«Ποσειδών», το νέο βιβλίο του Πάνου Δημάκη - Διαβάστε προδημοσίευση

Ο αγαπημένος συγγραφέας επιστρέφει μετά τις «17 Κλωστές»

Τον γνωρίσαμε από το τηλεπαιχνίδι The Chase, τον αγαπήσαμε από το βιβλίο του 17 Κλωστές, τώρα ήρθε η ώρα για τη συνέχεια. Ο Πάνος Δημάκης βγάζει το νέο του βιβλίο από τις εκδόσεις Διόπτρα με τίτλο «Ποσειδών» και είναι γεμάτο καταιγιστική δράση και ανατροπές.

«7,5 ρίχτερ. Ένα κατακλυσμικό γεγονός, όπως ο σεισμός που χτυπά την Ιθάκη στις 4 Οκτωβρίου 2024, είναι αρκετό για να αλλάξουν εντελώς οι ζωές των ανθρώπων. Το Ποσειδών είναι ένα μυθιστόρημα με φιλοσοφικό βάθος, αγωνία και δράση· μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε μόλις 21 ώρες, τη μέρα του σεισμού. Οι άνθρωποι που εγκλωβίζονται σε ένα βυζαντινό μοναστήρι έρχονται μοιραία αντιμέτωποι με την αλήθεια: ήταν ήδη φυλακισμένοι στις ζωές τους και τώρα, μέσα στην καταστροφή, βλέπουν καθαρά. Μέσα στην πάλη για επιβίωση, σκοτεινές αλήθειες αποκαλύπτονται και ένας απροσδόκητος έρωτας ανθίζει».

Το «Ποσειδών» είναι μια αλληγορία του ταξιδιού που κάνουμε για να ξαναγίνουμε ήρωες, αφού η ζωή είναι μια Οδύσσεια, για να γνωρίσεις την πέτρα και το νερό, τον Θεό, εσένα τον ίδιο. Το νέο μυθιστόρημα του Πάνου Δημάκη, συγγραφέα των βιβλίων Το Ποτάμι των χιλίων τυφλών και 17 Κλωστές, ανακινεί ερωτήματα που απασχολούν κάθε άνθρωπο: «Γιατί σε εμένα;», «Έχω την ελευθερία να ζήσω όπως θέλω;», «Μήπως πήρα τη ζωή μου λάθος;», «Γιατί να υπάρχει τόσο κακό στον κόσμο;». Είναι ένα μυθιστόρημα που, τελικά, μας καλεί να βρούμε τον εαυτό μας.

Το protothema.gr δημοσιεύει σήμερα προδημοσίευση από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες.

«Σεισμός!» έβγαλε μια κραυγή, που ξύπνησε τη νεαρή κοπέλα με την οποία είχε συζητήσει λίγο πριν για τη μεγαλειώδη θέα από το μπαλκόνι. Καθώς ο σεισμός τράνταζε τα σωθικά του μοναστηριού λες κι ήταν από άχυρο, εκείνη είχε πετρώσει. Ο τρόμος πάγωσε τις φλέβες της, που έγιναν σιδερένιες βέργες. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Αλλά η κραυγή του Κομνηνού και το μπράτσο του ξεθεμέλιωσαν την Ισμήνη από το πάτωμα όπου είχε κολλήσει. Τον κοίταξε στα μάτια. Οι ίριδές της είχαν γίνει μια υγρή, κόκκινη λίμνη. Τα δικά του ήταν ορθάνοιχτα, αλλά πιο στέρεα. Της φώναξαν ότι έπρεπε να τον ακολουθήσει.

Ο Ματθαίος ήταν ακόμα στο στασίδι όταν η γη άρχισε να τρέμει. Τέντωσε το χέρι του να πιάσει τη μαγκούρα του. Την κράτησε σφιχτά και προσπάθησε να σηκωθεί, αψηφώντας τον κόσμο που κατέρρεε. Έκανε δύο βήματα, αλλά ήταν σαν αόρατα χέρια να τον τραβούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Όμως κατάφερε να στηριχτεί στο μπαστούνι, επιστρατεύοντας δύναμη που ούτε κι ο ίδιος ήξερε ότι είχε. Ετοιμάστηκε να κάνει το τρίτο βήμα και να βρει τους άλλους στο κέντρο, αλλά τότε αποκολλήθηκε ένας όγκος, μια τεράστια πέτρινη μάζα σαν τραπέζι, και τον χτύπησε στην πλάτη, ρίχνοντάς τον με ορμή στις πλάκες του πατώματος. Έβγαλε μια ανατριχιαστική οιμωγή πόνου. Το ξύλινο μπαστούνι του με τη σκαλιστή, μεταλλική λαβή έσπασε στα δύο. Τα βλέφαρά του έκλεισαν.

Τα πάντα μες στον παμπάλαιο ναό έσπαγαν με εκκωφαντικό θόρυβο. Τραντάζονταν συθέμελα και αυτό τους έκανε όλους να πιστέψουν ότι θα γινόταν χίλια κομμάτια. Ένας σωρός ερειπίων που θα τους κάλυπταν στη σιωπή για πάντα. Απέξω ηχούσε ένας κοσμογονικός γδούπος, μια ανήκουστη βουή, σαν να γκρεμιζόταν το βουνό. Σαν να γλιστρούσε στη θάλασσα.

Το μικρό παιδάκι συνέχιζε να τσιρίζει, αφού δεν ήξερε τι ήταν αυτό που δεν το άφηνε να σταθεί όρθιο και για ποιον λόγο διαλύονταν όλα μπροστά στα μάτια του. Τα δάκρυα έρεαν καυτά από τα μάτια των γυναικών, κυρίως της Μελάνης. Κυλούσαν αλμυρά και της χαράκωναν τα μάγουλα, καθώς κρατιόταν από τη ράχη μιας σκαλιστής καρέκλας, ακριβώς δίπλα στον διάδρομο. Έβλεπε με τρόμο τα μανουάλια να συντρίβονται με κρότο στο δάπεδο και πολλές εικόνες ολόγυρά της να την κοιτούν λίγο πριν πέσουν κι αυτές. Άλλες την κοιτούσαν με απορία, σαν να μην ήξεραν ούτε αυτές τον λόγο που σειόταν το σύμπαν. Μα κάνα δυο την κοίταξαν σοβαρές, αποφασισμένες. Στο ξύλο των ματιών τους δεν καθόταν καμία ερώτηση.

Ο Δημήτρης, που είχε αρχίσει να ξεμυτίζει από την κολόνα ακριβώς πριν ξεκινήσει ο χαλασμός, τα είχε χαμένα κι αυτός προς στιγμήν. Η δόνηση τον έριξε προς το παγκάρι πίσω του, αλλά πιάστηκε πριν πέσει. Τα κεριά σκορπίστηκαν δίπλα του σαν ευμεγέθη σπίρτα που είχαν γλιστρήσει από το κουτί τους. Σηκώθηκε γρήγορα και χωρίς να το πολυσκεφτεί, κατανικώντας την προηγούμενη διστακτικότητά του, όρμησε προς τα μπροστά, προσπέρασε τη μάνα με το παιδί και άρπαξε από τα μπράτσα τη Μελάνη, που ήταν σκυμμένη και έκλαιγε. Η κοπέλα δεν είχε ξαναζήσει τόσο δυνατό σεισμό κι ένιωθε ότι περιφερόταν σε έναν εφιάλτη από εκείνους που γεννιούνται μέσα από τις σκιές. Τρόμαξε από την απότομη λαβή στο μπράτσο της και έστρεψε τον κορμό και το κεφάλι της προς τα πίσω για να δει ποιος την είχε αρπάξει. Την ώρα που γκρεμίζονταν τα πάντα μπροστά της, τα μάτια της άστραψαν από έκπληξη.

«Δημήτρη!»
[…]
Το Ιόνιο Πέλαγος είχε σειστεί απ’ άκρη σ’ άκρη. Τα θαμμένα κεραμίδια της γης αγκαλιάστηκαν. Το ένα βυθίστηκε μες στα μπράτσα του άλλου. Ένας ασπασμός σφοδρός. Μια πανάρχαια, πρωτόγονη αγάπη τα ωθούσε. Οι πέτρες έβγαλαν δόντια και δάγκωσαν τις διπλανές τους. Τα νύχια τους μάκρυναν αρπαχτικά και χώθηκαν βαθιά μέσα στις σάρκες. Το ένωμά τους δεν κράτησε για παραπάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Έντεκα. Έντεκα δεύτερα φιλήθηκαν οι πέτρες, δύο εραστές που είχαν καιρό να ιδωθούν και ρίχτηκαν με πάθος ο ένας στον άλλο. Μα ντρέπονταν μην τους δουν. Δεν ήθελαν κανέναν μάρτυρα σε αυτό το σφιχταγκάλιασμα κι έτσι κρύφτηκαν κάτω από το πάπλωμα της θάλασσας. Αρκετά χιλιόμετρα κάτω από τον βυθό συγκρούστηκαν οι πόθοι της αέναης κίνησης.

Η ελευθερία της φυγής προς αντίθετες κατευθύνσεις ταίριαξε με την προσμονή να ενωθούν ξανά μετά από χιλιετίες. Μα η ντροπή τους πέρασε γρήγορα. Το πάθος θέριεψε τόσο, που έσπασε κάθε πρότερο εμπόδιο. Τώρα ήθελαν να το δείξουν σε όλους. Κι έτσι, έβγαλαν έναν τεράστιο βρυχηθμό ηδονής. Ήταν η απόδειξη του παλέματός τους, ο ήχος του πόνου τους. Ήταν ένας γόος που τρύπησε όλα τα στρώματα, ταξίδεψε μέσα από το νερό, έσχισε τη φλούδα των κυμάτων και εκτοξεύτηκε σαν βιβλικός θρήνος. Όπως σε κάθε αλγεινό έρωτα, ούρλιαξαν για να μάθει όλος ο κόσμος πόσο αγαπούσαν και πόσο πονούσαν.

Αυτό που άκουσαν οι άνθρωποι μες στο μοναστήρι το άκουσαν σε όλη την Ιθάκη με την ίδια ένταση. Μαζί ξύπνησαν από τον θόρυβο κι η Λευκάδα και η Κεφαλονιά. Μα η Ιθάκη ήταν εκείνη που σείστηκε περισσότερο από όλα τα νησιά. Την άρπαξε από την ουρά της ένας γίγαντας που τον έλεγαν Εγκέλαδο και την τίναξε σαν ψάρι. Ό,τι ήταν επάνω της ράγισε. Ό,τι είχε στερεωθεί έγειρε. Εκατοντάδες σπίτια έπεσαν, άλλα τελείως κι άλλα εν μέρει. Μέσα σε έντεκα στιγμές, οι πέτρες ξεκόλλησαν η μία από την άλλη, το τσιμέντο έλιωσε, τα σίδερα στράβωσαν. Μα πλάκωσαν ελάχιστους…

[…]
«Δεν αντέχω άλλο!» είπε ξέπνοα η Μελάνη κοιτάζοντας τον Δημήτρη, μια κίνηση που είδαν όλοι, ακόμα και ο Άγης στην άλλη πλευρά της εκκλησίας.
Ο Δημήτρης τρόμαξε.
«Όσο κι αν πονάμε τώρα, η ανταμοιβή είναι μεγάλη!» είπε στωικά η Πελαγία.
«Πού; Στον άλλο κόσμο; Να μου λείπει!» απάντησε η Ζωή.
«Μην το λέτε αυτό. Ο πόνος φέρνει τη σοφία. Η μητέρα που κοιλοπονάει με τον καρπό μέσα της σε λίγο θα κρατήσει το παιδί της στην αγκαλιά της. Ο Ύψιστος σταλάζει το έλεος ασταμάτητα. Ποτέ μην το ξεχνάτε αυτό: Το μεγαλύτερο δώρο είναι η ελπίδα» συνέχισε πιο σίγουρη η Πελαγία.
«Κανείς θεός δεν έσωσε κανέναν άνθρωπο από τα υπαρξιακά προβλήματά του», είπε από τον θρόνο του στα συντρίμμια ο Άγης. «Μόνοι μας γινόμαστε οι ήρωες της ζωής μας, μόνοι μας παλεύουμε για την κάθαρση, να ξεφύγουμε από τον κλοιό που μας πνίγει καθημερινά. Κάνουμε επιλογές και δεχόμαστε τις συνέπειες. Αυτή τη στιγμή παίζουμε οι ίδιοι στο δικό μας θέατρο, μα δεν έχουμε θεατές για να νιώσουν οίκτο για μας. Ούτε να μας βοηθήσουν ούτε να μας λυπηθούν. Κανείς δεν θα μας βοηθήσει, αν δεν το κάνουμε πρώτα εμείς. Αλλά η κυρία δεν λέει να το καταλάβει!»
«Δεν μιλάω με απατεώνες!» απάντησε η Ζωή, με τον Άγη να καγχάζει ικανοποιημένος που τη νευρίασε.
«Έχετε αδικήσει πολύ τη θρησκεία!» ξαναπήρε τον λόγο η Πελαγία. «Χωρίς αυτή θα είχαμε χαθεί στην απόγνωση. Μη μειώνετε τη σημασία της ελπίδας».
«Θα συμφωνήσω μαζί σας, Ηγουμένη Πελαγία», είπε ο Κομνηνός. «Κάθε θρησκεία είναι μια μυθολογία που άλλοτε βασίζεται σε αλήθειες κι άλλοτε σε ιστορίες αμφιβόλου προελεύσεως. Οι μύθοι ήταν πάντα ένα πρότυπο συμπεριφοράς, είτε μιλούσαμε για τον Ηρακλή είτε για έναν άγιο των χριστιανών. Τις περισσότερες φορές μόνο η θρησκεία μπορεί να σου φέρει ηρεμία στην απόγνωση!»
«Ναι, αλλά είδαμε πόσο απέτυχαν και η τεχνολογία και ο ορθολογισμός να μας σώσουν», είπε η Ζωή.
«Έχετε δίκιο… Φτάσαμε και στο φεγγάρι. Και; Και τι έγινε; Βελτιώθηκε η ζωή; Καλύφθηκε το κενό μέσα μας;» συμφώνησε ο Κομνηνός.
«Ή μπας και τελείωσαν οι πόλεμοι;» είπε ο Δημήτρης.
«Ούτε το άγχος μειώθηκε στο ελάχιστο! Δεν μπορώ να νιώσω στο έπακρο αυτό που νιώθω. Θέλω να φωνάξω, να οδύρομαι», ακούστηκε σπαραχτική η Μελάνη. «Να αισθανθώ τον πόνο και την αγάπη στο έπακρο, αλλά πρέπει να είμαι σωστή και να το παίζω κουλ, όπως το ίδιο πρέπει και όλοι σας. Αυτό που ζούμε είναι ανεξήγητο, είναι απαράδεκτο. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι το ζούμε, όμως το ζούμε. Και δεν μιλώ μόνο για το ότι είμαστε φυλακισμένοι εδώ μέσα χωρίς άμεση έξοδο διαφυγής. Ό,τι κι αν κάνουμε, όσο κι αν προσπαθούμε να δραπετεύσουμε, αδυνατούμε να βιώσουμε την πραγματικότητα χωρίς αυτό να μας διαλύσει».

[…]
Σταμάτησε λίγο και ξεροκατάπιε. Η ντροπή της είχε γίνει ένα βάραθρο απύθμενο κι ένιωθε από παντού εκτεθειμένη. Κοίταξε αριστερά και είδε τις αγίες πιο σοβαρές. Σαν να είχαν συνοφρυωθεί και με τη μεσαιωνική τους αυστηρότητα την έψεγαν που ενοχλούσε τον Θεό με την ξεδιάντροπη εξομολόγησή της. Κάποτε είχε σκεφτεί ότι κάθε εξομολόγηση δεν μπορεί παρά να είναι ως ένα σημείο ξεδιάντροπη, αφού είναι σχεδόν πάντα η εξιστόρηση ενός ολισθήματος. Η ντροπή όμως της έδωσε άλλο λίγο θάρρος και μίλησε στις αγίες.
«Η ζωή είναι πάντα γλιστερή. Σαν να περπατάς σε έδαφος που έχει διαρκώς κλίση. Θα ήθελα πολύ να είμαι μια ορθολογίστρια, μια ρεαλίστρια που θα διαλαλούσε ότι έτσι αποκτά ενδιαφέρον η ζωή, μέσα από τις προκλήσεις και τις παγίδες αυτής της πλαγιάς. Μα δεν είμαι. Είμαι μια χαζή ρομαντική, μια αθεράπευτη οπισθοδρομική, που προτιμά τις ευθείες, μια δειλή που δεν αποδέχεται ότι το μεγαλείο είναι να δέχεσαι τα βέλη, γιατί όλα σημαίνουν κάτι στην απέραντη σοφία Του. Εσείς τα γνωρίζετε σαφώς καλύτερα, γιατί μαρτυρήσατε για Εκείνον. Μα εγώ είμαι αλλιώς. Γι’ αυτό είμαι εδώ, γονατισμένη μπροστά στον Κύριό μου. Ταπεινή, μα καθόλου άμωμη, όπως εσείς…»

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Πάνος Δημάκης μεγάλωσε στο Άστρος Αρκαδίας και εδώ και πολλά χρόνια ζει στην Αθήνα, όπου σπούδασε Αγγλική Φιλολογία. Δούλεψε για 18 μήνες ως μεταφραστής στην Οργανωτική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Έχει μεταφράσει τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη Ο καπετάν Μιχάλης και Ο ανήφορος στα αγγλικά, καθώς και αφηγήματα από τα αγγλικά και τα ιταλικά. Εμφανίζεται στην τηλεοπτική εκπομπή γνώσεων The Chase ως το Γεράκι. Επίσης, διδάσκει Business English και πραγματοποιεί ομιλίες σε στελέχη εταιρειών για τη γνώση, τη μνήμη και τη σύνδεση της εκπαίδευσης με τους στόχους μιας εταιρείας. Μιλάει 8 γλώσσες. Έχει γράψει το λεξικό Το βερβενιώτικο ιδίωμα, το αγγλικό ετυμολογικό λεξικό Etymolexicon και τα μυθιστορήματα Δεκαεπτά κλωστές, στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, και Το ποτάμι των χιλίων τυφλών.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr