Ένα άκρως εντυπωσιακό κατακόκκινο σκηνικό, βγαλμένο από το αμέτρητο αίμα που σκεπάζει κάθε περιγραφή και κάθε λέξη, σε αντίστιξη με το κατάμαυρο των κουστουμιών και της ψυχής ήταν αυτό που τραβούσε το βλέμμα στην πανηγυρική πρεμιέρα του
“Μακμπέθ” στο
Εθνικό Θέατρο με την υπογραφή στη σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή
Δημήτρη Λιγνάδη. Ένας ρόλος κομμένος και ραμμένος θαρρείς στα μέτρα του, λόγω του ερμηνευτικού ύψους που απαιτεί και της ρομαντικής του σφραγίδας, την οποία φάνηκε να βρίσκει και να αποτυπώνει με ακρίβεια ο πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης. Βρίσκοντας το κέντρο του βασιλικού του κλέους και εκμεταλλευόμενος όλους τους χώρους του Εθνικού από τη σκηνή έως τον εξώστη, στήνει ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, από τους αντιπάλους βασιλείς, τον περίγυρο αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του που τελικά ήταν ο παρατηρητής των πιο αποτρόπαιων πράξεων του. Στο πλάι του, στον ρόλο της λαίδης Μακμπέθ η Μαρία Κίτσου η οποία εισέβαλε στη σκηνή, όπως ταιριάζει σε μια τόσο δαιμονική και μακάβρια βασίλισσα: με ένα κατάμαυρο εντυπωσιακό φόρεμα και με το καλά ακονισμένο βλέμμα.
Παρόντες στην πρεμιέρα ήταν όλοι όσοι θέλησαν να δουν τον βασιλιά να τα βάζει με τους δαίμονες του θυμίζοντας μας τι σημαίνει αλαζονεία της εξουσίας και εσωτερική σύγκρουση. “Ζούμε σε επισφαλείς καιρούς” είναι η φράση που ακούστηκε από το στόμα του άνακτα και θαρρείς πως αντηχούσε την εποχή μας. Γιατί μπορεί το διάσημο έργο να γράφτηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, σε μια εποχή μείζονος ηθικής και πολιτικής κρίσης αλλά μιλάει για τα αιώνια ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής αναστάτωσης που έχουν αντίστοιχο αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων. Γι αυτό και το Εθνικό έχει συνδέσει άμεσα την ιστορία του με το εμβληματικό έργο του Σαίξπηρ: η πρώτη παρουσίαση της παράστασης έγινε το 1967 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή με οτν ίδιο στον ομώνυμο ρόλο και την Κατίνα Παξινού σε εκείνον της Λαίδης Μακμπέθ. Η δεύτερη παρουσίαση ήταν το 1981 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον ομώνυμο ρόλο και την Ελένη Χατζηαργύρη στο ρόλο της Λαίδης Μακμπέθ-και έκτοτε ήταν ένα έργο που πάντοτε ενέπνεε τους διευθυντές και τους συντελεστές του Εθνικού μας θεάτρου και ήταν άμεσα συνυφασμένο μαζί του.
Απόδειξη πάντως της βαρύτητας που έχει η παράσταση στον κόσμο είναι η ζήτηση των εισιτηρίων και η ανταπόκριση του κόσμου. Όσο για την επίσημη πρεμιέρα, που είχε απόλυτη επιτυχία, έδωσαν το παρών σχεδόν όλοι: από πολιτικούς όπως ο Δημήτηρης Κουτσούμπας, η Λίνα Μενδώνη, ο Μάκης Βορίδης, η Λυδία Κονιόρδου, η Όλγα Κεφαλογιάννη, ο Γιάννης Μόραλης αλλά και πρόσωπα του καλλιτεχνικού χώρου: Σάκης Ρουβάς, Κατερίνα Λέχου, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Σμαράγδα Καρύδη, Αιμίλιος Χειλάκης, Ρένια Λουιζίδου, Χάρης Ρώμας, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Βίκυ Βολιώτη, Έλλη Τρίγκου, Χρήστος Πλαίνης και σχεδόν όλο το κάστ από τις Μέλισσες που ήρθε να δει την πρωταγωνίστρια του σίραλ Μαρία Κίτσου να ερμηνεύει τον εμβληματικό ρόλο. Επίσης παρόντες και ο Μίνως Μάτσας, η Έλενα Ακρίτα με τον Γιώργο Κυρίτση, ο Γιώργος Νταλάρας με την Άννα Νταλάρα. Όλοι χειροκρότησαν θερμά στο τέλος τον Δημήτρη Λιγνάδη και τους υπόλοιπους συντελεστές-ειδικά αυτόν τον “ερυθρό” και αξεπέραστο παρανοικό βασιλιά που σαν τον Οιδίποδα έμελλε να λύνει γρίφους για το χαρακτήρα και την τραγική του μοίρα. Όπως επισημαίνει η θεατρολόγος Ειρήνη Μουντράκη στο ωραία επιμελημένο πρόγραμμα που συνοδεύει την παράσταση: “Ο Μακμπέθ είναι ένας τραγικός ήρωας στο απαιτούμενο αριστοτελικό ύψος”-και ως Μακμπέθ ακούγεται ο ήρωας σε όλη την παράσταση- “Ένας σπουδαίος, άριστος άνδρας που κάνει το λάθος να υποκύψει στον πειρασμό και την υψηλή του φύση. Επειδή είναι τόσο ψηλά, μπορεί να πέσει τόσο χαμηλά. Σε ποιον πειρασμό όμως υπακούει; Στη φιλοδοξία του; Στοχεύει ο Μακμπέθ παραπάνω, υψηλότερα από εκεί που του αναλογεί; Μα αν αυτή είναι η μούσα του, τότε που είναι η ευθύνη του; Η ύβρις του βρίσκεται στην ανυπομονησία του; Κι όμως διαπράττει την ύβρη παρακινημένος από οντότητες μεταφυσικές, από όντα δαιμόνια. Ο χρησμός υποδαυλίζει το πάθος του. Το μέσο, όμως, για να φτάσει εκεί που θέλει, στο θρόνο, μόνος του το επιλέγει”. Και όντως αυτός τελικά φτιάχνει τη μοίρα του καθώς υποτάσσεται στις προσταγές της φιλόδοξης Λαίδης. Τα λόγια του, όμως, είναι αυτά που ακροβατούν ανάμεσα στη βαθιά συνείδηση, την εσωτερική σύγκρουση και την ειρωνεία-ένα τρίπτυχο από το οποίο δεν ξεφεύγει η ωραία, όπως πρέπει αρμόζουσα σε έναν σκεπτόμενο, έστω και με ψηλωμένο νου, βασιλιά ερμηνεία του Λιγνάδη.
Συγκλονιστική η σκηνή όπου ο Μακμπέθ αποφασίζει να προχωρήσει στην αποτρόπαια πράξη αποφασίζοντας να ακολουθήσει για πάντα τη μοίρα του κακού: “Εσύ ψυχούλα μου, να μείνει απ'τη γνώση αθώα/ώσπου να επικροτήσεις το αποτέλεσμα. Έλα, νύχτα, ρίξε το πέπλο σου στα σπλαχνικά μάτια της μέρας, και με το βίαιο και αόρατό σου χέρι/ξέσκισε το συμβόλαιο που με κάνει και δειλιάζω, την τόση δύναμη του ακύρωσε. Το φως θαμπώνει, και το κοράκι ανοίγει τα φτερά του για το δάσος. Τα πλάσματα της μέρας, τα άκακα, αρχίζουν να βαραίνουν, να νυστάζουν, ενώ της μαύρης νύχτας οι πιστοί/ξυπνάνε και τη λεία τους αρπάζουν. Τα λόγια μου σε κάνουν ν'απορείς, μα η ψυχραιμία σου μη σε προδώσει./Ο,τι ήταν ξεκίνημα κακό/μόνο με το κακό θα δυναμώσει./Έλα λοιπόν μαζί μου” είναι τα λόγια που ακούγονται σε μετάφραση Νίκου Χατζόπουλου σε έναν από τους πιο όμορφους μονολόγους του έργου-μαζί με εκείνον για τη μοίρα του ανθρώπου που εύλογα ο Γλυνάδης αποφασίζει να τη βάλει να ακουστεί πριν καν ξεκινήσει το έργο.
INFO
Ο Μακμπέθ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη
Μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά