή όλο το υπόλοιπο ήταν χτισμένο με κατοικίες!
Η μεγάλη αίθουσα που εντοπίστηκε στο βόρειο τμήμα, η οποία κατέληγε σε μια αψίδα που καλυπτόταν από ψηφιδωτά και διακοσμητικά σχήματα, ήταν μια ένδειξη ότι πρόκειται για ένα κτίριο στο οποίο σύχναζαν μικρές ομάδες ανθρώπων και άρα είχε την πιθανή χρήση διδακτηρίου.
Το ίδιο θα μπορούσαν να θεωρηθούν και οι θάλαμοι που πλαισίωναν το κεντρικό δωμάτιο και «σχετίζονταν με τα βαλανεία, τα οποία άλλοτε εντάσσονταν στην έπαυλη και άλλοτε αποτελούσαν αυτοτελή συγκροτήματα δημόσια ή ιδιωτικού χαρακτήρα», σύμφωνα με τη δημοσίευση της αρχαιολόγου Ελένης Μπάνου και της Κλειώς Τσόγκα για τις «Φιλοσοφικές Σχολές της Υστερης Αρχαιότητας στην Αθήνα: Τα υλικά κατάλοιπα».
Εκεί διαβάζουμε πως οι επαύλεις αυτές «περιελάμβαναν μια τουλάχιστον αψιδωτή αίθουσα, δηλαδή έναν ευρύχωρο ορθογώνιο χώρο με ημικυκλική τη μια (στενή) πλευρά, που βρισκόταν στη σημαντικότερη πτέρυγα της οικίας και είχε συνήθως είσοδο από την κεντρική αυλή.
Η αψιδωτή αίθουσα, κοινό χαρακτηριστικό των επαύλεων της Υστερης Αρχαιότητας σε πολλές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, θα μπορούσε να χρησιμοποιείται, ανάλογα με τις περιστάσεις, άλλοτε ως τρικλίνιο για την οργάνωση των επίσημων γευμάτων του ιδιοκτήτη και άλλοτε ως αίθουσα διδασκαλίας, καθώς διέθετε ικανό χώρο για τη διδασκαλία μιας ομάδας φοιτητών κατ’ οίκον. Στις αίθουσες αυτές αναγνωρίστηκαν (Franz 1988, 44-47) τα “ιδιωτικά θέατρα”, σύμφωνα με την περιγραφή του Ευνάπιου».
Πρόκειται για κάτι διαδεδομένο από τον 4ο μέχρι τον 6ο αι., οπότε απαγορεύτηκε συλλήβδην η φιλοσοφία από τον Ιουστινιανό στην Αθήνα, καθώς πολλοί σοφιστές συνήθιζαν να μετατρέπουν τις οικίες τους σε εκπαιδευτήρια.
Σε αυτές κυριαρχούσαν, κατά τα πρότυπα των μεγάλων θεάτρων, οι εντυπωσιακοί διάκοσμοι και τα επιβλητικά αγάλματα, ενώ κάποιες διέθεταν και εντυπωσιακές βιβλιοθήκες.
Οι διδάσκαλοι ήταν περίοπτοι φιλόσοφοι ρήτορες που είχαν μεγάλη κοινωνική επιφάνεια και μετέτρεπαν τα σπίτια τους σε μέρος «ευλογημένο» από τον Ερμή και τις μούσες σε τέτοιο βαθμό που κάποιες μαρτυρίες έλεγαν ότι έφταναν να θυμίζουν ιερά.
Αυτές συνιστούσαν τα κατεξοχήν «κέντρα παιδείας κοινωνικοποίησης του ρωμαϊκού κόσμου», σύμφωνα με ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε με συγγραφέα τον ειδικό στην Αρχαιότητα και τον Ρωμαϊκό κόσμο Τσαρλς Φρίμαν, «Τα παιδιά της Αθηνάς» (Charles Freeman, The Children of Athena, Head Zeus). Ακριβώς επειδή εξέλιπαν οι δημόσιες συζητήσεις, όπως την κλασική περίοδο, οι διαλέξεις γίνονταν ιδιωτικά στα θέατρα των οικιών.
Εκτός από την κεντρική αίθουσα και τις αψίδες αλλά και τις μικρότερες αίθουσες, στις ανασκαφές αυτές είχαν εντοπιστεί και άλλα πολύτιμα ευρήματα, όπως το εντοιχισμένο έκτυπο ανάγλυφο της Κυβέλης, ένα αναθηματικό προς τιμήν πιθανόν του Ασκληπιού (η θεότητα του οποίου λατρευόταν στην Αθήνα ακόμα και κατά τον εκχριστιανισμό), καθώς και η μαρμάρινη βάση επιτύμβιου αγάλματος που μάλλον χρησιμοποιούνταν ως τράπεζα προσφορών ή ως η βάση κάποιου άλλου αγάλματος.
Μαζί με αυτά βρέθηκαν κάποια ανάγλυφα που συναντά κανείς σήμερα στο Μουσείο της Ακρόπολης, με σημαντικότερο το επίγραμμα φιλοσοφικού περιεχομένου με τις λέξεις «σοφίην» και «βίοτον», που παραπέμπουν στο φιλοσοφικό κέντρο.
Επίσης, στην ίδια οικία βρέθηκε ένας τάφος χοίρου με κτερίσματα που μαρτυρά θησία σε ένα ζώο που θεωρούνταν άμεσα συνδεδεμένο με τις χθόνιες θεότητες και που παρατηρούνταν και κατά τα Ελευσίνια Μυστήρια.
Το σπίτι αυτό πέραν των άλλων του πλεονεκτημάτων, τού ήταν πολύ ευχάριστο, όχι μόνο διότι ήταν οικία του “πατέρα” του Συριανού και του προγόνου του, όπως τον αποκαλούσε, Πλουτάρχου, αλλά και επειδή γειτνίαζε με τον Ναό του Ασκληπιού, τον οποίον είχε κάνει διάσημο ο Σοφοκλής, και ήταν κοντά στον Ναό του Διονύσου και στο θέατρο και ήταν ορατό, ή έστω μπορούσε να το διακρίνει κανείς, από την Ακρόπολη των Αθηνών (Vita Procli, 29)». Η χρήση του «Οικίας Χ» σταμάτησε κατά τον 6ο αιώνα, μετά το κλείσιμο και την απαγόρευση λειτουργίας των φιλοσοφικών σχολών στην Αθήνα και σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Δεν αποκλείεται, κάποια από τα αγάλματα να εκχριστιανίστηκαν καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι η οικία καταλήφθηκε μετά τον Πρόκλο από Χριστιανούς, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν μαρτυρίες για την καταστροφή της.
Αναμφίβολα οι θησαυροί που έρχονται στο φως από τη συγκεκριμένη οικία να μπορούν να λύσουν πολλές ανάλογες απορίες όχι μόνο αναφορικά με την ταυτότητά της, αλλά και για την Αθήνα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής.
Η χρονολόγησή του, πάντως, είναι στον 5ο αιώνα μ.Χ, οπότε μας κάνει να πιστεύουμε ότι προέρχεται από την οικία του Πρόκλου, που ήταν την ίδια περίοδο.
Οσο για την προέλευση του τύπου Hermes Ludovisi, από όπου τα αντίγραφα αυτά αντλούν το όνομά τους, εντοπίζεται στο Αντζιο της Ιταλίας.
Ο αθηναϊκός Ερμής, αυτού του τύπου, που ήρθε στο φως μια όμορφη μέρα στη συμβολή των οδών Ερεχθείου και Καλλισπέρη, λίγο πιο πέρα από την Ακρόπολη, ενδέχεται να στόλιζε την οικία του Πρόκλου και να μας αποκαλύψει, μαζί με τους υπόλοιπους θησαυρούς που το συνόδευαν, πολλά στοιχεία όχι μόνο για το περίφημο αυτό νεοπλατωνικό διδακτήριο, αλλά και για την Αθήνα της εποχής εκείνης.
Βρέθηκε σε καλή κατάσταση, τοποθετημένος αριστοτεχνικά εντός κατασκευής κτισμένης από ορθογώνιες πλίνθους και ενδέχεται να ήταν ένα από τα πιο πολύτιμα αγάλματα αυτής της «λαμπρής αθηναϊκής συνοικίας της Υστερης Αρχαιότητας», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά και η κυρία Κουντούρη, κυρίαρχος ιδιοκτήτης της οποίας ήταν ο Πρόκλος.
Ο τελευταίος των νεοπλατωνικών φιλοσόφων δεν λάτρευε, όμως, μόνο τον θεό Ερμή, αλλά και τον γλύπτη Φειδία, δηλώνοντας ότι ήταν από τους πρώτους που έκλαιγαν στις κλειστές θύρες της Ακρόπολης, μετά την εντολή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, στα χρόνια του Θεοδοσίου του Β’.
Η σημασία της περίφημης «Οικίας Χ»
Έπρεπε να περάσει ένας αιώνας από τότε που οι δύο σπουδαίοι αρχαιολόγοι, ο επιμελητής αρχαιοτήτων Γιώργος Δοντάς και ο βοηθός του Εφόρου της Ακρόπολης Γιάννης Μηλιάδης, εντόπιζαν στην τοποθεσία Μακρυγιάννη μια έπαυλη την οποία ταύτισαν με την οικία του Πρόκλου.Και σε αυτή την περίπτωση η υστερορωμαϊκή έπαυλη εντοπίστηκε, όπως και τα σημερινά κατάλοιπα, τυχαία κατά την περίοδο ανασκαφικών εργασιών για την αποπεράτωση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Είναι το σπίτι που όπως καταθέτει σε σχετικό δημοσίευμα ο αείμνηστος αρχαιολόγος και διευθυντής των ανασκαφών αρχαίας Μεσσήνης Πέτρος Θέμελης, έσπευσε να χρίσει, σύμφωνα με τους θρύλους, δεύτερο σπίτι της η ίδια η θεά Αθηνά μετά το κλείσιμο της Ακρόπολης.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που αποκαλύπτει ο Θέμελης, η γαλανομάτα θεά εμφανίστηκε στον ύπνο του νεοπλατωνικού φιλόσοφου, του τελευταίου ίσως πιστού της, και του είπε στο αυτί ότι θα ήθελε να κατοικήσει σπίτι του.
«Ο Πρόκλος δέχθηκε, φαντάζομαι, ασμένως τη συγκατοίκηση - άλλωστε η θέληση της θεάς ήταν απολύτως σεβαστή και δεν επιδεχόταν αντιρρήσεις. Η εξαίρετη κατοικία (η αρμοδιοτάτη οίκησις) του Πρόκλου, όπου στεγάστηκε η θεά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του μαθητή και βιογράφου του Μαρίνου, βρισκόταν κοντά στο επιφανές Ασκληπιείο και το θέατρο του Διονύσου και ήταν ορατή από την Ακρόπολη και τον Ναό της θεάς Αθηνάς, έκανε μάλιστα ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία της από εκεί ψηλά», γράφει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα που επιμελήθηκε ο Θέμελης στα Αρχαιολογικά.
Η «Οικία Χ», όπως ήταν το επικρατέστερο όνομά της, δεν θεωρήθηκε τυχαία ένα πολύ σημαντικό διδακτήριο και είναι πραγματικά κρίμα που αποκαλύφθηκε μόνο το βόρειο κομμάτι της, επειδή όλο το υπόλοιπο ήταν χτισμένο με κατοικίες!
Η μεγάλη αίθουσα που εντοπίστηκε στο βόρειο τμήμα, η οποία κατέληγε σε μια αψίδα που καλυπτόταν από ψηφιδωτά και διακοσμητικά σχήματα, ήταν μια ένδειξη ότι πρόκειται για ένα κτίριο στο οποίο σύχναζαν μικρές ομάδες ανθρώπων και άρα είχε την πιθανή χρήση διδακτηρίου.
Το ίδιο θα μπορούσαν να θεωρηθούν και οι θάλαμοι που πλαισίωναν το κεντρικό δωμάτιο και «σχετίζονταν με τα βαλανεία, τα οποία άλλοτε εντάσσονταν στην έπαυλη και άλλοτε αποτελούσαν αυτοτελή συγκροτήματα δημόσια ή ιδιωτικού χαρακτήρα», σύμφωνα με τη δημοσίευση της αρχαιολόγου Ελένης Μπάνου και της Κλειώς Τσόγκα για τις «Φιλοσοφικές Σχολές της Υστερης Αρχαιότητας στην Αθήνα: Τα υλικά κατάλοιπα».
Εκεί διαβάζουμε πως οι επαύλεις αυτές «περιελάμβαναν μια τουλάχιστον αψιδωτή αίθουσα, δηλαδή έναν ευρύχωρο ορθογώνιο χώρο με ημικυκλική τη μια (στενή) πλευρά, που βρισκόταν στη σημαντικότερη πτέρυγα της οικίας και είχε συνήθως είσοδο από την κεντρική αυλή.
Η αψιδωτή αίθουσα, κοινό χαρακτηριστικό των επαύλεων της Υστερης Αρχαιότητας σε πολλές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, θα μπορούσε να χρησιμοποιείται, ανάλογα με τις περιστάσεις, άλλοτε ως τρικλίνιο για την οργάνωση των επίσημων γευμάτων του ιδιοκτήτη και άλλοτε ως αίθουσα διδασκαλίας, καθώς διέθετε ικανό χώρο για τη διδασκαλία μιας ομάδας φοιτητών κατ’ οίκον. Στις αίθουσες αυτές αναγνωρίστηκαν (Franz 1988, 44-47) τα “ιδιωτικά θέατρα”, σύμφωνα με την περιγραφή του Ευνάπιου».
Πρόκειται για κάτι διαδεδομένο από τον 4ο μέχρι τον 6ο αι., οπότε απαγορεύτηκε συλλήβδην η φιλοσοφία από τον Ιουστινιανό στην Αθήνα, καθώς πολλοί σοφιστές συνήθιζαν να μετατρέπουν τις οικίες τους σε εκπαιδευτήρια.
Σε αυτές κυριαρχούσαν, κατά τα πρότυπα των μεγάλων θεάτρων, οι εντυπωσιακοί διάκοσμοι και τα επιβλητικά αγάλματα, ενώ κάποιες διέθεταν και εντυπωσιακές βιβλιοθήκες.
Οι διδάσκαλοι ήταν περίοπτοι φιλόσοφοι ρήτορες που είχαν μεγάλη κοινωνική επιφάνεια και μετέτρεπαν τα σπίτια τους σε μέρος «ευλογημένο» από τον Ερμή και τις μούσες σε τέτοιο βαθμό που κάποιες μαρτυρίες έλεγαν ότι έφταναν να θυμίζουν ιερά.
Αυτές συνιστούσαν τα κατεξοχήν «κέντρα παιδείας κοινωνικοποίησης του ρωμαϊκού κόσμου», σύμφωνα με ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε με συγγραφέα τον ειδικό στην Αρχαιότητα και τον Ρωμαϊκό κόσμο Τσαρλς Φρίμαν, «Τα παιδιά της Αθηνάς» (Charles Freeman, The Children of Athena, Head Zeus). Ακριβώς επειδή εξέλιπαν οι δημόσιες συζητήσεις, όπως την κλασική περίοδο, οι διαλέξεις γίνονταν ιδιωτικά στα θέατρα των οικιών.
Τα άλλα ευρήματα
Οι ενδείξεις που έχουμε ότι εκεί εντοπίζεται η οικία του Πρόκλου προέρχονται ακριβώς από τις αρχικές ανασκαφές που έλαβαν χώρα τη δεκαετία του ’50 υπό την επίβλεψη των Δοντά - Μιλιάδη, οι οποίοι ταυτοποίησαν αυτές τις αίθουσες ως μέρη της περίφημης οικίας Πρόκλου, μέρος της οποίας φαίνονται να είναι και οι άρτι ανασκαφέντες θησαυροί.Εκτός από την κεντρική αίθουσα και τις αψίδες αλλά και τις μικρότερες αίθουσες, στις ανασκαφές αυτές είχαν εντοπιστεί και άλλα πολύτιμα ευρήματα, όπως το εντοιχισμένο έκτυπο ανάγλυφο της Κυβέλης, ένα αναθηματικό προς τιμήν πιθανόν του Ασκληπιού (η θεότητα του οποίου λατρευόταν στην Αθήνα ακόμα και κατά τον εκχριστιανισμό), καθώς και η μαρμάρινη βάση επιτύμβιου αγάλματος που μάλλον χρησιμοποιούνταν ως τράπεζα προσφορών ή ως η βάση κάποιου άλλου αγάλματος.
Μαζί με αυτά βρέθηκαν κάποια ανάγλυφα που συναντά κανείς σήμερα στο Μουσείο της Ακρόπολης, με σημαντικότερο το επίγραμμα φιλοσοφικού περιεχομένου με τις λέξεις «σοφίην» και «βίοτον», που παραπέμπουν στο φιλοσοφικό κέντρο.
Επίσης, στην ίδια οικία βρέθηκε ένας τάφος χοίρου με κτερίσματα που μαρτυρά θησία σε ένα ζώο που θεωρούνταν άμεσα συνδεδεμένο με τις χθόνιες θεότητες και που παρατηρούνταν και κατά τα Ελευσίνια Μυστήρια.
Η εγκατάλειψη
Από τις ελάχιστες μαρτυρίες που έχουμε γύρω από τη λειτουργία της οικίας, είναι αυτή του Μαρίνου του Νεαπολίτη, στην οποία παρέπεμψαν τόσο οι δύο αρχαιολόγοι που την ταυτοποίησαν όσο και ο Θέμελης στο σχετικό του άρθρο: «Ο Πρόκλος απέφευγε πάντοτε να προκαλεί την προσοχή, για να μη δώσει ευκαιρία σε αυτούς που επιθυμούσαν να συνωμοτήσουν εναντίον του, και το σπίτι στο οποίο ζούσε ευνοούσε ακριβώς αυτόν τον χαρακτήρα.Το σπίτι αυτό πέραν των άλλων του πλεονεκτημάτων, τού ήταν πολύ ευχάριστο, όχι μόνο διότι ήταν οικία του “πατέρα” του Συριανού και του προγόνου του, όπως τον αποκαλούσε, Πλουτάρχου, αλλά και επειδή γειτνίαζε με τον Ναό του Ασκληπιού, τον οποίον είχε κάνει διάσημο ο Σοφοκλής, και ήταν κοντά στον Ναό του Διονύσου και στο θέατρο και ήταν ορατό, ή έστω μπορούσε να το διακρίνει κανείς, από την Ακρόπολη των Αθηνών (Vita Procli, 29)». Η χρήση του «Οικίας Χ» σταμάτησε κατά τον 6ο αιώνα, μετά το κλείσιμο και την απαγόρευση λειτουργίας των φιλοσοφικών σχολών στην Αθήνα και σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Δεν αποκλείεται, κάποια από τα αγάλματα να εκχριστιανίστηκαν καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι η οικία καταλήφθηκε μετά τον Πρόκλο από Χριστιανούς, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν μαρτυρίες για την καταστροφή της.
Αναμφίβολα οι θησαυροί που έρχονται στο φως από τη συγκεκριμένη οικία να μπορούν να λύσουν πολλές ανάλογες απορίες όχι μόνο αναφορικά με την ταυτότητά της, αλλά και για την Αθήνα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr