To "Unstoppable" και οι ταινίες της εβδομάδας

Πώς είναι όταν είσαι πολύ πολύ ερωτευμένος, και έχεις αγκιστρωθεί πάνω από το τηλέφωνο προκειμένου να σε πάρει ο άλλος που ΄χει εξαφανιστεί δύο τρεις μέρες, και εσύ είσαι σίγουρος ότι αυτό ήταν πάει χωρίσατε, κι έχεις αρχίσει τις βότκες και το δράμα, ώσπου ξαφνικά ...

(****) Έχεις μόνο 100 λεπτά… Ασταμάτητο 

Πώς είναι όταν είσαι πολύ πολύ ερωτευμένος, και έχεις αγκιστρωθεί πάνω από το τηλέφωνο προκειμένου να σε πάρει ο άλλος που ΄χει εξαφανιστεί δύο τρεις μέρες, και εσύ είσαι σίγουρος ότι αυτό ήταν πάει χωρίσατε, κι έχεις αρχίσει τις βότκες και το δράμα, ώσπου ξαφνικά, χτυπάει το ρημάδι και ναι είναι αυτός και ναι σε αγαπάει πολύ και εξαφανίστηκε γιατί τον είχαν στείλει με αεροπλανοφόρο στο Τιμπουκτού όπου δεν έπιανε σήμα το κινητό του, δικαιολογία που τη βρίσκεις λογική και παρηγορητική, και ξεφουσκώνεις από το άγχος και την πίεση; Βασικά, είναι σαν στίχος της Άννας Βίσση, το κατανοώ. Είναι όμως και ακριβώς αυτό που αισθάνθηκα, με τον «Ασταμάτητο» τη νέα ταινία του παραμελημένου από τους κριτικούς και προσωπικού μου αγαπημένου από τους αδελφούς Σκοτ, του Τόνι. Μια ο Ρίντλεϊ με το τζεριάτρικ του «Ρομπέν των Δασών», κι άλλη μια ο ίδιος ο Τόνι με το ανεκδιήγητο περσινό «Taking of Pelham» είχα πλέον πειστεί πως 12 και δεν χτυπάει το τηλέφωνο κι ούτε θα ξαναχτυπήσει και έχασα δύο από τις μεγαλύτερες μου απολαύσεις στη ζωή. Για να έρθει ο Ασταμάτητος και να φυσήξει τζιβάερι στην πονεμένη μου ψυχή. Τι ταινιάρα είναι αυτή ρε μάστορα 66άρη; Ούτε 20χρονος δεν έχει την σπίντα σου. Με διαφορά μία από τις καλύτερες δημιουργίες του οτέρ, γιατί περί οτέρ πρόκειται ο Σκοτ και ας χλευάζουν οι άσχετοι, με ολοδικό του αμίμητο οπτικό στιλ, στην οποία ανακατεύει παλιομοδίτικη πλην όμως θεαματική με τον τόνο συνταγή περιπέτειας καταστροφής από τη δεκαετία του 90, με την προσωπική του φρενίτιδα και τον ναρκίστικο ξιπασμό ενός «Domino» που εν προκειμένω υπηρετεί αφήγηση, και σε στέλενει για μιάμιση ώρα να ψάχνεσαι μέσα από την μιντιακή, δημοσιογραφική, τεχνοκρατική, και ταυτόχρονα εντελώς καλλιτεχνική διάσπαση και ανασύνθεση της εικόνας. Βασισμένος σε μια πραγματική ιστορία, ο Σκοτ, φορτώνει το τρένο του με τοξικά απόβλητα  και δηλητηριώδη αέρια, το σπιντάρει σε ανεξέλεγκτη ταχύτητα  να παίρνει γραμμή που διασχίζει πυκνοκατοικημένη περιοχή, ανεβάζει σε ένα άλλο βαγόνι τους μηχανικούς Ντένζελ Ουάσινγκτον (ο ηθοποιός φετίχ του Σκοτ) και Κρις Πάιν, (το τεκνό του Star Trek) για να το σταματήσουν και σε αρπάζει κυριολεκτικά από το λαιμό, ασταμάτητα, αλλά όχι ανεξέλεγκτα, εφ’ όσον μέσα στον ορυμαγδό, σκιαγραφούνται υπόβαθρα και χαρακτήρες, ώστε να τεντώσουν την δράση ακόμα περισσότερο και να σε κάνουν να μην μπορείς να ανασάνεις από τη σπίντα και στο σασπένς στο δεύτερο μισό, σε real time. Σ’ αγαπάω Τόνι μ’ ακούς;
Toυ Τόνι Σκοτ. Περιπέτεια
, 2010, Η.Π.Α. Διάρκεια 99 λεπτά.



(0) Μεταφυσική δραστηριότητα 2

Σίκουελ σε μια ταινία «τρόμου» που εξαρχής δεν ήταν τρομαχτική, κατά κανόνα δεν είναι καλό σίκουελ. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα έργο που ξεκίνησε με faux hype μέσω διαφήμισης, με προώθηση τύπου Blair Witch, για να φτάσει στην Ελλάδα με περγαμηνές και φρικιαστικές ιστορίες φρικαρισμένων αμερικάνων που δεν μπορούσαν να πιστέψουν τη φρίκη τους. Στο υπερατλαντικό ταξίδι της, η ταινία μάλλον ξεθώριασε γιατί όταν έφτασε εδώ, από το χλιαρό προς το ανιαρό τη θυμάμαι. Και, όπως θα έχετε ήδη φανταστεί, η συνέχειά της είναι εξίσου άνευρη. Νομίζοντας πως κάποιος έχει παραβιάσει το σπίτι τους, ένα ζευγάρι τοποθετεί παντού κάμερες. Ταυτόχρονα, η μεγάλη κόρη κινηματογραφεί τα πάντα. Και τσουπ, μια κόβουμε στα στατικά πλάνα της CCTV, μια στα πλάνα της κόρης, μια στη CCTV, μια στην κόρη. Και ούτω καθεξής, καθώς όλοι έχουμε ψυλλιαστεί από το πρώτο λεπτό πως δεν πρόκειται για ανθρώπινη παρουσία, όλοι οι πρωταγωνιστές βουλιάζουν σταδιακά στην παράνοια – αλλά είναι αντιπαθητικοί, οπότε δε σε πολυνοιάζει – και ο τρόμος, ναι, πάλι απουσιάζει. Καλύτερα δραστηριότητα στον κήπο. –

Του Τοντ Γουίλιαμς. Τρόμου. ΗΠΑ, 2010, 1 ώρα και 31 λεπτά




(**) Ένας αξιότιμος κύριος

Ευκολοχώνευτη, αν και μάλλον άγευστη, κομεντί, με τον Μάικλ Ντάγκλας σ’ έναν ρόλο που – τουλάχιστον αυτή την αίσθηση έχω – έχει παίξει τόσες φορές (χωρίς να μετρώ μάλιστα τον Γκόρντον Γκέκο του Wall Street), που φαντάζει σαν δεύτερο δέρμα του. Εδώ υποδύεται έναν συμπαθητικό, αν και αυτοκαταστροφικό, μάλλον να τον λυπάσαι, ξεπεσμένο πωλητή/celebrity, ο οποίος κατρακυλά με κωλοτούμπες σε μια κατηφόρα παρακμής, χάνοντας, ή μάλλον διώχνοντας, έναν έναν τους κοντινούς του ανθρώπους και κλωτσώντας οποιαδήποτε αχνή ευκαιρία ανάκαμψης. Χάρηκα που είδα ξανά τον Ντάνι ντε Βίτο, θύμωσα λιγάκι με τις και καλά σοκαριστικές απόπειρες του σεναρίου, ιδίως στο επίπεδο του απρόσμενα «γλαφυρού» ερωτικού προφορικού πινγκ πονγκ, και δεν αγχώθηκα ολωσδιόλου για την έκβαση της ιστορίας. Ανώδυνη θέαση.

Των Μπράιαν Κόπελμαν, Ντέιβιντ Λεβίν. Δραματική κομεντί. ΗΠΑ, 2009, 1 ώρα και 30 λεπτά




(***) Ποιος φοβάται τους γάτους της Περσίας

Ο σκηνοθέτης του συγκλονιστικού «Και οι χελώνες μπορούν να πετάξουν» Μπαχμάν Γκομπαντί δημιουργεί μια πιο ανάλαφρη μεν, με βαρύτητα που δεν μπορείς να αγνοήσεις δε, ταινία. Ακολουθεί δυο μουσικούς, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, οι οποίοι παίζουν τους εαυτούς τους, καθώς ψάχνουν να βρουν άλλους μουσικούς για να δημιουργήσουν το indie rock συγκρότημά τους, ενώ τρέχουν ταυτόχρονα να βγάλουν βίζα για να καταφέρουν να κάνουν τις συναυλίες που θέλουν στο εξωτερικό, και προσπαθούν συν τοις άλλοις να αποφύγουν την αστυνομία. Σημαντική πληροφορία - όλα αυτά συμβαίνουν στην Τεχεράνη, κάτι που καθιστά το ντοκιμαντέρ/φιξιόν του Γκομπαντί περισσότερο ενδιαφέρον παρά καλλιτεχνικά άρτιο, με τη ματιά που προσφέρει στην underground ζωή, τις συνθήκες και τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσουν οι καλλιτέχνες αυτοί για να καταφέρουν να εκφραστούν. Ειλικρινές και πολύ ζωντανό.

Του Μπαχμάν Γκομπαντί. Μουσική δραματική. Ιράν, 2009, 1 ώρα και 46 λεπτά


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr