«Οι κρίσεις γεννάνε τέχνη», λέει ο συγγραφέας Ν. Παναγιωτόπουλος

Συνέντευξη με αφορμή τα «Παιδιά του Κάιν» και τη βράβευσή του από την Ακαδημία Αθηνών

Οι κρίσεις γεννάνε τέχνη, αλλά η τέχνη που θα προκύψει από την κρίση δεν θα αναφέρεται κατ΄ανάγκην στον σεισμό που προκάλεσε το ρήγμα μέσα από το οποίο ανέβλυσε. Αυτό παρατηρεί σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Παναγιωτόπουλος μετά την πρόσφατη βράβευση του από την Ακαδημία Αθηνών για το τέταρτο μυθιστόρημά του. 

Ο συγγραφέας σημειώνει πως οι Έλληνες συγγραφείς θα πρέπει, όπως και η χώρα, να επαναδιαπραγματευτούν τη θέση τους στον κόσμο και να επανακαθορίσουν τα λογοτεχνικά τους σύνορα και λέει πως το επόμενο μυθιστόρημα του θα είναι μια ασυνήθιστη οικογενειακή σάγκα.

Στα «Παιδιά του Κάιν», που κυκλοφόρησαν το 2011 και τιμήθηκαν με το Βραβείο Μυθιστορήματος από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, μια παρέα μεσόκοπων ξετυλίγει την ιστορία της ζωής της κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας. 

Πρόκειται για μια τριακονταετία της οποίας η απατηλή λάμψη έκρυψε τα συμπτώματα που προανήγγειλαν ποικιλοτρόπως τη σημερινή κρίση. Πώς ακριβώς δουλέψατε αυτή τη μακρά όσο και αφανή διεργασία στο μυθιστόρημά σας;

«Ξεκίνησα να δουλεύω το βιβλίο μέσα στο κλίμα της γενικευμένης ευφορίας που διαδέχτηκε την κατάκτηση του Εuro 2004 και την επιτυχή οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, πεπεισμένος πως κάτω από το ντοπαρισμένο ευρωπαϊκό χαμόγελο με το οποίο είχαμε υποδεχτεί τον εικοστό πρώτο αιώνα σοβούσε μια κρίση ιδεών και αξιών, μια κρίση που κατέτρωγε σιωπηλά τα ηθικά μας κύτταρα. Απώτερος στόχος μου ήταν να αναδείξω τον υπόγειο, βουβό πόλεμο που –εν καιρώ ειρήνης– διαδραματίστηκε κάτω απ’ τη μύτη μας – έναν πόλεμο με θύματα, μεταξύ άλλων, την αισθητική και την κοινωνική συνοχή. Δεν είχα προβλέψει, φυσικά, την κρίση που ακολούθησε. Είδα κι εγώ μαζί με όλους τον κύκλο να κλείνει και τότε μόνον συνειδητοποίησα ότι κατέγραφα σήματα που προειδοποιούσαν για τον επερχόμενο σεισμό. Η κρίση που μαστίζει τη χώρα υπήρξε κατά κάποιον τρόπο η σπλαχνική μαμή που έφερε στον κόσμο το τέταρτο μυθιστόρημά μου».

Κατά πόσο πρόλαβαν οι συγγραφείς που άρχισαν να γράφουν μετά τη μεταπολίτευση να εντοπίσουν με το έργο τους τα σημάδια μιας κοινωνίας, η οποία άρχισε αρκετά γρήγορα να παίρνει τον δρόμο του ατομοκεντρισμού και της συλλογικής παρακμής;

«Διόλου τυχαία, νομίζω, στο έργο εκείνων που άρχισαν να γράφουν μετά τη μεταπολίτευση αποτυπώνεται το στίγμα μιας εποχής που αποστρέφεται κάθε λογής συλλογικότητες. Μαζί με τη χώρα, οι Έλληνες συγγραφείς επαναδιαπραγματεύονται τη θέση τους στον κόσμο – επανακαθορίζουν τα λογοτεχνικά τους σύνορα, διευρύνουν τη θεματολογία τους, αναμετριούνται με καινούργια είδη. Ο μίτος της λογοτεχνικής παραγωγής αυτών των χρόνων περνά από το πεδίο των ατομικών επιδιώξεων στην κοσμοπολίτικη εξωστρέφεια του τέλους του 20ου αιώνα και την ψηφιακή, παγκοσμιοποιημένη αυγή του επόμενου. Σπεύσαμε κάμποσες φορές όλα αυτά τα χρόνια να κηρύξουμε το τέλος της Μεταπολίτευσης. Τώρα που ήρθε, είναι καιρός για μια ψύχραιμη απογραφή – αλλά θα μου επιτρέψετε να μην αισθάνομαι ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτό το έργο».

Πώς μπορεί κατά τη γνώμη σας να σταθεί στο μέλλον η λογοτεχνία απέναντι σ’ ένα τόσο οξύ φαινόμενο όσο η ελληνική κρίση;

Απ: «Είναι, νομίζω, ήδη φανερό πως η κρίση θα μας αναγκάσει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τους άλλους και τον εαυτό μας, με τον τόπο και τον χρόνο. Αυτή η διαπραγμάτευση έχει ξεκινήσει με βίαιο και οδυνηρό τρόπο. Αλίμονό της, αν η λογοτεχνία αφήσει ανεκμετάλλευτη τέτοια ευκαιρία. Η κρίση λειτουργεί σαν σεισμός που μετατρέπει τις χαραμάδες σε ρήγματα, επιτρέποντάς μας να κοιτάξουμε –όσοι το αντέχουν– στο βάθος των πραγμάτων. Έχω την πεποίθηση πως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι κρίσεις γεννάνε τέχνη. Στα κύτταρα του μελλοντικού καλλιτεχνικού προϊόντος θα μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη συνθήκη που το γέννησε, όσο δυσδιάκριτη κι αν είναι, γιατί η τέχνη που θα προκύψει από την κρίση δεν θα αναφέρεται άμεσα και υποχρεωτικά στον σεισμό που προκάλεσε το ρήγμα μέσα από το οποίο ανέβλυσε».

Τόσο στα «Παιδιά του Κάιν» όσο και στην «Αγιογραφία», που κυκλοφόρησε το 2003, υπάρχει ένα εκρηκτικό στοιχείο μαύρης κωμωδίας. Τι ρόλο παίζουν η κωμωδία και η παρωδία στο έργο σας;

Ο Σοπενάουερ νομίζω έλεγε πως η ζωή κοιταγμένη από κοντά μοιάζει με τραγωδία. Αν την κοιτάξεις όμως από απόσταση τότε βλέπεις πως πρόκειται μάλλον για κωμωδία. Αυτή η εναλλαγή κάδρου –για να χρησιμοποιήσω έναν κινηματογραφικό όρο– μου φαίνεται εξόχως αποκαλυπτική, όταν επιχειρεί να προσεγγίσει κανείς την ανθρώπινη συνθήκη. Απ’ την άλλη, θεωρώ πως, ενώ το χιούμορ είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία επικοινωνίας, η περισπούδαστη σοβαροφάνεια δε λέει ν’ αφήσει ήσυχη τη ζωή μας, της λογοτεχνίας συμπεριλαμβανομένης»

Δύο παλαιότερα βιβλία σας, το «Γονίδιο της αμφιβολίας» και «Ο Ζίγκι από τον Μάρφαν», είναι μυθιστορήματα που τυπικά ανήκουν στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Πρόκειται, όμως, μόνο για επιστημονική φαντασία;

«Ελπίζω πως όχι – αν και δεν έχω τίποτε εναντίον του συγκεκριμένου είδους. Ειδικά στο «Γονίδιο» ήμουν υποχρεωμένος να τοποθετήσω τη δράση σε μέλλοντα χρόνο και σε ανύπαρκτο τόπο. Η πορεία του βιβλίου, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού, έδειξε πως οι αναγνώστες δεν δυσκολεύτηκαν να κάνουν την αναγωγή στο σήμερα, διαβάζοντάς το σαν μια παραβολή για τη διαδικασία παραγωγής και το εμπόριο της Τέχνης. Με τον «Ζίγκι» τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Ο τίτλος του βιβλίου και οι εμμονές του 12χρονου αφηγητή παραπέμπουν ευθέως στην επιστημονική φαντασία, ενώ έχουμε απλώς να κάνουμε με το ημερολόγιο ενός ευφάνταστου, ευάλωτου λόγω της διαφορετικότητάς του, παιδιού.

Όλα τα έργα σας προϋποθέτουν ένα διαρκές παιχνίδι με τη γλώσσα ενώ τα περισσότερα καταργούν μέσω ποικίλων τεχνασμάτων μια σειρά από καθιερωμένες αφηγηματικές συμβάσεις. Θα πρέπει ασφαλώς να διακρίνουμε εν προκειμένω ένα εγγενές πνεύμα ανατροπής.

«Η λογοτεχνία είναι –ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι– ένα διαρκές παιχνίδι με τη γλώσσα. Κάθε φορά που ξεκινάω να αφηγηθώ μια ιστορία αναζητώ τα όρια της γλώσσας που θα την υπηρετήσει καλύτερα. Αναζητώ έναν ενδιαφέροντα αφηγητή και μια προκλητική οπτική γωνία. Και προσπαθώ να χτίσω την αφήγηση μ’ έναν τρόπο που θα ξαφνιάσει και θα διασκεδάσει τον αναγνώστη. Δεν με ενδιαφέρει να τον παρηγορήσω αναμασώντας ένα αναγνωρίσιμο αφηγηματικό στιλ. Η «ανατροπή» είναι ασφαλώς βαριά κουβέντα. Θα ήμουν ευτυχής αν μου αναγνωριζόταν η (καλή) πρόθεση στο πεδίο των φορμαλιστικών αναζητήσεων».

Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;

«Ένα νέο μυθιστόρημα, φυσικά. Μια ασυνήθιστη –ελπίζω– οικογενειακή σάγκα στο φόντο μιας δικαστικής διαμάχης για περιουσιακά ζητήματα. Ταυτοχρόνως, οργανώνω το υλικό για μια συλλογή ακαριαίων διηγημάτων με έντονο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Και, τέλος, με κίνδυνο να χαρακτηριστώ βουλιμικός, ένα θεατρικό έργο που θα είχε τελειώσει, αν η κρίση δεν μας είχε αναγκάσει να επινοήσουμε νέους τρόπους βιοπορισμού».

Πηγή ΑΠΕ - ΜΠΕ

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr