Έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Γιάννης Κοντός

Σε ηλικία 71 ετών


Τα ξημερώματα άφησε την τελευταία του πνοή ο ποιητής Γιάννης Κοντός, σε ηλικία 71 ετών, 'επειτα από μακρά νοσηλεία του στο νοσοκομείο. Η είδηση του θανάτου του, σκόρπισε τη θλίψη στον εκδοτικό κόσμο. Η κηδεία του θα γίνει το Σάββατο (24/1), στις 12:30, από το Νεκροταφείο Παπάγου.

Αφήνοντας το δικό του αποτύπωμα στα ελληνικά γράμματα για 49 χρόνια ο Γιάννης Κοντός εξέδωσε ποιητικές συλλογές, δύο βιβλία με πεζά κείμενα και τρία βιβλία για παιδιά. Ελαβε πολλές διακρίσεις και το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «ο αθλητής του τίποτα».

Ο Γιάννης Κοντός γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943. Σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Μεταξύ 1971-1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας.

Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο, το 1970. Το 1973 έλαβε τη χορηγία του Ιδρύματος Φορντ. Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου καθώς και των εκδόσεων «Κέδρος», ενώ υπήρξε συνεργάτης του «Βήματος της Κυριακής».

Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο «Απόπειρα». Έχει γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους.

Τον Απρίλιο του 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο», σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά.

Το ενδέκατο βιβλίο του, «Πρόκες στα σύννεφα», 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά.

Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.

Σε συνέντευξη του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο Γιάννης Κοντός, είχε πει για την ποίηση: «Η ποίηση καταγράφει τα πάντα, ο ποιητής ως πολίτης και καλλιτέχνης βιώνει τη σύγχρονη κοινωνία, που δυστυχώς είναι σε ένα τέλμα. Όλα τα έχει προσαρμόσει στο θέμα οικονομία».

Διαβάστε απόσπασμα της συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο αξέχαστος Γιάννης Κοντός

Με τον συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων σας, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Τόπος, συμπληρώνετε μια τεσσαρακονταετία αδιάλειπτης παρουσίας στην ποίηση. Πώς θα ορίζατε την ταυτότητά της;
Από έφηβος με προσδιόρισε ο μοντερνισμός. Αυτός με οδήγησε στα πρώτα βήματά μου. Αυτός με απελευθέρωσε. Αυτός με καθόρισε και είμαι παιδί της γενιάς του 1930 και των μεταπολεμικών ποιητών. Χωρίς να λησμονώ και τα διδάγματα των παλαιότερων, Ελλήνων και ξένων. Εξάλλου πιστεύω στη συνέχεια της τέχνης.

Η ποίησή σας είναι, μεταξύ άλλων, και μια ποίηση του αστικού τοπίου. Οι ποιητικοί σας ήρωες μοιάζουν να τρομάζουν και ταυτοχρόνως να εξοργίζονται με την απάνθρωπη και συχνά εκφοβιστική όψη του. Αντανακλά αυτό το διαταραγμένο κοινωνικά τοπίο και μιαν εσωτερική ρωγμή της ύπαρξης;

Φυσικά και είμαι ποιητής του άστεως. Η ύπαιθρος χώρα δεν μου λέει τίποτε. Θέλω τους ανθρώπους, τη μεγάλη πόλη, το στρίμωγμα και την ταχύτητα της κινήσεως. Και βέβαια αυτή η πίεση η κοινωνική και η ανθρώπινη πολλές φορές είναι απάνθρωπη, γι αυτό και οι ήρωές μου αντιδρούν. Και φυσικά όλο αυτό το πνεύμα αντανακλά και μια εσωτερική-υπαρξιακή αγωνία στον σύγχρονο άνθρωπο.

Ισχυρές μεταφορές, γρήγορη και ταυτοχρόνως αιφνιδιαστική εναλλαγή των χώρων και των εικόνων: το γράψιμό σας έχει έναν ασθματικό, κάποτε και εσκεμμένα παραληρηματικό ρυθμό. Τι Θέλετε πρωτίστως να εκφράσετε χρησιμοποιώντας μια τέτοια τεχνική;
Είναι η μεγάλη αγωνία για τη διάσταση των ανθρώπων: με την τεχνολογία, το σύστημα των τραπεζών και την παγωμένη αντιμετώπιση από όλες τις κυβερνήσεις που μας βλέπουν σαν αριθμούς. Γι αυτό είμαι φανατικός θαυμαστής του Σάμιουελ Μπέκετ και του γλύπτη Τζιακομέτι.

Είστε ένας ποιητής από τη δουλειά του οποίου δεν έλλειψε ποτέ η ανησυχία για ό,τι συμβαίνει στο πεδίο του συλλογικού. Πιστεύετε ότι η ποίηση είναι σε θέση να αποτυπώσει με κάποιον τρόπο τα εξαιρετικά κρίσιμα χρόνια στα οποία ζούμε;

Η ποίηση καταγράφει τα πάντα, ο ποιητής ως πολίτης και καλλιτέχνης βιώνει τη σύγχρονη κοινωνία, που δυστυχώς είναι σε ένα τέλμα. Όλα τα έχει προσαρμόσει στο θέμα οικονομία.

Ο Καρυωτάκης και ο Σαχτούρης είναι δυο ποιητές τους οποίους έχετε κατονομάσει συχνά ως ποιητικούς σας προγόνους. Πώς συνομιλείτε γενικότερα με το λογοτεχνικό παρελθόν, ελληνικό και ξένο;
Επανέρχομαι, συνομιλώ, μαθαίνω, είμαι πάντα μαθητής με τους ποιητές που αγαπώ και με έχουν επηρεάσει. Ποτέ δεν μένω μόνος, αυτοί είναι το σπίτι μου.

Ανήκετε στην πολυσυζητημένη γενιά του 1970, η οποία έχει χαρακτηριστεί και ως γενιά της αμφισβήτησης ή γενιά της άρνησης. Πώς θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας στους κόλπους της γενιάς και πώς αξιολογείτε την πορεία της μέχρι τις ημέρες μας;
Η γενιά του 1970 έφερε έναν άλλο αέρα στα ποιητικά πράγματα. Στην αρχή ήμασταν όλοι μαζί. Ήταν και οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής (χούντα, ανελευθερία, φόβος). Μετά, περίπου σε πέντε έξι χρόνια, ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Άλλοι συνέχισαν, άλλοι μείωσαν την παραγωγή τους, άλλοι σταμάτησαν. Συνεχίζω και μάλιστα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν είναι μόνο τα ποιήματα. Είναι κείμενα σε εφημερίδες, περιοδικά, κριτικές, κείμενα για ζωγράφους, για θέατρο, ομιλίες. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μας άφησε στίγμα, ύφος και ήθος.

Παρατηρείτε αλλαγές (κι αν ναι, ποιες ακριβώς) στην ποίηση την οποία γράφουν οι νεώτεροι; Τι περιμένετε από τη δουλειά τους;

Τα τελευταία δέκα χρόνια υπάρχουν φωνές που υπόσχονται πολλά, με άλλον αέρα, σύγχρονη γλώσσα και μια ματιά αιρετική για την κοινωνία. Και βέβαια, όπως δείχνουν, σκάβουν μέσα τους πολύ.


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr