Carol: Η λεσβιακή αγάπη σε πρώτο πλάνο
26.11.2015
12:31
Συγκίνησε και καταχειροκροτήθηκε στο φεστιβάλ Καννών -Βραβεύτηκε για την ερμηνεία της Ρούνι Μάρα
Tο «Carol», μαζί με τις υπέροχες πρωταγωνίστριές του, βάζει πλώρη για τα φετινά Όσκαρ ως μία από τις πιο αναμενόμενες ταινίες της χρονιάς.
Νέα Υόρκη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η νεαρή Τερέζ Μπέλιβετ εργάζεται σε ένα πολυκατάστημα του Μανχάταν και ονειρεύεται μια πιο συναρπαστική ζωή, όταν γνωρίζει την Κάρολ Άιρντ, μία γοητευτική μεγαλύτερη γυναίκα παγιδευμένη σε έναν αποτυχημένο γάμο. Σύντομα, η αθώα πρώτη συνάντησή τους δίνει τη θέση της σε μια βαθύτερη σχέση.
Ενώ η Κάρολ απελευθερώνεται από τα δεσμά του γάμου της, ο πρώην άντρας της αντεπιτίθεται αμφισβητώντας την ικανότητά της ως μητέρας, όταν αποκαλύπτεται η σχέση της Κάρολ με την Τερέζ. Καθώς η Κάρολ και η Τερέζ κάνουν την απόδρασή τους από την πόλη, αφήνοντας πίσω τη ζωής τους, μία αντιπαράθεση θα δοκιμάσει την εικόνα των δύο γυναικών για τις ίδιες, καθώς και την αφοσίωσή τους.
Η επιστροφή του Τοντ Χέινς στον κινηματογράφο οκτώ χρόνια μετά το «I’m Not There» αναβιώνει με ξεχωριστό στιλ και νοσταλγική ρομαντική διάθεση τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’50, για να αφηγηθεί μία δυνατή ερωτική ιστορία, που αψηφά όλα τα κοινωνικά ταμπού και δοκιμάζει την δύναμη της καρδιάς μπροστά στα εμπόδια και τις αλλαγές.
Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «The Price of Salt» της Πατρίσια Χάισμιθ, το οποίο θεωρείται από τα πιο σημαντικά βιβλία της δεκαετίας του ’50 χάρη στον έρωτα-ταμπού στο κέντρο του, τον ρηξικέλευθο χειρισμό των ηρωίδων του και την ανατρεπτική ειλικρίνεια στην περιγραφή μιας αντισυμβατικής (και τότε ακόμη παράνομης) σεξουαλικής σχέσης. Έχοντας επίγνωση της κυρίαρχης νοοτροπίας, βέβαια, η Χάισμιθ υπέγραψε το έργο της με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν για να αποφύγει τις επιθέσεις εναντίον της εξαιτίας του θέματος του βιβλίου.
Η ιστορία αυτή γεννήθηκε μέσα στο περίεργο μίγμα παράνοιας και άκρατης αισιοδοξίας που χαρακτήρισε τα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας «η κοινωνία ακολουθούσε ένα προκαθορισμένο μονοπάτι», όπως λέει ο Τοντ Χέινς. «Και τελικά η ταινία δείχνει μια αγάπη που δεν ακολουθεί κανένα πρότυπο, παρόλο που συναντά πολλές προκλήσεις. Αυτό που βρήκα φοβερά ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα είναι ότι στην πραγματικότητα παραλληλίζει το μυαλό του ερωτευμένου με εκείνο του κακοποιού, γιατί και οι δύο έχουν υπερ-παραγωγικά μυαλά. Εδώ το έγκλημα είναι ο έρωτας, και ο έρωτας είναι μάλιστα παράνομος. Η Τερέζ δεν μπορεί να βρει λέξεις για την επιθυμία της – είναι πέρα από τις λεκτικές της ικανότητες. Δεν μπορεί να την εκφράσει, βρίσκει εμπόδιο στη γλώσσα και το νόημα. Όταν οι δύο γυναίκες κάνουν επιτέλους έρωτα, τότε η επιθυμία παίρνει μορφή, μπορεί να εκφραστεί».
Για την σεναριογράφο Φίλις Ναζ, το «Carol» είναι μια ιστορία αγάπης «που δείχνει ότι η αλήθεια είναι το καλύτερο τονωτικό. Αν είσαι συναισθηματικά ειλικρινής σε αυτό που είσαι και αυτό στο οποίο πιστεύεις, μπορεί να μην σου συμβούν καλύτερα πράγματα, αλλά θα είσαι εσύ καλύτερος».
Νέα Υόρκη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η νεαρή Τερέζ Μπέλιβετ εργάζεται σε ένα πολυκατάστημα του Μανχάταν και ονειρεύεται μια πιο συναρπαστική ζωή, όταν γνωρίζει την Κάρολ Άιρντ, μία γοητευτική μεγαλύτερη γυναίκα παγιδευμένη σε έναν αποτυχημένο γάμο. Σύντομα, η αθώα πρώτη συνάντησή τους δίνει τη θέση της σε μια βαθύτερη σχέση.
Ενώ η Κάρολ απελευθερώνεται από τα δεσμά του γάμου της, ο πρώην άντρας της αντεπιτίθεται αμφισβητώντας την ικανότητά της ως μητέρας, όταν αποκαλύπτεται η σχέση της Κάρολ με την Τερέζ. Καθώς η Κάρολ και η Τερέζ κάνουν την απόδρασή τους από την πόλη, αφήνοντας πίσω τη ζωής τους, μία αντιπαράθεση θα δοκιμάσει την εικόνα των δύο γυναικών για τις ίδιες, καθώς και την αφοσίωσή τους.
Η επιστροφή του Τοντ Χέινς στον κινηματογράφο οκτώ χρόνια μετά το «I’m Not There» αναβιώνει με ξεχωριστό στιλ και νοσταλγική ρομαντική διάθεση τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’50, για να αφηγηθεί μία δυνατή ερωτική ιστορία, που αψηφά όλα τα κοινωνικά ταμπού και δοκιμάζει την δύναμη της καρδιάς μπροστά στα εμπόδια και τις αλλαγές.
Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «The Price of Salt» της Πατρίσια Χάισμιθ, το οποίο θεωρείται από τα πιο σημαντικά βιβλία της δεκαετίας του ’50 χάρη στον έρωτα-ταμπού στο κέντρο του, τον ρηξικέλευθο χειρισμό των ηρωίδων του και την ανατρεπτική ειλικρίνεια στην περιγραφή μιας αντισυμβατικής (και τότε ακόμη παράνομης) σεξουαλικής σχέσης. Έχοντας επίγνωση της κυρίαρχης νοοτροπίας, βέβαια, η Χάισμιθ υπέγραψε το έργο της με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν για να αποφύγει τις επιθέσεις εναντίον της εξαιτίας του θέματος του βιβλίου.
Η ιστορία αυτή γεννήθηκε μέσα στο περίεργο μίγμα παράνοιας και άκρατης αισιοδοξίας που χαρακτήρισε τα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας «η κοινωνία ακολουθούσε ένα προκαθορισμένο μονοπάτι», όπως λέει ο Τοντ Χέινς. «Και τελικά η ταινία δείχνει μια αγάπη που δεν ακολουθεί κανένα πρότυπο, παρόλο που συναντά πολλές προκλήσεις. Αυτό που βρήκα φοβερά ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα είναι ότι στην πραγματικότητα παραλληλίζει το μυαλό του ερωτευμένου με εκείνο του κακοποιού, γιατί και οι δύο έχουν υπερ-παραγωγικά μυαλά. Εδώ το έγκλημα είναι ο έρωτας, και ο έρωτας είναι μάλιστα παράνομος. Η Τερέζ δεν μπορεί να βρει λέξεις για την επιθυμία της – είναι πέρα από τις λεκτικές της ικανότητες. Δεν μπορεί να την εκφράσει, βρίσκει εμπόδιο στη γλώσσα και το νόημα. Όταν οι δύο γυναίκες κάνουν επιτέλους έρωτα, τότε η επιθυμία παίρνει μορφή, μπορεί να εκφραστεί».
Για την σεναριογράφο Φίλις Ναζ, το «Carol» είναι μια ιστορία αγάπης «που δείχνει ότι η αλήθεια είναι το καλύτερο τονωτικό. Αν είσαι συναισθηματικά ειλικρινής σε αυτό που είσαι και αυτό στο οποίο πιστεύεις, μπορεί να μην σου συμβούν καλύτερα πράγματα, αλλά θα είσαι εσύ καλύτερος».
Η συναισθηματική δύναμη και τόλμη της ιστορίας ήταν αυτά που κέρδισαν την πρωταγωνίστρια Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία είχε δεχθεί να αναλάβει τον ρόλο πριν ακόμη το πρότζεκτ φτάσει στα χέρια του Χέινς, σκηνοθέτη της στο «I’m Not There». «Νομίζω ότι το δώρο μιας ιστορίας που βασίζεται σε μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ είναι η πλούσια εσωτερική ζωή των ηρώων», λέει η δις βραβευμένη με Όσκαρ Αυστραλή ηθοποιός. «Είναι ειδική στο να χειρίζεται χαρακτήρες που δείχνουν το ότι κάθε ενήλικας έχει ένα μυστικό. Η Κάρολ μοιάζει συγκρατημένη και απόμακρη, αλλά νομίζω, κατά μία έννοια, καταρρέει. Δεν ταιριάζει σε κάποιον κοινωνικό κύκλο της εποχής. Και τελικά εκείνη και η Τερέζ αιφνιδιάζονται από την ένταση του δεσμού τους».
Οι δύο γυναίκες, λόγω της διαφοράς ηλικίας αλλά και των διαφορετικών ρίσκων που παίρνουν, αντιδρούν διαφορετικά σε αυτό που τους συμβαίνει, όπως εξηγεί η Μπλάνσετ: «Σκέφτηκα ότι έπρεπε να ερωτευτώ διαφορετικά απ’ ό, τι ένα κορίτσι πολύ μικρότερό μου. Η Κάρολ είναι προϊόν της ηλικίας και του περιβάλλοντός της. Έχει μία μελαγχολία και έναν φόβο που η Τερέζ δεν έχει ή δεν καταλαβαίνει. Αυτό είναι και μέρος της μεθυστικής επήρειας του έρωτα: ρισκάρεις το να είσαι εκτός ελέγχου».
Η Ρούνι Μάρα, που υποδύεται την Τερέζ, βλέπει με παρόμοιο τρόπο τον ξαφνικό και βαθύ έρωτα που ενώνει τις δύο ηρωίδες. «Όταν ερωτεύεσαι, το μυαλό σου δουλεύει σαν να είσαι εγκληματίας. Μονίμως σκέφτεσαι διαφορετικά σενάρια, και όλα όσα μπορούν να πάνε στραβά ή διαφορετικά». Αντίθετα με την Μπλάνσετ, η Μάρα στην ερμηνεία της τονίζει την μοναξιά του χαρακτήρα της. «Η Τερέζ δεν είναι τόσο δεμένη με κάτι. Ακόμη ψάχνει ποια θέλει να είναι και πώς θέλει να μοιάζει η ζωή της. Η Κάρολ τής ανοίγει τα μάτια και το μυαλό σε έναν νέο κόσμο, και την βοηθά να καταλάβει τι σχέσεις θέλει στη ζωή της».
Ο σύζυγος της Κάρολ, τον οποίο υποδύεται ο Κάιλ Τσάντλερ, εκπροσωπεί όλα όσα εναντιώνονται οι δύο γυναίκες, λόγω των απειλών του να χρησιμοποιήσει τις προκαταλήψεις της στενόμυαλης κοινωνίας για να πάρει ο ίδιος την κηδεμονία της κόρης τους. «Εκείνος βλέπει ότι η οικογένειά του καταστρέφεται εξαιτίας της σχέσης αυτής. Θέλει όμως να κρατήσει ζωντανά τα όνειρά του για τον ιδανικό μικρό του κόσμο».
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν σε 35 μέρες, στο Σινσινάτι του Οχάιο, όπου βρίσκονται ακόμη αρκετά παλιά κτίρια ώστε να δημιουργηθεί ένα ρεαλιστικό φόντο για την ιστορία. Ο Χέινς συνεργάστηκε και πάλι με τον διευθυντή φωτογραφίας Εντ Λάχμαν (με τον οποίο είχαν δουλέψει και στα «Mildred Pierce», «Far from Heaven» και «I’m Not There»), κάνοντας εκτενή έρευνα σε φωτογραφίες της εποχής και καταλήγοντας στον «ποιητικό ρεαλισμό» ως ύφος της ταινίας. «Η κινηματογράφηση, το να λες δηλαδή ιστορίες με εικόνες είναι αυτό που λέμε ψυχολογική αλήθεια μιας ταινίας. Ο Τοντ κι εγώ, ενσωματώνουμε την ψυχολογία στον τρόπο με τον οποίο κινείται η κάμερα, στο φως, στα σκηνικά και τα κοστούμια», λέει ο Λάχμαν, ο οποίος –όπως όλα τα τμήματα της παραγωγής- χρησιμοποίησαν έναν τεράστιο όγκο έρευνας και πληροφοριών για να παραμείνουν πιστοί στο ύφος και το στιλ της δεκαετίας του ‘50.
Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τα υπέροχα κοστούμια της ταινίας, δημιουργίες της τρις βραβευμένης με Όσκαρ σχεδιάστριας Σάντι Πάουελ. «Επέλεξα τα ρούχα τους να είναι πάνω από όλα νατουραλιστικά. Έπρεπε να βοηθήσω στην δημιουργία των χαρακτήρων, να τους κάνω πειστικούς για το κοινό. Ήθελα την Κάρολ να είναι στη μόδα, αλλά όχι με τρόπο “φωναχτό” – να είναι κάποια για την οποία η Τερέζ να νιώθει θαυμασμό. Η Κάρολ είναι παράδειγμα της προνομιούχου τάξης, μία τέλεια έκφραση θηλυκού γκλάμουρ και κομψότητας που αφοπλίζει την Τερέζ, και την κάνει να αναρωτιέται ακόμη περισσότερο για το ποια είναι».
Η αναζήτηση των δύο γυναικών για την ιδιαίτερη συνθήκη που θα τους επιτρέψει να ζήσουν αυτό που νιώθουν, είναι συμβολική όλων των περιορισμών που βιώσαμε, και συνεχίζουν να βιώνουμε, όλοι μας. Όπως εξηγεί ο Χέινς, «οι ιστορίες για περιθωριοποιημένες γυναίκες είναι πιο ενδιαφέρουσες από τις ιστορίες για άνδρες. Περιέχουν τα όρια των κοινωνικών φορτίων – οι γυναίκες είναι πιο επιφορτισμένες από την κοινωνία για τις επιλογές που κάνουν, για τους τρόπους με τους οποίους στηρίζουν την οικογένεια, το πώς ικανοποιούν τους άνδρες. Υπάρχει λιγότερη ελευθερία στις ζωές τους. Σε μια ταινία για άνδρες, μπορείς να προσποιηθείς ότι τα όρια μπορούν να ξεπεραστούν, αλλά όχι τόσο με τις γυναίκες. Η κινηματογράφηση μιας τέτοιας ιστορίας μού επέτρεψε να δείξω το ότι όλοι μας βιώνουμε τους περιορισμούς αυτούς. Και ένα ταξίδι, όπως το road trip της ταινίας, είναι το μόνο “μέρος” στο οποίο νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι από τους περιορισμούς της κοινωνίας».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr