Τα φώτα αναβοσβήνουν, η γιορτή αρχίζει κι εμείς ετοιμαζόμαστε για μεγάλες ανατριχίλες με τις ταινίες και τις σειρές που μας προτείνει το Vodafone TV
Μανού Ντιμπάνγκο: Ο σαξοφωνίστας που έκανε τον Μάικλ Τζάκσον να ζηλέψει
Η τεράστια επιτυχία του «Soul Makossa» αποτέλεσε ένα είδος χρυσού διαβατηρίου που άνοιξε τις διάπλατα τις πόρτες σε έναν ούτως ή άλλως εξαιρετικό μουσικό
Ήταν το 1972 όταν ένας δεξιοτέχνης μουσικός του σαξοφώνου και συνθέτης έπεισε τις αρχές της πατρίδας του, του Καμερούν, να χρηματοδοτήσουν την δημιουργία ενός δίσκου προκειμένου να γίνει ο επίσημος ύμνος της εθνικής ποδοσφαιρικής ομάδας η οποία, εκείνη τη χρονιά, είχε καταφέρει να φθάσει στους προημιτελικούς του Αφρικανικού Πρωταθλήματος. Τα χρήματα δόθηκαν, ο δίσκος φτιάχτηκε η ομάδα του Καμερούν ωστόσο αποκλείστηκε από το Κονγκό και οι απογοητευμένοι φίλαθλοι δεν ήθελαν πλέον να βλέπουν το άλμπουμ αυτό ούτε ζωγραφιστό.
Κι όμως κάπου ανάμεσα στα υπόλοιπα τραγούδια, και συγκεκριμένα στη Β’ πλευρά του δίσκου, υπήρχε ένα κομμάτι το οποίο έμελλε να γίνει τεράστια επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν το θρυλικό «Soul Makossa», με το χαρακτηριστικό ρεφρέν «ma-ma-se, ma-ma-sa, ma-ma-ko-sa» γραμμένο και ερμηνευμένο μοναδικό σε σόλο σαξόφωνο από τον Μανού Ντιμπάνγκο, τον πρωτοπόρο μουσικό που έφυγε χθες από τη ζωή, σε ηλικία 86 ετών, από κορωνοϊό.
Ήταν το ίδιο αυτό κομμάτι για το οποίο ο Καμερουνέζος μουσικός έσυρε στα δικαστήρια τον Μάικλ Τζάκσον, κατηγορώντας τον πως είχε κλέψει τη μελωδία του και την είχε χρησιμοποιήσει στο «Wanna be startin’ somethin'» το πρώτο κατά σειρά τραγούδι από το πασίγνωστο άλμπουμ του βασιλιά της ποπ, το «Thriller». Παρότι οι ομοιότητες ανάμεσα σε δυο τραγούδια ήταν πράγματι πολλές, τελικά, η διαμάχη ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες έληξε με εξωδικαστικό συμβιβασμό.
Από τότε μέχρι σήμερα αρκετοί διάσημοι σταρ της ποπ χρησιμοποίησαν το ξεσηκωτικά ρυθμικό «Soul Makossa» ως σαμπλ, δηλαδή ως μουσική βάση σε νέα κο Please, Don't Stop The Music μμάτια τους. Μεταξύ αυτών και η Ριάνα στο «Please, Don't Stop The Music» αλλά και Μπιγιονσέ με τον Τζέι Ζι, στο «Déjà Vu».
Παρότι το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν αυτό που έκανε γνωστό τον Μανού Ντιμπάνγκο σε ολόκληρο τον κόσμο, στην πραγματικότητα αποτέλεσε ένα είδος χρυσού διαβατηρίου που άνοιξε τις διάπλατες τις πόρτες σε έναν ούτως ή άλλως εξαιρετικό μουσικό ο οποίος δικαίως συγκαταλέγεται ανάμεσα στους καλύτερους που έχει βγάλει η αφρικανική ήπειρος εδώ και να περισσότερο από έναν αιώνα. Γιατί ήταν εκείνος που επανέφερε την τζαζ στις παραδοσιακές της ρίζες αλλά και αυτός που έκανε γνωστή τη μουσική παράδοση της πατρίδας του σε Ευρώπη και Αμερική, διεκδικώντας και αποσπώντας, τελικά, μιαυψηλότατη θέση στην μουσικές προτιμήσεις του παγκόσμιου κοινού. Γεγονός που διαφαινόταν ξεκάθαρα στις αμέτρητες συναυλίες που έδινε, επί δεκαετίες, σε διάφορες χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα όπου έπαιξε για τελευταία φορά το 2017.
Τα παιδικά χρόνια, τα ταξίδια και η κατακίω
Γεννημένος και μεγαλωμένος σε μια οικογένεια Προτεσταντών η επαφή του με τη μουσική ξεκίνησε από τα παιδικά του κιόλας χρόνια, στην τοπική εκκλησία. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια από τότε μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε τα μαθήματα πιάνου ενώ ήταν ήδη 17 χρονών. Το σαξόφωνο θα μπει στη ζωή του λίγο αργότερα αλλά θα τον κερδίσει αμέσως, θα τον κάνει να θέλει να αφοσιωθεί σε αυτό ολοκληρωτικά. Εξάλλου, λάτρευε ήδη τη μουσική του Λούις Άμστρονγκ και του Ντιουκ Έλινγκτον και των άλλων ιερών τεράτων της τζαζ.
Θα ξεκινήσει λοιπόν την επαγγελματική διαδρομή του παίζοντας με τζαζ μπάντες, σε τοπικά στέκια ενώ το 1956 θα μετακομίσει στις Βρυξέλλες όπου θα μυηθεί στα μυστικά του βιμπραφώνου και θα εμπλουτίσει το μουσικό του λεξιλόγιο με διάφορες μελωδικές φόρμες της δυτικής Αφρικής. Από κει κι έπειτα ξεκινούν οι μεγάλες περιοδείες, τα ατελείωτα ταξίδια και η διαρκής επαφή με το παγκόσμιο κοινό. Το 1963 επιστρέφει στο Καμερούν, σχηματίζει τη δική του μπάντα ενώ παράλληλα συνεχίζει να διατηρεί στενές επαφές με την Ευρώπη όπου, στα μέσα της δεκαετίες του ΄60 υψώνεται ένα δυναμικό σόουλ μουσικό κύμα. Η τεράστια επιτυχία του «Soul Makossa» θα του ανοίξει και τις πόρτες των ΗΠΑ που θα υποδεχτούν τον ίδιο και τη μουσική με ιδιαίτερη θέρμη.
Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έπαψε να εξερευνά το ανεξάντλητο μουσικό τοπίο την Αφρικής, να ισορροπεί ανάμεσα στη ρέγκε, τα γκόσπελ, την τζαζ και τα μπλουζ και να μαγεύει τα πλήθη με το αχαλίνωτο ρυθμικό πάθος του και το μαγικό του σαξόφωνο,
Διαβάστε επίσης:
Κορωνοϊός: Πέθανε στη Γαλλία ο σαγοφωνίστας Μανού Ντιμπάνγκο
Ο Γούντι Άλεν κατάφερε τελικά να εκδώσει την αμφιλεγόμενη αυτοβιογραφία του
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr