«Όλες οι ταινίες μου είναι ένας αποχαιρετισμός»
13.12.2018
07:30
Στα 82 του, ο Σταύρος Τσιώλης – νεότατος στην ψυχή – επιστρέφει με την ταινία «Γυναίκες που περάσατε από δω».
Κι αν δεν είναι ακριβώς στο είδος που μας έχει συνηθίσει, παραμένει μια ξεκάθαρα δική του ταινία. Με δυο άντρες (Ερρίκος Λίτσης, Κωνσταντίνος Τζούμας) να κάθονται κρατώντας τσίλιες σε ένα δρομάκι της Αθήνας και να παρατηρούν και να συνομιλούν με τις γυναίκες που περνάνε μπροστά τους και τους ανοίγουν τις καρδιές τους. Όπως συνηθίζει κι ο ίδιος, μας άνοιξε τη δική του...
Κλείνει εδώ λοιπόν η τριλογία σας για τις γυναίκες (μετά τα «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε», «Ας περιμένουν οι γυναίκες»). Εσείς κάνετε ταινίες για γυναίκες. Εκείνες σας μιλάνε; Έρχονται να σας εξομολογηθούν τις ιστορίες τους, μύχιες ή μη;
Δύσκολα μου τις λένε, γιατί οι γυναίκες πρέπει να σε εμπιστευτούν. Νιώθω πάντα ερωτικά για τις γυναίκες. Αυτό μειώνει την εμπιστοσύνη τους. Δε σημαίνει ότι μπορεί αυτό να μην τις ευχαριστεί, αλλά μειώνει την εμπιστοσύνη τους και δεν μπορούν να πουν τα βαθύτερά τους αισθήματα. Όσο περνάνε τα χρόνια, αλλάζουν τα πράγματα, με εμπιστεύονται. Παρόλο που εγώ ακόμα τις νιώθω σα να είμαι 30, 36 χρονών. Κι ας είμαι 82. Δεν είναι τυχαίο ότι τώρα ανακαλύπτω σε βάθος τις γυναίκες.
Με τι τρόπο;
Πιστεύω ότι οι εξομολογήσεις τους είναι κάπως παραπάνω από την αλήθεια. Είναι η αλήθεια τους που ονειρεύονται. Αλλά έρχεται η πείρα όλων αυτών των χρόνων και μπορώ να ανακαλύπτω λίγα πράγματα εκεί μέσα. Επειδή μέχρι τώρα δεν μπορούσα να τα ανακαλύψω όλα αυτά, έκανα αντρικές ταινίες. Ήταν δυο φίλοι που περιπλανιούνταν, αλλά αυτό που υπήρχε και τους κινούσε ήταν οι γυναίκες. Γιατί δεν τις ήξερα. Την πάτησα όμως με αυτήν την ταινία. Γιατί νόμιζα ότι πια τις ξέρω τις γυναίκες. Αμ, δε. Δε θα μαθευτεί ποτέ η γυναίκα. Παρόλες τις εξομολογήσεις, παρόλο που αγαπώ τόσες γυναίκες, δεν τις ξέρω.
Η γυναίκα είναι ένα στοιχειό που πολλές φορές δεν ξέρεις το λόγο της δημιουργίας της, όχι θρησκευτικά, αλλά αυτή είναι το παν. Δεν είναι το αρσενικό. Το αρσενικό μια δουλειά κάνει όλη κι όλη, δίνει το σπέρμα του, τίποτα άλλο. Από κει και πέρα επειδή δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο, δεν έχει νόημα η ζωή του, σκοτώνει, πολεμάει ασταμάτητα, θέλει τη δόξα του νικητή. Κάτι που δεν επιδιώκει η γυναίκα. Η γυναίκα θέλει να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Είμαι άντρας κι υπερασπίζομαι το είδος μου, αλλά ξέρω πολύ καλά πως είμαστε πολεμιστές, ότι δεν υπολογίζουμε την ανθρώπινη ζωή.
Όσον αφορά τους αντρικούς χαρακτήρες στην ταινία σας, τι συμβολίζουν;
Ο ένας (Τζούμας) πρέπει να έχει περάσει από έναν χώρο σπουδών, διανόησης. Δεν έχει τελειώσει τις σπουδές του, αλλά παραμένει ένας διανοούμενος. Ο άλλος (Λίτσης) είναι ένας πολύ έντιμος αγράμματος άνθρωπος με βαθιά ποιητική φλέβα, που δεν την έχει ο διανοούμενος. Έχει συγκρατήσει στιχάκια από λαϊκά τραγούδια, όλα αυτά τα κουβαλάει. Γι’ αυτό και θαυμάζει το μικρό ποιητή που σέρνει ο δικηγόρος μαζί. Ενώ ο Τζούμας δεν του δίνει καμία σημασία. Φτιάχνει στο τέλος ένα τετραστιχάκι, που είναι κλεμμένο από τον Ρασούλη. «Γυναίκες που περάσατε από δω, απ΄το μικρό κι απόμερο δρομάκι, καθίστε για να πιούμε ένα ποτό και να σας δούμε και λιγάκι». Συγκινούμαι πολύ με αυτό το τετράστιχο γιατί το βγάλαμε μαζί με το Λίτση. Βγήκε μέσα από την εμπειρία αυτή.
Σας απασχολεί ο φόβος και η έλλειψη ανθρωπιάς σήμερα. Εκεί που λέει ο Τζούμας, «Εμείς χτυπάμε την πόρτα, κι ο άλλος βάζει το σύρτη».
Δεν ανοίγουν την πόρτα πια. Κάθε μέρα στις ειδήσεις ακούμε ότι μπήκαν ληστές και σκότωσαν κάποια γριά 90 χρονών στο ξύλο. Και λες αύριο μπορεί να είναι η δικιά μου σειρά. Κάποτε δεν τον είχαμε αυτόν το φόβο, κοιμόμασταν με ανοιχτές πόρτες. Εγώ τα πρόλαβα αυτά. Έχω γεννηθεί το 1937. Ακόμα και στον εμφύλιο ήταν οι πόρτες μας ανοιχτές. Η μαμά μου, παρά τη φτώχια μας, άφηνε στο παράθυρο λίγο ψωμάκι με τυράκι, ένα κομμάτι κρέας.
Άρα για σας είναι θέμα βίας;
Η απόγνωση φέρνει βία. Ζούμε στην απόγνωση. Και περνάμε στη βία. Και υπεύθυνος είναι ο άντρας, όχι η γυναίκα.
Πώς αποφασίσατε να βάλετε στην ταινία αποσπάσματα των παλιότερων ταινιών σας;
Είναι πάλι ένας αποχαιρετισμός. Όλες οι ταινίες μου είναι ένας αποχαιρετισμός. Αποχαιρετώ τον «Έρωτα στη χουρμαδιά» μέσα από τη Δώρα Μασκλαβάνου. Δείχνω την κηδεία επίσης. Έχω μια λατρεία, επειδή έπαιζε ο πατέρας κι ο αδερφός μου στη Φιλαρμονική του Δήμου. Μιλάμε τώρα για τα χρόνια του εμφυλίου, όπου υπήρχε στέρηση. Η μαμά περίμενε νέα να πεθάνει κάποιος πλούσιος, γιατί οι πλούσιοι έπαιρναν τη φιλαρμονική κι έτσι είχαμε δυο μεροκάματα. Ψωνίζαμε ό,τι μας έλειπε, φασόλια, κρέας, ψωμί. Κι έλεγε η μητέρα μου, Νιόνιο, ο κύριος Ορφανόπουλος πώς είναι; Ε, θα τα φάει τα ψωμιά του, της απαντούσαν. Δε μισούσε τους ανθρώπους η μάνα μου, αλλά έλεγε, και να φύγεις και δέκα μέρες νωρίτερα... (γελάει) Έχω μια λατρεία και το έχω πει στην κόρη μου ότι θέλω να «με πάει» με τη Φιλαρμονική. Την έχω πάρει τόσες φορές τη Φιλαρμονική Τριπόλεως που τα παιδιά εκεί έχουν συγκινηθεί και μου έχουν πει ότι στη δική μου κηδεία θα έρθουν δωρεάν!
Εγώ κάπως το συνέδεσα με αυτό που λέει ο Τζούμας στην ταινία: «Εμείς δε θα ζούμε τότε, κανείς δε θα μας θυμάται». Εσείς τι θέλετε να θυμούνται από σας;
Κλείνει εδώ λοιπόν η τριλογία σας για τις γυναίκες (μετά τα «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε», «Ας περιμένουν οι γυναίκες»). Εσείς κάνετε ταινίες για γυναίκες. Εκείνες σας μιλάνε; Έρχονται να σας εξομολογηθούν τις ιστορίες τους, μύχιες ή μη;
Δύσκολα μου τις λένε, γιατί οι γυναίκες πρέπει να σε εμπιστευτούν. Νιώθω πάντα ερωτικά για τις γυναίκες. Αυτό μειώνει την εμπιστοσύνη τους. Δε σημαίνει ότι μπορεί αυτό να μην τις ευχαριστεί, αλλά μειώνει την εμπιστοσύνη τους και δεν μπορούν να πουν τα βαθύτερά τους αισθήματα. Όσο περνάνε τα χρόνια, αλλάζουν τα πράγματα, με εμπιστεύονται. Παρόλο που εγώ ακόμα τις νιώθω σα να είμαι 30, 36 χρονών. Κι ας είμαι 82. Δεν είναι τυχαίο ότι τώρα ανακαλύπτω σε βάθος τις γυναίκες.
Με τι τρόπο;
Πιστεύω ότι οι εξομολογήσεις τους είναι κάπως παραπάνω από την αλήθεια. Είναι η αλήθεια τους που ονειρεύονται. Αλλά έρχεται η πείρα όλων αυτών των χρόνων και μπορώ να ανακαλύπτω λίγα πράγματα εκεί μέσα. Επειδή μέχρι τώρα δεν μπορούσα να τα ανακαλύψω όλα αυτά, έκανα αντρικές ταινίες. Ήταν δυο φίλοι που περιπλανιούνταν, αλλά αυτό που υπήρχε και τους κινούσε ήταν οι γυναίκες. Γιατί δεν τις ήξερα. Την πάτησα όμως με αυτήν την ταινία. Γιατί νόμιζα ότι πια τις ξέρω τις γυναίκες. Αμ, δε. Δε θα μαθευτεί ποτέ η γυναίκα. Παρόλες τις εξομολογήσεις, παρόλο που αγαπώ τόσες γυναίκες, δεν τις ξέρω.
Η γυναίκα είναι ένα στοιχειό που πολλές φορές δεν ξέρεις το λόγο της δημιουργίας της, όχι θρησκευτικά, αλλά αυτή είναι το παν. Δεν είναι το αρσενικό. Το αρσενικό μια δουλειά κάνει όλη κι όλη, δίνει το σπέρμα του, τίποτα άλλο. Από κει και πέρα επειδή δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο, δεν έχει νόημα η ζωή του, σκοτώνει, πολεμάει ασταμάτητα, θέλει τη δόξα του νικητή. Κάτι που δεν επιδιώκει η γυναίκα. Η γυναίκα θέλει να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Είμαι άντρας κι υπερασπίζομαι το είδος μου, αλλά ξέρω πολύ καλά πως είμαστε πολεμιστές, ότι δεν υπολογίζουμε την ανθρώπινη ζωή.
Όσον αφορά τους αντρικούς χαρακτήρες στην ταινία σας, τι συμβολίζουν;
Ο ένας (Τζούμας) πρέπει να έχει περάσει από έναν χώρο σπουδών, διανόησης. Δεν έχει τελειώσει τις σπουδές του, αλλά παραμένει ένας διανοούμενος. Ο άλλος (Λίτσης) είναι ένας πολύ έντιμος αγράμματος άνθρωπος με βαθιά ποιητική φλέβα, που δεν την έχει ο διανοούμενος. Έχει συγκρατήσει στιχάκια από λαϊκά τραγούδια, όλα αυτά τα κουβαλάει. Γι’ αυτό και θαυμάζει το μικρό ποιητή που σέρνει ο δικηγόρος μαζί. Ενώ ο Τζούμας δεν του δίνει καμία σημασία. Φτιάχνει στο τέλος ένα τετραστιχάκι, που είναι κλεμμένο από τον Ρασούλη. «Γυναίκες που περάσατε από δω, απ΄το μικρό κι απόμερο δρομάκι, καθίστε για να πιούμε ένα ποτό και να σας δούμε και λιγάκι». Συγκινούμαι πολύ με αυτό το τετράστιχο γιατί το βγάλαμε μαζί με το Λίτση. Βγήκε μέσα από την εμπειρία αυτή.
Σας απασχολεί ο φόβος και η έλλειψη ανθρωπιάς σήμερα. Εκεί που λέει ο Τζούμας, «Εμείς χτυπάμε την πόρτα, κι ο άλλος βάζει το σύρτη».
Δεν ανοίγουν την πόρτα πια. Κάθε μέρα στις ειδήσεις ακούμε ότι μπήκαν ληστές και σκότωσαν κάποια γριά 90 χρονών στο ξύλο. Και λες αύριο μπορεί να είναι η δικιά μου σειρά. Κάποτε δεν τον είχαμε αυτόν το φόβο, κοιμόμασταν με ανοιχτές πόρτες. Εγώ τα πρόλαβα αυτά. Έχω γεννηθεί το 1937. Ακόμα και στον εμφύλιο ήταν οι πόρτες μας ανοιχτές. Η μαμά μου, παρά τη φτώχια μας, άφηνε στο παράθυρο λίγο ψωμάκι με τυράκι, ένα κομμάτι κρέας.
Άρα για σας είναι θέμα βίας;
Η απόγνωση φέρνει βία. Ζούμε στην απόγνωση. Και περνάμε στη βία. Και υπεύθυνος είναι ο άντρας, όχι η γυναίκα.
Πώς αποφασίσατε να βάλετε στην ταινία αποσπάσματα των παλιότερων ταινιών σας;
Είναι πάλι ένας αποχαιρετισμός. Όλες οι ταινίες μου είναι ένας αποχαιρετισμός. Αποχαιρετώ τον «Έρωτα στη χουρμαδιά» μέσα από τη Δώρα Μασκλαβάνου. Δείχνω την κηδεία επίσης. Έχω μια λατρεία, επειδή έπαιζε ο πατέρας κι ο αδερφός μου στη Φιλαρμονική του Δήμου. Μιλάμε τώρα για τα χρόνια του εμφυλίου, όπου υπήρχε στέρηση. Η μαμά περίμενε νέα να πεθάνει κάποιος πλούσιος, γιατί οι πλούσιοι έπαιρναν τη φιλαρμονική κι έτσι είχαμε δυο μεροκάματα. Ψωνίζαμε ό,τι μας έλειπε, φασόλια, κρέας, ψωμί. Κι έλεγε η μητέρα μου, Νιόνιο, ο κύριος Ορφανόπουλος πώς είναι; Ε, θα τα φάει τα ψωμιά του, της απαντούσαν. Δε μισούσε τους ανθρώπους η μάνα μου, αλλά έλεγε, και να φύγεις και δέκα μέρες νωρίτερα... (γελάει) Έχω μια λατρεία και το έχω πει στην κόρη μου ότι θέλω να «με πάει» με τη Φιλαρμονική. Την έχω πάρει τόσες φορές τη Φιλαρμονική Τριπόλεως που τα παιδιά εκεί έχουν συγκινηθεί και μου έχουν πει ότι στη δική μου κηδεία θα έρθουν δωρεάν!
Εγώ κάπως το συνέδεσα με αυτό που λέει ο Τζούμας στην ταινία: «Εμείς δε θα ζούμε τότε, κανείς δε θα μας θυμάται». Εσείς τι θέλετε να θυμούνται από σας;
Αυτό, το να μη μας θυμούνται. Σε όλες τις ταινίες έχω σχεδόν την ίδια ατάκα, θα ’ρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα ζήσουν ευτυχισμένοι. Θα έρχονται να θαυμάζουν το μεγάλο σου έργο. Κανένας δε θα ξέρει ότι βοήθησα κι εγώ. Δε με νοιάζει, αρκεί που θα προσφέρουμε στους ανθρώπους την ευτυχία του μεγάλου σου έργου. Στέκομαι εντελώς φτωχός και κυρίως με τύψεις γιατί δεν αφήνω τίποτα στην κόρη μου.
Είναι όλα σινεμά για σας; Οι περιγραφές σας πάντα είναι εικόνες.
Σκέψεις δεν κάνω. Η κόρη μου με βρίζει, ότι δε σκέφτομαι να εκφραστώ διαφορετικά. Και στους φίλους μου φαίνεται παράξενο, αλλά δεν μπορώ, όλα είναι εικόνες! Διηγούμαι ιστορίες με εικόνες. Και το σενάριο που γράφω, αν δεν το «δω» δεν μπορώ να το ξεκινήσω. Γι’ αυτήν εδώ την ταινία, έβλεπα τις γυναίκες. Η μία με τη βαλίτσα και την πεθερά, η μικρούλα με το φουστανάκι της. Ασταμάτητες εικόνες. Κι ήθελα να βάλω κι άλλες έξι γυναίκες, αλλά δε γινόταν η ταινία να κρατήσει 4 ώρες. Δεν κάνουμε και τον «Μπεν Χουρ».
Είχατε πει παλιότερα ότι με έναν τρόπο επιμένετε να κάνετε την ίδια ταινία. Κι ότι το κεντρικό πρόσωπο μοιάζει να κάνει μια αγωνιώδη προσπάθεια να επανασυνδεθεί με κάτι που έχει χαθεί οριστικά. Εσείς με τι προσπαθείτε να επανασυνδεθείτε;
Με τη Χρυσούλα, έναν παλιό μου έρωτα που δεν ξέρω καν αν ζει ακόμα. Αν θυμάσαι στον «Έρωτα στη χουρμαδιά» ο Μπακιρτζής γυρνάει από γυναίκα σε γυναίκα, προσπαθώντας να επανασυνδεθεί. Και τη στιγμή που πάνε όλα ωραία γυρνάει και λέει στον φουκαρά τον Ανδρέου: Ετοιμάσου, φεύγουμε. Δεν μπορεί να επανασυνδεθεί, κι ας θέλει. Εγώ είμαι αυτό, σαν τους αγιογράφους. Αν θυμάσαι, είναι ερωτευμένοι με μια Χρυσούλα, μια μικρή χορεύτρια. Δεν είναι λίγες οι φορές που τη βλέπω μπροστά μου.
Είναι όλα σινεμά για σας; Οι περιγραφές σας πάντα είναι εικόνες.
Σκέψεις δεν κάνω. Η κόρη μου με βρίζει, ότι δε σκέφτομαι να εκφραστώ διαφορετικά. Και στους φίλους μου φαίνεται παράξενο, αλλά δεν μπορώ, όλα είναι εικόνες! Διηγούμαι ιστορίες με εικόνες. Και το σενάριο που γράφω, αν δεν το «δω» δεν μπορώ να το ξεκινήσω. Γι’ αυτήν εδώ την ταινία, έβλεπα τις γυναίκες. Η μία με τη βαλίτσα και την πεθερά, η μικρούλα με το φουστανάκι της. Ασταμάτητες εικόνες. Κι ήθελα να βάλω κι άλλες έξι γυναίκες, αλλά δε γινόταν η ταινία να κρατήσει 4 ώρες. Δεν κάνουμε και τον «Μπεν Χουρ».
Είχατε πει παλιότερα ότι με έναν τρόπο επιμένετε να κάνετε την ίδια ταινία. Κι ότι το κεντρικό πρόσωπο μοιάζει να κάνει μια αγωνιώδη προσπάθεια να επανασυνδεθεί με κάτι που έχει χαθεί οριστικά. Εσείς με τι προσπαθείτε να επανασυνδεθείτε;
Με τη Χρυσούλα, έναν παλιό μου έρωτα που δεν ξέρω καν αν ζει ακόμα. Αν θυμάσαι στον «Έρωτα στη χουρμαδιά» ο Μπακιρτζής γυρνάει από γυναίκα σε γυναίκα, προσπαθώντας να επανασυνδεθεί. Και τη στιγμή που πάνε όλα ωραία γυρνάει και λέει στον φουκαρά τον Ανδρέου: Ετοιμάσου, φεύγουμε. Δεν μπορεί να επανασυνδεθεί, κι ας θέλει. Εγώ είμαι αυτό, σαν τους αγιογράφους. Αν θυμάσαι, είναι ερωτευμένοι με μια Χρυσούλα, μια μικρή χορεύτρια. Δεν είναι λίγες οι φορές που τη βλέπω μπροστά μου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr