Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
«77 στροφές μιας ανάσας» του Κώστα Τσιούφη
«77 στροφές μιας ανάσας» του Κώστα Τσιούφη
Μια προσέγγιση στην πρώτη ποιητική συλλογή του Κώστα Τσιούφη
Αν ο Ρίλκε επέμενε ότι “δεν αρκεί να έχεις απλώς αναμνήσεις. Πρέπει να μπορείς να τις ξεχνάς όταν είναι πολλές και πρέπει να περιμένεις υπομονετικά να ξανάρθουν” ήξερε ότι το πρώτο υλικό της ποίησης δεν είναι μόνο οι μνήμες αλλά και η υπομονή. Η επερχόμενη σαγήνη των λέξεων δεν αποτελεί σκοπό για τον ποιητή αλλά αυτόματη λειτουργία μιας αδυσώπητα επίμονης μνήμης που ξέρει να καρφώνεται ανελέητα και να αναδιπλώνεται σε βίωμα. Απόδειξη τα ευσύνοπτα, σαν μικρό κομψοτέχνημα, ποιήματα που κατέθεσε για πάντα ο Ρίλκε που μένουν να θυμίζουν τα πρώτα υλικά κάθε μελλοντικού ποιητή. Κάπως έτσι με μνήμες που επιστρέφουν διαρκώς σαν ανάσες, με ποιήματα που είναι ευσύνοπτα αλλά λειτουργούν ως αποτιμήσεις μιας ζωής ο Κώστας Τσιούφης καταθέτει στροφές που μοιάζουν να είναι φευγαλέες αλλά καρφώνονται για πάντα σαν αδυσώπητες αλήθειες. Πρόκειται για την πρώτη ποιητική συλλογή του γεννημένου στον Βόλο αλλά Αθηναίο Κώστα Τσιούφη από τις εκδόσεις Οσελότος που ωστόσο δίνει ένα πολύ ισχυρό δείγμα γραφής: αποτίει μάλιστα ισχυρό φόρο τιμής στις μεγάλες του επιδράσεις-από τις πινελιές του Πάμπλο Πικάσο έως τις αλήθειες του Λόρκα-και προτάσσει έναν ποιητικό λόγο ως εσωτερική υπαρξιακή διαπίστωση.
“Μια λεξούλα μόνο θα μας τσακίσει” γράφει μάλιστα κάποια στιγμή ο ποιητής γνωρίζοντας πως μέσα στην αφόρητο ήχο του κενού και την ανυπόφορη σκιά της σιωπής η λέξη σώζει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Λειτουργεί ως μοναδικά αντιστικτική δύναμη στο νόημα και ως μοναδικά οργανωτικό όπλο απέναντι στο χάος των σκέψεων για τις στιγμές που βγήκαν όλα πλάνες, για τα όνειρα που έμειναν να χάσκουν αδυσώπητα στο κενό. Κι όμως: η ειρωνεία του στίχου που διατρέχει και όλη τη συλλογή δεν λειτουργεί υπονομευτικά ούτε ανατρεπτικά αλλά ως υπαρξιακή ταυτότητα, ως μπεκετική υπενθύμιση πως όταν δεν μπορείς να συνεχίσεις, όπως έλεγε ο Ιρλανδός ποιητής, δεν μπορείς αλλιώς παρά να το κάνεις. Αντίστοιχα η ειρωνική αμφισβήτηση που έτσι και αλλιώς ελλοχεύει στην καρδιά της ποίησης εξυπαρχής-από τον Αρχίλογο, τους μεγάλους επιγραμματιστές και τη Σαπφώ- δεν είναι παρά ο άνεμος που σε κάνει να τραβάς μπροστά στο παράλογο ταξίδι. Ή όπως γράφει και Κώστας Τσιούφης: “κι ούτε ένα αεράκι δεν φυσά/ούτε καν αυτό/της αθανασίας των ιδεών”.
Η ειρωνεία επέρχεται όχι μόνο όταν έχουν κατακρημνιστεί οι βεβαιότητες αλλά γιατί οι ιδέες έφτασαν να δικαιολογούν τις πιο σκοτεινές στιγμές της ιστορίας-έγιναν θρησκείες, δόγματα, ακήρατες αλήθειες. Αν λοιπόν στο πρώτο μέρος της συλλογής “77 στροφές μιας ανάσας” δεσπόζει η παρουσία του θανάτου που υπενθυμίζει το χρέος στον ποιητή, στο τελευταίο μέρος είναι προφανής η διάψευση της ζωής από τις αδυσώπητες αλήθειες. Απέναντι σε αυτές προβάλλονται απλώς οι φευγαλέες εικόνες που είναι πιο ικανές να ακραγγίξουν την αιωνιότητα από τις ιδέες. Με αυτές ως όπλο του ο ποιητής στέκεται απέναντι στο θαύμα των λευκών σελίδων γνωρίζοντας καλά σαν τον Σεφέρη το αφόρητο βάρος τους: “με την αλάνθαστη/ του μέλλοντος/ πυξίδα/προς τη στερνή/της ύπαρξης/λευκή σελίδα/ένα μυστήριο/άλυτο/μέσα σ αιώνες/θρησκειών και ιδεολογιών”.
Εξάλλου ο ποιητής δεν εμφανίζεται ως κήνσορας ή ως προφήτης αλλά ως ένας μεσάζων των λέξεων αφού λειτουργεί ως αυτός που θα αφήσει και θα επιτρέψει στον λόγο να ακουστεί υποστηρίζοντας τις λέξεις αισθαντικά και σωματικά με όποια δύναμη του έχει απομείνει: “τι μυρουδιά και πόση χάρη έχουν οι λέξεις αυτές”. Γιατί “αν είχαν πρόσημο/οι σκέψεις μας/ας είχανε/αυτό το αχνό/μιας σκιάς πικρής/που δεν εγκαταλείπει”.
Φευγαλέα επομένως η μνήμη και ο πόνος μιας ανάμνησης που δεν αποσαφηνίζεται πλήρως και μένει πάντοτε μετέωρη και θολή-”και όπως περνάει ο καιρός/και ξεθωριάζουνε οι μνήμες/βάσανο θα ναι τα κενά/τα όνειρα μας ταράζουν”. Αλλά “όσοι μισούν το αδύναμο/με κλειδωμένους κωδικούς/ψάχνουνε την αγάπη”, απόδειξη μιας υπόγειας τρυφερότητας, που ακριβώς γι αυτή την υποδήλωση που εμφανίζει, δεν χάνει τη δύναμη της. Έτσι, άλλωστε, πρέπει να ακούγεται η ποίηση: να ακροπατάει στις βεβαιότητες, να τριβελίζει τις εμμονές και να έρχεται να γίνει λέξη εκεί που δεν το περιμένεις. Γιατί τα όνειρα παίρνουν εκδίκηση και ο Τσιούφης την αρχή αυτή του Νίκου Καρούζου φαίνεται να τη γνωρίζει καλά.
“Μια λεξούλα μόνο θα μας τσακίσει” γράφει μάλιστα κάποια στιγμή ο ποιητής γνωρίζοντας πως μέσα στην αφόρητο ήχο του κενού και την ανυπόφορη σκιά της σιωπής η λέξη σώζει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Λειτουργεί ως μοναδικά αντιστικτική δύναμη στο νόημα και ως μοναδικά οργανωτικό όπλο απέναντι στο χάος των σκέψεων για τις στιγμές που βγήκαν όλα πλάνες, για τα όνειρα που έμειναν να χάσκουν αδυσώπητα στο κενό. Κι όμως: η ειρωνεία του στίχου που διατρέχει και όλη τη συλλογή δεν λειτουργεί υπονομευτικά ούτε ανατρεπτικά αλλά ως υπαρξιακή ταυτότητα, ως μπεκετική υπενθύμιση πως όταν δεν μπορείς να συνεχίσεις, όπως έλεγε ο Ιρλανδός ποιητής, δεν μπορείς αλλιώς παρά να το κάνεις. Αντίστοιχα η ειρωνική αμφισβήτηση που έτσι και αλλιώς ελλοχεύει στην καρδιά της ποίησης εξυπαρχής-από τον Αρχίλογο, τους μεγάλους επιγραμματιστές και τη Σαπφώ- δεν είναι παρά ο άνεμος που σε κάνει να τραβάς μπροστά στο παράλογο ταξίδι. Ή όπως γράφει και Κώστας Τσιούφης: “κι ούτε ένα αεράκι δεν φυσά/ούτε καν αυτό/της αθανασίας των ιδεών”.
Η ειρωνεία επέρχεται όχι μόνο όταν έχουν κατακρημνιστεί οι βεβαιότητες αλλά γιατί οι ιδέες έφτασαν να δικαιολογούν τις πιο σκοτεινές στιγμές της ιστορίας-έγιναν θρησκείες, δόγματα, ακήρατες αλήθειες. Αν λοιπόν στο πρώτο μέρος της συλλογής “77 στροφές μιας ανάσας” δεσπόζει η παρουσία του θανάτου που υπενθυμίζει το χρέος στον ποιητή, στο τελευταίο μέρος είναι προφανής η διάψευση της ζωής από τις αδυσώπητες αλήθειες. Απέναντι σε αυτές προβάλλονται απλώς οι φευγαλέες εικόνες που είναι πιο ικανές να ακραγγίξουν την αιωνιότητα από τις ιδέες. Με αυτές ως όπλο του ο ποιητής στέκεται απέναντι στο θαύμα των λευκών σελίδων γνωρίζοντας καλά σαν τον Σεφέρη το αφόρητο βάρος τους: “με την αλάνθαστη/ του μέλλοντος/ πυξίδα/προς τη στερνή/της ύπαρξης/λευκή σελίδα/ένα μυστήριο/άλυτο/μέσα σ αιώνες/θρησκειών και ιδεολογιών”.
Εξάλλου ο ποιητής δεν εμφανίζεται ως κήνσορας ή ως προφήτης αλλά ως ένας μεσάζων των λέξεων αφού λειτουργεί ως αυτός που θα αφήσει και θα επιτρέψει στον λόγο να ακουστεί υποστηρίζοντας τις λέξεις αισθαντικά και σωματικά με όποια δύναμη του έχει απομείνει: “τι μυρουδιά και πόση χάρη έχουν οι λέξεις αυτές”. Γιατί “αν είχαν πρόσημο/οι σκέψεις μας/ας είχανε/αυτό το αχνό/μιας σκιάς πικρής/που δεν εγκαταλείπει”.
Φευγαλέα επομένως η μνήμη και ο πόνος μιας ανάμνησης που δεν αποσαφηνίζεται πλήρως και μένει πάντοτε μετέωρη και θολή-”και όπως περνάει ο καιρός/και ξεθωριάζουνε οι μνήμες/βάσανο θα ναι τα κενά/τα όνειρα μας ταράζουν”. Αλλά “όσοι μισούν το αδύναμο/με κλειδωμένους κωδικούς/ψάχνουνε την αγάπη”, απόδειξη μιας υπόγειας τρυφερότητας, που ακριβώς γι αυτή την υποδήλωση που εμφανίζει, δεν χάνει τη δύναμη της. Έτσι, άλλωστε, πρέπει να ακούγεται η ποίηση: να ακροπατάει στις βεβαιότητες, να τριβελίζει τις εμμονές και να έρχεται να γίνει λέξη εκεί που δεν το περιμένεις. Γιατί τα όνειρα παίρνουν εκδίκηση και ο Τσιούφης την αρχή αυτή του Νίκου Καρούζου φαίνεται να τη γνωρίζει καλά.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα