“Ποίηση”, απέθαντοι, “Attenberg” και Απιτσατπόνγκ!
11.12.2010
08:00
Πολύ δράμα, αρκετό θρίλερ, φαντασία κι ανούσια ντοκιμαντέρ το μενού
Πολύ δράμα, αρκετό θρίλερ, φαντασία κι ανούσια ντοκιμαντέρ το μενού
( ** ) Attenberg
Tης Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη. Δράμα, 2010, Ελλάδα. Διάρκεια 1 ώρα και 35 λεπτά.
Σας το είχα γράψει και από τη Βενετία, οπότε θα κάνω ένα ρεζουμέ να μην το κουράζουμε. Η Αθηνά Τσαγγάρη μπορεί να κάνει μεγάλο σινεμά. Το «Attenberg» της όμως δεν είναι μεγάλο σινεμά. Σημαντικό εώς και σημαντικότατο για τη σπιναλογκάτη κινηματογραφία μας, είναι, μεγάλο όχι. Και αυτό προκύπτει από έναν αγαπησιάρικο αυτισμό που χαρακτηρίζει τη δημιουργό του, (κι ένα ολόκληρο παρεάκι ανερχόμενων τσάρων του νέου καλλιτεχνικού κυκλώματος στο οποίο ανήκει και ο Λάνθιμος και ο Παπαϊωάννου) και δεν της επιτρέπει να ξεπεράσει το σημείο τομής του Προυστ με τον τελευταίο κατάλογο του ΙΚΕΑ.
Και για να μη μασάτε με τις πίπες που διαβάζετε, όχι, το «Attenberg» δεν καταχειροκροτήθηκε στη Βενετία. Ήταν τέταρτο πέμπτο από το τέλος, στο ρεζουμέ και τον μέσο όρο τον διεθνών κριτικών στο διαγωνιστικό τμήμα με αρκετά ασόδυα στα αστεράκια του. Κάπου ανάμεσα στην σεξουαλική αφύπνιση της κεντρικής ηρωίδας (μια υπέροχη Αριάν Λαμπέρ με βλέμμα πυγολαμπίδας τσαλακωμένης που της εξασφάλισε και το βραβείο ερμηνείας στη Βενετία), τη σχέση της με τον ετοιμοθάνατο πατέρα της, τη στιλιζαρισμένη ξηρασία του προαστιακού τοπίου (σαν παραμελημένο ξενοδοχείο Χenia), τα αλλά «Κυνόδοντας» λογοπαίγνια περί «πουτσίες» (τα δέντρα που έχουν πέη) τα γυναικεία γλωσσόφυλα, το διακριτικό χιούμορ και την ατόφια συγκίνηση, μια σπουδή πάνω στην αποσύνδεση, αποσυνδέεται και η ίδια πέφτοντας θύμα μιας καλοπροαίρετης, αρτίστικης, υπερπροστατευμένης δηθενιάς. Που άθελα της, γίνεται εχθρός, της υπάρχουσας στην πρώτη ύλη της ταινίας, ομορφιάς. – Τ.Θ.
( ** ) Attenberg
Tης Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη. Δράμα, 2010, Ελλάδα. Διάρκεια 1 ώρα και 35 λεπτά.
Σας το είχα γράψει και από τη Βενετία, οπότε θα κάνω ένα ρεζουμέ να μην το κουράζουμε. Η Αθηνά Τσαγγάρη μπορεί να κάνει μεγάλο σινεμά. Το «Attenberg» της όμως δεν είναι μεγάλο σινεμά. Σημαντικό εώς και σημαντικότατο για τη σπιναλογκάτη κινηματογραφία μας, είναι, μεγάλο όχι. Και αυτό προκύπτει από έναν αγαπησιάρικο αυτισμό που χαρακτηρίζει τη δημιουργό του, (κι ένα ολόκληρο παρεάκι ανερχόμενων τσάρων του νέου καλλιτεχνικού κυκλώματος στο οποίο ανήκει και ο Λάνθιμος και ο Παπαϊωάννου) και δεν της επιτρέπει να ξεπεράσει το σημείο τομής του Προυστ με τον τελευταίο κατάλογο του ΙΚΕΑ.
Και για να μη μασάτε με τις πίπες που διαβάζετε, όχι, το «Attenberg» δεν καταχειροκροτήθηκε στη Βενετία. Ήταν τέταρτο πέμπτο από το τέλος, στο ρεζουμέ και τον μέσο όρο τον διεθνών κριτικών στο διαγωνιστικό τμήμα με αρκετά ασόδυα στα αστεράκια του. Κάπου ανάμεσα στην σεξουαλική αφύπνιση της κεντρικής ηρωίδας (μια υπέροχη Αριάν Λαμπέρ με βλέμμα πυγολαμπίδας τσαλακωμένης που της εξασφάλισε και το βραβείο ερμηνείας στη Βενετία), τη σχέση της με τον ετοιμοθάνατο πατέρα της, τη στιλιζαρισμένη ξηρασία του προαστιακού τοπίου (σαν παραμελημένο ξενοδοχείο Χenia), τα αλλά «Κυνόδοντας» λογοπαίγνια περί «πουτσίες» (τα δέντρα που έχουν πέη) τα γυναικεία γλωσσόφυλα, το διακριτικό χιούμορ και την ατόφια συγκίνηση, μια σπουδή πάνω στην αποσύνδεση, αποσυνδέεται και η ίδια πέφτοντας θύμα μιας καλοπροαίρετης, αρτίστικης, υπερπροστατευμένης δηθενιάς. Που άθελα της, γίνεται εχθρός, της υπάρχουσας στην πρώτη ύλη της ταινίας, ομορφιάς. – Τ.Θ.
(** ) Το δέντρο που ψιθύριζε / The tree
Της Ζιλί Μπερτιτσελί. Δραματική, Γαλλία/Αυστραλία, 2010. 1 ώρα και 40 λεπτά
Πανέμορφα κινηματογραφημένη ταινία της Ζιλί Μπερτιτσελί βασισμένη στο βιβλίο «Our father who art in the tree» της Τζούντι Πάσκο. Η ιστορία γλυκύτατη: ο πατέρας μιας οικογένειας πεθαίνει από καρδιακή προσβολή καθώς οδηγεί το αυτοκίνητό του, το οποίο πέφτει πάνω στο δέντρο που στέκεται δίπλα από το σπίτι τους. Η μικρή κόρη πιστεύει πως ο πατέρας ζει πια μέσα στο δέντρο, μια ιδέα την οποία αρχίζει να ασπάζεται και η θρηνούσα μητέρα. Όταν η δεύτερη αρχίζει και φτιάχνει πάλι τη ζωή της, γνωρίζοντας μάλιστα έναν άντρα, η μικρή της κόρη αρχίζει να αντιδρά, όπως κάνει στη συνέχεια και το δέντρο.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί η Μπερτιτσελί αγκαλιάζει με στοργή τις ψυχολογικές αναταραχές των μελών της οικογένειας, και τις μεταξύ τους σχέσεις. Με το πρόσχημα του παραμυθιού, πραγματοποιεί μια μελέτη πάνω στο πένθος και την απώλεια. Οι εικόνες της τιμούν και σέβονται τον πόνο των χαρακτήρων, ο διάλογος όμως αντηχεί όχι ακριβώς παράταιρος, αλλά υπέρ το δέον προσεχτικός και υπολογισμένος, ιδίως όσο πλησιάζει η ιστορία στην κλιμάκωσή της. Ενισχυμένη από το υπερ-στολισμένο τραγούδι των Cinematic Orchestra που ακούγεται στο τέλος, η αίσθηση που σου μένει είναι μια φτιασιδωμένη γλύκα, που δε σε πείθει ποτέ πλήρως. –Ε.Χ.
( **** ) Survival of the dead / Επιζώντας από τους απέθαντους
Toυ Τζορτζ Ρομέρο. Τρόμου, 2010, Καναδάς / Η.Π.Α. 1 ώρα και 30 λεπτά.
Περίεργο πράγμα η μόδα, στο σινεμά ειδικά όταν αφορά στα αποπαίδια του. Γιατί εντάξει, λίγο πολύ στο mainstream εμπορικό αλλά και καλλιτεχνικό έχουμε μάθει να την ψυλλιαζόμαστε, και να πράττουμε τα δέοντα, το πρόβλημα όμως αρχίζει να βγάζει πλοκάμια, όταν ακόμα και αποπαίδια του σινεμά, όπως αυτό του τρόμου, έγιναν με κάποιον περίεργο τρόπο mainstream και έχουν άποψη οι πάντες.
Η μαμά μου με έχει μάθει να μη λοιδωρώ τους γέροντες όπως έκανα μικρότερος, και μάλλον έκανε καλά τη δουλειά της. Ο 70χρονος σήμερα Τζορτζ Ρομέρο, έκανε επανάσταση στο σινεμά του φανταστικού με το αλληγορικό του όραμα για τα ζόμπι (και τους τόνους ωμής σπαλομπριζόλας που καταναλώνουν επί της οθόνης). Σήμερα, στην 6η του πλέον ταινία πάνω στο αγαπημένο του θέμα, του σέρνουν όλοι τα ασούρνωτα. Ότι είναι βαρετή, κι ότι ο γέροντας κουράστηκε και επαναλαμβάνεται. Με συγχωρείτε αλλά θα διαφωνήσω. Γιατί όλα τα έχω δει στη ζωή μου, αλλά γουέστερν με ζόμπια δεν έχω ξαναματαδεί. Κι αυτό επιχειρεί εδώ ο θείος, με δύο αντίπαλες οικογένειες σε ένα απομονωμένο νησί που μονομαχούν σαν καουμπόιδες κάτω από τον ήλιο, και μετατόπιση του θέματος της επιβίωσης, από εμάς τους ζωντανούς, που ούτως ή άλλως φερόμαστε και κινούμαστε σαν νεκροί, σε αυτό των ίδιων των νεκρών (αντιθέτως με τον ηλίθιο και κόντρα στο νόημα της ταινίας, ελληνικό τίτλο, η σωστή μετάφραση είναι «Η επιβίωση των νεκρών»).
Οι οποίοι για πρώτη φορά στην καριέρα τους, μπορούν να εκπαιδευτούν και να χρησιμοποιηθούν στην ανθυγιεινή υγεία της κοινωνίας μας. Σαν τσίρκο, κατοικίδια και είλωτες. Μεγαλειώδης η σύλληψη του, χορταστική αιματηρά και ατμοσφαιρικά η αποτύπωση της στο φιλμ, σαρκοφάγα χιουμοριστικό το πικρό χαμόγελο του Ρομέρο πάνω στην ανθρώπινη φύση για άλλη μια φορά, συνθέτουν μια από τις καλύτερες, γουέστερν ταινίες τρόμου της χρονιάς που αποτελεί συνέχεια της δεύτερης ζομπολογίας του μάστορα, η οποία ξεκίνησε πέρσι με το «Diaries of the dead». Σκέψου τον Χάουαρντ Χοκς να κάνει τους μισούς του ήρωες κοψίδι με φόντο τη Σπιναλόγκα που τους πέφτουν οι μύτες από τις μούρες και το ‘χεις το σύνολο. – Τ.Θ.
( *** ) Ποίηση / Shi
Toυ Τσανγκ Ντονγκ Λι. Δράμα, 2010, Νότια Κορέα. 2 ώρες και 19 λεπτά.
Ακολουθεί λυρική κριτική γιατί μάλλον με έπιασε το Ζάναξ και χτύπησα και δύο βότκες απανωτά κι αγαπώ τη μαμά μου, τον γάτο μου και τον κόσμο όλο, ακόμα και τους σχιστομάτηδες εφ’ όσον εν προκειμένω η ταινία (που κέρδισε βραβείο σεναρίου στις τελευταίες Κάνες είναι σχιστομάτικη, δηλαδή κορεάτικη κι είχε κάθε λόγο να μην τη συμπαθήσω). Γλυκιά ηλικιωμένη που δουλεύει ως μπέιμπι σίτερ – νοσοκόμα ανήμπορων κι έχει κι ένα εγγόνι κουμάσι και κομματάκι βιαστή, αποφασίζει να ακολουθήσει μαθήματα ποίησης την ώρα που το Αλτζχάιμερ της χτυπάει την πόρτα.
Ναι μικρή μου μπουκαπόρτα της ηλιαχτίδας, εκεί είναι που ο κυνισμός, ο καθημερινός κυνισμός της ζωής, του μικροαστισμού, της βίας, της αρρώστιας και του θανάτου τέμνεται με την θεραπευτική μαγεία της ποίησης, των λέξεων που πέφτουν σαν φύλλα αλόης πάνω στο πληγωμένο σου, να απλωθούν και να το θεραπεύσουν. Των λέξεων που πηγάζουν από την παρατήρηση της λεπτομέρειας, ακόμα κι ενός φρούτου πεσμένου στη γη, της λεπτομέρειας, μιας ευγενικής ρυτίδας στο γερασμένο πρόσωπο της κορεάτισας ντίβας ηθοποιού Γιουν Τζεόνγκ Χι που επανεμφανίστηκε μετά από 15 χρόνια στο σινεμά. Της λεπτομέρειας που είναι η ζωή σου και η ζωή μου, απέναντι στο θαύμα του κόσμου. Και του σημείου στίξης (και επομένως ερμηνείας και κατανόησης) σε αυτό το θαύμα, που μπορεί να είναι η ποίηση, μπας και το καταλάβεις ο μπούφος (οκέι, αρκετά με τη βότκα, τώρα πάω να πιω καφέ να συνέλθω). – Τ.Θ.
( Χ) Show Bitch!
Tου Νίκου Ζερβού. Κωμωδία, 2010. Ελλάδα, 1 ώρα και 30 λεπτά.
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης (που ποζάρει αλλού κι αλλού ως διανοούμενος καρατίων αλλά στην σκουπιδολαγνεία είναι μάστορας) σαν πρωταγωνιστής και μια παρέα άλλων ηθοποιών, ξεφτιλίζονται κυριολεκτικά (για καλό ή για κακό) σε άλλη μια κωμωδία του πάπα του ελληνικού «και καλά» ψαγμένου ελληνικού trash, Νίκου Ζερβού, που σατιρίζει τον παλαβό κόσμο της ελληνικής σόου μπιζ με γκεστ σταρ, τον Λευτέρη Πανταζή, τον Κώστα Γκουζγκούνη, τον Δημήτρη Πουλικάκο και τον Τζόννυ Βαβούρα.
Τόσο κακό, που δεν μπορείς παρά να το λατρέψεις (να φανταστείς μου θύμισε μέχρι και εκείνη τη διαφήμιση της Μπαζάκα με τα κωλόχαρτα από νοσταλγία) ή να το αντιμετωπίσεις σαν κλινική περίπτωση συν το ότι σου παγώνει το χαμόγελο στη μούρη και γλυτώνεις από το μπότοξ. Το χειρότερο, απ’ όλα είναι που αυτή εδώ η φιλμική χωματερή, νομίζει ότι πουλάει και άποψη. Αχ μωρή Βίνα Ασίκη, που να βρίσκεσαι τώρα στ’ αλήθεια;
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr