Ριζιμιό: Το νέο, βαθιά νοσταλγικό μυθιστόρημα της Άννας Γαλανού
Ριζιμιό: Το νέο, βαθιά νοσταλγικό μυθιστόρημα της Άννας Γαλανού
Διαβάστε προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Άννας Γαλανού
Πολλές φορές αποφεύγουμε να αναζητήσουμε αυτά που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια, προκειμένου να μην πληγωθούμε...
Το νέο βιβλίο της Άννας Γαλανού «Ριζιμιό», που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Διόπτρα, σκάβει βαθιά στις ψυχές των χαρακτήρων, φέρνοντας σταδιακά στο φως αυτό που ο καθένας τους είναι στην πραγματικότητα. Καθώς η πλοκή εκτυλίσσεται και ο έρωτας σαρώνει τις ζωές των ηρώων, ιστορικές και ηθογραφικές αναφορές για το νησί της Κρήτης διαμορφώνουν μια ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση και συγκίνηση, ενώ ένα μοναδικό νοσταλγικό κλίμα κυριαρχεί σε όλη την έκταση του βιβλίου.
Το περιδέραιο με το μινωικό δικέρατο στο εξώφυλλο έχει κι αυτό τον δικό του συμβολισμό, καθώς το ζώο αυτό διατρέχει το φαντασιακό του νησιού από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.
Ριζιμιό άλλωστε σημαίνει «αυτό που είναι βαθιά ριζωμένο στη γη».
Η υπόθεση του βιβλίου
Ο Φώτης και η Αργυρώ ζουν σ’ ένα χωριό της Κρήτης κι από παιδιά είναι αχώριστοι. Μεγαλώνοντας, η αγάπη του ενός για τον άλλον μοιάζει απέραντη.
Όλα κυλούν ιδανικά, μέχρι που ένα τραγικό συμβάν φέρνει τα πάνω κάτω στις ζωές τους και τους ίδιους αντιμέτωπους με τον εαυτό τους. Η σκληρή πραγματικότητα τους προσγειώνει απότομα σ’ έναν κόσμο που μέχρι τότε αγνοούσαν. Έναν κόσμο γεμάτο ψέμα, φθόνο και υποκρισία.
Η απόφαση της Αργυρώς να επιστρέψει στη γενέτειρά της μετά από δεκαπέντε χρόνια απουσίας και οι απαντήσεις που αναζητά απεγνωσμένα, μοιραία ανασύρουν από την ψυχή της βαθιές λαβωματιές που ως τότε κάλυπτε η σκόνη της σιωπής και της άρνησής της ν’ αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την αλήθεια.
Κάπως έτσι ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι, με μεγάλη ένταση, αγωνία και πολλά γεγονότα που το ένα ανατρέπει το άλλο. Κεντρικοί πρωταγωνιστές είναι το ίδιο το νησί και οι άνθρωποί του, στο διάβα των αιώνων.
Με φόντο τα όμορφα χωριά της κρητικής γης, τα πανηγύρια, τις γιορτάδες, τις χαρές και τις λύπες, σε μια εποχή διάχυτης νοσταλγίας και αθωότητας!
Η ιστορία ενός μεγάλου έρωτα, ενός αλύτρωτου πάθους που οδηγεί στα άκρα… Και η Κρήτη, μια κραταιά θεότητα που προστατεύει τα παιδιά της!
Το νέο βιβλίο της Άννας Γαλανού «Ριζιμιό», που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Διόπτρα, σκάβει βαθιά στις ψυχές των χαρακτήρων, φέρνοντας σταδιακά στο φως αυτό που ο καθένας τους είναι στην πραγματικότητα. Καθώς η πλοκή εκτυλίσσεται και ο έρωτας σαρώνει τις ζωές των ηρώων, ιστορικές και ηθογραφικές αναφορές για το νησί της Κρήτης διαμορφώνουν μια ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση και συγκίνηση, ενώ ένα μοναδικό νοσταλγικό κλίμα κυριαρχεί σε όλη την έκταση του βιβλίου.
Το περιδέραιο με το μινωικό δικέρατο στο εξώφυλλο έχει κι αυτό τον δικό του συμβολισμό, καθώς το ζώο αυτό διατρέχει το φαντασιακό του νησιού από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.
Ριζιμιό άλλωστε σημαίνει «αυτό που είναι βαθιά ριζωμένο στη γη».
Η υπόθεση του βιβλίου
Ο Φώτης και η Αργυρώ ζουν σ’ ένα χωριό της Κρήτης κι από παιδιά είναι αχώριστοι. Μεγαλώνοντας, η αγάπη του ενός για τον άλλον μοιάζει απέραντη.
Όλα κυλούν ιδανικά, μέχρι που ένα τραγικό συμβάν φέρνει τα πάνω κάτω στις ζωές τους και τους ίδιους αντιμέτωπους με τον εαυτό τους. Η σκληρή πραγματικότητα τους προσγειώνει απότομα σ’ έναν κόσμο που μέχρι τότε αγνοούσαν. Έναν κόσμο γεμάτο ψέμα, φθόνο και υποκρισία.
Η απόφαση της Αργυρώς να επιστρέψει στη γενέτειρά της μετά από δεκαπέντε χρόνια απουσίας και οι απαντήσεις που αναζητά απεγνωσμένα, μοιραία ανασύρουν από την ψυχή της βαθιές λαβωματιές που ως τότε κάλυπτε η σκόνη της σιωπής και της άρνησής της ν’ αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την αλήθεια.
Κάπως έτσι ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι, με μεγάλη ένταση, αγωνία και πολλά γεγονότα που το ένα ανατρέπει το άλλο. Κεντρικοί πρωταγωνιστές είναι το ίδιο το νησί και οι άνθρωποί του, στο διάβα των αιώνων.
Με φόντο τα όμορφα χωριά της κρητικής γης, τα πανηγύρια, τις γιορτάδες, τις χαρές και τις λύπες, σε μια εποχή διάχυτης νοσταλγίας και αθωότητας!
Η ιστορία ενός μεγάλου έρωτα, ενός αλύτρωτου πάθους που οδηγεί στα άκρα… Και η Κρήτη, μια κραταιά θεότητα που προστατεύει τα παιδιά της!
Ακολουθεί προδημοσίευση του βιβλίου:
Μια φέτα ρόδινης αυγής άρχισε ν’ αχνοφαίνεται στην άκρη της ανατολής, βάφοντας πορφυρά τ’ αραχνοΰφαντα σύννεφα που περίμεναν να υποδεχτούν τον ηλιάτορα. Οι ακτές διακρίνονταν πλέον καθαρά στο βάθος αριστερά, ενώ φασαριόζικα γλαροπούλια έκαναν τις πρωινές βουτιές τους στη φουσκωμένη θάλασσα. Το καράβι έκοψε ταχύτητα κι άρχισε να στρίβει δεξιά, ακολουθώντας τη γραμμή του λιμενοβραχίονα.
«Φθάνουμε», ψιθύρισε η Αργυρώ, που κολλημένη εδώ και ώρα μπροστά στο φαρδύ φινιστρίνι παρακολουθούσε τα νερά που λεπτό το λεπτό άλλαζαν χρώμα. Από το μαύρο της νύχτας, πήραν να γίνονται σκούρα γκρι, μετά μαβιά και μόλις τα χάιδεψε η πρώτη ηλιαχτίδα μεταμορφώθηκαν σ’ ένα απέραντο μπλε του κοβαλτίου.
Από την άλλη πλευρά τώρα θα φαίνεται πεντακάθαρα ο Γιούχτας, σκέφτηκε, φέρνοντας στον νου της την εικόνα με το αναπαυμένο κεφάλι του Δία ν’ ατενίζει το άπειρο.
Ο Γιούχτας!
Ένα ακόμα θαύμα της Κρήτης!
«Πέτρα και φως», ήταν ο τίτλος που είχε δώσει στο ποίημα που σκάρωσε όταν για πρώτη φορά είδε από τη μεριά της θάλασσας το ανθρωπόμορφο βουνό. Το πλοίο μόλις είχε βγει απ’ το λιμάνι κι οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου ακουμπούσαν το φαρδύ μέτωπο του θεού, κάνοντας την υπόλευκη πέτρα να εκπέμπει ένα ουράνιο φως. Συγκλονίστηκε, κανείς δεν την είχε προετοιμάσει γι’ αυτό το θέαμα. Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που έμειναν για πάντα χαραγμένες μέσα της.
Κι όταν τα μάτια σου ατένισαν το Σύμπαν,
ζωή ξεπήδησε από την πέτρα,
κι ανάσα απ’ τα χείλη τα στεγνά.
Πνοή θεού τύλιξε πέρα ως πέρα το νησί…
Αλήθεια, πόσα χρόνια πριν είχε γράψει αυτά τα λόγια;
«Πολλά, πάρα πολλά», μονολόγησε ανοίγοντας με φούρια την πόρτα της καμπίνας. Διέσχισε βιαστικά τον μοκεταρισμένο διάδρομο και βγήκε στο κατάστρωμα.
Η ανάσα της κόπηκε απότομα. Εκεί μπροστά της ήταν όλα. Δεξιά το φρούριο του Κούλε, λουσμένο στο χρυσάφι της ανατολής, με τα εντυπωσιακά νεώρια ακριβώς απέναντι, στο βάθος δυτικά η κορυφή του πυραμοειδή Στρούμπουλα καλωσόριζε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, ενώ ο επιβλητικός Γιούχτας, ακοίμητος φρουρός, αγκάλιαζε την πόλη που, απλωμένη ως τη θάλασσα, ήταν ακόμα βυθισμένη στη νάρκη της νύχτας.
Ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν. Τι κι αν είχε ορκιστεί πως δεν επρόκειτο να κλάψει; Τι κι αν ήξερε πως ήταν μεγάλο λάθος κι ότι δεν έβγαζε πουθενά;
Ρούφηξε τη μύτη της και πήρε βαθιές ανάσες.
Σταμάτα, πρόσταξε τον εαυτό της. […]
Λύτρωση της ψυχής, χαρακτήριζε την επιστροφή της, βέβαιη πως μ’ αυτόν το τρόπο θα ξόρκιζε το παρελθόν και τις άσχημες μνήμες του.
Δεν ήταν έτσι, λοιπόν;
***
Βγήκε από την πύλη του λιμανιού, έστριψε δεξιά, μα εκατό μέτρα παρακάτω πάτησε φρένο κι έσβησε τη μηχανή. Που πάω τώρα; αναρωτήθηκε κοιτάζοντας με απορία τη φαρδιά λεωφόρο μπροστά της. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Όλα της τα χαλούσε αυτό το φως, το ανελέητο φως του νησιού, η ανοιχτωσιά του ορίζοντα κι η μυρωδιά της πόλης, που ακάλεστη εισέβαλε ορμητικά απ’ το παράθυρο του αυτοκίνητου. […]
Πολύ πρωί ακόμα, κι η παραλιακή ήταν άδεια. Τη διέσχισε σαν σίφουνας και, χωρίς να ρίξει ματιά, προσπέρασε το Κάστρο της θάλασσας που εκείνη την ώρα έμοιαζε ν’ αναδύεται απ’ τα νερά. Ο δρόμος ανηφόριζε και στένευε, κι η Αργυρώ κατέβασε ταχύτητα. […] Πριν φθάσει στη Χανιώπορτα, έστριψε αριστερά σ’ έναν δρόμο παράλληλο με τα Τείχη, που οδηγούσε στον λόφο Μαρτινέγκο, και μόλις έφθασε, παράτησε όπως όπως το αμάξι σε μια εσοχή της στενής ανηφόρας και βγήκε έξω.
Ο βοριάς φυσούσε παγωμένος κι έκανε κρύο τσουχτερό. Κούμπωσε το παλτό της κι έπιασε ν’ ανεβαίνει τα φαρδιά σκαλοπάτια. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο της κορφής, πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα με αργά βήματα πλησίασε στον τάφο με τον απλό ξύλινο σταυρό. Τα μάτια της στάθηκαν πάνω στις αιώνιες λέξεις της μαρμάρινης ταφόπλακας:
Δεν ελπίζω τίποτα
Δεν φοβάμαι τίποτα
Είμαι ελεύθερος
Συγκίνηση, ανατριχίλα και… αναμνήσεις, αφού την ίδια στιγμή ένιωσε να ξαναγίνεται δεκαπεντάχρονη μαθήτρια που αναζητούσε απαντήσεις για το καθετί, αμφισβητώντας κάθε θέσφατο και κάθε δεδομένο.
«Άρα λοιπόν, κυρία, ο Καζαντζάκης θέλει να μας πει πως η ελευθερία του ανθρώπου δεν κρύβεται ούτε στον φόβο, ούτε στην ελπίδα. Για τον φόβο, ναι, το καταλαβαίνω, αλλά για την ελπίδα; Μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς να ελπίζει;»
Έμοιαζε σαν ν’ άκουγε την παιδική ακόμα φωνή της να ρωτά τη φιλόλογό τους εκείνη την πρώτη φορά, στην τρίτη γυμνασίου, που η τάξη τους είχε έρθει εκδρομή στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη.
«Ο φόβος μπορεί να διαλύει την ψυχή, Αργυρώ, όμως κι η ελπίδα λανθασμένα πιστεύουμε ότι μας δίνει θάρρος. Στην πραγματικότητα, μόνο ψευδαισθήσεις δημιουργεί και δεν είμαι σίγουρη ποιο είναι χειρότερο: ο φόβος ή το άγχος της προσμονής;»
Είχε μείνει άφωνη με την απάντηση που πήρε, την οποία ακόμα τότε δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν την ξέχασε όμως ποτέ, κι έτσι όπως εξελίχθηκε η ζωή της, τα λόγια της καθηγήτριας αρκετά συχνά γυρόφερναν στον νου της.
Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε προς τον νότο. Από κει, η θέα του Γιούχτα ήταν ανυπέρβλητη, μοναδική.
Κι όταν τα μάτια σου ατένισαν το Σύμπαν,
ζωή ξεπήδησε απ’ την πέτρα
κι ανάσα απ’ τα χείλη τα στεγνά.
Πνοή Θεού τύλιξε πέρα ως πέρα το νησί…
Πέτρα και φως,
κι ο ανθρωπόμορφος θεός
ακοίμιστος αιώνες,
την Κρήτη έχει κατά νου…
Δεν μπορούσε να θυμηθεί παρακάτω, αλλά μήπως ήταν η πρώτη φορά που της συνέβαινε; Όχι βέβαια! Και αυτό το ποίημα, όπως και πολλά άλλα που έγραφε τότε, το είχε καταχωνιάσει στα άδυτα ενός μυαλού που για χρόνια προσπαθούσε να διαγράψει κάθε απομεινάρι μνήμης· ενός μυαλού που το μόνο που επιθυμούσε ήταν η λησμονιά. […]
Τελικά όμως τίποτα δεν σβήνει οριστικά. Κάνεις μεγάλο λάθος αν πιστέψεις πως με το έτσι θέλω, μπορείς να σβήσεις μνήμες, εικόνες, πόνους και χαρές. Το μυαλό δεν υπακούει σε τέτοιες εντολές. Σε ξεγελά, σπρώχνοντας στο υποσυνείδητο εκείνα που σε πλήγωσαν στο παρελθόν, κάνοντάς σε να πιστέψεις πως διαγράφηκαν απ’ τη μνήμη σου. Μέγα ψέμα!
Όλα είναι εκεί, ολοζώντανα, κι αρκεί μόνο ένα σπίθισμα για να ξαναβγούν στην επιφάνεια.
Η Αργυρώ, έσυρε τα πόδια της και κάθισε στη φαρδιά πεζούλα, με τα μάτια της καρφωμένα στον κόκκινο τρούλο του Αγίου Μηνά, του προστάτη της πόλης. Τώρα πια ίσα που ξεχώριζε ανάμεσα στο μπετόν.
Πόσο πιο όμορφο ήταν παλιά το Ηράκλειο, αναλογίστηκε, κοιτάζοντας τις κάθετες σαν λάμες πολυκατοικίες που κυριαρχούσαν στο κάδρο. Σε φέτες έκοβαν την πόλη, μια πόλη που ανέκαθεν ακουμπούσε μ’ εμπιστοσύνη στην ανοιχτή αγκαλιά της θάλασσας που έδιωχνε μακριά τους καημούς και τα βάσανα των ανθρώπων.
Ένιωσε την καρδιά της να μη χωρά στο στήθος της κι αυθόρμητα βγήκαν από μέσα της τα λόγια του Καζαντζάκη…
«Αλάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχαν καπετάνιο έναν άγιο, τον Αϊ-Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου. Όλη τη μέρα στέκουνταν ακίνητος στο κόνισμά του, μέσα στη μικρή εκκλησιά του, καβάλα σε ψαρί άλογο, και κρατούσε όρθιο ένα κόκκινο κοντάρι. Κοντοσγουρογένης, ηλιοκαμένος, αγριομάτης. Φορτωμένος με τ’ ασημένια ταξίματα, χέρια, μάτια, πόδια, καρδιές, που οι Καστρινοί είχαν κρεμάσει στη χάρη του και του ζητούσαν να τους γιάνει. […] Καπετάν Μηνά τον έλεγαν και του πήγαιναν και του άναβαν κερί, τον κοίταζαν πολλήν ώρα και ποιος ξέρει τι παράπονα θα του ’χαν που αργούσε να λευτερώσει την Κρήτη».
Άκουγε τη φωνή της και δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν δική της! Τα λόγια από το αγαπημένο απόσπασμα του Καπετάν Μιχάλη έβγαιναν αβίαστα από μέσα της. Σαν να ήταν μόλις χθες που τα διάβαζε στο δερματόδετο βιβλίο με τα χρυσά γράμματα στο μπορντό υφασματένιο εξώφυλλο.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια κι «είδε» την αδελφή της να κάθεται απέναντί της, και στο άλλο ανοιγόκλειμα τη θέση της Πελαγίας είχε πάρει ο Φώτης!
Αργυρώ.
Πελαγία.
Φώτης.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Πεζά Ηρακλείου Κρήτης. Γράφω από νεαρή ηλικία και έχω ασχοληθεί με τα περισσότερα είδη του πεζού και έμμετρου λόγου: μυθιστοριογραφία, διηγήματα, ποίηση, παιδική λογοτεχνία, παραμύθια, στίχους, θεατρικά και δοκίμια. Για το έργο μου συνολικά, έχω τιμηθεί με πολλά πανελλήνια βραβεία και διακρίσεις. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν τα τρία βιβλία της ιστορικής τριλογίας «Οι Δρόμοι της Καταιγίδας» –Θυσία, Εκδίκηση, Εξιλέωση–, καθώς και τα μυθιστορήματα Οι τρεις φωτιές, Στην Πόλη των λυγμών, Μαργκώ, Αντιμέτωποι με το χθες, Το παράπονό μου μια κραυγή, Όταν φεύγουν τα σύννεφα, Σμαράγδι στη βροχή, Τότε που τραγουδούσαν οι θεοί και Ζωές απέναντι.
Μια φέτα ρόδινης αυγής άρχισε ν’ αχνοφαίνεται στην άκρη της ανατολής, βάφοντας πορφυρά τ’ αραχνοΰφαντα σύννεφα που περίμεναν να υποδεχτούν τον ηλιάτορα. Οι ακτές διακρίνονταν πλέον καθαρά στο βάθος αριστερά, ενώ φασαριόζικα γλαροπούλια έκαναν τις πρωινές βουτιές τους στη φουσκωμένη θάλασσα. Το καράβι έκοψε ταχύτητα κι άρχισε να στρίβει δεξιά, ακολουθώντας τη γραμμή του λιμενοβραχίονα.
«Φθάνουμε», ψιθύρισε η Αργυρώ, που κολλημένη εδώ και ώρα μπροστά στο φαρδύ φινιστρίνι παρακολουθούσε τα νερά που λεπτό το λεπτό άλλαζαν χρώμα. Από το μαύρο της νύχτας, πήραν να γίνονται σκούρα γκρι, μετά μαβιά και μόλις τα χάιδεψε η πρώτη ηλιαχτίδα μεταμορφώθηκαν σ’ ένα απέραντο μπλε του κοβαλτίου.
Από την άλλη πλευρά τώρα θα φαίνεται πεντακάθαρα ο Γιούχτας, σκέφτηκε, φέρνοντας στον νου της την εικόνα με το αναπαυμένο κεφάλι του Δία ν’ ατενίζει το άπειρο.
Ο Γιούχτας!
Ένα ακόμα θαύμα της Κρήτης!
«Πέτρα και φως», ήταν ο τίτλος που είχε δώσει στο ποίημα που σκάρωσε όταν για πρώτη φορά είδε από τη μεριά της θάλασσας το ανθρωπόμορφο βουνό. Το πλοίο μόλις είχε βγει απ’ το λιμάνι κι οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου ακουμπούσαν το φαρδύ μέτωπο του θεού, κάνοντας την υπόλευκη πέτρα να εκπέμπει ένα ουράνιο φως. Συγκλονίστηκε, κανείς δεν την είχε προετοιμάσει γι’ αυτό το θέαμα. Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που έμειναν για πάντα χαραγμένες μέσα της.
Κι όταν τα μάτια σου ατένισαν το Σύμπαν,
ζωή ξεπήδησε από την πέτρα,
κι ανάσα απ’ τα χείλη τα στεγνά.
Πνοή θεού τύλιξε πέρα ως πέρα το νησί…
Αλήθεια, πόσα χρόνια πριν είχε γράψει αυτά τα λόγια;
«Πολλά, πάρα πολλά», μονολόγησε ανοίγοντας με φούρια την πόρτα της καμπίνας. Διέσχισε βιαστικά τον μοκεταρισμένο διάδρομο και βγήκε στο κατάστρωμα.
Η ανάσα της κόπηκε απότομα. Εκεί μπροστά της ήταν όλα. Δεξιά το φρούριο του Κούλε, λουσμένο στο χρυσάφι της ανατολής, με τα εντυπωσιακά νεώρια ακριβώς απέναντι, στο βάθος δυτικά η κορυφή του πυραμοειδή Στρούμπουλα καλωσόριζε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, ενώ ο επιβλητικός Γιούχτας, ακοίμητος φρουρός, αγκάλιαζε την πόλη που, απλωμένη ως τη θάλασσα, ήταν ακόμα βυθισμένη στη νάρκη της νύχτας.
Ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν. Τι κι αν είχε ορκιστεί πως δεν επρόκειτο να κλάψει; Τι κι αν ήξερε πως ήταν μεγάλο λάθος κι ότι δεν έβγαζε πουθενά;
Ρούφηξε τη μύτη της και πήρε βαθιές ανάσες.
Σταμάτα, πρόσταξε τον εαυτό της. […]
Λύτρωση της ψυχής, χαρακτήριζε την επιστροφή της, βέβαιη πως μ’ αυτόν το τρόπο θα ξόρκιζε το παρελθόν και τις άσχημες μνήμες του.
Δεν ήταν έτσι, λοιπόν;
***
Βγήκε από την πύλη του λιμανιού, έστριψε δεξιά, μα εκατό μέτρα παρακάτω πάτησε φρένο κι έσβησε τη μηχανή. Που πάω τώρα; αναρωτήθηκε κοιτάζοντας με απορία τη φαρδιά λεωφόρο μπροστά της. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Όλα της τα χαλούσε αυτό το φως, το ανελέητο φως του νησιού, η ανοιχτωσιά του ορίζοντα κι η μυρωδιά της πόλης, που ακάλεστη εισέβαλε ορμητικά απ’ το παράθυρο του αυτοκίνητου. […]
Πολύ πρωί ακόμα, κι η παραλιακή ήταν άδεια. Τη διέσχισε σαν σίφουνας και, χωρίς να ρίξει ματιά, προσπέρασε το Κάστρο της θάλασσας που εκείνη την ώρα έμοιαζε ν’ αναδύεται απ’ τα νερά. Ο δρόμος ανηφόριζε και στένευε, κι η Αργυρώ κατέβασε ταχύτητα. […] Πριν φθάσει στη Χανιώπορτα, έστριψε αριστερά σ’ έναν δρόμο παράλληλο με τα Τείχη, που οδηγούσε στον λόφο Μαρτινέγκο, και μόλις έφθασε, παράτησε όπως όπως το αμάξι σε μια εσοχή της στενής ανηφόρας και βγήκε έξω.
Ο βοριάς φυσούσε παγωμένος κι έκανε κρύο τσουχτερό. Κούμπωσε το παλτό της κι έπιασε ν’ ανεβαίνει τα φαρδιά σκαλοπάτια. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο της κορφής, πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα με αργά βήματα πλησίασε στον τάφο με τον απλό ξύλινο σταυρό. Τα μάτια της στάθηκαν πάνω στις αιώνιες λέξεις της μαρμάρινης ταφόπλακας:
Δεν ελπίζω τίποτα
Δεν φοβάμαι τίποτα
Είμαι ελεύθερος
Συγκίνηση, ανατριχίλα και… αναμνήσεις, αφού την ίδια στιγμή ένιωσε να ξαναγίνεται δεκαπεντάχρονη μαθήτρια που αναζητούσε απαντήσεις για το καθετί, αμφισβητώντας κάθε θέσφατο και κάθε δεδομένο.
«Άρα λοιπόν, κυρία, ο Καζαντζάκης θέλει να μας πει πως η ελευθερία του ανθρώπου δεν κρύβεται ούτε στον φόβο, ούτε στην ελπίδα. Για τον φόβο, ναι, το καταλαβαίνω, αλλά για την ελπίδα; Μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς να ελπίζει;»
Έμοιαζε σαν ν’ άκουγε την παιδική ακόμα φωνή της να ρωτά τη φιλόλογό τους εκείνη την πρώτη φορά, στην τρίτη γυμνασίου, που η τάξη τους είχε έρθει εκδρομή στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη.
«Ο φόβος μπορεί να διαλύει την ψυχή, Αργυρώ, όμως κι η ελπίδα λανθασμένα πιστεύουμε ότι μας δίνει θάρρος. Στην πραγματικότητα, μόνο ψευδαισθήσεις δημιουργεί και δεν είμαι σίγουρη ποιο είναι χειρότερο: ο φόβος ή το άγχος της προσμονής;»
Είχε μείνει άφωνη με την απάντηση που πήρε, την οποία ακόμα τότε δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν την ξέχασε όμως ποτέ, κι έτσι όπως εξελίχθηκε η ζωή της, τα λόγια της καθηγήτριας αρκετά συχνά γυρόφερναν στον νου της.
Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε προς τον νότο. Από κει, η θέα του Γιούχτα ήταν ανυπέρβλητη, μοναδική.
Κι όταν τα μάτια σου ατένισαν το Σύμπαν,
ζωή ξεπήδησε απ’ την πέτρα
κι ανάσα απ’ τα χείλη τα στεγνά.
Πνοή Θεού τύλιξε πέρα ως πέρα το νησί…
Πέτρα και φως,
κι ο ανθρωπόμορφος θεός
ακοίμιστος αιώνες,
την Κρήτη έχει κατά νου…
Δεν μπορούσε να θυμηθεί παρακάτω, αλλά μήπως ήταν η πρώτη φορά που της συνέβαινε; Όχι βέβαια! Και αυτό το ποίημα, όπως και πολλά άλλα που έγραφε τότε, το είχε καταχωνιάσει στα άδυτα ενός μυαλού που για χρόνια προσπαθούσε να διαγράψει κάθε απομεινάρι μνήμης· ενός μυαλού που το μόνο που επιθυμούσε ήταν η λησμονιά. […]
Τελικά όμως τίποτα δεν σβήνει οριστικά. Κάνεις μεγάλο λάθος αν πιστέψεις πως με το έτσι θέλω, μπορείς να σβήσεις μνήμες, εικόνες, πόνους και χαρές. Το μυαλό δεν υπακούει σε τέτοιες εντολές. Σε ξεγελά, σπρώχνοντας στο υποσυνείδητο εκείνα που σε πλήγωσαν στο παρελθόν, κάνοντάς σε να πιστέψεις πως διαγράφηκαν απ’ τη μνήμη σου. Μέγα ψέμα!
Όλα είναι εκεί, ολοζώντανα, κι αρκεί μόνο ένα σπίθισμα για να ξαναβγούν στην επιφάνεια.
Η Αργυρώ, έσυρε τα πόδια της και κάθισε στη φαρδιά πεζούλα, με τα μάτια της καρφωμένα στον κόκκινο τρούλο του Αγίου Μηνά, του προστάτη της πόλης. Τώρα πια ίσα που ξεχώριζε ανάμεσα στο μπετόν.
Πόσο πιο όμορφο ήταν παλιά το Ηράκλειο, αναλογίστηκε, κοιτάζοντας τις κάθετες σαν λάμες πολυκατοικίες που κυριαρχούσαν στο κάδρο. Σε φέτες έκοβαν την πόλη, μια πόλη που ανέκαθεν ακουμπούσε μ’ εμπιστοσύνη στην ανοιχτή αγκαλιά της θάλασσας που έδιωχνε μακριά τους καημούς και τα βάσανα των ανθρώπων.
Ένιωσε την καρδιά της να μη χωρά στο στήθος της κι αυθόρμητα βγήκαν από μέσα της τα λόγια του Καζαντζάκη…
«Αλάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχαν καπετάνιο έναν άγιο, τον Αϊ-Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου. Όλη τη μέρα στέκουνταν ακίνητος στο κόνισμά του, μέσα στη μικρή εκκλησιά του, καβάλα σε ψαρί άλογο, και κρατούσε όρθιο ένα κόκκινο κοντάρι. Κοντοσγουρογένης, ηλιοκαμένος, αγριομάτης. Φορτωμένος με τ’ ασημένια ταξίματα, χέρια, μάτια, πόδια, καρδιές, που οι Καστρινοί είχαν κρεμάσει στη χάρη του και του ζητούσαν να τους γιάνει. […] Καπετάν Μηνά τον έλεγαν και του πήγαιναν και του άναβαν κερί, τον κοίταζαν πολλήν ώρα και ποιος ξέρει τι παράπονα θα του ’χαν που αργούσε να λευτερώσει την Κρήτη».
Άκουγε τη φωνή της και δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν δική της! Τα λόγια από το αγαπημένο απόσπασμα του Καπετάν Μιχάλη έβγαιναν αβίαστα από μέσα της. Σαν να ήταν μόλις χθες που τα διάβαζε στο δερματόδετο βιβλίο με τα χρυσά γράμματα στο μπορντό υφασματένιο εξώφυλλο.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια κι «είδε» την αδελφή της να κάθεται απέναντί της, και στο άλλο ανοιγόκλειμα τη θέση της Πελαγίας είχε πάρει ο Φώτης!
Αργυρώ.
Πελαγία.
Φώτης.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Πεζά Ηρακλείου Κρήτης. Γράφω από νεαρή ηλικία και έχω ασχοληθεί με τα περισσότερα είδη του πεζού και έμμετρου λόγου: μυθιστοριογραφία, διηγήματα, ποίηση, παιδική λογοτεχνία, παραμύθια, στίχους, θεατρικά και δοκίμια. Για το έργο μου συνολικά, έχω τιμηθεί με πολλά πανελλήνια βραβεία και διακρίσεις. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν τα τρία βιβλία της ιστορικής τριλογίας «Οι Δρόμοι της Καταιγίδας» –Θυσία, Εκδίκηση, Εξιλέωση–, καθώς και τα μυθιστορήματα Οι τρεις φωτιές, Στην Πόλη των λυγμών, Μαργκώ, Αντιμέτωποι με το χθες, Το παράπονό μου μια κραυγή, Όταν φεύγουν τα σύννεφα, Σμαράγδι στη βροχή, Τότε που τραγουδούσαν οι θεοί και Ζωές απέναντι.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα