Ατελείωτες ιστορίες «αμαρτωλής τέχνης» που δεν γλίτωσε από το λιντσάρισμα - Από την «Ελένη» και τον Τζιμάκο, στην Εθνική Πινακοθήκη
Αυτόκλητοι τιμωροί και αναμορφωτές της «παραστρατημένης» τέχνης, όπως ο βουλευτής Παπαδόπουλος που τα έσπασε στην Εθνική Πινακοθήκη, υπάρχουν πολλοί εδω και εκατοντάδες χρόνια
Σχεδόν τόσο παλιά όσο και η τέχνη -αλλά και η βλασφημία- μοιάζει να είναι η διαμάχη γύρω από το πού τελειώνουν η ελευθεροστομία, το απεριόριστο, το αδέσμευτο και απυρόβλητο της Τέχνης και πού αρχίζει η βλασφημία.
Και δεδομένου ότι είναι εξ ορισμού ανέφικτο να θεσπιστούν γενικοί κανόνες, οικουμενικής και διαχρονικής ισχύος, η σχετική συζήτηση παραμένει ανοιχτή επί αιώνες. Θέτοντας από καιρού εις καιρόν σκληρά και δισεπίλυτα διλήμματα, όπως ακριβώς έγινε τις προηγούμενες ημέρες με το επεισόδιο στην Εθνική Πινακοθήκη και τις σπασμένες κορνίζες στην έκθεση «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου».
Αυτές που άφησε πίσω του ο βουλευτής Νίκος Παπαδόπουλος του κόμματος Νίκη ύστερα από την επίθεσή του σε κάποια έργα που, όπως εκείνος θεώρησε (αλλά όχι μόνο εκείνος, όπως αποδείχθηκε), προσέβαλαν βάναυσα και ασυγχώρητα την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, την οποία ο κ. Παπαδόπουλος πίστεψε πως θα προστάτευε αν τιμωρούσε παραδειγματικά ο ίδιος, διά της απευθείας καταστροφής τους, τα επίμαχα καλλιτεχνήματα.
Τα «βλάσφημα» έργα που έσπασε ο βουλευτής της Νίκης Νίκος Παπαδόπουλος παραμένουν ως ίχνη βίας και βανδαλισμού στο πάτωμα της Εθνικής Πινακοθήκης
Αμετανόητος
Το γεγονός ότι ο βουλευτής παρέμεινε αμετανόητος για την πράξη του, όπως και το ότι μια ουδόλως αμελητέα μερίδα της κοινής γνώμης φαίνεται πως την επικροτεί ηχηρά ή σιωπηρά, παραπέμπει μάλλον σε ένα ζήτημα σύνθετο και με βαθύτερες ρίζες παρά σε ένα ξαφνικό θόλωμα στο μυαλό ενός μεμονωμένου ατόμου.
Την αίσθηση αυτή επιτείνει η στάση που υιοθέτησε δημοσίως σε σχέση με το περιστατικό η Εκκλησία της Ελλάδος. Εστω και απόμακρα, έστω και αν έδωσε προτεραιότητα στην τήρηση των προσχημάτων, η Ιερά Σύνοδος εξέφρασε τη λύπη της, όχι όμως για τον βανδαλισμό, αλλά «για το περιεχόμενο συγκεκριμένων έργων της εν λόγω εκθέσεως και αποφάσισε να ενεργήσει τα δέοντα προς την Ελληνική Κυβέρνηση», όπως ανέφερε η ολιγόλεκτη ανακοίνωση.
Βεβαίως, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί -και μάλλον χωρίς να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα-, ο κ. Παπαδόπουλος ενώθηκε με το ρεύμα εκείνων, π.χ., που τον Οκτώβριο του 1988 έσκισαν τις οθόνες αθηναϊκών κινηματογράφων και έκαψαν το σινεμά «Οπερα» σε ένα αχαλίνωτο ξέσπασμα φανατισμού ενάντια στην προβολή της ταινίας «Ο Τελευταίος Πειρασμός». Στο ίδιο αυτό ρεύμα ανήκουν όμως κι εκείνοι που δεν περιορίζονται στις υλικές φθορές για να συνετίσουν τους βλάσφημους της τέχνης.
Tον Οκτώβριο του 1988 φανατικοί έσκισαν τις οθόνες αθηναϊκών κινηματογράφων και έκαψαν το σινεμά «Οπερα» σε ένα αχαλίνωτο ξέσπασμα φανατισμού ενάντια στην προβολή της ταινίας «Ο Τελευταίος Πειρασμός»
Εκείνοι που φτάνουν στην απόπειρα ανθρωποκτονίας - και ο διάσημος συγγραφέας Σαλμάν Ρούσντι, ο οποίος ζει με τη μόνιμη απειλή της δολοφονίας, επίσης από το 1988, όταν και εκδόθηκε «φετβά» εις βάρος του, έχει πολλά να πει επ' αυτού. Οσα δεν θα μπορέσουν να πουν ποτέ οι 12 νεκροί της αιματοχυσίας στα γραφεία του περιοδικού «Charlie Hebdo» τον Ιανουάριο του 2015. Ακόμη και αν ήθελαν να ζητήσουν συγγνώμη για την αναστάτωση που προκάλεσαν με την τέχνη τους, το δικαίωμα στη μεταμέλεια αφαιρέθηκε οριστικά από τους κομίστες του «Charlie Hebdo» μαζί με τη ζωή τους.
Στο πλαίσιο της διαχρονικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο τι συγχωρείται στην τέχνη και τι όχι, στην προσπάθεια υπέρβασης των σκληρών και άβολων διλημμάτων περί αποδεκτών και μη ορίων, οι εκάστοτε εκπρόσωποι των αντιτιμαχόμενων πλευρών, εάν παρακάμψει κανείς την τοξικότητα και την υπερβολή, στην ουσία ανταλλάσσουν βάσιμα και λίγο-πολύ εύλογα επιχειρήματα. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά -και παρά την αγεφύρωτη διάσταση απόψεων- ανάμεσα σε εκείνους που τάσσονται υπέρ της λογοκρισίας στην τέχνη και στους αφοσιωμένους υποστηρικτές της απόλυτης καλλιτεχνικής ελευθερίας.
Ηταν λοιπόν προκλητικά τα σκίτσα, π.χ., του «Charlie Hebdo» για τον Μωάμεθ; Σαφώς και ήταν. Ηταν πρωτότυπα, πνευματώδη και τολμηρά, αν όχι όλα, έστω πολλά εξ αυτών; Σαφώς και ήταν, εφόσον εξυπηρετούσαν τον στόχο τους, δηλαδή το να καυτηριάσουν τη τζιχαντιστική βαρβαρότητα, μαζί με την ιδεολογική μήτρα που τη γεννά και την υποθάλπει. Ηταν όμως αναμενόμενο κάποιος μωαμεθανός να νιώσει προσβεβλημένος από τη σάτιρα εις βάρος του ισλαμικού φανατισμού, έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν και την ασκούσαν οι Γάλλοι δημιουργοί των επίμαχων κόμικ;
Σαφώς και ήταν αναμενόμενο ότι κάποιος θα θιγόταν. Και όχι απαραιτήτως κάποιος αποφασισμένος να πεθάνει εις το όνομα του Αλλάχ σαν βομβιστής αυτοκτονίας, αλλά οποιοσδήποτε απλός μωαμεθανός.
Την ενδεχόμενη αυτή παρενέργεια των κόμικ που σκίτσαραν πιθανότατα την είχαν υπόψη τους ακόμη και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Συναφώς, ήταν το μακελειό με τους 12 νεκρούς και τους 11 τραυματίες ο πιο αποτελεσματικός και ενδεδειγμένος τρόπος για να σωφρονιστεί το «Charlie Hebdo», επειδή ίσως, ορθώς ή όχι, το είχε παρατραβήξει με τη διακωμώδηση των ισλαμιστών; Το τελευταίο ερώτημα προφανώς δεν χρήζει απάντησης. Διότι η απάντηση, ακόμη και στη σκόπιμη βλασφημία, στην εμπρόθετη βεβήλωση συμβόλων που για κάποιους είναι ιερά, δεν μπορεί να είναι η βία, δεν μπορεί να είναι καν η αυτόβουλη αντιποίηση του νόμου - και δη του πρωτόγονου, εξωθεσμικού και εξωκοινωνικού νόμου της αυτοδικίας.
Τον Ιανουάριο του 2015 12 κομίστες και δημοσιογράφοι του «Charlie Hebdo» έπεσαν νεκροί από την επίθεση στα γραφεία του περιοδικού
Η Παρακμασμένη Τέχνη
«Εχουμε ανάγκη την Τέχνη για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια», θρυλείται πως είναι μια σκέψη που είχε γράψει, εν είδει αφορισμού, σε ένα σημειωματάριό του ο Φρίντριχ Νίτσε. Το 1888 κατά σύμπτωση, ακριβώς 100 χρόνια προτού οι ορδές των εν Αθήναις θρησκόληπτων κάνουν ντου στο «Οπερα» κραδαίνοντας σταυρούς και αυτοσχέδια εξαπτέρυγα που έμοιαζαν επικίνδυνα με πολεμικά δόρατα και πολιορκητικούς κριούς.
Εχουμε ανάγκη, λοιπόν, την Τέχνη, όπως λέει ο έξοχος Νίτσε, ως ασπίδα προφύλαξης από την εκτυφλωτική και αμείλικτη αλήθεια της πραγματικότητας. Τι γίνεται όμως όταν η αλήθεια επιχειρεί να σκοτώσει την τέχνη, μεταφορικά ή, ακόμη χειρότερα, κυριολεκτικά; Ενίοτε την έκφραση της αλήθειας διεκδικούν κατ' αποκλειστικότητα για τον εαυτό τους αυτόκλητοι τιμωροί και αναμορφωτές της παραστρατημένης και βλάσφημης τέχνης, εν προκειμένω όπως ο βουλευτής Παπαδόπουλος.
Τότε οι παρενέργειες μπορεί να είναι εντελώς ανεξέλεγκτες, συχνά δε τραγικές. Την πεποίθηση ότι εκφράζουν το μόνο σωστό, ηθικό και δίκαιο δεν είχε μόνο ο κ. Παπαδόπουλος. Την είχαν και όσοι θριαμβολογούσαν, λόγου χάρη, όταν ματαιώθηκε το «Πες το ψέματα» μόνο και μόνο επειδή το γυναικείο φύλο είχε μηδενική εκπροσώπηση στον 17μελή θίασο που θα ανέβαζε την εν λόγω κωμική παράσταση.
Τα χρόνια και οι συνθήκες μπορεί να αλλάζουν, σε μεγάλο βαθμό όμως τα κρούσματα της λογοκρισίας του λιντσαρίσματος παραμένουν ίδια ως προς την ουσία και την υποκείμενη λογική τους - ασχέτως εάν πρόκειται για θριάμβους του παραλογισμού. Ο Αδόλφος Χίτλερ, φέρ' ειπείν, όντας ο ίδιος ένας αποτυχημένος ζωγράφος προτού βρει τον προορισμό του ως Φίρερ, έτρεφε ένα ανεξήγητο, πλην θανάσιμο μίσος για την αφηρημένη τέχνη.
Οταν το Εθνοσοσιαλιστικό Κόμμα του κατέλαβε την εξουσία, ένας από τους πρώτους πολέμους των ναζί ήταν αυτός που κήρυξαν ενάντια στη λεγόμενη «Entartete Kunst», την Παρακμασμένη Τέχνη. Εκατοντάδες έργα που εντάσσονταν, με την ευρεία έννοια, στον μοντερνισμό, πίνακες που πριν και μετά τον Χίτλερ θεωρήθηκαν αριστουργήματα, αίφνης τέθηκαν εκτός νόμου. Κρίθηκαν ανάρμοστα για την άρια κουλτούρα, τέθηκαν υπό διωγμόν και πολλά από αυτά καταστράφηκαν - όπως και οι δημιουργοί τους, εννοείται.
Με άλλα λόγια, ο καθένας δικαιούται να θεωρεί προσβλητικό ή ακόμη και ασυγχώρητα βέβηλο ένα έργο τέχνης, είτε αυτό είναι κόμικ, είτε μια εικαστική δημιουργία, είτε ακόμη και ένα καρπούζι ή ένα κομμάτι κρέας κρεμασμένο σε τσιγκέλι, το οποίο χρησιμοποιείται ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης. Κανείς, όμως, δεν δικαιούται να μετέρχεται βίαια μέσα για να τιμωρήσει τα έργα - πολλώ δε μάλλον τους δημιουργούς τους. Η Τέχνη, ακόμη και όταν παρεκτρέπεται ή φλερτάρει με το άσεμνο, το ασεβές, το βέβηλο συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι, ζωτικής σημασίας μάλιστα, της ανθρώπινης κοινωνίας. Σε πλήρη αντίθεση με τη βία, με τον πρωτογονισμό της αυτοδικίας και το λιντσάρισμα.
Η «Πάπισσα Ιωάννα»
Περίπου 160 χρόνια προτού ο βουλευτής Παπαδόπουλος αποκαθηλώσει έργα σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών από την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, στις 4 Απριλίου του 1866 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος προσπαθούσε να αντιμετωπίσει ένα παρόμοιο πρόβλημα. Απευθύνοντας έγγραφη σύσταση προς τους ανά την ελληνική επικράτεια ιεράρχες, η Ιερά Σύνοδος αποκήρυσσε, με οξύτατο αποτροπιασμό και βδελυγμία, το μυθιστόρημα «Πάπισσα Ιωάννα».
Η σχετική εγκύκλιος έγραφε τότε ότι το βιβλίο «γέμει (σ.σ.: είναι γεμάτο) δυστυχώς πάσης ασεβείας, κακοδοξίας και αισχρότητος». Ο δε συγγραφέας του, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, σύμφωνα με τους συντάκτες της εγκυκλίου, είχε ποταπά ελατήρια, συνέκρινε τα ιερότατα με τα βέβηλα και προσέβαλλε τα χρηστά ήθη «ποιούμενος περιγραφάς και διηγήσεις ασεμνοτάτας».
Το βιβλίο αποκηρυσσόταν, παραδιδόταν στο ιερό ανάθεμα ως «αντιχριστιανικόν και κακόηθες», ενώ παράλληλα οι αρχιερείς καλούσαν το υπουργείο Παιδείας να κινηθεί νομικά εναντίον του Ροΐδη. Οσο για το χριστεπώνυμο πλήρωμα, δηλαδή τους επίδοξους πλην απροστάτευτους αναγνώστες έναντι της φρικτής απειλής, θα έπρεπε όχι μόνο να αποφύγουν την «Πάπισσα Ιωάννα» «ως αποκύημα και μιασματικόν νόσημα, ου μην αλλά και τω πυρί παραδιδώσιν».
Μετάφραση: Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αφόριζε την «Πάπισσα Ιωάννα» και παρακινούσε τους πιστούς να ρίχνουν τα αντίτυπά της κατευθείαν στην πυρά, εάν και όπου τα έβρισκαν.
Η περίπτωση της «Πάπισσας» είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη για την εμβάθυνση στο ζήτημα του βέβηλου ή μη της τέχνης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ροΐδης συνέθεσε μια αριστουργηματική αλληγορία για τη διαφθορά της κοσμικής Εκκλησίας. Η σάτιρά του ήταν αδυσώπητη, ενώ η καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί ήταν το ιδανικό γλωσσικό περιτύλιγμα για τη σαρωτική ροΐδεια ειρωνεία. Εν ολίγοις και κατά κοινή ομολογία, η «Πάπισσα Ιωάννα» είναι ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά μνημεία του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.
Βλάσφημες
Ταυτόχρονα, όμως, εάν θέλει να είναι κανείς αντικειμενικός, είναι κατανοητό το γιατί σκανδαλίστηκαν και εξεμάνησαν οι θρησκευόμενοι του 1866. Το «κατανοητό», φυσικά, δεν ταυτίζεται με το «συγνωστό» και ουδείς στοιχειωδώς εχέφρων θα επικροτούσε την αντίδραση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας που καταδίκαζε σε δημόσια καύση ένα λογοτέχνημα ένα πνευματικό προϊόν.
Και σαν να μην είχε φτάσει στο άκρον άωτον της βλασφημίας, ο Εμμανουήλ Ροΐδης θεώρησε υποχρέωσή του να πληροφορήσει τους αναγνώστες του -το 1866 κατ' αρχάς- ότι μετά από το κάζο με την Ιωάννα, κάθε επόμενος Πάπας της Ρώμης ελεγχόταν για τον ανδρισμό του. Υποχρεωνόταν να πάρει θέση σε ειδικό θώκο με οπή στην έδρα ώστε οι αρμόδιοι να ψηλαφήσουν τη γεννητική περιοχή και να διαπιστώσουν ότι έχει ή δεν έχει τον πρέποντα βιολογικό εξοπλισμό. Αναφωνούσαν, δε, «habet!» όταν ένιωθαν στα χέρια τους τα ανδρικά αναπαραγωγικά εξαρτήματα, δηλαδή «τα έχει!».
Η «Ελένη» και ο Τζιμάκος
Η Ιερά Σύνοδος εντέλει ανακάλεσε τον αφορισμό της «Πάπισσας Ιωάννας» και του Ροΐδη, μερικές ώρες πριν ο συγγραφέας αποβιώσει, ίσα-ίσα για να λάβει την τελευταία μετάληψη. Αυτό σημαίνει, άραγε, πως ο Εμμανουήλ Ροΐδης συγχωρέθηκε; Ισως ναι, ίσως όχι. Η «Πάπισσα», πάντως, δεν χάθηκε στην πυρά. Απεναντίας, κατέκτησε τη δόξα, την καταξίωση, αλλά και την εμπορική επιτυχία ενός κλασικού έργου.
Ο αφορισμός ουδέποτε την πτόησε - μάλλον της προσέδωσε επιπλέον αίγλη. Οπως κατά κανόνα συμβαίνει με την πλειονότητα των «αιρετικών» καλλιτεχνικών έργων, από τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη -ο οποίος είχε επίσης πολλαπλές προστριβές με την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία για λόγους χρηστοήθειας- έως τα διαβόητα «Παλλόμενα Πέη», την οργιαστική -24ωρης διάρκειας- παράσταση «Mount Olympus» του Γιαν Φαμπρ που είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων πριν από 10 χρόνια για μια σειρά από διαφορετικούς λόγους.
Οπως ότι απέδιδε τον κόσμο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας με τολμηρές ομοερωτικές περιπτύξεις μεταξύ των ανδρών performer, αλλά και διότι ο Φαμπρ είχε διατελέσει, για μερικές εβδομάδες το 2016, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών. Τηρουμένων των αναλογιών, ο Φαμπρ δεν έπεσε θύμα κάποιου βίαιου επεισοδίου, ενώ η σύλληψή του με την κατηγορία της σεξουαλικής παρενόχλησης προέκυψε χρόνια αργότερα από τον σάλο με τα «Παλλόμενα Πέη».
Την ωμή βία της καταστροφής ενός έργου τέχνης βίωσε το 2003 ο Ελληνας conceptual artist Θανάσης Τότσικας, όταν μια εξοργισμένη φιλότεχνος έσκισε ένα από τα έργα του. Επρόκειτο συγκεκριμένα για το ολόσωμο πορτρέτο του καλλιτέχνη, ο οποίος είχε αυτοφωτογραφηθεί γυμνός τη στιγμή που φαινόταν να έχει εισαγάγει το πέος του σε ένα καρπούζι σε φυσικό περιβάλλον.
Αναζητώντας ιστορικές ομοιότητες, η περίπτωση της «Πάπισσας Ιωάννας» προσιδιάζει περισσότερο σε εκείνην της «Ελένης» του Νίκου Γκατζογιάννη, ασχέτως εάν το ένα είχε θρησκευτικό και το άλλο πολιτικό θεματικό πυρήνα. Τόσο το βιβλίο του Γκατζογιάννη όσο και η προβολή της ομότιτλης ταινίας λειτούργησαν ως έναυσμα για ακόμη μία αναζωπύρωση των εμφύλιων παθών, αυτή τη φορά με φόντο την Ελλάδα της δεκαετίας του '80.
Εντούτοις, το επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον Νίκο Παπαδόπουλο στην Εθνική Πινακοθήκη και τη μανία του εις βάρος τεσσάρων εικαστικών συνθέσεων του καλλιτέχνη Χριστόφορου Κατσαδιώτη, τα οποία απεικονίζουν οικείες μορφές της ορθόδοξης χριστιανικής αγιογραφίας -αλλά έντονα παραλλαγμένες, εξ ου και το σκάνδαλο-, ανήκει στην ίδια κατηγορία, γενικώς, με την αριστοφανικής αυθάδειας -σχεδόν εμμονική- αντικληρικαλιστική σάτιρα του Τζίμη Πανούση, εξαιτίας της οποίας βρέθηκε επανειλημμένως σε ανακριτικά γραφεία, δικάστηκε και καταδικάστηκε ακόμη, ασχέτως εάν ποτέ δεν σταμάτησε να απευθύνεται στο κοινό με «βέβηλα» εξώφυλλα δίσκων και αφίσες.
Είτε έσκιζε τη γαλανόλευκη, είτε αντικαθιστούσε τον σταυρό με σφυροδρέπανο, είτε πόζαρε ο ίδιος ντυμένος με άμφια και ιερατικά κοσμήματα με την Παναγία σε εκδοχή κότας, ο «Τζιμάκος» έπαιζε με τη φωτιά του αναθέματος ως τις τελευταίες του ημέρες.
Κανείς δεν ξεφεύγει
Από την οργή των πιο ευέξαπτων, όσων θεωρούν δικαίως ή αδίκως πως οφείλουν να εξεγερθούν και να αναλάβουν άμεση δράση ώστε να προστατεύσουν τα ιδανικά τους -όποια και εάν είναι αυτά, θρησκευτικά, εθνικά, ιδεολογικά κ.λπ.-, δεν ξεφεύγει κανείς. Κι αυτό πιστοποιείται από τα κρούσματα αυθαίρετης λογοκρισίας και θορυβώδους απόπειρας λιντσαρίσματος καλλιτεχνημάτων και καλλιτεχνών σε κάθε πεδίο της Τέχνης. Τα κρούσματα τέτοιων ενεργειών είναι δεκάδες τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Αρκεί να θυμηθεί κανείς τον «ιερό πόλεμο» που ξέσπασε το 1980 ανάμεσα στην Εκκλησία και τον σκηνοθέτη Δημήτρη Κολλάτο για την παράσταση «Ο Αγιος Πρεβέζης» με εμπλοκή και της Πολιτείας. Και σε ό,τι αφορά τους σκηνοθέτες, ούτε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, παρά το διεθνές κύρος του, ούτε π.χ. η Λένα Κιτσοπούλου απέφυγαν τη στοχοποίηση και την κατακραυγή.
Ο μεν πρώτος συγκρούστηκε μετωπικά με τον μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη για το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» κατηγορούμενος για περιφρόνηση του ελληνορθόδοξου ιδεώδους. Η δε Κιτσοπούλου το 2012 ξεκίνησε... με το δεξί την καριέρα της ως θεατρική συγγραφέας με την παράσταση «Αθανάσιος Διάκος - Η επιστροφή», στην οποία υποτίθεται πως περιέπαιζε έναν εμβληματικό ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης - και μάλιστα έναν άνθρωπο που μαρτύρησε για την εθνική ανεξαρτησία.
Σαλμάν Ρούσντι
Καταγγελίες για «περιύβριση εθνικού ή θρησκευτικού συμβόλου», εκκλήσεις για παρέμβαση εισαγγελέα, φωνές, θυμός, οργή, αναρίθμητες αντεγκλήσεις σε ΜΜΕ και social media, αυτό είναι το κοκτέιλ της εναντίωσης στην τέχνη που υπερβαίνει τα εσκαμμένα - ή που κάτι τέτοιο της καταλογίζεται. Ομως, τα πνεύματα ανάβουν επικίνδυνα, κυρίως για τη δημοκρατία, όταν συγκεκριμένες δυνάμεις επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν την εκάστοτε αναταραχή.
Κάτι που συνέβαινε συχνά-πυκνά επί των ημερών του μορφώματος Χρυσή Αυγή, τότε που το σωστό και το ηθικό επιβαλλόταν διά ροπάλου σε συγκριμένα καλλιτεχνικά γεγονότα. Οπως η παράσταση «Corpus Christi» στο Θέατρο Χυτήριο, το 2012, όπου χρειάστηκε επέμβαση ακόμη και των ΜΑΤ ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω εκτράχυνση των επεισοδίων.
Παρ’ όλα αυτά, ελάχιστα περιστατικά άσκησης βίας εις βάρος της τέχνης συγκρίνονται με αυτό που διαδραματίστηκε στις 12 Αυγούστου του 2022 στη Νέα Υόρκη. «Εκείνη την ημέρα», γράφει ο Σαλμάν Ρούσντι, «μου επιτέθηκε με μαχαίρι και παραλίγο να με σκοτώσει ένας νεαρός άνδρας. Ηταν λίγο μετά από την εμφάνισή μου στη σκηνή ενός αμφιθεάτρου, όπου θα μιλούσα για τη σημασία να ζουν οι συγγραφείς σε συνθήκες ασφάλειας. Τα μάτια μου ακολούθησαν τον άνδρα που ξεπήδησε από το ακροατήριο.
Με πλησιάζει, βλέπω κάθε βήμα του καθώς τρέχει με ορμή. Σηκώνω το αριστερό μου χέρι σε αυτοάμυνα. Εκεί μπήγει το μαχαίρι του. Ακολουθούν πολλά χτυπήματα, στον λαιμό μου, στο στήθος μου, στο μάτι μου, παντού. Νιώθω τα πόδια μου να υποχωρούν και πέφτω. Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε κάνει τον κόπο να βρει κάποιες πληροφορίες για εκείνον που είχε αποφασίσει να σκοτώσει.
Οπως παραδέχτηκε ο ίδιος, μια-δυο σελίδες από τα βιβλία μου ήταν όλο κι όλο αυτό που είχε διαβάσει, παρακολούθησε κανα-δυο βίντεο στο YouTube κι αυτό ήταν. Στο παρόν βιβλίο θα προσπαθήσω να καταλάβω ποιος ήταν ο λόγος γι' αυτή την απόπειρα δολοφονίας εις βάρος μου». Το βιβλίο του Σαλμάν Ρούσντι τιτλοφορείται «Μαχαίρι».