Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Όταν οι «New York Times» ανακάλυψαν το κλαρίνο
Όταν οι «New York Times» ανακάλυψαν το κλαρίνο
Ο μουσικολόγος Κρίστοφερ Κινγκ μελέτησε και ερωτεύτηκε τόσο βαθιά το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» που τo ’κανε βιβλίο και το οδοιπορικό του στα χωριά και τα πανηγύρια έγινε αφορμή για αφιέρωμα στη μεγάλη αμερικάνικη εφημερίδα και ντοκιμαντέρ που θα δούμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Με το αριστουργηματικό βιβλίο του «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» ο Κρίστοφερ Κινγκ έκανε διάσημη «την αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης», φέρνοντας στην Ηπειρο τους «New York Times» και εμπνέοντας ντοκιμαντέρ που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Αρκεί ένας μόνο μουσικός, μελετητής, βραβευμένος με Γκράμι και αξιοσέβαστος στη χώρα του για να κάνει διεθνώς γνωστή την ηπειρώτικη μουσική, με την οποία πλέον δηλώνουν γοητευμένοι οι Αμερικανοί - και όχι μόνο: ο Κρίστοφερ Κινγκ με το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» του -κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση Αριστείδη Μαλλιαρού- απέσπασε θερμές κριτικές αναγκάζοντας κορυφαία αμερικανικά μίντια να στρέψουν το βλέμμα τους στην «αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης», όπως σημειώνει ο ίδιος στο εισαγωγικό σημείωμά του. Δεν άργησε μάλιστα να βρει στο πάθος του αυτό ιδανικούς «συνενόχους», με πρώτη απ’ όλους την καλή του φίλη Αμάντα Πέτρουσιτς, η οποία τον ακολούθησε στο οδοιπορικό του στην Ηπειρο, ζώντας από κοντά τη μαγεία του πανηγυριού στο χωριό Βίτσα και γράφοντας ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στους «New York Times». Αντίστοιχα, ο γνωστός σκηνοθέτης και παραγωγός Πολ Ντιάν αποφάσισε να γυρίσει την εμπειρία του Κινγκ σε ντοκιμαντέρ με τίτλο «While you Live, Shine» (Οσο ζεις, λάμπεις), το οποίο θα προβληθεί στο προσεχές -αρχές Μαρτίου- Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Με αφορμή μάλιστα την προβολή, ο ερωτευμένος με την ηπειρώτικη μουσική Κρίστοφερ Κινγκ θα επισκεφθεί τη χώρα μας για να εξηγήσει τους λόγους που αυτή η αγάπη του ανθεί ακόμα.
Γιατί μπορεί να έχει μελετήσει τις μουσικές άλλων λαών, να έχει βραβευτεί με Γκράμι και να έχει λάβει άλλες πέντε υποψηφιότητες για το ίδιο βραβείο, αλλά στα τραγούδια της Ηπείρου αναγνώρισε κομμάτια της δικής του πατρίδας, της Βιρτζίνια των ΗΠΑ, την υγρασία των φυτειών και τη μελαγχολία που υπαγόρευσε τα αρχετυπικά τζαζ ακούσματα. Στην Ηπειρο είδε αντίστοιχες ασυνείδητες υποβολές και ένα αιματοβαμμένο χρονικό από την οθωμανοκρατούμενη εποχή του Αλή Πασά που του έφερε στον νου εγχώρια φονικά και αφηγήματα. Μάλιστα ήταν τέτοια η ταύτισή του που τον οδήγησε πολλές φορές στην Ηπειρο και, όπως μάθαμε, πρόσφατα εξέφρασε τη βούληση να μετακομίσει για τα καλά στη Βίτσα. Το σημαντικό πάντως είναι ότι μέσω του βιβλίου του οι Αμερικανοί ανακάλυψαν την άγνωστη γι’ αυτούς περιοχή της Ελλάδας, αφού, σύμφωνα με την ετήσια καταγραφή της «Wall Street Journal», είναι από τα σημαντικότερα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει τον τελευταίο χρόνο στις ΗΠΑ.
Aπό τα προπολεμικά μπλουζ που ξέθαψε στην Πόλη
Ολα ξεκίνησαν, όπως εξομολογείται ο ίδιος ο Κρίστοφερ Κινγκ στο βιβλίο, όταν ο ίδιος ως μανιακός συλλέκτης δίσκων των 78 στροφών σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη ξέθαψει, ανάμεσα σε δισκάκια με προπολεμικά μπλουζ και γκόσπελ, μουσικές από τα μακρινά μέρη της Ηπείρου. Εκτοτε άρχισε να εμπλουτίζει τη συλλογή του με δίσκους από την ηπειρώτικη παράδοση και να καταγράφει τους σπουδαιότερους μουσικούς της. Εξ ου και παραδόθηκε άνευ όρων στη μαγεία του Κίτσου Χαρισιάδη, ο οποίος, όπως τονίζει στο βιβλίο, «θεωρούνταν από πολλούς ως η Αμπελος η Αληθινή, η ενσάρκωση τόσο της μουσικής του τόπου όσο και του πνεύματος όσων έφυγαν από την Ηπειρο», αλλά και του Αλέξη Ζούμπα, που στις 20 Σεπτεμβρίου του 1926 θα ηχογραφούσε «ένα από τα συγκλονιστικότερα κομμάτια» που έχουν γραφτεί ποτέ, όπως θα τόνιζε, συμφωνώντας μαζί του, στο κείμενο στους «New York Times» η Πέτρουσιτς.
Λόγω του Κινγκ οι Αμερικανοί θα ενθουσιαστούν με τον βιολιτζή Ζούμπα και τον κλαρινίστα Χαρισιάδη, τους οποίους ο ίδιος περιγράφει σχεδόν σαν ημίθεους, δίνοντάς τους υπερφυσικά χαρακτηριστικά, όπως αντίστοιχα δίνει και στους ανθρώπους της περιοχής και τα τοπία. Ο άνεμος που φυσάει πάνω από τις λέξεις του και από την Ηπειρο έχει κάτι υπερβατικό που διαπερνά τους ήχους, ακόμα και τα στοιχεία, μέχρι και το θεϊκό τσίπουρο που στα χείλη του «έχει τη γεύση σαν τα ουράνια υγρά δυο αγγέλων που γαμιούνται», όπως θα γράψει στο βιβλίο.
Αναζητώντας τα ίχνη των δύο μουσικών θα περιδιαβεί χωριά και απόκρημνα μέρη, θα γλεντήσει σε πανηγύρια, θα μάθει όλη την ιστορία της περιοχής, φτάνοντας μέχρι την ομηρική περίοδο και την Αρχαιότητα και αναγνωρίζοντας αναλογίες ανάμεσα στα σύγχρονα μοιρολόγια και τον κόρδακα, την οργιαστική μουσική της τελετουργίας του Διονύσου. Καταλαβαίνει ως αυστηρός μελετητής την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής, τις ανατολίτικες και τσιγγάνικες επιρροές, αλλά και τους λόγους που το τσιφτετέλι δεν ταιριάζει στις περιοχές της Ηπείρου, όπου παραμόνευαν η φτώχεια και ο θάνατος. Νιώθει έτσι την αντιστοιχία εξωτερικού περιβάλλοντος και βασανισμένης ψυχής, όταν για παράδειγμα περιγράφοντας την άφιξή του στην Κληματιά με «το φαράγγι από κάτω, λίγο πιο πέρα από κει που βλέπαμε, στο δεξί μέρος, ήταν το σημείο όπου ο Κίτσος Χαρισιάδης μετέδιδε τη μουσική τέχνη του στους μαθητές του. Αυτό το βραχώδες ρήγμα -η κοίτη ενός πανάρχαιου ποταμιού- ήταν τέλεια τοποθετημένο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στο φυσικό αμφιθέατρο από κάτω, αμέτρητες γενιές μουσικών -ίσως κι ο ίδιος ο Αλέξης Ζούμπας- από τα χωριά γύρω απ’ το Ζαγόρι, τα Γιάννενα και το Γραμμένο, έρχονταν για να εξασκήσουν το αυτί τους. Τα φαντάσματα που σημάδεψαν το παίξιμο αυτών των ανθρώπων στους δίσκους που αγαπούσα έμαθαν να μιλάνε τη γλώσσα της μουσικής εδώ πέρα» .
Αρκεί ένας μόνο μουσικός, μελετητής, βραβευμένος με Γκράμι και αξιοσέβαστος στη χώρα του για να κάνει διεθνώς γνωστή την ηπειρώτικη μουσική, με την οποία πλέον δηλώνουν γοητευμένοι οι Αμερικανοί - και όχι μόνο: ο Κρίστοφερ Κινγκ με το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» του -κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση Αριστείδη Μαλλιαρού- απέσπασε θερμές κριτικές αναγκάζοντας κορυφαία αμερικανικά μίντια να στρέψουν το βλέμμα τους στην «αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης», όπως σημειώνει ο ίδιος στο εισαγωγικό σημείωμά του. Δεν άργησε μάλιστα να βρει στο πάθος του αυτό ιδανικούς «συνενόχους», με πρώτη απ’ όλους την καλή του φίλη Αμάντα Πέτρουσιτς, η οποία τον ακολούθησε στο οδοιπορικό του στην Ηπειρο, ζώντας από κοντά τη μαγεία του πανηγυριού στο χωριό Βίτσα και γράφοντας ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στους «New York Times». Αντίστοιχα, ο γνωστός σκηνοθέτης και παραγωγός Πολ Ντιάν αποφάσισε να γυρίσει την εμπειρία του Κινγκ σε ντοκιμαντέρ με τίτλο «While you Live, Shine» (Οσο ζεις, λάμπεις), το οποίο θα προβληθεί στο προσεχές -αρχές Μαρτίου- Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Με αφορμή μάλιστα την προβολή, ο ερωτευμένος με την ηπειρώτικη μουσική Κρίστοφερ Κινγκ θα επισκεφθεί τη χώρα μας για να εξηγήσει τους λόγους που αυτή η αγάπη του ανθεί ακόμα.
Γιατί μπορεί να έχει μελετήσει τις μουσικές άλλων λαών, να έχει βραβευτεί με Γκράμι και να έχει λάβει άλλες πέντε υποψηφιότητες για το ίδιο βραβείο, αλλά στα τραγούδια της Ηπείρου αναγνώρισε κομμάτια της δικής του πατρίδας, της Βιρτζίνια των ΗΠΑ, την υγρασία των φυτειών και τη μελαγχολία που υπαγόρευσε τα αρχετυπικά τζαζ ακούσματα. Στην Ηπειρο είδε αντίστοιχες ασυνείδητες υποβολές και ένα αιματοβαμμένο χρονικό από την οθωμανοκρατούμενη εποχή του Αλή Πασά που του έφερε στον νου εγχώρια φονικά και αφηγήματα. Μάλιστα ήταν τέτοια η ταύτισή του που τον οδήγησε πολλές φορές στην Ηπειρο και, όπως μάθαμε, πρόσφατα εξέφρασε τη βούληση να μετακομίσει για τα καλά στη Βίτσα. Το σημαντικό πάντως είναι ότι μέσω του βιβλίου του οι Αμερικανοί ανακάλυψαν την άγνωστη γι’ αυτούς περιοχή της Ελλάδας, αφού, σύμφωνα με την ετήσια καταγραφή της «Wall Street Journal», είναι από τα σημαντικότερα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει τον τελευταίο χρόνο στις ΗΠΑ.
Aπό τα προπολεμικά μπλουζ που ξέθαψε στην Πόλη
Ολα ξεκίνησαν, όπως εξομολογείται ο ίδιος ο Κρίστοφερ Κινγκ στο βιβλίο, όταν ο ίδιος ως μανιακός συλλέκτης δίσκων των 78 στροφών σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη ξέθαψει, ανάμεσα σε δισκάκια με προπολεμικά μπλουζ και γκόσπελ, μουσικές από τα μακρινά μέρη της Ηπείρου. Εκτοτε άρχισε να εμπλουτίζει τη συλλογή του με δίσκους από την ηπειρώτικη παράδοση και να καταγράφει τους σπουδαιότερους μουσικούς της. Εξ ου και παραδόθηκε άνευ όρων στη μαγεία του Κίτσου Χαρισιάδη, ο οποίος, όπως τονίζει στο βιβλίο, «θεωρούνταν από πολλούς ως η Αμπελος η Αληθινή, η ενσάρκωση τόσο της μουσικής του τόπου όσο και του πνεύματος όσων έφυγαν από την Ηπειρο», αλλά και του Αλέξη Ζούμπα, που στις 20 Σεπτεμβρίου του 1926 θα ηχογραφούσε «ένα από τα συγκλονιστικότερα κομμάτια» που έχουν γραφτεί ποτέ, όπως θα τόνιζε, συμφωνώντας μαζί του, στο κείμενο στους «New York Times» η Πέτρουσιτς.
Λόγω του Κινγκ οι Αμερικανοί θα ενθουσιαστούν με τον βιολιτζή Ζούμπα και τον κλαρινίστα Χαρισιάδη, τους οποίους ο ίδιος περιγράφει σχεδόν σαν ημίθεους, δίνοντάς τους υπερφυσικά χαρακτηριστικά, όπως αντίστοιχα δίνει και στους ανθρώπους της περιοχής και τα τοπία. Ο άνεμος που φυσάει πάνω από τις λέξεις του και από την Ηπειρο έχει κάτι υπερβατικό που διαπερνά τους ήχους, ακόμα και τα στοιχεία, μέχρι και το θεϊκό τσίπουρο που στα χείλη του «έχει τη γεύση σαν τα ουράνια υγρά δυο αγγέλων που γαμιούνται», όπως θα γράψει στο βιβλίο.
Αναζητώντας τα ίχνη των δύο μουσικών θα περιδιαβεί χωριά και απόκρημνα μέρη, θα γλεντήσει σε πανηγύρια, θα μάθει όλη την ιστορία της περιοχής, φτάνοντας μέχρι την ομηρική περίοδο και την Αρχαιότητα και αναγνωρίζοντας αναλογίες ανάμεσα στα σύγχρονα μοιρολόγια και τον κόρδακα, την οργιαστική μουσική της τελετουργίας του Διονύσου. Καταλαβαίνει ως αυστηρός μελετητής την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής, τις ανατολίτικες και τσιγγάνικες επιρροές, αλλά και τους λόγους που το τσιφτετέλι δεν ταιριάζει στις περιοχές της Ηπείρου, όπου παραμόνευαν η φτώχεια και ο θάνατος. Νιώθει έτσι την αντιστοιχία εξωτερικού περιβάλλοντος και βασανισμένης ψυχής, όταν για παράδειγμα περιγράφοντας την άφιξή του στην Κληματιά με «το φαράγγι από κάτω, λίγο πιο πέρα από κει που βλέπαμε, στο δεξί μέρος, ήταν το σημείο όπου ο Κίτσος Χαρισιάδης μετέδιδε τη μουσική τέχνη του στους μαθητές του. Αυτό το βραχώδες ρήγμα -η κοίτη ενός πανάρχαιου ποταμιού- ήταν τέλεια τοποθετημένο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στο φυσικό αμφιθέατρο από κάτω, αμέτρητες γενιές μουσικών -ίσως κι ο ίδιος ο Αλέξης Ζούμπας- από τα χωριά γύρω απ’ το Ζαγόρι, τα Γιάννενα και το Γραμμένο, έρχονταν για να εξασκήσουν το αυτί τους. Τα φαντάσματα που σημάδεψαν το παίξιμο αυτών των ανθρώπων στους δίσκους που αγαπούσα έμαθαν να μιλάνε τη γλώσσα της μουσικής εδώ πέρα» .
Πρόκειται πραγματικά για φασματικές περιγραφές όπου ανιχνεύονται λόγια αιώνιων νεκρών και των συγγενών τους, ανείπωτα δράματα που ενσωματώνονται σε ήχους θρηνητικούς με ρίζες που φτάνουν έως την Αρχαιότητα. Οπως επισημαίνει με ιδιαίτερη σοφία στο βιβλίο του ο Κινγκ, «τα τραγούδια και τα ορχηστρικά κομμάτια που παίζονται στην Ηπειρο κατοικούν σ’ έναν ηχητικό χώρο που είναι δύσκολο να τον αναλύσεις με θεωρητικούς όρους. Ωστόσο, ο χώρος αυτός αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα για όσους γεννήθηκαν μέσα σ’ αυτά τα ακούσματα. Εδώ η μουσική ακούγεται σαν το κλάμα της μάνας πάνω απ’ τον τάφο, σαν τον ήχο των πουλιών την ώρα που πέφτουν από τον ουρανό, σαν τη Γη που φτάνει στο τέλος της. Και για κάποιους ξένους, σαν μια γίδα που βράζει στο τσουκάλι. Υπάρχουν εδώ ήχοι που δεν τους καταλαβαίνεις, αλλά που νιώθεις πως πρέπει να τους καταλάβεις, σαν να νοσταλγείς έναν άλλο σου εαυτό».
Οι σπουδαιότεροι μουσικοί
Εκτός από τον Ζούμπα και τον Χαρισιάδη, τους οποίους ξεχωρίζει στο πολύτιμο παλμαρέ της ηπειρώτικης παράδοσης, ο Κρίστοφερ Κινγκ εκτίμησε και τους σύγχρονους κλαρινιτζήδες, όπως τον βιρτουόζο Γιάννη Χαλδούπη από τον Παρακάλαμο και την μπάντα του. Θεωρεί ότι όλοι αυτοί ακολουθούν τους άγραφους νόμους μιας παράδοσης που μένει μακριά από την κατάρα της εμπορικότητας και παραμένει άκρως «αυθεντική», ένας όρος με βαριά αξία για τον ίδιο.
Αυστηρός, εκλεκτικός και με αυτί εξασκημένο στα πιο δύσκολα ακούσματα, εντοπίζει τον Χαλδούπη - μάλιστα τον ηχογραφεί καθώς παίζει κάτω από δύο δέντρα δίπλα στο μοναστήρι, μια στιγμή απόλυτα μυσταγωγική και για τη φίλη του από τους «New York Times», την Αμάντα Πέτρουσιτς, η οποία κατέγραψε όλο το χρονικό στο εκτενές ρεπορτάζ της: «Ο Χαλδούπης ήταν τόσο κοντά που άκουγα το πάτημα των πλήκτρων του κλαρίνου του καθώς απελευθέρωνε την κάθε νότα. Κάθε τόσο το ηλιοκαμένο του πρόσωπο φωτιζόταν από το φεγγαρόφως. Οι μύες του σαγονιού του ήταν χαλαροί. Είχε ξεκινήσει το παίξιμο μερικά μέτρα μακριά, πλήρως καλυμμένος από το φύλλωμα των βαλανιδιών και των πυξαριών. Παρά το γεγονός ότι ήξερα πως ο Χαλδούπης ήταν εκεί, σκυφτός μέσα στη βλάστηση, αισθανόμουν τη μελωδία του να βγαίνει βαθιά μέσα απ’ τη γη, σαν εξορκισμός», έγραψε χαρακτηριστικά η Πέτρουσιτς στο κείμενο των «New York Times».
Είχε επηρεαστεί και αυτή από τον «ιό» που είχε χτυπήσει απρόσμενα τον Κινγκ και έκτοτε έμελλε να «μολύνει» τον λαό των ΗΠΑ, που εντοπίζει στη μακρινή αυτή μουσική τα σπάργανα της δικής τους εντοπιότητας. Το καλό είναι ότι ο Κινγκ δεν αντιμετωπίζει την Ηπειρο ως κάτι ξένο ή εξωτικό, όπως κάνουν συνήθως οι από αλλού φερμένοι, αλλά την οικειοποιείται, μαθαίνει τα πάντα γι’ αυτήν -ακόμα και το πώς βγαίνει το τσίπουρο, τι σημαίνει πένθος σήμερα- και γίνεται ο ανιχνευτής της παλιάς μαγείας που ασκούσε η χώρα μας σε σπουδαίους συγγραφείς και φιλέλληνες όπως ο Πάτρικ Λι Φέρμορ ή ο Χένρι Μίλερ. Ακολουθώντας τα δικά τους χνάρια, ο Κινγκ αντιλαμβάνεται ότι το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» δεν είναι απλώς μουσική, αλλά κομμάτι της ίδιας της ζωής και ο πιο καίριος και ακριβής εκφραστής της: «Η απλή τσομπάνικη φλογέρα είναι το θεμέλιο της περίπλοκης ενόργανης μουσικής της Ηπείρου. Ο πρωταρχικός σκοπός της μουσικής στη βορειοδυτική Ελλάδα είναι απαραίτητα απλός: να γιατρεύει. Το άγγιγμα της μουσικής θεραπεύει και ανακουφίζει το άτομο και το χωριό.
Το μοιρολόι επιτρέπει κάθαρση, ο σκάρος γαληνεύει. Οι θρηνητικές φωνές, η τσομπάνικη φλογέρα, το μοιρολόι και ο σκάρος αλληλοσυνδέονται, σαν αραχνοΰφαντος ιστός: μπλέκονται το ένα μες στο άλλο - είναι ένας αρχέγονος μουσικο-πολιτισμικός βρόχος ανατροφοδότησης», γράφει με ακρίβεια. Ποιος θα το ’λεγε ότι θα αγαπούσαμε ξανά τη δική μας μουσική - και γιατί όχι, κομμάτια της πατρίδας μας με τα μάτια ενός ξένου;
Οι σπουδαιότεροι μουσικοί
Εκτός από τον Ζούμπα και τον Χαρισιάδη, τους οποίους ξεχωρίζει στο πολύτιμο παλμαρέ της ηπειρώτικης παράδοσης, ο Κρίστοφερ Κινγκ εκτίμησε και τους σύγχρονους κλαρινιτζήδες, όπως τον βιρτουόζο Γιάννη Χαλδούπη από τον Παρακάλαμο και την μπάντα του. Θεωρεί ότι όλοι αυτοί ακολουθούν τους άγραφους νόμους μιας παράδοσης που μένει μακριά από την κατάρα της εμπορικότητας και παραμένει άκρως «αυθεντική», ένας όρος με βαριά αξία για τον ίδιο.
Αυστηρός, εκλεκτικός και με αυτί εξασκημένο στα πιο δύσκολα ακούσματα, εντοπίζει τον Χαλδούπη - μάλιστα τον ηχογραφεί καθώς παίζει κάτω από δύο δέντρα δίπλα στο μοναστήρι, μια στιγμή απόλυτα μυσταγωγική και για τη φίλη του από τους «New York Times», την Αμάντα Πέτρουσιτς, η οποία κατέγραψε όλο το χρονικό στο εκτενές ρεπορτάζ της: «Ο Χαλδούπης ήταν τόσο κοντά που άκουγα το πάτημα των πλήκτρων του κλαρίνου του καθώς απελευθέρωνε την κάθε νότα. Κάθε τόσο το ηλιοκαμένο του πρόσωπο φωτιζόταν από το φεγγαρόφως. Οι μύες του σαγονιού του ήταν χαλαροί. Είχε ξεκινήσει το παίξιμο μερικά μέτρα μακριά, πλήρως καλυμμένος από το φύλλωμα των βαλανιδιών και των πυξαριών. Παρά το γεγονός ότι ήξερα πως ο Χαλδούπης ήταν εκεί, σκυφτός μέσα στη βλάστηση, αισθανόμουν τη μελωδία του να βγαίνει βαθιά μέσα απ’ τη γη, σαν εξορκισμός», έγραψε χαρακτηριστικά η Πέτρουσιτς στο κείμενο των «New York Times».
Είχε επηρεαστεί και αυτή από τον «ιό» που είχε χτυπήσει απρόσμενα τον Κινγκ και έκτοτε έμελλε να «μολύνει» τον λαό των ΗΠΑ, που εντοπίζει στη μακρινή αυτή μουσική τα σπάργανα της δικής τους εντοπιότητας. Το καλό είναι ότι ο Κινγκ δεν αντιμετωπίζει την Ηπειρο ως κάτι ξένο ή εξωτικό, όπως κάνουν συνήθως οι από αλλού φερμένοι, αλλά την οικειοποιείται, μαθαίνει τα πάντα γι’ αυτήν -ακόμα και το πώς βγαίνει το τσίπουρο, τι σημαίνει πένθος σήμερα- και γίνεται ο ανιχνευτής της παλιάς μαγείας που ασκούσε η χώρα μας σε σπουδαίους συγγραφείς και φιλέλληνες όπως ο Πάτρικ Λι Φέρμορ ή ο Χένρι Μίλερ. Ακολουθώντας τα δικά τους χνάρια, ο Κινγκ αντιλαμβάνεται ότι το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» δεν είναι απλώς μουσική, αλλά κομμάτι της ίδιας της ζωής και ο πιο καίριος και ακριβής εκφραστής της: «Η απλή τσομπάνικη φλογέρα είναι το θεμέλιο της περίπλοκης ενόργανης μουσικής της Ηπείρου. Ο πρωταρχικός σκοπός της μουσικής στη βορειοδυτική Ελλάδα είναι απαραίτητα απλός: να γιατρεύει. Το άγγιγμα της μουσικής θεραπεύει και ανακουφίζει το άτομο και το χωριό.
Το μοιρολόι επιτρέπει κάθαρση, ο σκάρος γαληνεύει. Οι θρηνητικές φωνές, η τσομπάνικη φλογέρα, το μοιρολόι και ο σκάρος αλληλοσυνδέονται, σαν αραχνοΰφαντος ιστός: μπλέκονται το ένα μες στο άλλο - είναι ένας αρχέγονος μουσικο-πολιτισμικός βρόχος ανατροφοδότησης», γράφει με ακρίβεια. Ποιος θα το ’λεγε ότι θα αγαπούσαμε ξανά τη δική μας μουσική - και γιατί όχι, κομμάτια της πατρίδας μας με τα μάτια ενός ξένου;
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα