«Στη σκιά της σιωπής»: Το δυναμικό συγγραφικό ντεμπούτο μιας Αστυνόμου Α'
30.05.2015
22:20
Η ιδέα της συγγραφής ενός μυθιστορήματος που θα περιγράφει «το χθες στο σήμερα και το χθες στη σκιά του σήμερα» ήρθε στην Μαρία Καραγιάννη κατά τη διάρκεια του καθήκοντος
Με ένα πρωτότυπο, σύνθετο ως προς τη σύλληψή του και εξαιρετικά ενδιαφέρον μυθιστόρημα έκανε την πρώτη της λογοτεχνική εμφάνιση η Μαρία Καραγιάννη. Συνδυάζοντας τις έντονες συγκινήσεις της αισθηματικής αφήγησης, με την ιστορία της Ελλάδας όπως αυτή χαράχθηκε στην ψυχή πραγματικών ανθρώπων κατά τα άγρια χρόνια της Κατοχής, η συγγραφέας αποτολμά έναν φιλόδοξο άθλο: Να υπερβεί τα δεδομένα είδη και να καταθέσει μια πολυεπίπεδη διήγηση που εξελίσσεται ταυτόχρονα στο παρελθόν και το παρόν, στο ταραγμένο 1941 και το αβέβαιο τώρα. Και, παρόλο που το «Στη σκιά της σιωπής» είναι το πρώτο βιβλίο της, η Μαρία Καραγιάννη επιτυγχάνει ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Το μυθιστόρημά της διατηρεί ακέραια όλα τα επιμέρους συστατικά που χρησιμοποίησε, αριστοτεχνικά όπως αποδεικνύεται, η συγγραφέας. Το «Στη σκιά της σιωπής» είναι τραχύ αλλά και τρυφερό, γεμάτο από τη δημιουργική φαντασία της δημιουργού του και ταυτόχρονα πιστό στο ιστορικό πλαίσιο μιας περιόδου που σημάδεψε ανεξίτηλα τον σύγχρονο Ελληνισμό.
Οι χαρακτήρες που έχει πλάσει η Μαρία Καραγιάννη είναι τόσο ζωντανοί ώστε στις παρουσιάσεις του βιβλίου, το κοινό τη ρωτά επίμονα για αυτά τα πρόσωπα, προσπαθώντας να εκμαιεύσει τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Ιδιαίτερα για τους κατοίκους της Μεσσηνίας, της Κυπαρισσίας και των χωριών της περιοχής όπου τοποθετείται η υπόθεση του «Στη σκιά της σιωπής», οι ήρωες θυμίζουν πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα -έστω και εάν η συγγραφέας διαβεβαιώνει ότι το βιβλίο της είναι ένα μυθιστόρημα, χωρίς την παραμικρή μεταφορά μιας αληθινής ιστορίας.
«Το πρόσωπό του είχε αυλακωθεί από πικρά δάκρια» γράφει σε μια στιγμή δραματικής έντασης η Καραγιάννη. «Εκείνη, δίχως να έχει επίγνωση τι κάνει, έπεσε ορμητικά στην αγκαλιά του, κλαίγοντας μαζί του. Εκείνος ένιωσε το κορμί της να πάλλεται κάτω από τη βελούδινη επιδερμίδα, ενεργοποιώντας και το πιο μικροσκοπικό μόριο της ύπαρξής του. Κανείς δεν θα μπορέσει να πει με βεβαιότητα ποιος φίλησε πρώτος τον άλλον. Άλλωστε, αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Σημασία έχει πώς, όταν τα χείλη τους συναντήθηκαν, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου. Συνέχισαν να φιλιούνται μέχρι που η έλλειψη οξυγόνου τούς προκάλεσε μια γλυκιά ζάλη. Ύστερα έμειναν κάμποση ώρα ακίνητοι, να κοιτάζονται κατάματα από απόσταση αναπνοής. Αναζήτησε τα χέρια της στα τυφλά, δίχως να πάρει τα μάτια του από τα δικά της. Εκείνη ανταποκρίθηκε ενστικτωδώς και οδήγησε μαλακά το δεξί του χέρι στο πρόσωπό της. Και το άλλο, που κρατούσε φυλακισμένο στο δικό της, το τοποθέτησε πάνω στο στέρνο του. Το άγγιγμά του, σταθερό και τρυφερό την ίδια στιγμή, μαρτυρούσε άνθρωπο που ήξερε πολύ καλά τι ήθελε. Με την άκρη των ματιών της, παρακολουθούσε τα δάκριά του να διατρέχουν το περίγραμμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Στάθηκε στα χείλη της, που γυάλιζαν ακόμη από το σάλιο του φιλιού τους, σαν μαγεμένος, σχεδιάζοντάς τα με τον δείκτη του. Εκείνος ανάσαινε βαριά στην αίσθηση της επιδερμίδας της, που την είχε φανταστεί τόσες φορές πριν φτάσει η ώρα να γίνει πραγματικότητα. Τα βλέφαρά της βάρυναν, τα χείλη της μισάνοιξαν, προκαλώντας τον με λαγνεία, έτοιμα να τον υποδεχτούν ξανά. Έσκυψε και τη φίλησε, σφίγγοντάς την ακόμη πιο δυνατά πάνω του. Ύστερα κατέβηκε στο λαιμό της χαϊδεύοντας με ορμή τις καμπύλες του κορμιού της που κρύβονταν κάτω από το μαλακό ύφασμα. Η επόμενη στιγμή τούς βρήκε ξαπλωμένους γυμνούς πάνω στο χαλί, μπροστά από το τζάκι που τριζοβολούσε».
Διαβάζοντας αποσπάσματα όπως το προηγούμενο, πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι η συγγραφέας είναι αστυνομικός, διοικήτρια σε ένα μικτό αστυνομικό σταθμό της Μεσσηνίας. Ή, ότι είναι μια νέα γυναίκα, απόφοιτος, της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά και του οικονομικού τμήματος της Νομικής -ως τέτοια, δε, διετέλεσε φοιτήτρια για ένα διάστημα του Γιάνη Βαρουφάκη. Κι όμως, η Μαρία Καραγιάννη διαθέτει ακριβώς αυτές τις ιδιότητες, συν μια πολύ ανήσυχη φαντασία και, όπως η ίδια γράφει στο βιογραφικό της, «μιλάει τρεις ξένες γλώσσες και σε κάθε ευκαιρία στριμώχνει όνειρα και προσδοκίες σε μια μικρή βαλίτσα και ταξιδεύει στις πόλεις του κόσμου. Η αγάπη της για τη θάλασσα την έκανε να επιστρέψει τα τελευταία χρόνια στη γενέτειρα της, τη μεσσηνιακή γη, καθώς κατάγεται από την Καλαμάτα».
Οι χαρακτήρες που έχει πλάσει η Μαρία Καραγιάννη είναι τόσο ζωντανοί ώστε στις παρουσιάσεις του βιβλίου, το κοινό τη ρωτά επίμονα για αυτά τα πρόσωπα, προσπαθώντας να εκμαιεύσει τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Ιδιαίτερα για τους κατοίκους της Μεσσηνίας, της Κυπαρισσίας και των χωριών της περιοχής όπου τοποθετείται η υπόθεση του «Στη σκιά της σιωπής», οι ήρωες θυμίζουν πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα -έστω και εάν η συγγραφέας διαβεβαιώνει ότι το βιβλίο της είναι ένα μυθιστόρημα, χωρίς την παραμικρή μεταφορά μιας αληθινής ιστορίας.
«Το πρόσωπό του είχε αυλακωθεί από πικρά δάκρια» γράφει σε μια στιγμή δραματικής έντασης η Καραγιάννη. «Εκείνη, δίχως να έχει επίγνωση τι κάνει, έπεσε ορμητικά στην αγκαλιά του, κλαίγοντας μαζί του. Εκείνος ένιωσε το κορμί της να πάλλεται κάτω από τη βελούδινη επιδερμίδα, ενεργοποιώντας και το πιο μικροσκοπικό μόριο της ύπαρξής του. Κανείς δεν θα μπορέσει να πει με βεβαιότητα ποιος φίλησε πρώτος τον άλλον. Άλλωστε, αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Σημασία έχει πώς, όταν τα χείλη τους συναντήθηκαν, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου. Συνέχισαν να φιλιούνται μέχρι που η έλλειψη οξυγόνου τούς προκάλεσε μια γλυκιά ζάλη. Ύστερα έμειναν κάμποση ώρα ακίνητοι, να κοιτάζονται κατάματα από απόσταση αναπνοής. Αναζήτησε τα χέρια της στα τυφλά, δίχως να πάρει τα μάτια του από τα δικά της. Εκείνη ανταποκρίθηκε ενστικτωδώς και οδήγησε μαλακά το δεξί του χέρι στο πρόσωπό της. Και το άλλο, που κρατούσε φυλακισμένο στο δικό της, το τοποθέτησε πάνω στο στέρνο του. Το άγγιγμά του, σταθερό και τρυφερό την ίδια στιγμή, μαρτυρούσε άνθρωπο που ήξερε πολύ καλά τι ήθελε. Με την άκρη των ματιών της, παρακολουθούσε τα δάκριά του να διατρέχουν το περίγραμμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Στάθηκε στα χείλη της, που γυάλιζαν ακόμη από το σάλιο του φιλιού τους, σαν μαγεμένος, σχεδιάζοντάς τα με τον δείκτη του. Εκείνος ανάσαινε βαριά στην αίσθηση της επιδερμίδας της, που την είχε φανταστεί τόσες φορές πριν φτάσει η ώρα να γίνει πραγματικότητα. Τα βλέφαρά της βάρυναν, τα χείλη της μισάνοιξαν, προκαλώντας τον με λαγνεία, έτοιμα να τον υποδεχτούν ξανά. Έσκυψε και τη φίλησε, σφίγγοντάς την ακόμη πιο δυνατά πάνω του. Ύστερα κατέβηκε στο λαιμό της χαϊδεύοντας με ορμή τις καμπύλες του κορμιού της που κρύβονταν κάτω από το μαλακό ύφασμα. Η επόμενη στιγμή τούς βρήκε ξαπλωμένους γυμνούς πάνω στο χαλί, μπροστά από το τζάκι που τριζοβολούσε».
Διαβάζοντας αποσπάσματα όπως το προηγούμενο, πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι η συγγραφέας είναι αστυνομικός, διοικήτρια σε ένα μικτό αστυνομικό σταθμό της Μεσσηνίας. Ή, ότι είναι μια νέα γυναίκα, απόφοιτος, της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά και του οικονομικού τμήματος της Νομικής -ως τέτοια, δε, διετέλεσε φοιτήτρια για ένα διάστημα του Γιάνη Βαρουφάκη. Κι όμως, η Μαρία Καραγιάννη διαθέτει ακριβώς αυτές τις ιδιότητες, συν μια πολύ ανήσυχη φαντασία και, όπως η ίδια γράφει στο βιογραφικό της, «μιλάει τρεις ξένες γλώσσες και σε κάθε ευκαιρία στριμώχνει όνειρα και προσδοκίες σε μια μικρή βαλίτσα και ταξιδεύει στις πόλεις του κόσμου. Η αγάπη της για τη θάλασσα την έκανε να επιστρέψει τα τελευταία χρόνια στη γενέτειρα της, τη μεσσηνιακή γη, καθώς κατάγεται από την Καλαμάτα».
Μάλιστα, ήταν εν ώρα καθήκοντος -και προς μεγάλη έκπληξη ακόμη και της ίδιας- που γεννήθηκε στο μυαλό της Μαρίας Καραγιάννη η ιδέα της συγγραφής ενός μυθιστορήματος, το οποίο θα εξελίσσεται σε δύο χρονικές περιόδους, που θα περιγράφει «το χθες στο σήμερα και το χθες στη σκιά του σήμερα» όπως εκείνη συνηθίζει να λέει. Η τυχαία συνάντηση με έναν υπερήλικα άντρα και μια σύντομη συζήτηση που έφερε στην επιφάνεια τραγικές μνήμες από την Κατοχή και η διαπίστωση ότι «οι αναμνήσεις είναι οι χειρότερες φυλακές» οδήγησαν τη σκέψη της Καραγιάννη στη σύλληψη μιας πρωτότυπης ιστορίας αγάπης. Την κατέγραψε στη διάρκεια ενός εννεαμήνου, οπότε δικαίως ονόμασε τον καρπό του δημιουργικού της μόχθου το πρώτο και μέχρι στιγμής μονάκριβο «πνευματικό της παιδί».
«Μπορούν μερικές μόλις λέξεις να ανατρέψουν την ίδια τη ροή της ζωής για πάντα;» αναρωτιέται η Μαρία Καραγιάννη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της. «Μόναχο, Δεκέμβριος του 1997. Ο Έκτορας, απόγονος ενός πρώην Γερμανού λοχαγού κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, επισκέπτεται τους γονείς του για τις ημέρες των Χριστουγέννων. Έπειτα από έναν καβγά, η μητέρα του, λίγο πριν το θάνατό της, του αποκαλύπτει ένα μυστικό που βαραίνει τη συνείδησή της πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια. Από το παγωμένο Μόναχο, ο Έκτορας θα βρεθεί στο νοτιοδυτικό άκρο της μεσσηνιακής γης, αναζητώντας την αλήθεια γύρω από τη ζωή και το παρελθόν της οικογένειάς του. Η ιστορία εκείνης της αναζήτησης εξελίσσεται σε ένα συγκλονιστικό ταξίδι στο χρόνο, αποκαλύπτοντας σε κάθε βήμα φρικτές δολοφονίες, καταραμένους έρωτες και φαντάσματα της μνήμης που σεργιανίζουν σαν σκιές στα γραφικά σοκάκια της Άνω Πόλης της Κυπαρισσίας. Ένα βιβλίο, δυο διαφορετικές ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα στο παρόν και στο μακρινό παρελθόν, με τους πρωταγωνιστές της να παλεύουν μέχρι το τέλος για να κερδίσουν λίγη από τη χαμένη τους αθωότητα, για να δικαιωθούν οι ψυχές των νεκρών και να ολοκληρωθούν οι έρωτες του σήμερα».
* Το μυθιστόρημα της Μαρίας Καραγιάννη «Στη σκιά της σιωπής» κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις Πρότυπες Εκδόσεις «Πηγή».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr