Τ'Αγραφα και οι άνθρωποι του τόπου εμπνέουν τον συγγραφέα Ηλία Προβόπουλο
27.03.2015
12:23
Στα Άγραφα είναι εστιασμένο το βιβλίο του συγγραφέα «Ελεύθεροι στα δεσμά των Αγράφων», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παρουσία, με μεγάλο αριθμό μαρτυριών και πλούσιο φωτογραφικό υλικό
Πανύψηλα, απρόσιτα, γεμάτα πυκνά δάση και άγριες κακοτοπιές, τα Άγραφα έχουν μείνει στην ιστορία για την τραχύτητα της ζωής τους, αλλά και για την τέλεια απομόνωσή τους από την υπόλοιπη Ελλάδα. Αποτελώντας ένα φυσικό οχυρό, με δέντρα, ποτάμια και κατακόρυφες πλαγιές ή ράχες, ικανές να προστατέψουν από τους πιο διαφορετικούς εχθρούς, τα Άγραφα αποθάρρυναν επανειλημμένα όσους έβαλαν στο μάτι τη γη τους. Τα μέρη τους, έγιναν, όμως, από την άλλη μεριά καταφύγιο για τους πάσης λογής παράνομους και εξεγερμένους.
Ήδη από τον 16ο αιώνα λειτούργησαν τα πρώτα αρματολίκια ενώ όταν στα τέλη του 18ου αιώνα βγήκε στο κλαρί η μεγαλύτερη μορφή της αγραφιώτικης κλεφτουριάς, ο Κατσαντώνης, μαζί με τους συμπολεμιστές του, κανένας δεν ήθελε να αναμετρηθεί μαζί του. Ο Κατσαντώνης αρνήθηκε την πρόταση του Αλή Πασά να καταταγεί στον στρατό των Τουρκαλβανών, απορρίπτοντας ταυτοχρόνως και άλλη πρόταση, που αυτή τη φορά του ζητούσε να ενταχθεί στις τάξεις του ρωσικού στρατού. Ο Κατσαντώνης συνελήφθη εντέλει από τις δυνάμεις του Αλή Πασά και πέθανε ύστερα από μαρτυρικό θάνατο, αλλά τον αγώνα ανέλαβε να συνεχίσει ο αδελφός του. Στα Άγραφα πολέμησε κι ο Καραϊσκάκης ενώ στα χωριά τους δίδαξε ο Κοσμάς ο Αιτωλός.
Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας τα Άγραφα χωρίστηκαν στα δύο και οι ληστές έστησαν σε διάφορες στάνες τα λημέρια τους, υποχρεώνοντας τους βοσκούς να τους συντηρούν από το υστέρημά τους. Οι συμμορίες ταλαιπώρησαν τους κατοίκους για πάνω από ογδόντα χρόνια. Η παρακμή των συμμοριών ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 μετά από τη θέσπιση αυστηρών νόμων οι οποίοι οδήγησαν σε πλήθος εκτελέσεις. Το τέλος της ληστείας στα Άγραφα ήρθε στα χρόνια της αντίστασης κατά των ναζί και του εμφυλίου πολέμου, οπότε και διάφορες ανταρτικές ομάδες κυνήγησαν και εξόντωσαν και τα τελευταία υπολείμματα.
Στα Άγραφα και πιο συγκεκριμένα στο ορεινό χωριό Νεράιδα (η παλιά του ονομασία ήταν Σπινάσα) είναι εστιασμένο το βιβλίο του Ηλία Γ. Προβόπουλου «Ελεύθεροι στα δεσμά των Αγράφων», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παρουσία, με μεγάλο αριθμό μαρτυριών και πλούσιο φωτογραφικό υλικό (οι φωτογραφίες είναι του ίδιου). Κατά τη δεκαετία του 1950, όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η γερμανική Κατοχή και ο Εμφύλιος είχαν ρημάξει τα πάντα στα Άγραφα, το μέγεθος της καταστροφής στη Νεράιδα ήταν τόσο μεγάλο ώστε οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν επί μία τριετία. Παρόλα αυτά, τίποτε στο τέλος δεν θα χαθεί. Οι εξόριστοι θα επανακάμψουν και θα τα στήσουν όλα από την αρχή. Τους βοήθησαν σ’ αυτό οι δομές της οικονομικής παράδοσης, που ήταν βασισμένες σε μιαν εμπειρία πολλών αιώνων: εμπειρία η οποία κατακτήθηκε κάτω από εξαιρετικά απρόσφορες συνθήκες τόσο από την άποψη του κλίματος όσο και από την άποψη της μορφολογίας του εδάφους.
Ο Η. Γ. Προβόπουλος έχει συγκεντρώσει στο βιβλίο του τις προφορικές διηγήσεις ανθρώπων που πάλεψαν με νύχια και με δόντια για να επαναφέρουν τη ζωή τους σε έναν κανονικό ρυθμό. Οι κάτοικοι της Νεράιδας (κάθε αφήγηση και μια προσωπική ιστορία ζυμωμένη με τα σκληρά χώματα του τόπου) μιλούν με πολύ χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Θυμούνται πώς ήταν η Νεράιδα πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, τι και πόσα ακριβώς υπέφεραν όσο κυριαρχούσε το μένος των όπλων, αλλά και πώς επιβίωσαν κατά την τρίχρονη εξορία στον κάμπο και την Καρδίτσα. Κι ακόμα, πώς κατάφεραν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και να κάνουν οικογένειες όταν επέστρεψαν στο χωριό, δοξάζοντας μέσα από την εργατικότητα, τον άπειρο μόχθο και την ταπεινοφροσύνη τους την πικρή τους πατρίδα. Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του, που είναι μια εκτεταμένη δημοσιογραφική έρευνα με υψηλό βαθμό τεκμηρίωσης, στους μόνιμους κατοίκους της Νεράιδας, όπως και του οικισμού Σαραντάπορο Καρδίτσας.
Ήδη από τον 16ο αιώνα λειτούργησαν τα πρώτα αρματολίκια ενώ όταν στα τέλη του 18ου αιώνα βγήκε στο κλαρί η μεγαλύτερη μορφή της αγραφιώτικης κλεφτουριάς, ο Κατσαντώνης, μαζί με τους συμπολεμιστές του, κανένας δεν ήθελε να αναμετρηθεί μαζί του. Ο Κατσαντώνης αρνήθηκε την πρόταση του Αλή Πασά να καταταγεί στον στρατό των Τουρκαλβανών, απορρίπτοντας ταυτοχρόνως και άλλη πρόταση, που αυτή τη φορά του ζητούσε να ενταχθεί στις τάξεις του ρωσικού στρατού. Ο Κατσαντώνης συνελήφθη εντέλει από τις δυνάμεις του Αλή Πασά και πέθανε ύστερα από μαρτυρικό θάνατο, αλλά τον αγώνα ανέλαβε να συνεχίσει ο αδελφός του. Στα Άγραφα πολέμησε κι ο Καραϊσκάκης ενώ στα χωριά τους δίδαξε ο Κοσμάς ο Αιτωλός.
Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας τα Άγραφα χωρίστηκαν στα δύο και οι ληστές έστησαν σε διάφορες στάνες τα λημέρια τους, υποχρεώνοντας τους βοσκούς να τους συντηρούν από το υστέρημά τους. Οι συμμορίες ταλαιπώρησαν τους κατοίκους για πάνω από ογδόντα χρόνια. Η παρακμή των συμμοριών ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 μετά από τη θέσπιση αυστηρών νόμων οι οποίοι οδήγησαν σε πλήθος εκτελέσεις. Το τέλος της ληστείας στα Άγραφα ήρθε στα χρόνια της αντίστασης κατά των ναζί και του εμφυλίου πολέμου, οπότε και διάφορες ανταρτικές ομάδες κυνήγησαν και εξόντωσαν και τα τελευταία υπολείμματα.
Στα Άγραφα και πιο συγκεκριμένα στο ορεινό χωριό Νεράιδα (η παλιά του ονομασία ήταν Σπινάσα) είναι εστιασμένο το βιβλίο του Ηλία Γ. Προβόπουλου «Ελεύθεροι στα δεσμά των Αγράφων», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παρουσία, με μεγάλο αριθμό μαρτυριών και πλούσιο φωτογραφικό υλικό (οι φωτογραφίες είναι του ίδιου). Κατά τη δεκαετία του 1950, όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η γερμανική Κατοχή και ο Εμφύλιος είχαν ρημάξει τα πάντα στα Άγραφα, το μέγεθος της καταστροφής στη Νεράιδα ήταν τόσο μεγάλο ώστε οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν επί μία τριετία. Παρόλα αυτά, τίποτε στο τέλος δεν θα χαθεί. Οι εξόριστοι θα επανακάμψουν και θα τα στήσουν όλα από την αρχή. Τους βοήθησαν σ’ αυτό οι δομές της οικονομικής παράδοσης, που ήταν βασισμένες σε μιαν εμπειρία πολλών αιώνων: εμπειρία η οποία κατακτήθηκε κάτω από εξαιρετικά απρόσφορες συνθήκες τόσο από την άποψη του κλίματος όσο και από την άποψη της μορφολογίας του εδάφους.
Ο Η. Γ. Προβόπουλος έχει συγκεντρώσει στο βιβλίο του τις προφορικές διηγήσεις ανθρώπων που πάλεψαν με νύχια και με δόντια για να επαναφέρουν τη ζωή τους σε έναν κανονικό ρυθμό. Οι κάτοικοι της Νεράιδας (κάθε αφήγηση και μια προσωπική ιστορία ζυμωμένη με τα σκληρά χώματα του τόπου) μιλούν με πολύ χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Θυμούνται πώς ήταν η Νεράιδα πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, τι και πόσα ακριβώς υπέφεραν όσο κυριαρχούσε το μένος των όπλων, αλλά και πώς επιβίωσαν κατά την τρίχρονη εξορία στον κάμπο και την Καρδίτσα. Κι ακόμα, πώς κατάφεραν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και να κάνουν οικογένειες όταν επέστρεψαν στο χωριό, δοξάζοντας μέσα από την εργατικότητα, τον άπειρο μόχθο και την ταπεινοφροσύνη τους την πικρή τους πατρίδα. Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του, που είναι μια εκτεταμένη δημοσιογραφική έρευνα με υψηλό βαθμό τεκμηρίωσης, στους μόνιμους κατοίκους της Νεράιδας, όπως και του οικισμού Σαραντάπορο Καρδίτσας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr