Υπάρχω: Ο Καζαντζίδης στα... βράχια των social media
Υπάρχω: Ο Καζαντζίδης στα... βράχια των social media
Λαϊκό είδωλο και κοσμαγαπητό κοινωνικό φαινόμενο ή ένας δύστροπος χαρακτήρας; - Με αφορμή την ταινία για τη ζωή του, ο θρύλος του λαϊκού τραγουδιού εξακολουθεί όχι μόνο να υπάρχει στον δημόσιο διάλογο αλλά και να διχάζει φανατικούς θαυμαστές και σφοδρούς επικριτές στο Διαδίκτυο - Απόλυτος λαϊκός σταρ για τους μεν, αμφιλεγόμενος, δύστροπος, μισογύνης για τους δε
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Πάντα θα υφίσταται μια ανεπαίσθητη, έστω, αιτία για να ξεκινήσει μια ψαγμένη συζήτηση. Αν όχι ένας οξύτατος διάλογος. Η ταινία «Υπάρχω», που προβάλλεται και σπάει ταμεία στους ελληνικούς κινηματόγραφους, έγινε αφορμή όχι μόνο για να ανοίξει μια ευρύτερη κουβέντα, αλλά και να ξεσπάσει μια φλογερή σύγκρουση.
Πρωτοφανές για το ελληνικό σινεμά. Oχι όμως και αναπάντεχο, καθώς το έργο πραγματεύεται επί της οθόνης τον λαϊκό βάρδο Στέλιο Καζαντζίδη.
Παρότι έχει περάσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που πέθανε και πάνω από μισός αιώνας από τότε που μεσουρανούσε, ο ντόρος για τη φιλμική αναπαράσταση μέρους της ζωής του επιβεβαιώνει το αυτονόητο.
Ο θρύλος του εξακολουθεί να υπάρχει. Και συνεχίζει να ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως. Ωστόσο, προτού καλά-καλά βγει στις αίθουσες η ταινία, κατατέθηκαν επί του θέματος μύριες όσες απόψεις και αποψάρες.
Τοποθετήθηκε ο κάθε πικραμένος με το μακρύ και το κοντό του δημιουργώντας ένα απίστευτο αλαλούμ από διάφορες ατεκμηρίωτες γνώμες, απόψεις, αναλύσεις, μελέτες του ποδαριού, τυχάρπαστους ισχυρισμούς. Στην πραγματικότητα η ανακατωσούρα δεν αφορούσε την ταινία καθαυτή, αλλά τον ήρωα που αυτή βιογραφούσε.
Εως ότου το πράγμα χόντρυνε και εξελίχθηκε σε μαλλιοτράβηγμα. Συνοψίζοντας στο πρόσωπο ενός τεράστιου ερμηνευτή όλη τη διχαστική παθογένεια μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας.
Για τους μεν η ταινία συνιστούσε μια πιστή και ευαίσθητη αφήγηση βιογραφικών περιστατικών του καλλιτέχνη. Για τους δε αποτελούσε πολιτισμική καθήλωση στο παρελθόν γαρνιρισμένη με δακρύβρεχτες δόσεις νοσταλγίας. Αναγκαστικά, πάνω από την αιωρούμενη σκόνη της σύγχυσης στρώθηκε η κουρελού του καβγά.
Αυτομάτως η αντιπαράθεση πυροδοτήθηκε με αιχμηρούς σχολιασμούς, ακραίες δοξασίες και έξαλλη αντιπαραβολή ανεδαφικών επιχειρημάτων στα social media.
Και δώσ’ του, λοιπόν, τα βαθυστόχαστα ερωτήματα. «Ηταν, άραγε, ο Καζαντζίδης αντάξιος του μύθου του - αν ήταν μύθος τελικά; Ή μήπως η ταινία εξωραΐζει έναν μύθο που ποτέ δεν είχε τέτοια συμβολική οντότητα;»
Πάμε παρακάτω. Υπήρξε λαϊκό είδωλο και κοσμαγάπητο κοινωνικό φαινόμενο ή ένας αμφιλεγόμενος, δύστροπος και χειριστικός χαρακτήρας; Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάθε απόπειρα να αποσπάσει κανείς μια καλλιτεχνική προσωπικότητα από τις συνθήκες, τα βιώματα, τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής του για να τον κρίνει με σημερινά ζύγια είναι τουλάχιστον γελοία.
Πόσο μάλλον γίνεται παροξυσμικά παρανοϊκή να τη βάζει στην ίδια παλάντζα και να τη συγκρίνει σαν από διακτινισμό με σύγχρονους επιδραστικούς σελέμπριτι του ψηφιακού κόσμου στο TikTok ή το Instagram; Τι να λέμε τώρα; Δεν γίνεται ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Κάνιε Γουέστ, ας πούμε, να παρομοιάζονται και να εξισώνονται. Ανετα, όμως, μπορούν να μουτζουρώνονται και να ισοπεδώνονται, ανεξαρτήτως χρονικής περιόδου, όσο υπάρχουν ζηλωτές της πολιτικής ορθότητας και φανατικοί οπαδοί της woke κουλτούρας.
Αν, πάντως, και τα δύο κινήματα εμπιστεύονται τη διαχρονικότητα των αξιών, καταπραϋντικό στην καταγγελτική έξαψή τους θα ήταν να ακούσουν αμφότερα τον στίχο «Με κάνει και παραμιλώ, το θολωμένο μου μυαλό» από το ομώνυμο τραγούδι του Καζαντζίδη. Κι ας συνεχίσουν μετά με ανιστόρητες αναγωγές να τον στηλιτεύουν ως αλαζόνα, φαλλοκράτη, σεξιστή, μισογύνη, κήρυκα της τοξικής αρρενωπότητας.
Κι ακόμη, ας απαιτήσουν ασυλλόγιστα και εριστικά να διαγραφούν από την απέραντη δισκογραφία του τα τραγούδια που μιλούν για ερωτικούς καημούς, αναστεναγμούς, τύψεις, ζήλιες, απογοητεύσεις, απιστίες, χωρισμούς. Προφανώς ως υποτιμητικά για το γυναικείο φύλο. Αλλά αυτές οι επιθετικές επικρίσεις ανήκουν σε «Αλλοτινές μου εποχές, αλλοτινοί μου χρόνοι».
Η αλήθεια είναι ότι όσοι γεννήθηκαν μετά το ’80, 45άρηδες πια, αδυνατούν να κατανοήσουν τον λόγο της λατρείας της περασμένης γενιάς των συμπατριωτών μας για τον Καζαντζίδη. Δεν αντιλαμβάνονται την αγάπη, την αφοσίωση, τον υπέρμετρο θαυμασμό στο πρόσωπό του από τη συντριπτική πλειονότητα μιας πατριαρχικής κοινωνίας γεμάτης στερήσεις.
Δεν μπορούν, λογικά, να συλλάβουν την πίκρα της φτωχογειτονιάς, την αγωνία της βιοπάλης για επιβίωση, το άγχος του μεροκαματιάρη, την αποξένωση της μικρασιατικής προσφυγιάς, τον μάταιο κάματο της αγροτιάς, την απαξιωμένη θέση της γυναίκας, τον νόστο της ξενιτεμένης εργατιάς «στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές».
Ηταν τα θολά φεγγάρια στα τέλη της δεκαετίας του ’50 όπου όλα αυτά τα ζορισμένα κοινωνικά στρώματα αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά στις καθημερινές δυσκολίες. Ηταν τα χρόνια της υπομονής όπου ο Καζαντζίδης αναγορεύτηκε επάξια σε γνήσιο φωνητικό εκφραστή του λαϊκού πόνου και της φτώχειας.
Συνταιριάζοντας μαζί τους έχτιζε παράλληλα στα αυλάκια του βινυλίου και στο πάλκο τον δικό του μύθο. Εκπροσωπούσε με τα λαϊκά άσματά του τους οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αποκλεισμένους -χαρακτηρισμένος και ο ίδιος από τη Χωροφυλακή Νέας Ιωνίας κομμουνιστής από τα 21 του χρόνια, από το 1952 ως το 1961- στη μεροληπτική μετεμφυλιακή Ελλάδα. Μια άλλη χώρα.
Αυτό το ποντιακής καταγωγής παλικάρι από τα προσφυγικά στην οδό Αλαΐας της Νέας Ιωνίας, ξυπόλυτο παιδί του μόχθου από τρυφερή ηλικία, γιος δολοφονημένου ελασίτη από παρακρατικούς χίτες στον Εμφύλιο, ορφανός στα 15, φαντάρος στις στρατιωτικές φυλακές της Μακρονήσου όπου βασανίστηκε - είχε όλα τα άλλοθι για να μην προκόψει στη ζωή του. Διέθετε, όμως, το τσαγανό να μη λυγίσει στις αντιξοότητες.
Με χάρισμα την υπέροχα ανοικονόμητη φωνή του βρήκε το κουράγιο να πατήσει στα χνάρια των παλιότερων τραγουδιστών, να μιμηθεί τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, να προσθέσει θαρραλέα στα ακούσματά του το δικό του γούστο και ηχόχρωμα χωρίς να στεγνώσει τον βαθύ λυγμό που ξεπηδούσε από το λαρύγγι του.
Ομορφόπαιδο καθώς ήταν, ενσάρκωνε έναν άνδρα παλιάς κοπής. Με τους αυστηρούς αγέρωχους κώδικες συμπεριφοράς που επέτρεπαν ως μόνη ερμητική παρέκκλιση αδυναμίας να λαβωθεί από την προδοσία μιας γυναίκας. Τον τραγούδησε τον νταλκά αυτής της συναισθηματικά ανασφαλούς ερήμωσης στο «Ενας σκύλος και μια γυναίκα», θρυμματίζοντας τον θωρακισμένο, ως τότε, τοίχο που απαγόρευε τη δημόσια έκθεση της ανδρικής ευαισθησίας. Ανέβηκε στο πάλκο της αναβαθμισμένης πια παλιάς μπακαλοταβέρνας με λαϊκή ορχήστρα και μικρή πίστα για να χαρίσει νέο ύφος στη νυχτερινή διασκέδαση στη γενιά της αντιπαροχής και της βαθμιαίας εξόδου της γυναίκας από το νοικοκυριό στην παραγωγή.
Τραγουδούσε με όσο μπρίο τού επέτρεπε η συστολή του καθιστός, σένιος, κουστουμαρισμένος στην πένα και μια κιθάρα αγκαλιά «Θα πιούμε και ουίσκι/ θα πιούμε και σαμπάνια/ θα πιούμε τζιν και φρούμελ/ θα πιούμε και μπανάνα. Να μεθύσουμε/ και να ξενυχτήσουμε». Χωρίς, φυσικά, να παραλείπει εκείνα τα σουξέ που άγγιζαν πιο ευαίσθητες χορδές, σαν τα «Απ’ τον πόνο θα πεθάνω», «Ας είχα την υγειά μου», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Μη σκαλίζεις τη στάχτη» κ.λπ. Αλλοι καιροί, άλλα ήθη, άλλες διαδρομές σε άλλες ράγες.
Κανείς από τους αναρίθμητους πιστούς ακροατές του δεν τον κατηγόρησε πότε για μίζερο ρεπερτόριο της ερωτικής κλάψας, γκρινιάρικη μανιέρα για την κακούργα μετανάστευση, εμμονικό παραπονιάρη για την ψεύτρα κοινωνία, νευρωσική επιθυμία για ξεσκαρτάρισμα της αδικίας στο τέμπο τού «Να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε». Ο Στελάρας ήταν κομμένος και ραμμένος από τη στόφα των καιρών του. Τα λαϊκά βιώματα της εποχής ταίριαζαν γάντι στα τραγούδια του.
Εξαιρούνται, βέβαια, οι ενστάσεις για το ύφος της ερμηνείας του από το πολιτικό προσωπικό εκείνης της περιόδου. Η συντηρητική Δεξιά θα προτιμούσε ως εθνικό τραγουδιστή έναν ντόπιο χαμογελαστό Ελβις. Η επίσημη Αριστερά θα ικανοποιούνταν από έναν εγχώριο βλοσυρό ταξικό βάρδο στο στυλ του σοβιετικού «καλλιτέχνη του λαού» Λεονίντ Ουτέσοφ. Η πλατιά απήχηση και η εγκάρδια μαζική αποδοχή του Καζαντζίδη δεν έκανε το χατίρι στα γούστα και τις ψευδαισθήσεις τους.
Αναπόδραστα οι σημερινές περισπούδαστες αναλύσεις και οι οξύτατες αντιπαραθέσεις για τον σπουδαίο τραγουδιστή, με τη χωροχρονική απόσταση που χωρίζει δύο εντελώς διαφορετικές εποχές, αποτελούν μάταιη και σπάταλη επίδειξη. Η πολιτιστική κληρονομία του Καζαντζίδη έχει ταξινομηθεί και καταχωριστεί στα κεφάλαια που αφορούν το μουσικό ταξίδι 40 χρόνων σύγχρονης Ιστορίας.
Το μεθυστικά συναρπαστικό κρυβόταν στην καρδιά που εμπεριείχε η φωνή του. Αποτελεί, ωστόσο, απλούστευση το ότι στα χρόνια του ζενίθ της καριέρας του στο πεντάγραμμο ο κόσμος χωρίστηκε ανάμεσα σε αυτούς που τον άκουγαν και σε εκείνους που απορριπτικά τον περιφρονούσαν. Συνιστά μάλλον αφέλεια ότι τον αγαπούσαν παθιασμένα μόνο η εργατιά και η αγροτιά, τον συμπαθούσαν οι μικρομεσαίοι, ενώ τον απεχθάνονταν συλλήβδην τα ανώτερα οικονομικά στρώματα επειδή κατ’ αυτούς τα τραγούδια του αναπαρήγαν τον μύθο της εξοβελιστέας Ψωροκώσταινας.
Πράγματι η συγκεκριμένη κατηγορία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης μπορεί να σιχανόταν αισθητικά τις «ινδοτσιγκάνικες» Μαντουμπάλες και Ζιγκουάλες, αλλά ευχαρίστως απολάμβαναν τα υπέροχα «έντεχνα-λαϊκά», όπως «Το πέλαγο είναι βαθύ» του Μάνου και το «Παράπονο» του Μίκη. Εμελλε, όμως, με την καταφρονεμένη από τα μεγαλοαστικά γούστα «Μαντουμπάλα» να πάρει πεισματικά τη μεγαλύτερη εμπορική ρεβάνς από τους σνομπ επικριτές της.
Το 45άρι δισκάκι με το ομώνυμο τραγούδι που στην άλλη του όψη περιελάμβανε το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» πούλησε το αστρονομικό για την εποχή αριθμό των 100.000 τεμαχίων. Τότε που στην Ελλάδα υπήρχαν με το ζόρι 40.000 πικάπ και ηλεκτρόφωνα! Ηταν τόσο μεγάλη η εμβέλεια και η επίδραση του Καζαντζίδη ώστε ο κόσμος πρώτα αγόραζε και έβαζε στο σπίτι του τους δίσκους του και μετά ψώνιζε με δόσεις το πικάπ.
Ηταν τα πρώιμα 60s που ακόμη και η πιο προχωρημένη ενδυματολογικά και αισθητικά νεολαία, που τους έλεγαν «γεγέδες», η οποία ψαχνόταν ακουστικά σε πάρτυ με τους Beatles, τους Animals, τους Rolling Stones, μεράκλωνε κάποιες φορές με τα τραγούδια του Στέλιου. Νεαροί 20χρονοι, παιδιά γεννημένα στον ζόφο της ναζιστικής Κατοχής, τα οποία είχαν σπεύσει ομαδικά να συμμετάσχουν ως κομπάρσοι στο γυρίσματα της αγγλικής ταινίας «Διακοπές στη Ελλάδα» με πρωταγωνιστή τον διάσημο, τότε, ποπ Βρετανοϊνδό τραγουδιστή Κλιφ Ρίτσαρντ, συνωστίζονταν σε συνοικιακά καφενεία, απενοχοποιημένα σφαιριστήρια και ταπεινά σουβλατζίδικα για να ακούσουν Καζαντζίδη.
Τον προσέφεραν καμαρωτά τα τίγκα στους δίσκους του φωτισμένα τζουκ μποξ. Μια δραχμή τα τέσσερα, ένα δίφραγκο -όσο ένα σερβιρισμένο μπουκάλι ούζο- τα δέκα τραγούδια για να ανάψει το κέφι ή να βγει ο φρακαρισμένος αναστεναγμός. Από κοντά θαμώνες οι ενήλικοι μεροκαματιάρηδες και άνεργοι μπατίρηδες που δεν μπορούσαν να απολαύσουν ζωντανά το ίνδαλμά τους στα μαγαζιά που εμφανιζόταν. Πού να πάνε με άδειες τσέπες σε κοσμικά κέντρα σαν τα «Θείος», «Μπερτζελέτος», «Ροσινιόλ» «Τριάνα του Χειλά» στη Συγγρού, «Κουλουριώτη» και «Φαληρικόν» στις Τζιτζιφιές, στη «Μαντουμπάλα», πρώην «Φλόριντα» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας; Με λίγα κέρματα, ένα ποτήρι ξεροσφύρι, λιτό μεζέ ρεφενέ διασκέδαζαν με το «Για μας ποτέ μην ξημερώσει» και το αυτί κολλημένο στο ηχείο του τζουκ μποξ που έπαιζε στη διαπασών.
Από εκεί ξεχυνόταν πυρετώδης η τρανταχτή φωνή του Καζαντζίδη σαν του μουεζίνη στον μιναρέ, που καλούσε τους πιστούς για προσευχή. Για όσους φανατικούς θαυμαστές στερούνταν την εικόνα του υπήρχε πάντα ο κινηματογράφος της γειτονιάς.
Εκείνη την εποχή ελάχιστοι -έως κανένας- ασχολούνταν με τη συμπεριφορά του Καζαντζίδη απέναντι στους συνεργάτες του στο πάλκο, τη στάση του στις παρτενέρ του στο τραγούδι, στις ερωμένες και τις συζύγους του, τον τρόπο του έναντι της Μαρινέλλας ή της Καίτης Γκρέυ, το κόλλημα με τη μάνα του την κυρά Γεσθημανή. Ουδείς ενοχλούνταν από τις ιδιοτροπίες και τον φορές ναρκισσισμό του, τον ενίοτε αποδοκιμαστικό, αν όχι πικρόχολο, τόνο που εκδήλωνε προς τους συναδέλφους του τραγουδιστές ή συνθέτες.
Κανένας δεν δυσφορούσε αν σκορπούσε την περιουσία του στο Καζίνο της Πάρνηθας - δικά του ήταν τα λεφτά, ας τα έκαιγε κιόλας. Για τον πλατύ κόσμο ο Καζαντζίδης ήταν λαϊκό είδωλο σε εικόνισμα στολισμένο με κώδικα ηθικών αξιών και ροπή συμπαράστασης προς τους αναξιοπαθούντες. Οχι πως η ελληνική κοινωνία δεν ήταν κουτσομπόλα, δεν κρατούσε μυστικά και ψέματα σε ανήλιαγα διπλοκλειδωμένα σεντούκια, αλλά για την πλειονότητά της ο Στέλιος ήταν ένας γνήσιος λαϊκός ήρωας που ερμήνευε μοναδικά τα πάθη της.
Στάθηκε σύσσωμη στο πλευρό του όταν αυτός έγινε ο πρώτος που διεκδίκησε εργασιακά δικαιώματα για όλο το καλλιτεχνικό σινάφι. Βρέθηκε ανυπερθέτως πλάι του όταν στράφηκε κατά των δισκογραφικών. Ηταν ο μόνος που κατήγγειλε τις συμβάσεις δουλείας των εταιρειών παραγωγής. Ο κόσμος συμμερίστηκε ακόμη και τα μετέπειτα παραληρήματά του, όταν με όγκο στον εγκέφαλο καταφερόταν εναντίον τους. Στο κάτω-κάτω, υπήρξε ο πρωτοπόρος αναχωρητής από τις ζωντανές εμφανίσεις. Στα 34 του παράτησε διά παντός τη νύχτα. Τα βρόντηξε ένα φθινοπωρινό βράδυ του 1965 στο χειμερινό «Φαληρικόν» επί της Αχαρνών και Ηπείρου, το μετέπειτα «Κύτταρο», και πήγε κυριολεκτικά για ψάρεμα.
Δεν γούσταρε το νταηλίκι των αφεντικών των μαγαζιών, το μπραβιλίκι της νύχτας, την ξιπασιά των νεόπλουτων θαμώνων. Δεν ήταν παλιάτσος για γελοία σκέρτσα χάριν χαρτούρας και παραγγελιάς. Κορέστηκε, μπούχτισε, έγκωσε.
Αποσύρθηκε στο ησυχαστήριό του, σε ένα κτήμα 6 στρεμμάτων στον Αγιο Κωνσταντίνο, με την ψαρόβαρκα, τα δίχτυα του και ένα τρανζιστοράκι, ενώ η φιλόξενη σύζυγός του Βάσω έψηνε ολημερίς καφέδες για να φιλέψει τις στρατιές των θαυμαστών που παρέλαυναν καθημερινά από το εξοχικό του σπίτι.
Τι κι αν από το 1975 μέχρι το 1987, επί ολόκληρα δώδεκα χρόνια δεν πάτησε σε στούντιο ηχογράφησης για να δισκογραφήσει. Αντί να ξεχαστεί, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο τον ακριβοθώρητο μύθο του. Σύλλογοι δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν σε όλη την επικράτεια, δρόμοι βαφτίστηκαν με το όνομά του, λαϊκές γιορτές και φεστιβάλ διοργανώθηκαν για χάρη του. Κι αυτός έμενε αποστασιοποιημένος από τα εγκώμια και τους επαίνους.
Ηθελε να είναι πραγματικά ο ανέπαφος εαυτός του χωρίς παραμορφώσεις και παρεμβολές. Σύχναζε σε κουτούκια που τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν μαζί με την εκάστοτε παρέα του, μοιραζόταν τις σκέψεις του σε σπάνιες συνεντεύξεις, βάφτιζε τα παιδιά των φίλων, καθώς δεν απέκτησε ποτέ δικά του, σε εκκλησίες όπου συνέρρεαν μαζικά σαν από παλλαϊκό συναγερμό πλήθος σαγηνευμένων οπαδών της φωνής και των τραγουδιών του.
Πέθανε στα 70 του μετά από πολύμηνη μάχη με το καρκίνο. Κηδεύτηκε ένα συννεφιασμένο Σάββατο στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2001 στον Αγιο Γεώργιο Ελευσίνας. Συνέρρευσε στο κοιμητήριο μια τεραστία πομπή ανθρώπων με ραγισμένες καρδιές από όλα τα μέρη της χώρας για να τον αποχαιρετήσουν άδοντας πένθιμα τα τραγούδια του.
Το παλλαϊκό προσκύνημα στο μνήμα του κράτησε ως τα χαράματα, καθώς αρκετοί προσπαθούσαν να εναποθέσουν στο χώμα του τάφου διάφορα προσωπικά τους αντικείμενα για να τα «πάρει μαζί του».
Τα φώτα του πάλκου είχαν σβήσει συγκινητικά προ πολλού και η φωνή του σιγήσει πλέον οριστικά. Καμία σημασία δεν έχει, ούτε κάποιο κίνητρο υπάρχει πια για παινέματα ή κακολογίες, πετροβολήματα ή εξυμνήσεις που επαναξιολογούν με σύγχρονη οπτική την υστεροφημία του. Τσάμπα ο κόπος για κόντρες με αφορμή μια ευπρεπή ταινία που εκ των πραγμάτων δεν αξιώνει να συμπεριλάβει όλο το μέγεθος του Καζαντζίδη.
Ετσι και αλλιώς, πριν καταφθάσει αμείλικτη η αδιαφορία, ο χρόνος είναι ο μονός ανιδιοτελής κριτής της δόξας ενός τραγουδιστή. Στην εποχή του θα αρκούσε για κατευνασμό της όποιας υστερικής αντιπαράθεσης και της αδικαιολόγητα οξυμένης εχθροπάθειας ο στίχος του τραγουδιού του «Κι αν αλλάξαμε λόγια βαριά, γύρνα πίσω και ξέχνα τα πια. Και ας παν στην ευχή τα παλιά».
Ειδήσεις σήμερα:
Αποζημίωση από τον δήμαρχο για τα ατυχήματα στο πεζοδρόμιο - Η απόφαση του Αρείου Πάγου
ΗΠΑ: Χάος από την κακοκαιρία, ακυρώθηκαν πάνω από 1.300 πτήσεις - Σε κλοιό χιονιά Γερμανία και Βρετανία
Θοδωρής Μαραντίνης: Ήταν η μεγαλύτερή μου νίκη το να έχω μισές ημέρες εγώ τα παιδιά και τις άλλες μισές η μητέρα τους
Πρωτοφανές για το ελληνικό σινεμά. Oχι όμως και αναπάντεχο, καθώς το έργο πραγματεύεται επί της οθόνης τον λαϊκό βάρδο Στέλιο Καζαντζίδη.
Παρότι έχει περάσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που πέθανε και πάνω από μισός αιώνας από τότε που μεσουρανούσε, ο ντόρος για τη φιλμική αναπαράσταση μέρους της ζωής του επιβεβαιώνει το αυτονόητο.
Ο θρύλος του εξακολουθεί να υπάρχει. Και συνεχίζει να ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως. Ωστόσο, προτού καλά-καλά βγει στις αίθουσες η ταινία, κατατέθηκαν επί του θέματος μύριες όσες απόψεις και αποψάρες.
Τοποθετήθηκε ο κάθε πικραμένος με το μακρύ και το κοντό του δημιουργώντας ένα απίστευτο αλαλούμ από διάφορες ατεκμηρίωτες γνώμες, απόψεις, αναλύσεις, μελέτες του ποδαριού, τυχάρπαστους ισχυρισμούς. Στην πραγματικότητα η ανακατωσούρα δεν αφορούσε την ταινία καθαυτή, αλλά τον ήρωα που αυτή βιογραφούσε.
Εως ότου το πράγμα χόντρυνε και εξελίχθηκε σε μαλλιοτράβηγμα. Συνοψίζοντας στο πρόσωπο ενός τεράστιου ερμηνευτή όλη τη διχαστική παθογένεια μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας.
Για τους μεν η ταινία συνιστούσε μια πιστή και ευαίσθητη αφήγηση βιογραφικών περιστατικών του καλλιτέχνη. Για τους δε αποτελούσε πολιτισμική καθήλωση στο παρελθόν γαρνιρισμένη με δακρύβρεχτες δόσεις νοσταλγίας. Αναγκαστικά, πάνω από την αιωρούμενη σκόνη της σύγχυσης στρώθηκε η κουρελού του καβγά.
Αυτομάτως η αντιπαράθεση πυροδοτήθηκε με αιχμηρούς σχολιασμούς, ακραίες δοξασίες και έξαλλη αντιπαραβολή ανεδαφικών επιχειρημάτων στα social media.
Και δώσ’ του, λοιπόν, τα βαθυστόχαστα ερωτήματα. «Ηταν, άραγε, ο Καζαντζίδης αντάξιος του μύθου του - αν ήταν μύθος τελικά; Ή μήπως η ταινία εξωραΐζει έναν μύθο που ποτέ δεν είχε τέτοια συμβολική οντότητα;»
Πάμε παρακάτω. Υπήρξε λαϊκό είδωλο και κοσμαγάπητο κοινωνικό φαινόμενο ή ένας αμφιλεγόμενος, δύστροπος και χειριστικός χαρακτήρας; Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάθε απόπειρα να αποσπάσει κανείς μια καλλιτεχνική προσωπικότητα από τις συνθήκες, τα βιώματα, τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής του για να τον κρίνει με σημερινά ζύγια είναι τουλάχιστον γελοία.
Πόσο μάλλον γίνεται παροξυσμικά παρανοϊκή να τη βάζει στην ίδια παλάντζα και να τη συγκρίνει σαν από διακτινισμό με σύγχρονους επιδραστικούς σελέμπριτι του ψηφιακού κόσμου στο TikTok ή το Instagram; Τι να λέμε τώρα; Δεν γίνεται ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Κάνιε Γουέστ, ας πούμε, να παρομοιάζονται και να εξισώνονται. Ανετα, όμως, μπορούν να μουτζουρώνονται και να ισοπεδώνονται, ανεξαρτήτως χρονικής περιόδου, όσο υπάρχουν ζηλωτές της πολιτικής ορθότητας και φανατικοί οπαδοί της woke κουλτούρας.
Αν, πάντως, και τα δύο κινήματα εμπιστεύονται τη διαχρονικότητα των αξιών, καταπραϋντικό στην καταγγελτική έξαψή τους θα ήταν να ακούσουν αμφότερα τον στίχο «Με κάνει και παραμιλώ, το θολωμένο μου μυαλό» από το ομώνυμο τραγούδι του Καζαντζίδη. Κι ας συνεχίσουν μετά με ανιστόρητες αναγωγές να τον στηλιτεύουν ως αλαζόνα, φαλλοκράτη, σεξιστή, μισογύνη, κήρυκα της τοξικής αρρενωπότητας.
Κι ακόμη, ας απαιτήσουν ασυλλόγιστα και εριστικά να διαγραφούν από την απέραντη δισκογραφία του τα τραγούδια που μιλούν για ερωτικούς καημούς, αναστεναγμούς, τύψεις, ζήλιες, απογοητεύσεις, απιστίες, χωρισμούς. Προφανώς ως υποτιμητικά για το γυναικείο φύλο. Αλλά αυτές οι επιθετικές επικρίσεις ανήκουν σε «Αλλοτινές μου εποχές, αλλοτινοί μου χρόνοι».
Το παιδί του λαού
Η αλήθεια είναι ότι όσοι γεννήθηκαν μετά το ’80, 45άρηδες πια, αδυνατούν να κατανοήσουν τον λόγο της λατρείας της περασμένης γενιάς των συμπατριωτών μας για τον Καζαντζίδη. Δεν αντιλαμβάνονται την αγάπη, την αφοσίωση, τον υπέρμετρο θαυμασμό στο πρόσωπό του από τη συντριπτική πλειονότητα μιας πατριαρχικής κοινωνίας γεμάτης στερήσεις. Δεν μπορούν, λογικά, να συλλάβουν την πίκρα της φτωχογειτονιάς, την αγωνία της βιοπάλης για επιβίωση, το άγχος του μεροκαματιάρη, την αποξένωση της μικρασιατικής προσφυγιάς, τον μάταιο κάματο της αγροτιάς, την απαξιωμένη θέση της γυναίκας, τον νόστο της ξενιτεμένης εργατιάς «στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές».
Ηταν τα θολά φεγγάρια στα τέλη της δεκαετίας του ’50 όπου όλα αυτά τα ζορισμένα κοινωνικά στρώματα αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά στις καθημερινές δυσκολίες. Ηταν τα χρόνια της υπομονής όπου ο Καζαντζίδης αναγορεύτηκε επάξια σε γνήσιο φωνητικό εκφραστή του λαϊκού πόνου και της φτώχειας.
Συνταιριάζοντας μαζί τους έχτιζε παράλληλα στα αυλάκια του βινυλίου και στο πάλκο τον δικό του μύθο. Εκπροσωπούσε με τα λαϊκά άσματά του τους οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αποκλεισμένους -χαρακτηρισμένος και ο ίδιος από τη Χωροφυλακή Νέας Ιωνίας κομμουνιστής από τα 21 του χρόνια, από το 1952 ως το 1961- στη μεροληπτική μετεμφυλιακή Ελλάδα. Μια άλλη χώρα.
Αυτό το ποντιακής καταγωγής παλικάρι από τα προσφυγικά στην οδό Αλαΐας της Νέας Ιωνίας, ξυπόλυτο παιδί του μόχθου από τρυφερή ηλικία, γιος δολοφονημένου ελασίτη από παρακρατικούς χίτες στον Εμφύλιο, ορφανός στα 15, φαντάρος στις στρατιωτικές φυλακές της Μακρονήσου όπου βασανίστηκε - είχε όλα τα άλλοθι για να μην προκόψει στη ζωή του. Διέθετε, όμως, το τσαγανό να μη λυγίσει στις αντιξοότητες.
Με χάρισμα την υπέροχα ανοικονόμητη φωνή του βρήκε το κουράγιο να πατήσει στα χνάρια των παλιότερων τραγουδιστών, να μιμηθεί τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, να προσθέσει θαρραλέα στα ακούσματά του το δικό του γούστο και ηχόχρωμα χωρίς να στεγνώσει τον βαθύ λυγμό που ξεπηδούσε από το λαρύγγι του.
Αλλοι καιροί, άλλα ήθη
Ομορφόπαιδο καθώς ήταν, ενσάρκωνε έναν άνδρα παλιάς κοπής. Με τους αυστηρούς αγέρωχους κώδικες συμπεριφοράς που επέτρεπαν ως μόνη ερμητική παρέκκλιση αδυναμίας να λαβωθεί από την προδοσία μιας γυναίκας. Τον τραγούδησε τον νταλκά αυτής της συναισθηματικά ανασφαλούς ερήμωσης στο «Ενας σκύλος και μια γυναίκα», θρυμματίζοντας τον θωρακισμένο, ως τότε, τοίχο που απαγόρευε τη δημόσια έκθεση της ανδρικής ευαισθησίας. Ανέβηκε στο πάλκο της αναβαθμισμένης πια παλιάς μπακαλοταβέρνας με λαϊκή ορχήστρα και μικρή πίστα για να χαρίσει νέο ύφος στη νυχτερινή διασκέδαση στη γενιά της αντιπαροχής και της βαθμιαίας εξόδου της γυναίκας από το νοικοκυριό στην παραγωγή. Τραγουδούσε με όσο μπρίο τού επέτρεπε η συστολή του καθιστός, σένιος, κουστουμαρισμένος στην πένα και μια κιθάρα αγκαλιά «Θα πιούμε και ουίσκι/ θα πιούμε και σαμπάνια/ θα πιούμε τζιν και φρούμελ/ θα πιούμε και μπανάνα. Να μεθύσουμε/ και να ξενυχτήσουμε». Χωρίς, φυσικά, να παραλείπει εκείνα τα σουξέ που άγγιζαν πιο ευαίσθητες χορδές, σαν τα «Απ’ τον πόνο θα πεθάνω», «Ας είχα την υγειά μου», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Μη σκαλίζεις τη στάχτη» κ.λπ. Αλλοι καιροί, άλλα ήθη, άλλες διαδρομές σε άλλες ράγες.
Κανείς από τους αναρίθμητους πιστούς ακροατές του δεν τον κατηγόρησε πότε για μίζερο ρεπερτόριο της ερωτικής κλάψας, γκρινιάρικη μανιέρα για την κακούργα μετανάστευση, εμμονικό παραπονιάρη για την ψεύτρα κοινωνία, νευρωσική επιθυμία για ξεσκαρτάρισμα της αδικίας στο τέμπο τού «Να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε». Ο Στελάρας ήταν κομμένος και ραμμένος από τη στόφα των καιρών του. Τα λαϊκά βιώματα της εποχής ταίριαζαν γάντι στα τραγούδια του.
Εξαιρούνται, βέβαια, οι ενστάσεις για το ύφος της ερμηνείας του από το πολιτικό προσωπικό εκείνης της περιόδου. Η συντηρητική Δεξιά θα προτιμούσε ως εθνικό τραγουδιστή έναν ντόπιο χαμογελαστό Ελβις. Η επίσημη Αριστερά θα ικανοποιούνταν από έναν εγχώριο βλοσυρό ταξικό βάρδο στο στυλ του σοβιετικού «καλλιτέχνη του λαού» Λεονίντ Ουτέσοφ. Η πλατιά απήχηση και η εγκάρδια μαζική αποδοχή του Καζαντζίδη δεν έκανε το χατίρι στα γούστα και τις ψευδαισθήσεις τους.
Αναπόδραστα οι σημερινές περισπούδαστες αναλύσεις και οι οξύτατες αντιπαραθέσεις για τον σπουδαίο τραγουδιστή, με τη χωροχρονική απόσταση που χωρίζει δύο εντελώς διαφορετικές εποχές, αποτελούν μάταιη και σπάταλη επίδειξη. Η πολιτιστική κληρονομία του Καζαντζίδη έχει ταξινομηθεί και καταχωριστεί στα κεφάλαια που αφορούν το μουσικό ταξίδι 40 χρόνων σύγχρονης Ιστορίας.
Ρεκόρ πωλήσεων
Προσκύνησε ο απλός κόσμος στη σπηλαιώδη φωνάρα του. Υποκλίθηκε στο εύρος, στις ανάσες, στη σταθερότητα, στο χρώμα, στον όγκο, στο μέταλλό της. Ασπάστηκε εκείνο τον λαιμό που παλλόταν συντονισμένος στις νότες και αγκάλιασε το έτοιμο να εκραγεί ηφαιστειώδες στήθος του. Λάτρεψε τον αντίλαλο της φωνής που τραγούδησε όλη σχεδόν την άμμο της παραλίας και τα κύματα της θάλασσας σε αναρίθμητες συνθέσεις. Διόλου τυχαία ο Ακης Πάνου σημείωνε ότι «όλους τους τραγουδιστές να βάλεις σε ένα καζάνι, δεν θα βγάλεις μισό Καζαντζίδη».Το μεθυστικά συναρπαστικό κρυβόταν στην καρδιά που εμπεριείχε η φωνή του. Αποτελεί, ωστόσο, απλούστευση το ότι στα χρόνια του ζενίθ της καριέρας του στο πεντάγραμμο ο κόσμος χωρίστηκε ανάμεσα σε αυτούς που τον άκουγαν και σε εκείνους που απορριπτικά τον περιφρονούσαν. Συνιστά μάλλον αφέλεια ότι τον αγαπούσαν παθιασμένα μόνο η εργατιά και η αγροτιά, τον συμπαθούσαν οι μικρομεσαίοι, ενώ τον απεχθάνονταν συλλήβδην τα ανώτερα οικονομικά στρώματα επειδή κατ’ αυτούς τα τραγούδια του αναπαρήγαν τον μύθο της εξοβελιστέας Ψωροκώσταινας.
Πράγματι η συγκεκριμένη κατηγορία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης μπορεί να σιχανόταν αισθητικά τις «ινδοτσιγκάνικες» Μαντουμπάλες και Ζιγκουάλες, αλλά ευχαρίστως απολάμβαναν τα υπέροχα «έντεχνα-λαϊκά», όπως «Το πέλαγο είναι βαθύ» του Μάνου και το «Παράπονο» του Μίκη. Εμελλε, όμως, με την καταφρονεμένη από τα μεγαλοαστικά γούστα «Μαντουμπάλα» να πάρει πεισματικά τη μεγαλύτερη εμπορική ρεβάνς από τους σνομπ επικριτές της.
Το 45άρι δισκάκι με το ομώνυμο τραγούδι που στην άλλη του όψη περιελάμβανε το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» πούλησε το αστρονομικό για την εποχή αριθμό των 100.000 τεμαχίων. Τότε που στην Ελλάδα υπήρχαν με το ζόρι 40.000 πικάπ και ηλεκτρόφωνα! Ηταν τόσο μεγάλη η εμβέλεια και η επίδραση του Καζαντζίδη ώστε ο κόσμος πρώτα αγόραζε και έβαζε στο σπίτι του τους δίσκους του και μετά ψώνιζε με δόσεις το πικάπ.
Ηταν τα πρώιμα 60s που ακόμη και η πιο προχωρημένη ενδυματολογικά και αισθητικά νεολαία, που τους έλεγαν «γεγέδες», η οποία ψαχνόταν ακουστικά σε πάρτυ με τους Beatles, τους Animals, τους Rolling Stones, μεράκλωνε κάποιες φορές με τα τραγούδια του Στέλιου. Νεαροί 20χρονοι, παιδιά γεννημένα στον ζόφο της ναζιστικής Κατοχής, τα οποία είχαν σπεύσει ομαδικά να συμμετάσχουν ως κομπάρσοι στο γυρίσματα της αγγλικής ταινίας «Διακοπές στη Ελλάδα» με πρωταγωνιστή τον διάσημο, τότε, ποπ Βρετανοϊνδό τραγουδιστή Κλιφ Ρίτσαρντ, συνωστίζονταν σε συνοικιακά καφενεία, απενοχοποιημένα σφαιριστήρια και ταπεινά σουβλατζίδικα για να ακούσουν Καζαντζίδη.
Τον προσέφεραν καμαρωτά τα τίγκα στους δίσκους του φωτισμένα τζουκ μποξ. Μια δραχμή τα τέσσερα, ένα δίφραγκο -όσο ένα σερβιρισμένο μπουκάλι ούζο- τα δέκα τραγούδια για να ανάψει το κέφι ή να βγει ο φρακαρισμένος αναστεναγμός. Από κοντά θαμώνες οι ενήλικοι μεροκαματιάρηδες και άνεργοι μπατίρηδες που δεν μπορούσαν να απολαύσουν ζωντανά το ίνδαλμά τους στα μαγαζιά που εμφανιζόταν. Πού να πάνε με άδειες τσέπες σε κοσμικά κέντρα σαν τα «Θείος», «Μπερτζελέτος», «Ροσινιόλ» «Τριάνα του Χειλά» στη Συγγρού, «Κουλουριώτη» και «Φαληρικόν» στις Τζιτζιφιές, στη «Μαντουμπάλα», πρώην «Φλόριντα» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας; Με λίγα κέρματα, ένα ποτήρι ξεροσφύρι, λιτό μεζέ ρεφενέ διασκέδαζαν με το «Για μας ποτέ μην ξημερώσει» και το αυτί κολλημένο στο ηχείο του τζουκ μποξ που έπαιζε στη διαπασών.
Από εκεί ξεχυνόταν πυρετώδης η τρανταχτή φωνή του Καζαντζίδη σαν του μουεζίνη στον μιναρέ, που καλούσε τους πιστούς για προσευχή. Για όσους φανατικούς θαυμαστές στερούνταν την εικόνα του υπήρχε πάντα ο κινηματογράφος της γειτονιάς.
Οι γυναίκες και τα πάθη
Τραγούδησε με σιγόντο της Μαρινέλλας σε κάμποσα ασπρόμαυρα, μάλλον δευτεροκλασάτα, μελό και μερικές κωμωδίες. Είπαμε, άλλα χρόνια σε άλλη Ελλάδα, προ τηλεόρσης και Διαδικτύου. Πολύ πριν από την επέλαση μιας επιτηδευμένης πολιτικής ορθότητας που ανακαλύπτει δικαιωματικές ανορθογραφίες σε βάθος αιώνων.Εκείνη την εποχή ελάχιστοι -έως κανένας- ασχολούνταν με τη συμπεριφορά του Καζαντζίδη απέναντι στους συνεργάτες του στο πάλκο, τη στάση του στις παρτενέρ του στο τραγούδι, στις ερωμένες και τις συζύγους του, τον τρόπο του έναντι της Μαρινέλλας ή της Καίτης Γκρέυ, το κόλλημα με τη μάνα του την κυρά Γεσθημανή. Ουδείς ενοχλούνταν από τις ιδιοτροπίες και τον φορές ναρκισσισμό του, τον ενίοτε αποδοκιμαστικό, αν όχι πικρόχολο, τόνο που εκδήλωνε προς τους συναδέλφους του τραγουδιστές ή συνθέτες.
Κανένας δεν δυσφορούσε αν σκορπούσε την περιουσία του στο Καζίνο της Πάρνηθας - δικά του ήταν τα λεφτά, ας τα έκαιγε κιόλας. Για τον πλατύ κόσμο ο Καζαντζίδης ήταν λαϊκό είδωλο σε εικόνισμα στολισμένο με κώδικα ηθικών αξιών και ροπή συμπαράστασης προς τους αναξιοπαθούντες. Οχι πως η ελληνική κοινωνία δεν ήταν κουτσομπόλα, δεν κρατούσε μυστικά και ψέματα σε ανήλιαγα διπλοκλειδωμένα σεντούκια, αλλά για την πλειονότητά της ο Στέλιος ήταν ένας γνήσιος λαϊκός ήρωας που ερμήνευε μοναδικά τα πάθη της.
Στάθηκε σύσσωμη στο πλευρό του όταν αυτός έγινε ο πρώτος που διεκδίκησε εργασιακά δικαιώματα για όλο το καλλιτεχνικό σινάφι. Βρέθηκε ανυπερθέτως πλάι του όταν στράφηκε κατά των δισκογραφικών. Ηταν ο μόνος που κατήγγειλε τις συμβάσεις δουλείας των εταιρειών παραγωγής. Ο κόσμος συμμερίστηκε ακόμη και τα μετέπειτα παραληρήματά του, όταν με όγκο στον εγκέφαλο καταφερόταν εναντίον τους. Στο κάτω-κάτω, υπήρξε ο πρωτοπόρος αναχωρητής από τις ζωντανές εμφανίσεις. Στα 34 του παράτησε διά παντός τη νύχτα. Τα βρόντηξε ένα φθινοπωρινό βράδυ του 1965 στο χειμερινό «Φαληρικόν» επί της Αχαρνών και Ηπείρου, το μετέπειτα «Κύτταρο», και πήγε κυριολεκτικά για ψάρεμα.
Δεν γούσταρε το νταηλίκι των αφεντικών των μαγαζιών, το μπραβιλίκι της νύχτας, την ξιπασιά των νεόπλουτων θαμώνων. Δεν ήταν παλιάτσος για γελοία σκέρτσα χάριν χαρτούρας και παραγγελιάς. Κορέστηκε, μπούχτισε, έγκωσε.
Αγνόησε δόξα και χρήμα
Σιχαινόταν το σπάσιμο πιάτων, τους εκβιαστικούς τσαμπουκάδες με κουμπούρια, την επιβεβλημένη κονσομασιόν των τραγουδιστριών της ορχήστρας του στα τραπέζια των τρανών, επώνυμων και επιδεικτικά πλούσιων πελατών. Είχε το ανάστημα να πει «τέρμα» και να το εννοεί. Αγνόησε και πέταξε κατάμουτρα τον πακτωλό χρημάτων από αμοιβές που του πρόσφεραν. Δεν ζήτησε ούτε μια χάρη από τη χούντα που του επέβαλε δυσθεώρητα φορολογικά πρόστιμα. Αρνήθηκε συνειδητά να δώσει ανοιχτές συναυλίες στη Μεταπολίτευση, όταν θα μπορούσε να γεμίσει άνετα 20 Ολυμπιακά στάδια.Αποσύρθηκε στο ησυχαστήριό του, σε ένα κτήμα 6 στρεμμάτων στον Αγιο Κωνσταντίνο, με την ψαρόβαρκα, τα δίχτυα του και ένα τρανζιστοράκι, ενώ η φιλόξενη σύζυγός του Βάσω έψηνε ολημερίς καφέδες για να φιλέψει τις στρατιές των θαυμαστών που παρέλαυναν καθημερινά από το εξοχικό του σπίτι.
Τι κι αν από το 1975 μέχρι το 1987, επί ολόκληρα δώδεκα χρόνια δεν πάτησε σε στούντιο ηχογράφησης για να δισκογραφήσει. Αντί να ξεχαστεί, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο τον ακριβοθώρητο μύθο του. Σύλλογοι δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν σε όλη την επικράτεια, δρόμοι βαφτίστηκαν με το όνομά του, λαϊκές γιορτές και φεστιβάλ διοργανώθηκαν για χάρη του. Κι αυτός έμενε αποστασιοποιημένος από τα εγκώμια και τους επαίνους.
Ηθελε να είναι πραγματικά ο ανέπαφος εαυτός του χωρίς παραμορφώσεις και παρεμβολές. Σύχναζε σε κουτούκια που τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν μαζί με την εκάστοτε παρέα του, μοιραζόταν τις σκέψεις του σε σπάνιες συνεντεύξεις, βάφτιζε τα παιδιά των φίλων, καθώς δεν απέκτησε ποτέ δικά του, σε εκκλησίες όπου συνέρρεαν μαζικά σαν από παλλαϊκό συναγερμό πλήθος σαγηνευμένων οπαδών της φωνής και των τραγουδιών του.
Το τέλος...
Πέθανε στα 70 του μετά από πολύμηνη μάχη με το καρκίνο. Κηδεύτηκε ένα συννεφιασμένο Σάββατο στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2001 στον Αγιο Γεώργιο Ελευσίνας. Συνέρρευσε στο κοιμητήριο μια τεραστία πομπή ανθρώπων με ραγισμένες καρδιές από όλα τα μέρη της χώρας για να τον αποχαιρετήσουν άδοντας πένθιμα τα τραγούδια του. Το παλλαϊκό προσκύνημα στο μνήμα του κράτησε ως τα χαράματα, καθώς αρκετοί προσπαθούσαν να εναποθέσουν στο χώμα του τάφου διάφορα προσωπικά τους αντικείμενα για να τα «πάρει μαζί του».
Τα φώτα του πάλκου είχαν σβήσει συγκινητικά προ πολλού και η φωνή του σιγήσει πλέον οριστικά. Καμία σημασία δεν έχει, ούτε κάποιο κίνητρο υπάρχει πια για παινέματα ή κακολογίες, πετροβολήματα ή εξυμνήσεις που επαναξιολογούν με σύγχρονη οπτική την υστεροφημία του. Τσάμπα ο κόπος για κόντρες με αφορμή μια ευπρεπή ταινία που εκ των πραγμάτων δεν αξιώνει να συμπεριλάβει όλο το μέγεθος του Καζαντζίδη.
Ετσι και αλλιώς, πριν καταφθάσει αμείλικτη η αδιαφορία, ο χρόνος είναι ο μονός ανιδιοτελής κριτής της δόξας ενός τραγουδιστή. Στην εποχή του θα αρκούσε για κατευνασμό της όποιας υστερικής αντιπαράθεσης και της αδικαιολόγητα οξυμένης εχθροπάθειας ο στίχος του τραγουδιού του «Κι αν αλλάξαμε λόγια βαριά, γύρνα πίσω και ξέχνα τα πια. Και ας παν στην ευχή τα παλιά».
Ειδήσεις σήμερα:
Αποζημίωση από τον δήμαρχο για τα ατυχήματα στο πεζοδρόμιο - Η απόφαση του Αρείου Πάγου
ΗΠΑ: Χάος από την κακοκαιρία, ακυρώθηκαν πάνω από 1.300 πτήσεις - Σε κλοιό χιονιά Γερμανία και Βρετανία
Θοδωρής Μαραντίνης: Ήταν η μεγαλύτερή μου νίκη το να έχω μισές ημέρες εγώ τα παιδιά και τις άλλες μισές η μητέρα τους
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα