Συγγραφέας γράφει «για να μην ξεχάσει κανείς το Μάτι μου, το Μάτι μας, το Μάτι όλου του κόσμου»
23.07.2019
10:58
«Έγραφα για να θυμάμαι» εξομολογείται η Μαρία Παπαϊωάννου για όσα συνέβησαν την «μαύρη» 23η Ιουλίου
Μάτι, 23 Ιουλίου 2018. Δύο λέξεις και δύο αριθμοί αρκούν για να συνθέσουν το μέγεθος μιας από τις μεγαλύτερες τραγωδίες προσώπων και συνειδήσεων. Εκατόν δύο ζωές γίνονται στάχτη, οι υπόλοιπες περιφέρονται για καιρό μέσα της, σαν σκιές δίχως οντότητα. Ευθύνες και συγνώμες «καμμένες» από καιρό, ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, υπόλογος μιας ασφυκτικής καταστροφής που όφειλε να μετατρέψει σε βαθιά ανάσα για να συνεχίσει να ζει. Εισπνοή οξυγόνου, εκπνοή φρίκης, η ζωή προχωρά αλλά ποτέ πια δεν θα είναι η ίδια...
Κάπως έτσι ένιωσε η πεζογράφος και διηγηματογράφος Μαρία Παπαϊωάννου η οποία έζησε από κοντά την φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Κάπως έτσι ένιωθε για έναν ολόκληρο χρόνο μετά το μεγάλο κακό... Με μνήμες που ξυπνούν, όχι μερικές φορές, πάντα, και με αναμνήσεις που πηδούν πάνω από τις φλόγες καταφέρνοντας να διασώσουν τις εικόνες μιας άλλης εποχής. Λευκές σελίδες χαρτί, συλλαβές-αποτυπώματα πόνου, λέξεις-σημάδια χαμένης χαράς, προτάσεις- ωκεανοί συναισθημάτων ορμώμενοι από τη φράση: «Έγραφα για να θυμάμαι. Έγραφα για να μην ξεχάσει κανείς». Κάπως έτσι γεννήθηκαν δεκατρία διηγήματα για το Μάτι. Δεκατρείς ιστορίες-αποκυήματα εικόνων, ικανών να ξεπεράσουν σε δύναμη ακόμη και το πιο σκληρό ρεπορτάζ. Σαν να πατάς ξυπόλυτος πάνω σε στάχτες και ν' ανακαλύπτεις κάτι ζωντανό. Σαν η ζωή να ισοπεδώνει τον θάνατο...
Απόγευμα 23ης Ιουλίου 2018. Η Μαρία Παπαϊωάννου κατευθύνεται από Αθήνα προς Αγία Μαρίνα, ένα χωριό δίπλα από το Μάτι, μαζί με τον σύζυγό της. Εκεί, στο πατρικό της, βρίσκεται ο δίχρονος γιος της, η μητέρα της και η γιαγιά της. Στην διασταύρωση της Ραφήνας ένας αστυνομικός τους ενημερώνει: «Πηγαίνετε από παραλία, από το Μάτι». Η Μαρία με τον σύζυγό της αρνούνται. Όχι από διαίσθηση. Από γνώση. Βλέπουν τη φωτιά να κατεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τον Βουτζά. Προχωρούν ευθεία, διασχίζουν την Μαραθώνος, φτάνουν στην Αγία Μαρίνα. Κανείς δεν έχει αντιληφθεί ακόμη το μέγεθος του κακού. Η οικογένεια αφήνει το σπίτι και πηγαίνει στην παραλία του Μαραθώνα. Μένουν εκεί έως τις δύο τα ξημερώματα. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν το μέγεθος της καταστροφής από μαρτυρίες, κανείς αρμόδιος δεν βρίσκεται κοντά για να τους ενημερώσει. Αποφασίζουν να γυρίσουν στην Αθήνα για ασφάλεια. Προσπαθούν να πάνε από Μαραθώνος. Τους σταματά μπλόκο στο Ζούμπερι. «Περνάει η Μαραθώνος;», ρωτούν κάποιον αστυνομικό. Παρότι βλέπει ότι στο αυτοκίνητο υπάρχει ένα μωρό τους απαντά: «Αν θέλετε προχωρήστε με δική σας ευθύνη». Προχωρούν λίγο μέχρι την αρχή του Ματιού. Καταλαβαίνουν τον όλεθρο. Κάνουν αναστροφή και φεύγουν από Διόνυσο. Πυροσβεστική, αστυνομία, πουθενά. Μερικά αυτοκίνητα κατοίκων, ακολουθούν ένα κομβόι. Πίσω τους η φωτιά. Μπροστά τους το άγνωστο. Σε κατάσταση σοκ φτάνουν στην Αθήνα στις τέσσερις το πρωί. Μία ώρα μετά η Μαρία γράφει το πρώτο της διήγημα.
«ΤΟΥΣ ΕΙΔΑ»
Στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας τους είδα.
Μία εβδομάδα πριν.
Ήρθαν με τα καλά τους, τελευταία φορά γιορτή, και στάθηκαν στο προαύλιο της εκκλησίας περιμένοντας να βγει η εικόνα.
Μύριζαν καπνό, γιασεμί και φόβο.
Ήταν πολλοί.
Γέροι, νέοι, μωρά.
Μια γιαγιά και ένας παππούς με τα εγγόνια τους.
Μόλις τελείωσε η περιφορά, έτρεξαν να χωθούν με λαχτάρα στα στενά, ανάμεσα στα Πεύκα.
«Να ανασάνουμε λίγο οξυγόνο» έλεγαν «εδώ είναι ο Παράδεισος».
Εδώ είναι ο Παράδεισος.
Τους κοιτούσαμε να χάνονται ένας ένας ανάμεσα στα πεύκα, κι εκείνα να διπλώνουν στα δύο και να δακρύζουν για τον Παράδεισο θα έχαναν σε λίγο.
Κανείς μας ποτέ δεν θα ξεχάσει εκείνη την στιγμή, κανείς μας ποτέ δεν θα ξεχάσει την μυρωδιά τους.
Καμία Αγία Μαρίνα δεν θα ξεχάσει εκείνους τους προσκυνητές που μία εβδομάδα μετά γίνονταν οι ίδιοι τα Άγια τοις Αγίοις.
Κανένα κοράκι που πετά πάνω από καταστροφές για να αρπάξει την λεία του δεν θα σταθεί ποτέ ικανό να καπηλευθεί τον ίδιο τον θάνατο.
Όλοι λίγοι μπροστά τους.
Μια σταλιά στο μαρτύριό τους.
Αυτό το τσούξιμο στα μάτια μου, όσο η γιορτή μαινόταν.
Όσο να μην μπορώ να πάρω το νου μου από Εκείνους.
Εκείνους που μύριζαν καπνό, γιασεμί και φόβο.
Φόβο, φόβο, φόβο.
Και ένα ξημέρωμα μόνο στάχτη.
Και οργή.
Ακολουθούν δώδεκα ακόμη διηγήματα: «Έγραφα γιατί δεν ήθελα να ξεχαστεί αυτή η τραγωδία. Έγραφα για να τιμήσω τη μνήμη των θυμάτων, τους πυρόπληκτους, τους εγκαυματίες, τον τόπο μου, το δικό μου Μάτι. Δεν σκέφτηκα στιγμή να τα εκδώσω. Δεν ήθελα να βγάλω ούτε μισό ευρώ από αυτά τα κείμενα. Δεν ήταν δουλειά, ήταν η ψυχή μου. Τα έδωσα στο free press περιοδικό Taλκ, μέσω μιας φίλης. Αυτό μου αρκεί...».
«ΠΑΡΕ ΜΕ ΑΓΚΑΛΙΑ»
Πάρε με αγκαλιά. Όχι αργότερα, όχι αύριο, όχι ίσως, όχι θα δούμε.
Πάρε με αγκαλιά, τώρα!
Πάρε με αγκαλιά σφιχτά, σαν να φοβάσαι, σαν να τρέμεις.
Σαν να εξαρτάται η ζωή σου από αυτή την αγκαλιά.
Σαν αυτή η αγκαλιά να μπορεί να σε γλιτώσει από τον θάνατο που έρχεται.
Πάρε με αγκαλιά και νιώσε μέσα μου το πουλί του φόβου που φτερουγίζει ακόμη.
Τίποτε δεν μπορεί να το κάνει να σταματήσει να χτυπάει τις φτερούγες του στο στήθος μου, εδώ και πολύ καιρό.
Άραγε εκείνοι που έφυγαν αγκαλιασμένοι να κατάφεραν να το κάνουν να σωπάσει;
Η πυρκαγιά, λένε, όταν τους αντίκρισε έτσι σφιχτά αγκαλιασμένους, έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν πίστευε ότι αντί να τους χωρίσει, το μόνο που είχε πετύχει ήταν να τους ενώσει περισσότερο.
Η ανόητη!
Και έτσι θύμωσε και όρμησε με περισσότερο μένος κατά πάνω τους.
Δεν κατάφερε τίποτα, εν τέλει.
Τους ένωσε για πάντα, αλλά όχι όπως είχε εξ’ αρχής σχεδιάσει.
Όχι με τον φόβο, όχι.
Τους ένωσε με την αγκαλιά!
Και αυτή η αγκαλιά ήταν το μόνο που έμεινε όρθιο από την καταστροφή.
Όλα έσβησαν, όλα χάθηκαν, όλα έλιωσαν.
Αλλά η αγκαλιά αυτών των ανθρώπων έμεινε για πάντα.
Γι’ αυτό σου λέω, αγκάλιασέ με!
Σήμερα, τώρα, εδώ.
Και άκου: η φωτιά σώπασε πια.
«ΣΤΟΝ ΦΑΡΟ, ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ»
Συνήθως, και για να εντυπωσιάσω, όταν ήθελα να δείξω σε κάποιον φίλο μου Αθηναίο για πρώτη φορά την περιοχή μας, τον πήγαινα για καφέ ή για ποτό στον «Φάρο».
Στον «Φάρο» έχω κάνει τα πιο δυνατά τρανταχτά γέλια μου, αλλά θυμάμαι και ένα βράδυ του Αυγούστου, να είναι γεμάτος κόσμο και εμείς, μια παρέα περίπου δέκα άτομα, πιτσιρίκια τότε, πάνω στην πρώτη νιότη μας, να έχουμε πιάσει μια συζήτηση για τον Θεό και την πίστη και τα αίματα να έχουν ανάψει σε σημείο να γυρίζουν και να
μας κοιτούν από τα διπλανά τραπέζια.
Στον «Φάρο» πήγα και Εκείνον όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκε τον όμορφο τόπο μας και μετά την διασταύρωση της Ραφήνας συνέχισε ευθεία αντί να στρίψει ως συνήθως δεξιά προς το λιμάνι. Ενθουσιάστηκε και έκτοτε ερχόταν μέρα παρά μέρα να με δει στο γνωστό μας στέκι, πια.
Είχαμε γίνει θαμώνες και εκείνος έτσι ξανθός όπως είναι, τον περνούσαν συχνά για τουρίστα που έμενε στο διπλανό ξενοδοχείο.
Το ένα καλοκαίρι έφερε το άλλο και ένα βράδυ, όπως είχαμε καθίσει στον «Φάρο» και πίναμε daiquiri φράουλα δίχως να μιλάμε πολύ, ζαλισμένοι από το ρούμι, με ρώτησε διστακτικά και λίγο μεθυσμένα αν θα ήθελα να περάσω την ζωή μου μαζί του.
Θυμάμαι έπαιζε ένα τραγούδι του Neil Sedaka, το «You mean everything to me», και επικρατούσε μια γλυκιά καλοκαιρινή ησυχία, με μόνο τα τριζόνια και το κύμα να παρεμβάλλονται της μουσικής.
Συνεχίσαμε για πίτσα στην Pizza Ένα και το καλοκαίρι εκείνο έμεινε στην μνήμη μας ως ένα από τα πιο ευτυχισμένα καλοκαίρια της ζωής μας.
Από εκείνο το βράδυ το Μάτι μετατράπηκε στο σύμβολο της κοινής μας ζωής.
Εκείνος, ένας Αθηναίος γκάγκαρος και εγώ μια Εξαρχειώτισσα από τη Νέα Μάκρη, κάναμε πατρίδα της σχέσης μας το Μάτι. Βρήκαμε το σημείο αναφοράς μας.
Όταν ήμουν έγκυος στον γιο μας με πήγαινε για χυμό πορτοκάλι στον «Φάρο» και με φωτογράφιζε με την κοιλιά μου φουσκωμένη ενώ εγώ ζήλευα που δεν μπορούσα να πιω daiquiri φράουλα όπως εκείνος.
Κάνα δυο καλοκαίρια αργότερα η παρέα μας μεγάλωσε και πλάι μας, χαζεύοντας την θάλασσα, στο καροτσάκι του καθόταν το μωρό μας.
Μας κοιτούσα και ήμουν σίγουρη πως ο παράδεισος βρίσκεται σε ένα παραλιακό μέρος κάπου ανάμεσα στην Ραφήνα και τη Νέα Μάκρη. Για τους πιο υποψιασμένους, λίγο πριν από τον Άγιο Ανδρέα και για τους γνώστες, κάτω από τον Νέο Βουτζά, πριν από την Αμπελούπολη, μετά τη στροφή του «Βασίλη».
Στις 23 Ιουλίου ήμασταν εκεί. Η φωτιά μας βρήκε στην Λεωφόρο Μαραθώνος να παρακαλούμε τις αρχές να μας αφήσουν να πάμε προς τη Νέα Μάκρη και όχι προς την παραλία του Ματιού, όπως μας υποδείκνυαν. Για πρώτη φορά στην κοινή μας ζωή, αρνούμασταν να κατέβουμε προς τον «Φάρο». Για πρώτη φορά, φοβηθήκαμε τον κοινό μας τόπο.
Καταλήξαμε με το παιδί μας στην αγκαλιά στην παραλία του Μαραθώνα, στο ύψος του Golden Coast, να βλέπουμε από μακριά τις φλόγες να βουτούν στην θάλασσα και ξέραμε πως όταν όλη αυτή η λαίλαπα θα έσβηνε, θα άφηνε πίσω της ένα άλλο, διαφορετικό Μάτι. Ξέραμε πως ήμασταν τυχεροί που είχαμε γλιτώσει από τις πύρινες γλώσσες που είχαν καταπιεί τόσο άτυχο κόσμο, αλλά η θλίψη για την πατρίδα της σχέσης μας που πληγώθηκε τόσο βαριά, μας έκανε να αισθανόμαστε χαμένοι και μικροί.
Το καλοκαίρι πλησιάζει και εγώ γράφω αυτές τις αράδες αναζητώντας τρόπους για να βοηθήσω τον τόπο μας που καταστράφηκε και παλεύει να σταθεί ξανά στα πόδια του. Προσπαθώ να ξεριζώσω από τα αυτιά μου τις φωνές και τα κλάματα εκείνης της ημέρας, αλλά είναι μάταιο. Εύχομαι να μπορούσα να φέρω έστω για μια ώρα πίσω τους άδικα χαμένους συνανθρώπους μας που έφυγαν τόσο τραγικά και άδικα. Προσεύχομαι να έχουν βρει λίγη γαλήνη και παρηγοριά οι μανάδες που έχασαν τα παιδιά τους στον όλεθρο και ντρέπομαι όταν λέω ότι στεναχωριέμαι γιατί η μόνη απώλεια που είχα εγώ ήταν μόνο κάποιες πολύτιμες αναμνήσεις.
Και έτσι πέφτω με τα μούτρα στην ανάγκη, χώνομαι ολόκληρη στην βοήθεια και γίνομαι ασπίδα για την πατρίδα της σχέσης μου: το Μάτι μου, το Μάτι μας, το Μάτι όλου του κόσμου. Το Μάτι που όταν κλείνω τα μάτια μου και το φέρνω στο νου μου, μυρίζω τα γιασεμιά από τους κήπους του με τα φερ φορζέ και τα φαναράκια μανιτάρια. Εκεί που ο αέρας φέρνει από ένα κασετοφωνάκι ένα παλιό τραγούδι να ακούγεται αχνά.
Μάλλον είναι το «Υou mean everything to me»…
(Ο Φάρος λειτουργεί ξανά μετά την καταστροφή φέτος το καλοκαίρι και είναι χαρά για τους Ματιωτες αυτό)
Πηγή αποσπασμάτων: talcmag.gr
Κάπως έτσι ένιωσε η πεζογράφος και διηγηματογράφος Μαρία Παπαϊωάννου η οποία έζησε από κοντά την φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Κάπως έτσι ένιωθε για έναν ολόκληρο χρόνο μετά το μεγάλο κακό... Με μνήμες που ξυπνούν, όχι μερικές φορές, πάντα, και με αναμνήσεις που πηδούν πάνω από τις φλόγες καταφέρνοντας να διασώσουν τις εικόνες μιας άλλης εποχής. Λευκές σελίδες χαρτί, συλλαβές-αποτυπώματα πόνου, λέξεις-σημάδια χαμένης χαράς, προτάσεις- ωκεανοί συναισθημάτων ορμώμενοι από τη φράση: «Έγραφα για να θυμάμαι. Έγραφα για να μην ξεχάσει κανείς». Κάπως έτσι γεννήθηκαν δεκατρία διηγήματα για το Μάτι. Δεκατρείς ιστορίες-αποκυήματα εικόνων, ικανών να ξεπεράσουν σε δύναμη ακόμη και το πιο σκληρό ρεπορτάζ. Σαν να πατάς ξυπόλυτος πάνω σε στάχτες και ν' ανακαλύπτεις κάτι ζωντανό. Σαν η ζωή να ισοπεδώνει τον θάνατο...
Απόγευμα 23ης Ιουλίου 2018. Η Μαρία Παπαϊωάννου κατευθύνεται από Αθήνα προς Αγία Μαρίνα, ένα χωριό δίπλα από το Μάτι, μαζί με τον σύζυγό της. Εκεί, στο πατρικό της, βρίσκεται ο δίχρονος γιος της, η μητέρα της και η γιαγιά της. Στην διασταύρωση της Ραφήνας ένας αστυνομικός τους ενημερώνει: «Πηγαίνετε από παραλία, από το Μάτι». Η Μαρία με τον σύζυγό της αρνούνται. Όχι από διαίσθηση. Από γνώση. Βλέπουν τη φωτιά να κατεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τον Βουτζά. Προχωρούν ευθεία, διασχίζουν την Μαραθώνος, φτάνουν στην Αγία Μαρίνα. Κανείς δεν έχει αντιληφθεί ακόμη το μέγεθος του κακού. Η οικογένεια αφήνει το σπίτι και πηγαίνει στην παραλία του Μαραθώνα. Μένουν εκεί έως τις δύο τα ξημερώματα. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν το μέγεθος της καταστροφής από μαρτυρίες, κανείς αρμόδιος δεν βρίσκεται κοντά για να τους ενημερώσει. Αποφασίζουν να γυρίσουν στην Αθήνα για ασφάλεια. Προσπαθούν να πάνε από Μαραθώνος. Τους σταματά μπλόκο στο Ζούμπερι. «Περνάει η Μαραθώνος;», ρωτούν κάποιον αστυνομικό. Παρότι βλέπει ότι στο αυτοκίνητο υπάρχει ένα μωρό τους απαντά: «Αν θέλετε προχωρήστε με δική σας ευθύνη». Προχωρούν λίγο μέχρι την αρχή του Ματιού. Καταλαβαίνουν τον όλεθρο. Κάνουν αναστροφή και φεύγουν από Διόνυσο. Πυροσβεστική, αστυνομία, πουθενά. Μερικά αυτοκίνητα κατοίκων, ακολουθούν ένα κομβόι. Πίσω τους η φωτιά. Μπροστά τους το άγνωστο. Σε κατάσταση σοκ φτάνουν στην Αθήνα στις τέσσερις το πρωί. Μία ώρα μετά η Μαρία γράφει το πρώτο της διήγημα.
«ΤΟΥΣ ΕΙΔΑ»
Στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας τους είδα.
Μία εβδομάδα πριν.
Ήρθαν με τα καλά τους, τελευταία φορά γιορτή, και στάθηκαν στο προαύλιο της εκκλησίας περιμένοντας να βγει η εικόνα.
Μύριζαν καπνό, γιασεμί και φόβο.
Ήταν πολλοί.
Γέροι, νέοι, μωρά.
Μια γιαγιά και ένας παππούς με τα εγγόνια τους.
Μόλις τελείωσε η περιφορά, έτρεξαν να χωθούν με λαχτάρα στα στενά, ανάμεσα στα Πεύκα.
«Να ανασάνουμε λίγο οξυγόνο» έλεγαν «εδώ είναι ο Παράδεισος».
Εδώ είναι ο Παράδεισος.
Τους κοιτούσαμε να χάνονται ένας ένας ανάμεσα στα πεύκα, κι εκείνα να διπλώνουν στα δύο και να δακρύζουν για τον Παράδεισο θα έχαναν σε λίγο.
Κανείς μας ποτέ δεν θα ξεχάσει εκείνη την στιγμή, κανείς μας ποτέ δεν θα ξεχάσει την μυρωδιά τους.
Καμία Αγία Μαρίνα δεν θα ξεχάσει εκείνους τους προσκυνητές που μία εβδομάδα μετά γίνονταν οι ίδιοι τα Άγια τοις Αγίοις.
Κανένα κοράκι που πετά πάνω από καταστροφές για να αρπάξει την λεία του δεν θα σταθεί ποτέ ικανό να καπηλευθεί τον ίδιο τον θάνατο.
Όλοι λίγοι μπροστά τους.
Μια σταλιά στο μαρτύριό τους.
Αυτό το τσούξιμο στα μάτια μου, όσο η γιορτή μαινόταν.
Όσο να μην μπορώ να πάρω το νου μου από Εκείνους.
Εκείνους που μύριζαν καπνό, γιασεμί και φόβο.
Φόβο, φόβο, φόβο.
Και ένα ξημέρωμα μόνο στάχτη.
Και οργή.
Ακολουθούν δώδεκα ακόμη διηγήματα: «Έγραφα γιατί δεν ήθελα να ξεχαστεί αυτή η τραγωδία. Έγραφα για να τιμήσω τη μνήμη των θυμάτων, τους πυρόπληκτους, τους εγκαυματίες, τον τόπο μου, το δικό μου Μάτι. Δεν σκέφτηκα στιγμή να τα εκδώσω. Δεν ήθελα να βγάλω ούτε μισό ευρώ από αυτά τα κείμενα. Δεν ήταν δουλειά, ήταν η ψυχή μου. Τα έδωσα στο free press περιοδικό Taλκ, μέσω μιας φίλης. Αυτό μου αρκεί...».
«ΠΑΡΕ ΜΕ ΑΓΚΑΛΙΑ»
Πάρε με αγκαλιά. Όχι αργότερα, όχι αύριο, όχι ίσως, όχι θα δούμε.
Πάρε με αγκαλιά, τώρα!
Πάρε με αγκαλιά σφιχτά, σαν να φοβάσαι, σαν να τρέμεις.
Σαν να εξαρτάται η ζωή σου από αυτή την αγκαλιά.
Σαν αυτή η αγκαλιά να μπορεί να σε γλιτώσει από τον θάνατο που έρχεται.
Πάρε με αγκαλιά και νιώσε μέσα μου το πουλί του φόβου που φτερουγίζει ακόμη.
Τίποτε δεν μπορεί να το κάνει να σταματήσει να χτυπάει τις φτερούγες του στο στήθος μου, εδώ και πολύ καιρό.
Άραγε εκείνοι που έφυγαν αγκαλιασμένοι να κατάφεραν να το κάνουν να σωπάσει;
Η πυρκαγιά, λένε, όταν τους αντίκρισε έτσι σφιχτά αγκαλιασμένους, έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν πίστευε ότι αντί να τους χωρίσει, το μόνο που είχε πετύχει ήταν να τους ενώσει περισσότερο.
Η ανόητη!
Και έτσι θύμωσε και όρμησε με περισσότερο μένος κατά πάνω τους.
Δεν κατάφερε τίποτα, εν τέλει.
Τους ένωσε για πάντα, αλλά όχι όπως είχε εξ’ αρχής σχεδιάσει.
Όχι με τον φόβο, όχι.
Τους ένωσε με την αγκαλιά!
Και αυτή η αγκαλιά ήταν το μόνο που έμεινε όρθιο από την καταστροφή.
Όλα έσβησαν, όλα χάθηκαν, όλα έλιωσαν.
Αλλά η αγκαλιά αυτών των ανθρώπων έμεινε για πάντα.
Γι’ αυτό σου λέω, αγκάλιασέ με!
Σήμερα, τώρα, εδώ.
Και άκου: η φωτιά σώπασε πια.
«ΣΤΟΝ ΦΑΡΟ, ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ»
Συνήθως, και για να εντυπωσιάσω, όταν ήθελα να δείξω σε κάποιον φίλο μου Αθηναίο για πρώτη φορά την περιοχή μας, τον πήγαινα για καφέ ή για ποτό στον «Φάρο».
Στον «Φάρο» έχω κάνει τα πιο δυνατά τρανταχτά γέλια μου, αλλά θυμάμαι και ένα βράδυ του Αυγούστου, να είναι γεμάτος κόσμο και εμείς, μια παρέα περίπου δέκα άτομα, πιτσιρίκια τότε, πάνω στην πρώτη νιότη μας, να έχουμε πιάσει μια συζήτηση για τον Θεό και την πίστη και τα αίματα να έχουν ανάψει σε σημείο να γυρίζουν και να
μας κοιτούν από τα διπλανά τραπέζια.
Στον «Φάρο» πήγα και Εκείνον όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκε τον όμορφο τόπο μας και μετά την διασταύρωση της Ραφήνας συνέχισε ευθεία αντί να στρίψει ως συνήθως δεξιά προς το λιμάνι. Ενθουσιάστηκε και έκτοτε ερχόταν μέρα παρά μέρα να με δει στο γνωστό μας στέκι, πια.
Είχαμε γίνει θαμώνες και εκείνος έτσι ξανθός όπως είναι, τον περνούσαν συχνά για τουρίστα που έμενε στο διπλανό ξενοδοχείο.
Το ένα καλοκαίρι έφερε το άλλο και ένα βράδυ, όπως είχαμε καθίσει στον «Φάρο» και πίναμε daiquiri φράουλα δίχως να μιλάμε πολύ, ζαλισμένοι από το ρούμι, με ρώτησε διστακτικά και λίγο μεθυσμένα αν θα ήθελα να περάσω την ζωή μου μαζί του.
Θυμάμαι έπαιζε ένα τραγούδι του Neil Sedaka, το «You mean everything to me», και επικρατούσε μια γλυκιά καλοκαιρινή ησυχία, με μόνο τα τριζόνια και το κύμα να παρεμβάλλονται της μουσικής.
Συνεχίσαμε για πίτσα στην Pizza Ένα και το καλοκαίρι εκείνο έμεινε στην μνήμη μας ως ένα από τα πιο ευτυχισμένα καλοκαίρια της ζωής μας.
Από εκείνο το βράδυ το Μάτι μετατράπηκε στο σύμβολο της κοινής μας ζωής.
Εκείνος, ένας Αθηναίος γκάγκαρος και εγώ μια Εξαρχειώτισσα από τη Νέα Μάκρη, κάναμε πατρίδα της σχέσης μας το Μάτι. Βρήκαμε το σημείο αναφοράς μας.
Όταν ήμουν έγκυος στον γιο μας με πήγαινε για χυμό πορτοκάλι στον «Φάρο» και με φωτογράφιζε με την κοιλιά μου φουσκωμένη ενώ εγώ ζήλευα που δεν μπορούσα να πιω daiquiri φράουλα όπως εκείνος.
Κάνα δυο καλοκαίρια αργότερα η παρέα μας μεγάλωσε και πλάι μας, χαζεύοντας την θάλασσα, στο καροτσάκι του καθόταν το μωρό μας.
Μας κοιτούσα και ήμουν σίγουρη πως ο παράδεισος βρίσκεται σε ένα παραλιακό μέρος κάπου ανάμεσα στην Ραφήνα και τη Νέα Μάκρη. Για τους πιο υποψιασμένους, λίγο πριν από τον Άγιο Ανδρέα και για τους γνώστες, κάτω από τον Νέο Βουτζά, πριν από την Αμπελούπολη, μετά τη στροφή του «Βασίλη».
Στις 23 Ιουλίου ήμασταν εκεί. Η φωτιά μας βρήκε στην Λεωφόρο Μαραθώνος να παρακαλούμε τις αρχές να μας αφήσουν να πάμε προς τη Νέα Μάκρη και όχι προς την παραλία του Ματιού, όπως μας υποδείκνυαν. Για πρώτη φορά στην κοινή μας ζωή, αρνούμασταν να κατέβουμε προς τον «Φάρο». Για πρώτη φορά, φοβηθήκαμε τον κοινό μας τόπο.
Καταλήξαμε με το παιδί μας στην αγκαλιά στην παραλία του Μαραθώνα, στο ύψος του Golden Coast, να βλέπουμε από μακριά τις φλόγες να βουτούν στην θάλασσα και ξέραμε πως όταν όλη αυτή η λαίλαπα θα έσβηνε, θα άφηνε πίσω της ένα άλλο, διαφορετικό Μάτι. Ξέραμε πως ήμασταν τυχεροί που είχαμε γλιτώσει από τις πύρινες γλώσσες που είχαν καταπιεί τόσο άτυχο κόσμο, αλλά η θλίψη για την πατρίδα της σχέσης μας που πληγώθηκε τόσο βαριά, μας έκανε να αισθανόμαστε χαμένοι και μικροί.
Το καλοκαίρι πλησιάζει και εγώ γράφω αυτές τις αράδες αναζητώντας τρόπους για να βοηθήσω τον τόπο μας που καταστράφηκε και παλεύει να σταθεί ξανά στα πόδια του. Προσπαθώ να ξεριζώσω από τα αυτιά μου τις φωνές και τα κλάματα εκείνης της ημέρας, αλλά είναι μάταιο. Εύχομαι να μπορούσα να φέρω έστω για μια ώρα πίσω τους άδικα χαμένους συνανθρώπους μας που έφυγαν τόσο τραγικά και άδικα. Προσεύχομαι να έχουν βρει λίγη γαλήνη και παρηγοριά οι μανάδες που έχασαν τα παιδιά τους στον όλεθρο και ντρέπομαι όταν λέω ότι στεναχωριέμαι γιατί η μόνη απώλεια που είχα εγώ ήταν μόνο κάποιες πολύτιμες αναμνήσεις.
Και έτσι πέφτω με τα μούτρα στην ανάγκη, χώνομαι ολόκληρη στην βοήθεια και γίνομαι ασπίδα για την πατρίδα της σχέσης μου: το Μάτι μου, το Μάτι μας, το Μάτι όλου του κόσμου. Το Μάτι που όταν κλείνω τα μάτια μου και το φέρνω στο νου μου, μυρίζω τα γιασεμιά από τους κήπους του με τα φερ φορζέ και τα φαναράκια μανιτάρια. Εκεί που ο αέρας φέρνει από ένα κασετοφωνάκι ένα παλιό τραγούδι να ακούγεται αχνά.
Μάλλον είναι το «Υou mean everything to me»…
(Ο Φάρος λειτουργεί ξανά μετά την καταστροφή φέτος το καλοκαίρι και είναι χαρά για τους Ματιωτες αυτό)
Πηγή αποσπασμάτων: talcmag.gr
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr