Μαρία Κάλλας: Ο γάμος με τον Μενεγκίνι και ο άνευ όρων έρωτας με τον Ωνάση
29.12.2020
21:31
Αγνωστες λεπτομέρειες από τη ζωή της «La Divina» όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο του Τομ Βολφ «Γράμματα και αναμνήσεις» - Η διαδρομή της Μαρίας Κάλλας όπως τις διηγείται η ίδια μέσα από τις επιστολές της
Mια φράση στις πρώτες σελίδες του βιβλίου της -γιατί είναι δικό της βιβλίο- είναι αρκετή για να καταλάβει κάποιος σε τι έμελλε να μεγαλουργήσει το κοριτσάκι που γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 σε μια κλινική της 5ης Λεωφόρου στη Νέα Υόρκη: «Οσο για την κλίση μου, δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία. Ο πατέρας μου λέει πως τραγουδούσα από την κούνια, με φωνή τόσο διαπεραστική ώστε οι γείτονες είχαν σαστίσει».
Τάδε έφη Μαρία Κάλλας, η απόλυτη ντίβα της όπερας που στο βιβλίο «Γράμματα και αναμνήσεις» σκιαγραφεί η ίδια τον εαυτό της σε κείμενα και επιστολές. Αυτά ανέλαβε να βάλει σε τάξη ο Τομ Βολφ, λάτρης της La Divina, που ταξίδεψε σε δώδεκα χώρες, συνάντησε ανθρώπους που τον εμπιστεύτηκαν και του παραχώρησαν το υλικό του συναρπαστικού αυτού βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Μέσα από τις σελίδες του η ίδια η Κάλλας μιλάει για τη μυθιστορηματική ζωή της από τα πρώτα χρόνια της στις ΗΠΑ μέχρι το 1977, στο λυκόφως πλέον της καριέρας της και λίγο προτού φύγει από τη ζωή. Μιας καριέρας που της στέρησε, όπως γράφει, την παιδική αθωότητα, το παιχνίδι με κούκλες και φίλες, αφού η μητέρα της όταν αντιλήφθηκε το ταλέντο της αποφάσισε να την προωθήσει ως παιδί-θαύμα. Και κάπου εκεί αρχίζουν όλα.
Η αρχή του μύθου
Η Μαρία μεγαλώνει χωρίς να θέτει η ίδια στόχους μέχρι κάποια ηλικία, αλλά με την αυστηρή μητέρα της να δίνει το γενικό πρόσταγμα στη ζωή της.
«Για να αναπληρώσω το κενό, έπαιρνα βάρος. Με την πρόφαση πως πρέπει να έχω ένα κάποιο εκτόπισμα για να τραγουδώ καλά, καταβρόχθιζα πρωί και βράδυ μακαρονάδες, σοκολάτες, κρουασάν και κρέμες», γράφει η ντίβα που μετά την Κατοχή φεύγει πρώτα για την Αμερική και μετά για την Ιταλία, και δη τη Βερόνα. Εκεί γνωρίζει τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος, εκτός από σύζυγος, γίνεται μέντορας και μάνατζερ της γυναίκας που σημάδεψε την όπερα.
Αυτής που κατάφερε μέσα σε λίγες ημέρες να τραγουδήσει τις «Βαλκυρίες» του Βάγκνερ και τους «Πουριτανούς» του Μπελίνι, δύο εντελώς κόντρα ρόλους, που απαιτούν δύο τελείως διαφορετικές τεχνικές, εκ διαμέτρου αντίθετες.
Ηταν κάτι το πρωτοφανές για τον χώρο, που ειδικά στην αρχή της καριέρας της δεν χαρίστηκε καθόλου στην Κάλλας, όπως ακριβώς δεν της χαρίστηκε ούτε η μητέρα της. Οταν η Μαρία λαμβάνει μια επιστολή από την τελευταία, αυτή περιέχει μόνο κατηγορίες και προσβολές, με τον Μενεγκίνι να δυσανασχετεί και η ίδια να λέει: «Για να με παντρευτεί είχε εναντιωθεί στην οικογένειά του και δεν μπορούσε να δεχτεί ότι εκείνη, η ίδια μου η μητέρα, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να με πικράνει. Ακολούθησε αλληλογραφία στο ίδιο ύφος και φτάσαμε, δυστυχώς, στο σημείο να διακόψουμε κάθε επαφή». Στις επιστολές που περιέχονται στο βιβλίο η Κάλλας μιλάει παθιασμένα για τον Μενεγκίνι κάνοντας λόγο για μια αγάπη «τόσο δυνατή και αληθινή που κάποιες φορές με κάνει και υποφέρω. Προχθές βασανιζόμουν όλη νύχτα και το επόμενο πρωί. Θα μου ήταν αβάσταχτο να σε χάσω».
Τάδε έφη Μαρία Κάλλας, η απόλυτη ντίβα της όπερας που στο βιβλίο «Γράμματα και αναμνήσεις» σκιαγραφεί η ίδια τον εαυτό της σε κείμενα και επιστολές. Αυτά ανέλαβε να βάλει σε τάξη ο Τομ Βολφ, λάτρης της La Divina, που ταξίδεψε σε δώδεκα χώρες, συνάντησε ανθρώπους που τον εμπιστεύτηκαν και του παραχώρησαν το υλικό του συναρπαστικού αυτού βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Μέσα από τις σελίδες του η ίδια η Κάλλας μιλάει για τη μυθιστορηματική ζωή της από τα πρώτα χρόνια της στις ΗΠΑ μέχρι το 1977, στο λυκόφως πλέον της καριέρας της και λίγο προτού φύγει από τη ζωή. Μιας καριέρας που της στέρησε, όπως γράφει, την παιδική αθωότητα, το παιχνίδι με κούκλες και φίλες, αφού η μητέρα της όταν αντιλήφθηκε το ταλέντο της αποφάσισε να την προωθήσει ως παιδί-θαύμα. Και κάπου εκεί αρχίζουν όλα.
Η αρχή του μύθου
Η Μαρία μεγαλώνει χωρίς να θέτει η ίδια στόχους μέχρι κάποια ηλικία, αλλά με την αυστηρή μητέρα της να δίνει το γενικό πρόσταγμα στη ζωή της.
«Για να αναπληρώσω το κενό, έπαιρνα βάρος. Με την πρόφαση πως πρέπει να έχω ένα κάποιο εκτόπισμα για να τραγουδώ καλά, καταβρόχθιζα πρωί και βράδυ μακαρονάδες, σοκολάτες, κρουασάν και κρέμες», γράφει η ντίβα που μετά την Κατοχή φεύγει πρώτα για την Αμερική και μετά για την Ιταλία, και δη τη Βερόνα. Εκεί γνωρίζει τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος, εκτός από σύζυγος, γίνεται μέντορας και μάνατζερ της γυναίκας που σημάδεψε την όπερα.
Αυτής που κατάφερε μέσα σε λίγες ημέρες να τραγουδήσει τις «Βαλκυρίες» του Βάγκνερ και τους «Πουριτανούς» του Μπελίνι, δύο εντελώς κόντρα ρόλους, που απαιτούν δύο τελείως διαφορετικές τεχνικές, εκ διαμέτρου αντίθετες.
Ηταν κάτι το πρωτοφανές για τον χώρο, που ειδικά στην αρχή της καριέρας της δεν χαρίστηκε καθόλου στην Κάλλας, όπως ακριβώς δεν της χαρίστηκε ούτε η μητέρα της. Οταν η Μαρία λαμβάνει μια επιστολή από την τελευταία, αυτή περιέχει μόνο κατηγορίες και προσβολές, με τον Μενεγκίνι να δυσανασχετεί και η ίδια να λέει: «Για να με παντρευτεί είχε εναντιωθεί στην οικογένειά του και δεν μπορούσε να δεχτεί ότι εκείνη, η ίδια μου η μητέρα, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να με πικράνει. Ακολούθησε αλληλογραφία στο ίδιο ύφος και φτάσαμε, δυστυχώς, στο σημείο να διακόψουμε κάθε επαφή». Στις επιστολές που περιέχονται στο βιβλίο η Κάλλας μιλάει παθιασμένα για τον Μενεγκίνι κάνοντας λόγο για μια αγάπη «τόσο δυνατή και αληθινή που κάποιες φορές με κάνει και υποφέρω. Προχθές βασανιζόμουν όλη νύχτα και το επόμενο πρωί. Θα μου ήταν αβάσταχτο να σε χάσω».
Στις 24 Απριλίου του 1954, σε ηλικία 31 ετών, η Μαρία συντάσσει την ιδιόχειρη διαθήκη της με την οποία χρίζει μοναδικό κληρονόμο τον σύζυγό της. Μόνο που όταν χωρίζουν ο τελευταίος θα κρατήσει αυτό το χαρτί και θα διεκδικήσει με κατάσχεση πολλά υπάρχοντα της ντίβας, η οποία έχει πλέον ερωτευτεί τον μυθικό Σμυρνιό Αριστοτέλη Ωνάση σε μια κρουαζιέρα που έμεινε αξέχαστη σε όλους τους προσκεκλημένους.
Η Ελσα και τα προβλήματα
Προηγουμένως όμως έμεινε αξέχαστη η παρουσία της στην Αθήνα το καυτό καλοκαίρι του 1957, όπου είχαν προγραμματιστεί δύο εμφανίσεις της στο Ηρώδειο, εκ των οποίων όμως πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία μόνο η μία, καθώς υπήρξε πρόβλημα στη φωνή της. Η ακύρωση συνοδεύτηκε από πλείστες αρνητικές κριτικές και δημοσιεύματα αναγκάζοντας την Κάλλας να γράψει μια επιστολή δίνοντας την προσωπική της εκδοχή για τα γεγονότα.
«Δεν είμαι φτιαγμένη για χυδαίους υπαινιγμούς, χαμηλού επιπέδου φήμες, ευτελείς καιροσκοπισμούς», γράφει σε κάποιο σημείο και συνεχίζει: «Οσον αφορά τις χυδαιότητες και τις ανοησίες ακατονόμαστων προσώπων, τη μοχθηρία κάποιων άλλων, τους οδυρμούς εκείνων που τώρα θυμούνται πως είναι συγγενείς μου ή υποτιθέμενοι ευεργέτες μου, δεν έχω τίποτε να πω. Ας εξετάσει καθένας τη συνείδησή του και ας αναζητήσει εκεί τις απαντήσεις».
Μόνο η ίδια αναζήτησε ίσως τις απαντήσεις στην επιστολή που της έστειλε η κοσμικογράφος Ελσα Μάξγουελ τον Δεκέμβριο του 1957, όταν της έγραψε ένα γράμμα με ευχές. Στις πρώτες γραμμές η φράση «υπήρξες το αθώο θύμα της μεγαλύτερης αγάπης που μπορεί ένας άνθρωπος να νιώσει για έναν άλλον» δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι η Μάξγουελ ήταν κρυφά ερωτευμένη με την ντίβα. Λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1959, η Μάξγουελ θα δειπνήσει με την Κάλλας και τον Μενεγκίνι στη θαλαμηγό του Αριστοτέλη Ωνάση «Χριστίνα», η οποία ήταν αγκυροβολημένη στο Μονακό. Λίγες ημέρες μετά ο έρωτας του Αρίστου με την Ελληνίδα ντίβα βάζει φωτιά στην κρουαζιέρα και ο Μενεγκίνι απελπισμένος γράφει στην οικονόμο της Μαρίας, Μπρούνα Λούπολι: «Εσύ ξέρεις, τα ξέρεις όλα! Ασύλληπτο αυτό που συμβαίνει». Στις 28 Αυγούστου η Κάλλας γράφει σε φιλικό της ζευγάρι ρίχνοντας τη βόμβα, αλλά χωρίς να επεκταθεί σε λεπτομέρειες: «Φοβάμαι ότι πρέπει να σας πω τα άσχημα νέα, που προφανώς θα σας σοκάρουν. Σας παρακαλώ, πάντως, να μην πείτε προς το παρόν τίποτε και σε κανέναν. Χωρίζω με τον Μπατίστα».
Ο Μενεγκίνι έκτοτε της κάνει τη ζωή δύσκολη, με μια συμπεριφορά που δεν περίμενε η ντίβα της όπερας από έναν άνθρωπο του επιπέδου του, τον οποίο όμως πλήγωσε πολύ. Σε ένα γράμμα προς τη φίλη της Εμιλι Κόλμαν λίγο πριν από τις διακοπές για τα Χριστούγεννα γράφει: «Αυτό που θέλω είναι να ξεκουραστώ και να συνέλθω από το σοκ που ένιωσα συνειδητοποιώντας το ποιόν του “αγαπημένου” μου συζύγου. Δεν λέω ούτε εγώ από την πλευρά μου προσπάθησα να αποτρέψω τον χωρισμό μας, όμως όταν κατάλαβα ότι τα είχε μεταφέρει όλα στο όνομά του! Ενας Θεός -κι εκείνος βέβαια- ξέρει τι τα έκανε τόσα χρήματα...». Σε μια άλλη που γράφτηκε στο Μονακό στις 2 Μαρτίου του 1962 μιλάει για τον Ωνάση: «Αλλά και ο Αρίστος θα είχε λιγότερες σκοτούρες εξαιτίας μου, τόσο ως επιχειρηματίας όσο και ως άνδρας».
Η Τζάκι, η Μαρία και ο Αρίστος
Στο βιβλίο αποκαλύπτονται και τρεις επιστολές που αντάλλαξαν η Τζάκι Κένεντι με τη Μαρία Κάλλας τον Ιούλιο του 1963, όταν η τότε πρώτη κυρία των ΗΠΑ ζήτησε από την Κάλλας, αν ήταν εφικτό, να τραγουδήσει στον Λευκό Οίκο την 1η Οκτωβρίου.
Η ντίβα αρνήθηκε πολύ ευγενικά και η Τζάκι επανήλθε λέγοντας ότι πιθανόν να γίνει τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο της ερχόμενης χρονιάς. Κλείνει δε την επιστολή της λέγοντας: «Επιτρέψτε μου να επαναλάβω για μία ακόμη φορά πόσο μεγάλη τιμή θα είναι για εμάς να τραγουδήσετε στον Λευκό Οίκο».
Κάτι όμως που δεν θα γίνει ποτέ, αφού εκείνο τον Νοέμβριο ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι δολοφονήθηκε στο Ντάλας, ενώ σαν να σφραγίστηκε από τη μοίρα το πεπρωμένο των δύο γυναικών και τις έφερε αντιμέτωπες με τον ίδιο άνδρα, έναν κοντό τύπο με ανατολίτικη κοψιά και σπινθηροβόλο βλέμμα που είχε κατακτήσει τον κόσμο και ήταν σχεδόν καθημερινά θέμα συζήτησης σε όλα τα ΜΜΕ του κόσμου.
Σε μια επιστολή που στέλνει στην Γκρέις του Μονακό γράφει στο τέλος: «Φιλιά και στους δυο σας από τον Αρίστο».
«Ο Αρίστος είναι πολύ τρυφερός μαζί μου», «Δεν βρίσκεις πως ο Αρίστος έχει αλλάξει πολύ προς το καλύτερο;», γράφει προς τη φίλη της Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο.
Το γράμμα της στις 30 Ιανουαρίου του 1968 προς τον άνδρα της ζωής της είναι συγκλονιστικά εξομολογητικό για την αγάπη που του έχει: «Σ’ αγαπώ με όλο μου το σώμα και με όλη μου την ψυχή και μοναδική μου ευχή είναι να νιώθεις κι εσύ το ίδιο. Προσπάθησε, προσπάθησε κι εσύ σε παρακαλώ να μείνουμε μαζί, ενωμένοι για πάντα, γιατί έχω ανάγκη την παντοτινή σου αγάπη και τον παντοτινό σου σεβασμό.
Είμαι δική σου, μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις.
Η ψυχή σου, Μαρία».
Εξι μήνες μετά, ο Ωνάσης είναι πλέον μαζί με την Τζάκι σε μια κρουαζιέρα, αφού η Μαρία αρνιέται να είναι δεύτερη στη ζωή του και τον χωρίζει.
Στην αλληλογραφία με τη φίλη της Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο τον Ιούνιο του 1968 γράφει πικραμένη: «Πρόκειται για άνθρωπο ανεύθυνο, που τελικά η συμπεριφορά του με κάνει και αηδιάζω».
Το βράδυ της 20ής Οκτωβρίου του 1968 στον Σκορπιό βρέχει όταν ο Ωνάσης παντρεύεται την πιο διάσημη χήρα του κόσμου στο εκκλησάκι της Παναγίτσας που τόσο αγαπούσε η ντίβα της όπερας.
Η Μαρία εμφανίζεται το ίδιο βράδυ εκθαμβωτική στο παρισινό Θέατρο Μαρινί, συνοδευόμενη από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.
Στις τελευταίες της εξομολογήσεις στον Στέλιο Γαλατόπουλο, λίγους μήνες προτού πεθάνει, η Κάλλας μιλάει πιο ανοιχτά από ποτέ για τον Αριστοτέλη Ωνάση: «Η μοίρα ήταν αυτή που γέννησε τη σχέση μου με τον Αρίστο. Ναι, η αγάπη μας ήταν αμοιβαία. Ο Αρίστος ήταν αξιολάτρευτος, ευθύς, ατρόμητος».
Ηταν όμως και κάτι άλλο, όπως τονίζει η μεγάλη ντίβα στις αναμνήσεις της: «Το μόνο που θα μπορούσα πραγματικά να καταλογίσω στον Αρίστο ήταν η ακόρεστη επιθυμία του να κατακτήσει τα πάντα».
Μια επιθυμία που έπαψε να υφίσταται μετά την απώλεια του γιου του Αλέξανδρου, η οποία τον μεταμόρφωσε σε έναν κουρασμένο άνθρωπο που αφέθηκε στη μοίρα του. Οταν ο άρρωστος μεγιστάνας έφυγε από την Αθήνα για το Παρίσι, το μόνο πράγμα που πήρε μαζί του ήταν μια μικρή κασμιρένια κουβέρτα Hermes, δώρο της Μαρίας.
Η τελευταία πήγε να τον δει λίγα 24ωρα προτού ο μυθικός Σμυρνιός φύγει από τη ζωή, σκιά πλέον του εαυτού του, στο Αμερικάνικο Νοσοκομείο.
«Οταν είδα τον Αρίστο στο νοσοκομείο λίγο προτού πεθάνει ήταν ήρεμος και νομίζω συμφιλιωμένος με τον εαυτό του. Δεν μιλήσαμε για τις παλιές καλές μέρες που ζήσαμε μαζί. Αλλωστε ούτε και για οτιδήποτε άλλο είπαμε πολλά. Πιο πολύ επικοινωνούσαμε με την σιωπή. Οταν έφευγα, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να μου πει: “Σε αγάπησα. Οχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο, αλλά όσο καλύτερα και όσο περισσότερο μπορούσα”».
Η μυθιστορηματική τους σχέση αποτυπώνεται στη φράση της Μαρίας όταν πληροφορήθηκε την απώλεια του άνδρα που σημάδεψε τη ζωή της για πάντα: «Οταν πέθανε ο Αρίστος, ένιωσα σαν να χήρεψα».
Ειδήσεις σήμερα:
Σήμερα στην Αθήνα 83.850 δόσεις του εμβολίου - Το χρονοδιάγραμμα των εμβολιασμών
Σχολεία: Σενάρια να ανοίξουν πρώτα τα δημοτικά τον Ιανουάριο - Συνεδριάζει η Επιτροπή
Σφαίρα στην πολυκατοικία του 11χρονου Μάριου που έχασε τη ζωή του στο Μενίδι
Η Ελσα και τα προβλήματα
Προηγουμένως όμως έμεινε αξέχαστη η παρουσία της στην Αθήνα το καυτό καλοκαίρι του 1957, όπου είχαν προγραμματιστεί δύο εμφανίσεις της στο Ηρώδειο, εκ των οποίων όμως πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία μόνο η μία, καθώς υπήρξε πρόβλημα στη φωνή της. Η ακύρωση συνοδεύτηκε από πλείστες αρνητικές κριτικές και δημοσιεύματα αναγκάζοντας την Κάλλας να γράψει μια επιστολή δίνοντας την προσωπική της εκδοχή για τα γεγονότα.
«Δεν είμαι φτιαγμένη για χυδαίους υπαινιγμούς, χαμηλού επιπέδου φήμες, ευτελείς καιροσκοπισμούς», γράφει σε κάποιο σημείο και συνεχίζει: «Οσον αφορά τις χυδαιότητες και τις ανοησίες ακατονόμαστων προσώπων, τη μοχθηρία κάποιων άλλων, τους οδυρμούς εκείνων που τώρα θυμούνται πως είναι συγγενείς μου ή υποτιθέμενοι ευεργέτες μου, δεν έχω τίποτε να πω. Ας εξετάσει καθένας τη συνείδησή του και ας αναζητήσει εκεί τις απαντήσεις».
Μόνο η ίδια αναζήτησε ίσως τις απαντήσεις στην επιστολή που της έστειλε η κοσμικογράφος Ελσα Μάξγουελ τον Δεκέμβριο του 1957, όταν της έγραψε ένα γράμμα με ευχές. Στις πρώτες γραμμές η φράση «υπήρξες το αθώο θύμα της μεγαλύτερης αγάπης που μπορεί ένας άνθρωπος να νιώσει για έναν άλλον» δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι η Μάξγουελ ήταν κρυφά ερωτευμένη με την ντίβα. Λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1959, η Μάξγουελ θα δειπνήσει με την Κάλλας και τον Μενεγκίνι στη θαλαμηγό του Αριστοτέλη Ωνάση «Χριστίνα», η οποία ήταν αγκυροβολημένη στο Μονακό. Λίγες ημέρες μετά ο έρωτας του Αρίστου με την Ελληνίδα ντίβα βάζει φωτιά στην κρουαζιέρα και ο Μενεγκίνι απελπισμένος γράφει στην οικονόμο της Μαρίας, Μπρούνα Λούπολι: «Εσύ ξέρεις, τα ξέρεις όλα! Ασύλληπτο αυτό που συμβαίνει». Στις 28 Αυγούστου η Κάλλας γράφει σε φιλικό της ζευγάρι ρίχνοντας τη βόμβα, αλλά χωρίς να επεκταθεί σε λεπτομέρειες: «Φοβάμαι ότι πρέπει να σας πω τα άσχημα νέα, που προφανώς θα σας σοκάρουν. Σας παρακαλώ, πάντως, να μην πείτε προς το παρόν τίποτε και σε κανέναν. Χωρίζω με τον Μπατίστα».
Ο Μενεγκίνι έκτοτε της κάνει τη ζωή δύσκολη, με μια συμπεριφορά που δεν περίμενε η ντίβα της όπερας από έναν άνθρωπο του επιπέδου του, τον οποίο όμως πλήγωσε πολύ. Σε ένα γράμμα προς τη φίλη της Εμιλι Κόλμαν λίγο πριν από τις διακοπές για τα Χριστούγεννα γράφει: «Αυτό που θέλω είναι να ξεκουραστώ και να συνέλθω από το σοκ που ένιωσα συνειδητοποιώντας το ποιόν του “αγαπημένου” μου συζύγου. Δεν λέω ούτε εγώ από την πλευρά μου προσπάθησα να αποτρέψω τον χωρισμό μας, όμως όταν κατάλαβα ότι τα είχε μεταφέρει όλα στο όνομά του! Ενας Θεός -κι εκείνος βέβαια- ξέρει τι τα έκανε τόσα χρήματα...». Σε μια άλλη που γράφτηκε στο Μονακό στις 2 Μαρτίου του 1962 μιλάει για τον Ωνάση: «Αλλά και ο Αρίστος θα είχε λιγότερες σκοτούρες εξαιτίας μου, τόσο ως επιχειρηματίας όσο και ως άνδρας».
Η Τζάκι, η Μαρία και ο Αρίστος
Στο βιβλίο αποκαλύπτονται και τρεις επιστολές που αντάλλαξαν η Τζάκι Κένεντι με τη Μαρία Κάλλας τον Ιούλιο του 1963, όταν η τότε πρώτη κυρία των ΗΠΑ ζήτησε από την Κάλλας, αν ήταν εφικτό, να τραγουδήσει στον Λευκό Οίκο την 1η Οκτωβρίου.
Η ντίβα αρνήθηκε πολύ ευγενικά και η Τζάκι επανήλθε λέγοντας ότι πιθανόν να γίνει τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο της ερχόμενης χρονιάς. Κλείνει δε την επιστολή της λέγοντας: «Επιτρέψτε μου να επαναλάβω για μία ακόμη φορά πόσο μεγάλη τιμή θα είναι για εμάς να τραγουδήσετε στον Λευκό Οίκο».
Κάτι όμως που δεν θα γίνει ποτέ, αφού εκείνο τον Νοέμβριο ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι δολοφονήθηκε στο Ντάλας, ενώ σαν να σφραγίστηκε από τη μοίρα το πεπρωμένο των δύο γυναικών και τις έφερε αντιμέτωπες με τον ίδιο άνδρα, έναν κοντό τύπο με ανατολίτικη κοψιά και σπινθηροβόλο βλέμμα που είχε κατακτήσει τον κόσμο και ήταν σχεδόν καθημερινά θέμα συζήτησης σε όλα τα ΜΜΕ του κόσμου.
Σε μια επιστολή που στέλνει στην Γκρέις του Μονακό γράφει στο τέλος: «Φιλιά και στους δυο σας από τον Αρίστο».
«Ο Αρίστος είναι πολύ τρυφερός μαζί μου», «Δεν βρίσκεις πως ο Αρίστος έχει αλλάξει πολύ προς το καλύτερο;», γράφει προς τη φίλη της Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο.
Το γράμμα της στις 30 Ιανουαρίου του 1968 προς τον άνδρα της ζωής της είναι συγκλονιστικά εξομολογητικό για την αγάπη που του έχει: «Σ’ αγαπώ με όλο μου το σώμα και με όλη μου την ψυχή και μοναδική μου ευχή είναι να νιώθεις κι εσύ το ίδιο. Προσπάθησε, προσπάθησε κι εσύ σε παρακαλώ να μείνουμε μαζί, ενωμένοι για πάντα, γιατί έχω ανάγκη την παντοτινή σου αγάπη και τον παντοτινό σου σεβασμό.
Είμαι δική σου, μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις.
Η ψυχή σου, Μαρία».
Εξι μήνες μετά, ο Ωνάσης είναι πλέον μαζί με την Τζάκι σε μια κρουαζιέρα, αφού η Μαρία αρνιέται να είναι δεύτερη στη ζωή του και τον χωρίζει.
Στην αλληλογραφία με τη φίλη της Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο τον Ιούνιο του 1968 γράφει πικραμένη: «Πρόκειται για άνθρωπο ανεύθυνο, που τελικά η συμπεριφορά του με κάνει και αηδιάζω».
Το βράδυ της 20ής Οκτωβρίου του 1968 στον Σκορπιό βρέχει όταν ο Ωνάσης παντρεύεται την πιο διάσημη χήρα του κόσμου στο εκκλησάκι της Παναγίτσας που τόσο αγαπούσε η ντίβα της όπερας.
Η Μαρία εμφανίζεται το ίδιο βράδυ εκθαμβωτική στο παρισινό Θέατρο Μαρινί, συνοδευόμενη από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.
Στις τελευταίες της εξομολογήσεις στον Στέλιο Γαλατόπουλο, λίγους μήνες προτού πεθάνει, η Κάλλας μιλάει πιο ανοιχτά από ποτέ για τον Αριστοτέλη Ωνάση: «Η μοίρα ήταν αυτή που γέννησε τη σχέση μου με τον Αρίστο. Ναι, η αγάπη μας ήταν αμοιβαία. Ο Αρίστος ήταν αξιολάτρευτος, ευθύς, ατρόμητος».
Ηταν όμως και κάτι άλλο, όπως τονίζει η μεγάλη ντίβα στις αναμνήσεις της: «Το μόνο που θα μπορούσα πραγματικά να καταλογίσω στον Αρίστο ήταν η ακόρεστη επιθυμία του να κατακτήσει τα πάντα».
Μια επιθυμία που έπαψε να υφίσταται μετά την απώλεια του γιου του Αλέξανδρου, η οποία τον μεταμόρφωσε σε έναν κουρασμένο άνθρωπο που αφέθηκε στη μοίρα του. Οταν ο άρρωστος μεγιστάνας έφυγε από την Αθήνα για το Παρίσι, το μόνο πράγμα που πήρε μαζί του ήταν μια μικρή κασμιρένια κουβέρτα Hermes, δώρο της Μαρίας.
Η τελευταία πήγε να τον δει λίγα 24ωρα προτού ο μυθικός Σμυρνιός φύγει από τη ζωή, σκιά πλέον του εαυτού του, στο Αμερικάνικο Νοσοκομείο.
«Οταν είδα τον Αρίστο στο νοσοκομείο λίγο προτού πεθάνει ήταν ήρεμος και νομίζω συμφιλιωμένος με τον εαυτό του. Δεν μιλήσαμε για τις παλιές καλές μέρες που ζήσαμε μαζί. Αλλωστε ούτε και για οτιδήποτε άλλο είπαμε πολλά. Πιο πολύ επικοινωνούσαμε με την σιωπή. Οταν έφευγα, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να μου πει: “Σε αγάπησα. Οχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο, αλλά όσο καλύτερα και όσο περισσότερο μπορούσα”».
Η μυθιστορηματική τους σχέση αποτυπώνεται στη φράση της Μαρίας όταν πληροφορήθηκε την απώλεια του άνδρα που σημάδεψε τη ζωή της για πάντα: «Οταν πέθανε ο Αρίστος, ένιωσα σαν να χήρεψα».
Ειδήσεις σήμερα:
Σήμερα στην Αθήνα 83.850 δόσεις του εμβολίου - Το χρονοδιάγραμμα των εμβολιασμών
Σχολεία: Σενάρια να ανοίξουν πρώτα τα δημοτικά τον Ιανουάριο - Συνεδριάζει η Επιτροπή
Σφαίρα στην πολυκατοικία του 11χρονου Μάριου που έχασε τη ζωή του στο Μενίδι
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr