Με στόχο να φτάσουν τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα ακόμα και στην πιο απομακρυσμένη περιοχή του Αιγαίου πελάγους, η Κωτσόβολος ταξιδεύει με την Ομάδα Αιγαίου, κάνοντας REACT για έναν Καλύτερο Κόσμο.
Προδημοσίευση: «Ο παππούς δεν θα ψηφίσει φέτος» με την υπογραφή της Ασημένιας Σαράφη
Προδημοσίευση: «Ο παππούς δεν θα ψηφίσει φέτος» με την υπογραφή της Ασημένιας Σαράφη
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος
Στην παραθαλάσσια πόλη, όπως και στη χώρα ολόκληρη, οι πάντες έχουν προσβληθεί από τον προεκλογικό πυρετό. Ο πόλεμος της αφίσας, που μαίνεται λυσσαλέος στους τοίχους των κτηρίων, μαρτυρά το μοίρασμα του κόσμου στους δικούς μας και στους άλλους.
Ο Νικόλας παρατηρεί τον πατέρα να κρατά το στόμα του κλειστό και να επιμένει πως μόνη λύση υπήρξε από καταβολής κόσμου η δημοκρατικότητα και η συμφι-λίωση. Κι όσο για την Αλλαγή που ευαγγελίζεται ο χαρισματικός ηγέτης του κόμ-ματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, θα προτιμήσει να μην εκφέρει άποψη καμιά.
«Γιατί εμάς κάηκε η γούνα μας από τα πολιτικά», όπως σημείωνε συχνά πυκνά η γιαγιά Ρόη. Εντούτοις, το καλοκαίρι θα συνεχίσει να εξελίσσεται φέρνοντας τις φεγγαράδες, τις νύχτες των πανηγυριών, τις προεκλογικές συγκεντρώσεις κι ένα θρασύ κορίτσι.
Η Μαρία με τα κίτρινα θα δώσει τότε τις πιο ταιριαστές συμβουλές για τα ζητήματα της καρδιάς, καπνίζοντας τα βαριά τσιγάρα με το άσπρο φίλτρο. Και όλα θα βαίνουν σχετικά ομαλώς, έως ότου καταφθάσει απροειδοποίητα ο Τσέχος παππούς. Μαζί του θα φέρει και όλες τις αιχμηρές λεπτομέρειες του συνειδητά και πεισματικά αποσιωπημένου παρελθόντος, αυτού που διχοτόμησε τον κόσμο τέσ-σερις δεκαετίες πιο πριν. Και μετά να αναχωρήσει οριστικά από τον επιβατικό σταθμό του καφε-ζαχαροπλαστείου «Η Ομόνοια», λίγες μέρες πριν από την πο-λυαναμενόμενη εκείνη Κυριακή 18 Οκτωβρίου του 1981, οπότε και άνοιξαν οι κάλπες για να δεχτούν τα ψηφοδέλτια του, ακόμη και σήμερα, 40 ακριβώς χρόνια μετά, άδηλου και δυσερμήνευτου μέλλοντός μας.
Προδημοσίευση
Οι περισσότεροι μας άνοιξαν την πόρτα και μας έκαναν χώρο να περάσουμε. Κάποιοι μπορεί να ήταν διστακτικοί, όμως δεν τους έκανε καρδιά να μας αφήνουν να
στεκόμαστε στο κατώφλι. Δεν παίρνεις τον άλλον απ’ τα μούτρα. Όσο αποφασισμένος κι αν είσαι για το τι και ποιον θα ψηφίσεις, καμώνεσαι πως ακούς και τους ανθρώπους που είχαν το θάρρος ή και το θράσος ακόμη να σου έρθουν επίσκεψη, ακάλεστοι κι ανεπιθύμητοι. Αλλά ήρθαν. Οι διστακτικοί μας έβαζαν στο καθιστικό μα δεν μας προέτρεπαν να κάτσουμε. Δεν κάθονταν μήτε οι ίδιοι. Κι ούτε ρωτούσαν αν θέλουμε ένα ποτήρι νερό, μονάχα στέκονταν ορθοί και μας κοιτούσαν πεταρίζοντας τα βλέφαρα πολύ πιο συχνά από το απαραίτητο, καθώς η παρουσία μας τους έφερνε αμηχανία.
—Δεν θα σας απασχολήσουμε πολύ, έπιανε τότε να μιλά ο γραμματέας. Ήρθαμε μόνο γιατί ήταν χρέος μας να σας ενημερώσουμε για το πρόγραμμα του κόμματος και να ζητήσουμε τη στήριξή σας.
Ο διστακτικός συνέχιζε να πεταρίζει τα βλέφαρα και να κοιτά το πάτωμα.
Τότε ο γραμματέας έβγαζε από την πάνινη τσάντα τη φωτοτυπία με το πρόγραμμα του κόμματος και δυο τρία ψηφοδέλτια ασταύρωτα και τα άφηνε πάνω στο τραπέζι.
—Σας τα αφήνω εδώ. Να τα δείτε με την ησυχία σας.
Και στρεφόταν προς την πόρτα, κάνοντάς μας νόημα να τον ακολουθήσουμε χωρίς πολλά πολλά.
Ήταν όμως και κάποιοι άλλοι που σαν να μας περίμεναν. Άνοιγαν διάπλατα την πόρτα και μας έμπαζαν στο καθιστικό. Μας έβαζαν να καθίσουμε και ρωτούσαν αν θέλουμε έναν καφέ, ώρα που είναι. Κι έπειτα φώναζαν κι από τ’ άλλα δωμάτια ξετρύπωναν η γυναίκα, η γριά μητέρα τους και τα παιδιά τους. Στέκονταν γύρω μας όρθιοι, καθώς σπάνια υπήρχαν παραπάνω καρέκλες, και μας κοιτούσαν. Κι όταν έρχονταν οι καφέδες κι ενόσω εμείς τους πίναμε, έπαυαν εντελώς να μιλούν, περιμένοντας υπομονετικά εμείς ν’ αρχίσουμε την απαραίτητη συζήτηση.
Ο γραμματέας τότε έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και ξεκινούσε να μιλά αργά και καθαρά – τα παιδιά έχασκαν εντυπωσιασμένα από το επιβλητικό παρουσιαστικό του, την καθαρή του άρθρωση, τη σιγουριά με την οποία εξέθετε τις απόψεις του. Ήταν για τα παιδιά εκείνη μία ιστορική στιγμή, που τα έκανε να νιώσουν σημαντικά, εφόσον σπάνια τους επιτρεπόταν να είναι παρόντα στις συζητήσεις που αφορούσαν τις υποθέσεις των μεγάλων. Σαν να τους διαβεβαίωναν με την παραχώρηση αυτή οι μεγάλοι πως μπορεί να είναι για την ώρα παιδιά, σύντομα όμως θα μεγάλωναν και όσα άκουγαν τώρα, παρότι δεν ήταν δυνατόν να γίνουν απολύτως κατανοητά από τον παιδικό εαυτό τους, αργότερα θα φώτιζαν από κάποιες απρόσμενες γωνίες την ενήλική τους πραγματικότητα.
Όταν επιτέλους εμπεδωνόταν το φιλικό κλίμα και οι οικοδεσπότες είχαν εκδηλώσει φανερά πλέον τη συμπάθειά τους προς εμάς και το κόμμα, μόνο τότε ο γραμματέας έβγαζε από την τσάντα και πάλι τους εκλογικούς καταλόγους που είχε τυλίξει σ’ ένα σφιχτό ρολό και ζητούσε την άδεια να τους ξετυλίξει.
—Θέλω να με βοηθήσετε, τους εκμυστηρευόταν, για κάποια ονόματα για τα οποία έχουμε επιφυλάξεις.
Έσκυβαν πάνω από τους καταλόγους οι ενήλικες του σπιτιού και διάβαζαν τα ονόματα φωναχτά. Τα παιδιά τότε μόνο χαλάρωναν κι έβγαιναν από την πόρτα του καθιστικού, πήγαιναν στην αυλή ή στην κουζίνα. Είχαν βαρεθεί.
—Πείτε μου για τον τάδε, τους απευθυνόταν ο γραμματέας.
Κι εκείνοι έπιαναν να μιλούν για τον τάδε που τύχαινε να τον ξέρουν από παλιά. Και ρωτώντας για τον τάδε και τον δείνα, περνούσε η ώρα.
—Λυπάμαι, αλλά πρέπει να φύγουμε, έλεγε τότε ο γραμματέας. Σας ευχαριστούμε θερμά.
—Κι εμείς, του απαντούσαν. Που κάνατε τον κόπο και ήρθατε.
—Άντε και με τη νίκη, τους αποχαιρετούσαμε.
—Με τη νίκη, μας ξεπροβόδιζαν.
Εκείνη τη μέρα, μπήκα σε σπίτια των οποίων γνώριζα μόνο την εξωτερική όψη και ελαχίστων τους ενοίκους. Το εσωτερικό τους κινούσε ζωηρά το ενδιαφέρον μου. Ήταν τα περισσότερα παλιά σπίτια, που κατοικούνταν όμως αδιάλειπτα εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο κάθε πρόγονος τα κληροδοτούσε στους απογόνους του μαζί με τα έπιπλα και τα προσωπικά του αντικείμενα. Ακόμη κι αν πολλά από αυτά αχρηστεύονταν από τη χρήση, τα περισσότερα παρέμεναν, άλλοτε ένεκα του σεβασμού προς το εκλιπόν πρόσωπο και του κόπου που απαιτήθηκε για να τα αποκτήσει, και άλλοτε από μία εγγενή απροθυμία να πετιούνται πράγματα που κάποια στιγμή στο μέλλον μπορεί και να τα χρειαστείς. Σωρεύονταν τα χρηστικά ή διακοσμητικά εκείνα αντικείμενα στις στενές κάμαρες. Κι από τα παράθυρα έμπαινε ο απογευματινός ήλιος, πλάγιος και πορτοκαλής, και φώτιζε τους τοίχους με την πληθώρα των καρφιών, απ’ όπου κρέμονταν καθρέφτες, φωτογραφίες, κάδρα και εταζέρες ασφυκτικά γεμάτες. Ενόσω οι άλλοι απορροφούνταν στη συζήτηση, εγώ κοιτούσα ένα γύρω, με αδιακρισία που δεν έμενε πάντα απαρατήρητη από τους οικοδεσπότες. Δεν το ήθελα. Ήταν που είχα μεγαλώσει σ’ ένα αντισεισμικό και τα αντισεισμικά δεν έχουν καμία ιστορία να διηγηθούν, πέραν ίσως από αυτήν του σεισμού που επέβαλε τη βιαστική τους ανέγερση. Κι αν ο πατέρας μου δεν μάζευε τα πεταμένα των άλλων, το αντισεισμικό μας θα ήταν ακόμη πιο κενό νοήματος.
Όμως, οι ένοικοί τους, παρότι δεν το ομολογούσαν ανοιχτά, έδειχναν να ασφυκτιούν μες στο πατρογονικό τους σπίτι. Κι αν συντάσσονταν τόσο πρόθυμα με αυτή την περίφημη αλλαγή που ευαγγελιζόταν το κόμμα το οποίο επιβαλλόταν να ψηφίσουν, όπως εμείς επιμέναμε, ήταν γιατί ήθελαν να αφήσουν πίσω τη βαριά ιστορία που υπενθύμιζαν όλες εκείνες οι πολύτιμες παλιατσαρίες με τις οποίες συμβίωναν. Ήθελαν η δική τους γενιά να πάει λίγο πιο μπροστά, να επιχειρήσει και να πετύχει έναν εκ βάθρων εκσυγχρονισμό, που δεν θα αφορούσε μόνο τον τρόπο ζωήςαλλά και το οικιακό τους περιβάλλον. Και τότε ακόμη και τα σπίτια θα αναμορφώνονταν και πολλά αντικείμενα ίσως και να κατέληγαν στα σκουπίδια, προκειμένου ακόμη και οι τοίχοι να ελαφρώσουν και όλοι να κινηθούν με περισσή άνεση προς το επιθυμητό μέλλον.
Τέτοια αδιατύπωτα οράματα φώτιζαν σαν αστραπές τα μάτια των ανθρώπων που επισκεφτήκαμε εκείνο το απόγευμα. Τα λόγια του γραμματέα πυροδοτούσαν τους σπινθήρες. Ώσπου κάποιες στιγμές φούσκωνε το στήθος μας από περηφάνια μεσσιανική, που όμοιά της δεν είχαμε αισθανθεί ποτέ έως τότε. Το γεγονός ότι γινόμασταν δεκτοί στα περισσότερα σπίτια με τέτοια θέρμη, μας είχε αναγορεύσει σε ήρωες του απογεύματος, ευαγγελιστές ενός θριάμβου που επρόκειτο να εξαπλωθεί σε όλη τη συνοικία, σε ολόκληρη την πόλη, σε όλη τη χώρα. Και μας ήταν ακατανόητο πώς οι πολιτικοί μας αντίπαλοι έδειχναν να μην το έχουν πάρει πια απόφαση. Για μας ήταν πλέον σαφές.
Ποια είναι η συγγραφέας
Η Ασημένια Σαράφη γεννήθηκε το 1973. Μεγάλωσε στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ., με ειδίκευση στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η μεταπτυ-χιακή διατριβή της εστιάζεται στη διαπλοκή μύθου και Ιστορίας στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Μπακόλα. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευ-ση. Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία της: Το παράδοξο ταξίδι της εφηβείας της (νουβέλα, Καστανιώτης, 1998), Platanus Orientalis. Οι διακλαδώσεις μιας ασυνήθιστης ιστορίας (μυθι-στόρημα, Πατάκης, 2003), Φεγγαράδα στο δέρμα (διηγήματα, Πατάκης, 2007 - υποψήφιο για τα βραβεία του περιοδικού Δια-βάζω), Αρόδο (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2011).
Ειδήσεις σήμερα:
Αρχίζει η δίκη σε δεύτερο βαθμό για την άγρια δολοφονία της εφοριακού Δώρας Ζέμπερη
Η Δύση εξοπλίζει την Ουκρανία, που επανακτά εδάφη στο Λουχάνσκ – Oργή από Μόσχα, χτυπά ξανά το Κίεβο
Ραγδαία μεταβολή του καιρού: Από την ζέστη σε ακραία μπουρίνια - Ποιες περιοχές θα επηρεαστούν
Ο Νικόλας παρατηρεί τον πατέρα να κρατά το στόμα του κλειστό και να επιμένει πως μόνη λύση υπήρξε από καταβολής κόσμου η δημοκρατικότητα και η συμφι-λίωση. Κι όσο για την Αλλαγή που ευαγγελίζεται ο χαρισματικός ηγέτης του κόμ-ματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, θα προτιμήσει να μην εκφέρει άποψη καμιά.
«Γιατί εμάς κάηκε η γούνα μας από τα πολιτικά», όπως σημείωνε συχνά πυκνά η γιαγιά Ρόη. Εντούτοις, το καλοκαίρι θα συνεχίσει να εξελίσσεται φέρνοντας τις φεγγαράδες, τις νύχτες των πανηγυριών, τις προεκλογικές συγκεντρώσεις κι ένα θρασύ κορίτσι.
Η Μαρία με τα κίτρινα θα δώσει τότε τις πιο ταιριαστές συμβουλές για τα ζητήματα της καρδιάς, καπνίζοντας τα βαριά τσιγάρα με το άσπρο φίλτρο. Και όλα θα βαίνουν σχετικά ομαλώς, έως ότου καταφθάσει απροειδοποίητα ο Τσέχος παππούς. Μαζί του θα φέρει και όλες τις αιχμηρές λεπτομέρειες του συνειδητά και πεισματικά αποσιωπημένου παρελθόντος, αυτού που διχοτόμησε τον κόσμο τέσ-σερις δεκαετίες πιο πριν. Και μετά να αναχωρήσει οριστικά από τον επιβατικό σταθμό του καφε-ζαχαροπλαστείου «Η Ομόνοια», λίγες μέρες πριν από την πο-λυαναμενόμενη εκείνη Κυριακή 18 Οκτωβρίου του 1981, οπότε και άνοιξαν οι κάλπες για να δεχτούν τα ψηφοδέλτια του, ακόμη και σήμερα, 40 ακριβώς χρόνια μετά, άδηλου και δυσερμήνευτου μέλλοντός μας.
Προδημοσίευση
Οι περισσότεροι μας άνοιξαν την πόρτα και μας έκαναν χώρο να περάσουμε. Κάποιοι μπορεί να ήταν διστακτικοί, όμως δεν τους έκανε καρδιά να μας αφήνουν να
στεκόμαστε στο κατώφλι. Δεν παίρνεις τον άλλον απ’ τα μούτρα. Όσο αποφασισμένος κι αν είσαι για το τι και ποιον θα ψηφίσεις, καμώνεσαι πως ακούς και τους ανθρώπους που είχαν το θάρρος ή και το θράσος ακόμη να σου έρθουν επίσκεψη, ακάλεστοι κι ανεπιθύμητοι. Αλλά ήρθαν. Οι διστακτικοί μας έβαζαν στο καθιστικό μα δεν μας προέτρεπαν να κάτσουμε. Δεν κάθονταν μήτε οι ίδιοι. Κι ούτε ρωτούσαν αν θέλουμε ένα ποτήρι νερό, μονάχα στέκονταν ορθοί και μας κοιτούσαν πεταρίζοντας τα βλέφαρα πολύ πιο συχνά από το απαραίτητο, καθώς η παρουσία μας τους έφερνε αμηχανία.
—Δεν θα σας απασχολήσουμε πολύ, έπιανε τότε να μιλά ο γραμματέας. Ήρθαμε μόνο γιατί ήταν χρέος μας να σας ενημερώσουμε για το πρόγραμμα του κόμματος και να ζητήσουμε τη στήριξή σας.
Ο διστακτικός συνέχιζε να πεταρίζει τα βλέφαρα και να κοιτά το πάτωμα.
Τότε ο γραμματέας έβγαζε από την πάνινη τσάντα τη φωτοτυπία με το πρόγραμμα του κόμματος και δυο τρία ψηφοδέλτια ασταύρωτα και τα άφηνε πάνω στο τραπέζι.
—Σας τα αφήνω εδώ. Να τα δείτε με την ησυχία σας.
Και στρεφόταν προς την πόρτα, κάνοντάς μας νόημα να τον ακολουθήσουμε χωρίς πολλά πολλά.
Ήταν όμως και κάποιοι άλλοι που σαν να μας περίμεναν. Άνοιγαν διάπλατα την πόρτα και μας έμπαζαν στο καθιστικό. Μας έβαζαν να καθίσουμε και ρωτούσαν αν θέλουμε έναν καφέ, ώρα που είναι. Κι έπειτα φώναζαν κι από τ’ άλλα δωμάτια ξετρύπωναν η γυναίκα, η γριά μητέρα τους και τα παιδιά τους. Στέκονταν γύρω μας όρθιοι, καθώς σπάνια υπήρχαν παραπάνω καρέκλες, και μας κοιτούσαν. Κι όταν έρχονταν οι καφέδες κι ενόσω εμείς τους πίναμε, έπαυαν εντελώς να μιλούν, περιμένοντας υπομονετικά εμείς ν’ αρχίσουμε την απαραίτητη συζήτηση.
Ο γραμματέας τότε έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και ξεκινούσε να μιλά αργά και καθαρά – τα παιδιά έχασκαν εντυπωσιασμένα από το επιβλητικό παρουσιαστικό του, την καθαρή του άρθρωση, τη σιγουριά με την οποία εξέθετε τις απόψεις του. Ήταν για τα παιδιά εκείνη μία ιστορική στιγμή, που τα έκανε να νιώσουν σημαντικά, εφόσον σπάνια τους επιτρεπόταν να είναι παρόντα στις συζητήσεις που αφορούσαν τις υποθέσεις των μεγάλων. Σαν να τους διαβεβαίωναν με την παραχώρηση αυτή οι μεγάλοι πως μπορεί να είναι για την ώρα παιδιά, σύντομα όμως θα μεγάλωναν και όσα άκουγαν τώρα, παρότι δεν ήταν δυνατόν να γίνουν απολύτως κατανοητά από τον παιδικό εαυτό τους, αργότερα θα φώτιζαν από κάποιες απρόσμενες γωνίες την ενήλική τους πραγματικότητα.
Όταν επιτέλους εμπεδωνόταν το φιλικό κλίμα και οι οικοδεσπότες είχαν εκδηλώσει φανερά πλέον τη συμπάθειά τους προς εμάς και το κόμμα, μόνο τότε ο γραμματέας έβγαζε από την τσάντα και πάλι τους εκλογικούς καταλόγους που είχε τυλίξει σ’ ένα σφιχτό ρολό και ζητούσε την άδεια να τους ξετυλίξει.
—Θέλω να με βοηθήσετε, τους εκμυστηρευόταν, για κάποια ονόματα για τα οποία έχουμε επιφυλάξεις.
Έσκυβαν πάνω από τους καταλόγους οι ενήλικες του σπιτιού και διάβαζαν τα ονόματα φωναχτά. Τα παιδιά τότε μόνο χαλάρωναν κι έβγαιναν από την πόρτα του καθιστικού, πήγαιναν στην αυλή ή στην κουζίνα. Είχαν βαρεθεί.
—Πείτε μου για τον τάδε, τους απευθυνόταν ο γραμματέας.
Κι εκείνοι έπιαναν να μιλούν για τον τάδε που τύχαινε να τον ξέρουν από παλιά. Και ρωτώντας για τον τάδε και τον δείνα, περνούσε η ώρα.
—Λυπάμαι, αλλά πρέπει να φύγουμε, έλεγε τότε ο γραμματέας. Σας ευχαριστούμε θερμά.
—Κι εμείς, του απαντούσαν. Που κάνατε τον κόπο και ήρθατε.
—Άντε και με τη νίκη, τους αποχαιρετούσαμε.
—Με τη νίκη, μας ξεπροβόδιζαν.
Εκείνη τη μέρα, μπήκα σε σπίτια των οποίων γνώριζα μόνο την εξωτερική όψη και ελαχίστων τους ενοίκους. Το εσωτερικό τους κινούσε ζωηρά το ενδιαφέρον μου. Ήταν τα περισσότερα παλιά σπίτια, που κατοικούνταν όμως αδιάλειπτα εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο κάθε πρόγονος τα κληροδοτούσε στους απογόνους του μαζί με τα έπιπλα και τα προσωπικά του αντικείμενα. Ακόμη κι αν πολλά από αυτά αχρηστεύονταν από τη χρήση, τα περισσότερα παρέμεναν, άλλοτε ένεκα του σεβασμού προς το εκλιπόν πρόσωπο και του κόπου που απαιτήθηκε για να τα αποκτήσει, και άλλοτε από μία εγγενή απροθυμία να πετιούνται πράγματα που κάποια στιγμή στο μέλλον μπορεί και να τα χρειαστείς. Σωρεύονταν τα χρηστικά ή διακοσμητικά εκείνα αντικείμενα στις στενές κάμαρες. Κι από τα παράθυρα έμπαινε ο απογευματινός ήλιος, πλάγιος και πορτοκαλής, και φώτιζε τους τοίχους με την πληθώρα των καρφιών, απ’ όπου κρέμονταν καθρέφτες, φωτογραφίες, κάδρα και εταζέρες ασφυκτικά γεμάτες. Ενόσω οι άλλοι απορροφούνταν στη συζήτηση, εγώ κοιτούσα ένα γύρω, με αδιακρισία που δεν έμενε πάντα απαρατήρητη από τους οικοδεσπότες. Δεν το ήθελα. Ήταν που είχα μεγαλώσει σ’ ένα αντισεισμικό και τα αντισεισμικά δεν έχουν καμία ιστορία να διηγηθούν, πέραν ίσως από αυτήν του σεισμού που επέβαλε τη βιαστική τους ανέγερση. Κι αν ο πατέρας μου δεν μάζευε τα πεταμένα των άλλων, το αντισεισμικό μας θα ήταν ακόμη πιο κενό νοήματος.
Όμως, οι ένοικοί τους, παρότι δεν το ομολογούσαν ανοιχτά, έδειχναν να ασφυκτιούν μες στο πατρογονικό τους σπίτι. Κι αν συντάσσονταν τόσο πρόθυμα με αυτή την περίφημη αλλαγή που ευαγγελιζόταν το κόμμα το οποίο επιβαλλόταν να ψηφίσουν, όπως εμείς επιμέναμε, ήταν γιατί ήθελαν να αφήσουν πίσω τη βαριά ιστορία που υπενθύμιζαν όλες εκείνες οι πολύτιμες παλιατσαρίες με τις οποίες συμβίωναν. Ήθελαν η δική τους γενιά να πάει λίγο πιο μπροστά, να επιχειρήσει και να πετύχει έναν εκ βάθρων εκσυγχρονισμό, που δεν θα αφορούσε μόνο τον τρόπο ζωήςαλλά και το οικιακό τους περιβάλλον. Και τότε ακόμη και τα σπίτια θα αναμορφώνονταν και πολλά αντικείμενα ίσως και να κατέληγαν στα σκουπίδια, προκειμένου ακόμη και οι τοίχοι να ελαφρώσουν και όλοι να κινηθούν με περισσή άνεση προς το επιθυμητό μέλλον.
Τέτοια αδιατύπωτα οράματα φώτιζαν σαν αστραπές τα μάτια των ανθρώπων που επισκεφτήκαμε εκείνο το απόγευμα. Τα λόγια του γραμματέα πυροδοτούσαν τους σπινθήρες. Ώσπου κάποιες στιγμές φούσκωνε το στήθος μας από περηφάνια μεσσιανική, που όμοιά της δεν είχαμε αισθανθεί ποτέ έως τότε. Το γεγονός ότι γινόμασταν δεκτοί στα περισσότερα σπίτια με τέτοια θέρμη, μας είχε αναγορεύσει σε ήρωες του απογεύματος, ευαγγελιστές ενός θριάμβου που επρόκειτο να εξαπλωθεί σε όλη τη συνοικία, σε ολόκληρη την πόλη, σε όλη τη χώρα. Και μας ήταν ακατανόητο πώς οι πολιτικοί μας αντίπαλοι έδειχναν να μην το έχουν πάρει πια απόφαση. Για μας ήταν πλέον σαφές.
Ποια είναι η συγγραφέας
Η Ασημένια Σαράφη γεννήθηκε το 1973. Μεγάλωσε στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ., με ειδίκευση στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η μεταπτυ-χιακή διατριβή της εστιάζεται στη διαπλοκή μύθου και Ιστορίας στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Μπακόλα. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευ-ση. Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία της: Το παράδοξο ταξίδι της εφηβείας της (νουβέλα, Καστανιώτης, 1998), Platanus Orientalis. Οι διακλαδώσεις μιας ασυνήθιστης ιστορίας (μυθι-στόρημα, Πατάκης, 2003), Φεγγαράδα στο δέρμα (διηγήματα, Πατάκης, 2007 - υποψήφιο για τα βραβεία του περιοδικού Δια-βάζω), Αρόδο (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2011).
Ειδήσεις σήμερα:
Αρχίζει η δίκη σε δεύτερο βαθμό για την άγρια δολοφονία της εφοριακού Δώρας Ζέμπερη
Η Δύση εξοπλίζει την Ουκρανία, που επανακτά εδάφη στο Λουχάνσκ – Oργή από Μόσχα, χτυπά ξανά το Κίεβο
Ραγδαία μεταβολή του καιρού: Από την ζέστη σε ακραία μπουρίνια - Ποιες περιοχές θα επηρεαστούν
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα