Προδημοσίευση από το βιβλίο του πατέρα που έχασε το παιδί του σε θαλάσσια σπορ στη Μύκονο
21.10.2019
11:56
«Δεν με φοβίζει ο θάνατος γιατί θα σμίξουμε και πάλι» γράφει ο Παναγιώτης Πασχαλάκης στο βιβλίο «Μιχαήλ. Οι άγγελοι έχουν φτερά»
Η είδηση από τα χείλη κάποιας φίλης με βρίσκει μπλοκαρισμένη στη λεωφόρο Κηφισίας: «Ο Παναγιώτης Πασχαλάκης, ο πατέρας του παιδιού που είχε σκοτωθεί το καλοκαίρι του 2014 στη Μύκονο κάνοντας tubes, έγραψε βιβλίο για τον γιο του. Ενα ημερολόγιο ήταν στην αρχή, που ξεκίνησε λίγες μέρες μετά τον θάνατο του παιδιού του ύστερα από παραίνεση κάποιας ψυχολόγου. Επί έναν ολόκληρο χρόνο έγραφε ασταμάτητα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόση απόγνωση και πόσο θάρρος, πόση αδυναμία και πόση δύναμη κρύβουν οι σελίδες του. Θα συγκλονιστείς». Νιώθω πως θέλω να το διαβάσω την ίδια κιόλας στιγμή, εδώ, μπλοκαρισμένη στην Κηφισίας, χωρίς το άγχος να προλάβω κάτι, χωρίς συνοδηγό, με το ραδιόφωνο κλειστό και την αναγκαστική ακινητοποίηση σύμμαχό μου. Ετσι αισθάνομαι μέσα μου: αναγκαστικά ακινητοποιημένη από τη δύναμη ενός ανθρώπου που αν και γνωρίζω ελάχιστα, εκτιμώ απέραντα. Του τηλεφωνώ…
Λίγες ώρες μετά κάθομαι στο γραφείο μου μπροστά σε διάσπαρτες σελίδες σταλμένες με mail. Ασυναίσθητα ο νους μου ταξιδεύει στον αποστολέα τους. Στον Παναγιώτη Πασχαλάκη. Σ’ εκείνη την ψηλόλιγνη ανδρική φιγούρα με το αυστηρό ανάστημα, το κρατημένο χαμόγελο και το θλιμμένο βλέμμα, λες και ο πόνος είχε στραγγίσει από μέσα της κι από πάνω της κάθε ίχνος ζωής. Αυστηρός, κοφτός, με φράσεις μετρημένες, τετράγωνη λογική και συναίσθημα μπλοκαρισμένο στα γρανάζια της μεγαλύτερης τραγωδίας που μπορεί να βιώσει ποτέ ένας άνθρωπος. Ετσι είχα σκεφτεί τότε για εκείνον. Μετά το καλοκαίρι του 2014, τότε που ο δεκάχρονος γιος του, ο Μιχαήλ, τραυματίστηκε θανάσιμα κάνοντας θαλάσσια σπορ με τους φίλους του στο Καλό Λιβάδι Μυκόνου. Τώρα τον ξανακοιτάζω μέσα από λέξεις που εκπέμπουν αγάπη, πίσω από εικόνες που στάζουν απόγνωση, μπροστά σε συνειρμούς που σφυρηλατούν αξίες. Γλυκός, τρυφερός, με φράσεις λατρείας, κυκλική λογική και συναίσθημα που καλπάζει ελεύθερο ακόμη και πέρα από τον θάνατο. Διαβάζω: «Ενα βιβλίο αφιερωμένο στον γιο μου, που τον αγάπησα όσο τίποτε άλλο στη ζωή. Ενα βιβλίο γεμάτο με τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου, όπως ακριβώς γεννιούνται στο μυαλό και στην ψυχή μου την κάθε στιγμή. Είναι ό,τι είναι και δεν θέλω να του βάλω κανένα τίτλο. Είναι ο εαυτός μου που πονάει αφόρητα και θέλει να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορεί, γιατί κανείς δεν θα τον νιώσει».
Ζωντανός-νεκρός
Ανάβω τσιγάρο και ρίχνω σε ένα ποτήρι λίγο κονιάκ. Οι λέξεις στροβιλίζονται τώρα μέσα σε καπνούς, η ματιά μου ακολουθεί ζαλισμένη την πένα του Παναγιώτη Πασχαλάκη, ακούω τον χτύπο μιας καρδιάς, δεν ξέρω αν είναι δική μου ή δική του, ένα δάκρυ μουντζουρώνει το χαρτί, ύστερα κι άλλο, κανένα δεν θαμπώνει τις εικόνες του: «Θέλω να εξαφανιστώ από τον κόσμο τούτο. Θέλω να βρεθώ εκεί που είναι ο γιος μου αυτήν τη στιγμή. Θέλω να πάω μαζί του… Το αισθάνθηκα από την πρώτη ακριβώς στιγμή που ο αδερφός μου έσκυψε στο αυτί μου, με αγκάλιασε σφιχτά και μου ψιθύρισε τη φράση “Παναγιώτη… Ο Μιχαήλ είναι νεκρός…”. Καθισμένος στην άμμο, ένα ζωντανό ανθρώπινο ερείπιο, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω το συντριπτικό χτύπημα της μοίρας που μόλις είχα δεχθεί. Η ανάσα μου ήταν βαριά. Τη μια στιγμή είσαι ζωντανός, την επόμενη ακριβώς ένας ζωντανός νεκρός. Εκλαιγα ασταμάτητα. “Θέλω να δώσω ένα τέλος σε όλα”, σκεφτόμουν. Δεν έχει κανένα νόημα πια η ζωή. Θέλω να βρω το παιδί μου. Τώρα! Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Φρίκη. Με συγκλόνιζε μία απέραντη φρίκη. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Το παιδί μου, που το πρωί γέλαγε δίπλα μου, που το πρωί με φίλησε και μου είπε “καλημέρα” δεν ήταν πια μαζί μου. Πώς γυρίσαμε στην Αθήνα, πώς πήγα στην κηδεία του παιδιού μου, πώς πέρασαν τα πρώτα εικοσιτετράωρα δεν μπορώ να τα διηγηθώ. Το σοκ από ένα τέτοιο τραυματικό γεγονός σμπαραλιάζει το μυαλό. Το αρνητικό συναισθηματικό φορτίο που συσσωρεύεται έτσι ξαφνικά προκαλεί αμνησία. Τα ηρεμιστικά που έπαιρνα ήταν τόσα πολλά ώστε οι λειτουργίες του εγκεφάλου μου είχαν σχεδόν ανασταλεί».
Παύση. Κρατάω το κεφάλι μου δυνατά μέσα στις παλάμες παγώνοντας τους σπασμούς του προσώπου. Για να συνεχίσω την ανάγνωση πρέπει να ακινητοποιήσω κάθε συναίσθημα. Στεγνώνω τα δάκρυα κοιτώντας ανά διαστήματα ψηλά και συνεχίζω: «Το σπίτι άδειο χωρίς την παρουσία του, ο κόσμος σιωπηλός χωρίς τη φωνή του. Η ζωή μου δίχως νόημα κι όμως συνεχίζω να ζω. Η ζωή συνεχίζεται για όλους εκτός από εκείνου. Μόνο ο Μιχαήλ θα μείνει αιώνια δέκα ετών. Εκείνος που πάντα μετρούσε τη διαφορά ηλικίας που είχαμε, έκανε παιχνίδια και ρωτούσε: “Πόσο θα είσαι, μπαμπά, όταν εγώ θα είμαι είκοσι; Πόσο θα είσαι όταν εγώ θα είμαι τριάντα πέντε; Θα είσαι παππούς τότε, ε;”, μου έλεγε. Δεν φανταζόταν, όπως ούτε εγώ βέβαια, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ. Οτι εγώ θα γίνω, ίσως, παππούς, αλλά εκείνος δε θα γίνει ποτέ τριάντα πέντε... Σήμερα το πρωί σηκώθηκα πάλι πλημμυρισμένος από τις αναμνήσεις. Από μπροστά μου περνούσαν δεκάδες εικόνες από εκδρομές που πήγαμε μαζί, από παιχνίδια με τους φίλους του. Η σκέψη μου κόλλησε σε μία από πέρυσι που ο Μιχαήλ μου έκανε καρτ στην πίστα στη Μύκονο. Είχε φτάσει στον τερματισμό με τα χέρια ψηλά. Νικητής. Ηταν πάντα νικητής. Παντού. Σε όλα. Μία μόνο μάχη έχασε και αυτή ήταν η μάχη με τον θάνατο. Αυτός μόνο μπόρεσε να τον νικήσει... Ανασηκώνομαι από το κρεβάτι και κοιτάζω τον χώρο γύρω μου, το δωμάτιό μου.
Πόσο θα ήθελα να μπει ο Μιχαήλ, όπως συνήθως την Κυριακή και στις αργίες, και να μου πει: “Μπαμπά, ξύπνα, έλα πάνω. Εγώ έχω ξυπνήσει εδώ και ώρα και σε περιμένω”. Κάποιες φορές όταν συνέβαινε αυτό δυσανασχετούσα, άλλες του απαντούσα μισοκοιμισμένος: “Αγόρι μου, άσε με λίγο ακόμα, λίγο μόνο να κοιμηθώ και μετά θα ανέβω πάνω μαζί σου. Και το μωρό μου, χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκανε αυτό που του ζητούσα. Περίμενε υπομονετικά. Τώρα κοιτάω την πόρτα του υπνοδωματίου και βουρκώνω. Είναι ακίνητη. Στέκει εκεί για να μου υπενθυμίζει ότι αυτό που σκέφτομαι δε θα ξανασυμβεί ποτέ πια. Ο Μιχαήλ δεν ζει. Το λέω στον εαυτό μου για να τον κάνω να συνέλθει. Φοβάμαι αυτή την προσκόλληση στο παρελθόν, είναι αλήθεια. Φοβάμαι ότι είναι ο προθάλαμος της τρέλας. Είναι αδιέξοδο να μένω στο σπίτι, μου κάνει κακό και δεν με βοηθάει να προχωρήσω. Ομως εμένα δεν με ενδιαφέρει. Θέλω να νεκρώσω όλες τις αισθήσεις μου, θέλω να προσπαθήσω να βγω από τον κόσμο που ζω. Δεν θέλω το σώμα μου να έχει ανάγκες. Δεν θέλω να με ενδιαφέρει τι ρούχα θα φορέσω, αν είμαι καθαρός, αν μυρίζω ιδρώτα, αν τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει και θέλω κούρεμα. Θέλω να αφιερωθώ στην αγάπη που έχασα, να βουλιάξω και να χαθώ μέσα στο αίσθημα της απώλειας».
Ψηλαφώντας τον θάνατο
Οσο οι σελίδες περνούν από μπροστά μου τόσο περισσότερο βυθίζομαι στην «αφήγηση» μιας ιστορίας τόσο σκληρής που σχηματίζει στα χείλη μου ένα επαναλαμβανόμενο «γιατί». Ενα «γιατί» το οποίο ανά διαστήματα η τρυφερότητα του συγγραφέα-πατέρα κάνει πιο έντονο, πιο ηχηρό, πιο απεγνωσμένο: «Δεν γνώρισα ποτέ τη μητέρα μου. Η γυναίκα που με έφερε στη ζωή έφυγε από τούτον τον κόσμο μόλις εγώ άνοιξα τα μάτια μου. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να εξοικειωθώ με τον θάνατό της. Για πολλά χρόνια, ως έφηβος, αλλά και αργότερα, το έκρυβα, το αποσιωπούσα… Σαν να είχα ένα κουσούρι που δεν ήθελα να αποκαλύψω, γιατί αν παρέμενε μυστικό θαρρούσα ότι ο θάνατος δεν θα είχε υπάρξει. Εφτασε, όμως, η μέρα που ο θάνατος χτύπησε και πάλι την πόρτα μου για δεύτερη φορά. Ο πρώτος μου γιος, δίδυμος αδερφός του Μιχαήλ, έφυγε από τη ζωή πέντε εικοσιτετράωρα μετά τη μέρα που η αμέριστη χαρά της γέννησής τους είχε πλημμυρίσει την καρδιά μας. Θυμάμαι τη μέρα της κηδείας του. Στεκόμουν μόνος, μπροστά στο φέρετρό του. Είχα ζητήσει να μην έρθει κανείς. Τον συνόδευσα στην τελευταία του κατοικία και αναρωτιόμουν γιατί ο Θεός με είχε υποβάλει σε τέτοια δοκιμασία. Να γνωρίσω τη χαρά της γέννησής του και αμέσως μετά τον πόνο της απώλειάς του… Ο θάνατος την τρίτη φορά δεν ήρθε τόσο αναπάντεχα. Ο πατέρας μου στα εβδομήντα πέντε του πλέον χρόνια έφυγε μπροστά στα μάτια μου. Το αποδέχτηκα και αυτό με την εξήγηση που πάντα δίνουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις: “Έφυγε πλήρης ημερών”… Τώρα, η τέταρτη επίσκεψη του θανάτου στη ζωή μου ήταν η πιο σκληρή και επώδυνη. Αυτή τη φορά μου φυλούσε το πιο αμείλικτο χτύπημά του. Με ισοπέδωσε… Οταν έχασα τη μητέρα μου, δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω γιατί ήμουν βρέφος. Είχα χάσει την παντοτινή αγάπη της.
Οταν έχασα τον πατέρα μου, έθαψα το παρελθόν μου. Οταν έχασα τον δίδυμο αδελφό του Μιχαήλ, έθαψα το τότε παρόν μου, αλλά όταν έχασα τον Μιχαήλ, έθαψα το μέλλον μου και τα όνειρά μου… Τα βήματά μου με οδηγούσαν τυφλά στο μνήμα, στον χώρο που για τελευταία φορά είδα το γλυκό του πρόσωπο. Την εικόνα αυτή που ποτέ δεν θα μπορέσω να βγάλω από το μυαλό μου. Δεν υπάρχει χειρότερος ζωντανός εφιάλτης από το να δεις το πρόσωπο του παιδιού σου ακίνητο, παγωμένο, ανέκφραστο, το σώμα ασάλευτο σκεπασμένο με λουλούδια. Τα χέρια σταυρωμένα. Ο δικός μου Μιχαήλ, το παιδί που ήταν η ζωή μου, το φως μου, η ευτυχία μου, το νόημα της ζωής μου… Οταν τον σκέφτομαι εκεί ακίνητο, οι αναμνήσεις τρελαίνονται μέσα μου. Σαν άλογα αφηνιασμένα, επαναφέρουν στη μνήμη μου νωπές εικόνες από τη ζωντάνια του, το μόνιμο τρεχαλητό του, τις κινήσεις του, το αεικίνητο σουλούπι του… Ποτάμι κυλούσαν τα δάκρυα στο πρόσωπό μου. Το σώμα μου έτρεμε, σφιγγόταν, σαν κάποια αόρατη δύναμη να προσπαθούσε να με κουλουριάσει. Αντιδρούσα, μαχόμουν τον πόνο που θέριευε μέσα μου. Με τα δάχτυλά μου πίεζα τα μάτια μου να σταματήσουν το κλάμα, χτυπούσα νευρικά το πόδι μου στο έδαφος. Δεν ήμουν ένα σώμα πια. Κομμάτια ξεχωριστά ο εαυτός μου. Χέρια, πόδια, στομάχι, κόκαλα. Καθένα ζούσε τον πόνο του με τον δικό του τρόπο… Τον πρώτο καιρό -τώρα μπορώ να το ομολογήσω χωρίς φόβο- πέρασε από τη σκέψη μου η ιδέα να αυτοκτονήσω. Θυμάμαι ήταν Σάββατο, και ήμουν ξαπλωμένος με τη γυναίκα μου στο κρεβάτι. Αϋπνοι, εξουθενωμένοι, απελπισμένοι. Ο ένας δίπλα στον άλλον αλλά πολύ μόνοι. Συναισθηματικό ναυάγιο η ψυχή μας. Ο πόνος έμοιαζε ανυπέρβλητος και η ζωή που είχαμε εντελώς μάταιη. Η γυναίκα μου με απαλή και ήρεμη φωνή μού πρότεινε να βρω έναν τρόπο ανώδυνο, εύκολο, να δώσουμε ένα τέλος σε όλα αυτά… Ηταν μια στιγμή που ο θάνατος έμοιαζε λύση, τολμώ να πω λύτρωση, όχι γιατί ήμασταν αυτοκτονικοί, αλλά γιατί η επιθυμία μας να ζήσουμε είχε στερέψει…».
Ενας άλλος άνθρωπος στο ξεκίνημα μιας νέας ζωής
Σταματάω να διαβάζω. Οι μνήμες του Παναγιώτη Πασχαλάκη κόβουν σαν μαχαίρι: συνειδήσεις, αξίες, συναισθήματα, το «δεδομένο» της ζωής, τη ματαιότητα του να κλαιγόμαστε για ασήμαντες αφορμές, τη μικρότητα του να θεωρούμε τους εαυτούς μας μεγάλους. Κι ύστερα παίρνω ανάσα και συνεχίζω: «Συχνά έρχονται στο μυαλό μου μικρά καθημερινά πράγματα, στιγμές που άλλοτε ίσως περνούσαν απαρατήρητες, αλλά σήμερα που τα σκέφτομαι μου αποκαλύπτονται με άλλη μορφή, που δεν γνώριζα ή που μάλλον δεν παρατηρούσα, και γι’ αυτό δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα. Ο περίπατος σε μια ήσυχη ακρογιαλιά, ο ζεστός χειμωνιάτικος ήλιος, μια βόλτα στη φύση, ένα χαμόγελο, και πάνω απ’ όλα η θαλπωρή της οικογένειας και η ζεστή συντροφιά των ανθρώπων που αγαπάμε… Τώρα όλα αρχίζουν από την αρχή. Η σχέση με τη γυναίκα μου, με τους φίλους, με τους συγγενείς. Ολα μπαίνουν σε νέο πλαίσιο. Κάποια μπορούν να προσαρμοστούν, άλλα δεν χωρούν. Η ζωή η ίδια, οι φιλοδοξίες, τα ιδανικά, οι αξίες επαναξιολογούνται και επανακαθορίζονται. Η πυρηνική έκρηξη δεν άφησε τίποτα όρθιο. Ολα έγιναν στάχτη».
Λίγες ώρες μετά κάθομαι στο γραφείο μου μπροστά σε διάσπαρτες σελίδες σταλμένες με mail. Ασυναίσθητα ο νους μου ταξιδεύει στον αποστολέα τους. Στον Παναγιώτη Πασχαλάκη. Σ’ εκείνη την ψηλόλιγνη ανδρική φιγούρα με το αυστηρό ανάστημα, το κρατημένο χαμόγελο και το θλιμμένο βλέμμα, λες και ο πόνος είχε στραγγίσει από μέσα της κι από πάνω της κάθε ίχνος ζωής. Αυστηρός, κοφτός, με φράσεις μετρημένες, τετράγωνη λογική και συναίσθημα μπλοκαρισμένο στα γρανάζια της μεγαλύτερης τραγωδίας που μπορεί να βιώσει ποτέ ένας άνθρωπος. Ετσι είχα σκεφτεί τότε για εκείνον. Μετά το καλοκαίρι του 2014, τότε που ο δεκάχρονος γιος του, ο Μιχαήλ, τραυματίστηκε θανάσιμα κάνοντας θαλάσσια σπορ με τους φίλους του στο Καλό Λιβάδι Μυκόνου. Τώρα τον ξανακοιτάζω μέσα από λέξεις που εκπέμπουν αγάπη, πίσω από εικόνες που στάζουν απόγνωση, μπροστά σε συνειρμούς που σφυρηλατούν αξίες. Γλυκός, τρυφερός, με φράσεις λατρείας, κυκλική λογική και συναίσθημα που καλπάζει ελεύθερο ακόμη και πέρα από τον θάνατο. Διαβάζω: «Ενα βιβλίο αφιερωμένο στον γιο μου, που τον αγάπησα όσο τίποτε άλλο στη ζωή. Ενα βιβλίο γεμάτο με τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου, όπως ακριβώς γεννιούνται στο μυαλό και στην ψυχή μου την κάθε στιγμή. Είναι ό,τι είναι και δεν θέλω να του βάλω κανένα τίτλο. Είναι ο εαυτός μου που πονάει αφόρητα και θέλει να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορεί, γιατί κανείς δεν θα τον νιώσει».
Ζωντανός-νεκρός
Ανάβω τσιγάρο και ρίχνω σε ένα ποτήρι λίγο κονιάκ. Οι λέξεις στροβιλίζονται τώρα μέσα σε καπνούς, η ματιά μου ακολουθεί ζαλισμένη την πένα του Παναγιώτη Πασχαλάκη, ακούω τον χτύπο μιας καρδιάς, δεν ξέρω αν είναι δική μου ή δική του, ένα δάκρυ μουντζουρώνει το χαρτί, ύστερα κι άλλο, κανένα δεν θαμπώνει τις εικόνες του: «Θέλω να εξαφανιστώ από τον κόσμο τούτο. Θέλω να βρεθώ εκεί που είναι ο γιος μου αυτήν τη στιγμή. Θέλω να πάω μαζί του… Το αισθάνθηκα από την πρώτη ακριβώς στιγμή που ο αδερφός μου έσκυψε στο αυτί μου, με αγκάλιασε σφιχτά και μου ψιθύρισε τη φράση “Παναγιώτη… Ο Μιχαήλ είναι νεκρός…”. Καθισμένος στην άμμο, ένα ζωντανό ανθρώπινο ερείπιο, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω το συντριπτικό χτύπημα της μοίρας που μόλις είχα δεχθεί. Η ανάσα μου ήταν βαριά. Τη μια στιγμή είσαι ζωντανός, την επόμενη ακριβώς ένας ζωντανός νεκρός. Εκλαιγα ασταμάτητα. “Θέλω να δώσω ένα τέλος σε όλα”, σκεφτόμουν. Δεν έχει κανένα νόημα πια η ζωή. Θέλω να βρω το παιδί μου. Τώρα! Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Φρίκη. Με συγκλόνιζε μία απέραντη φρίκη. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Το παιδί μου, που το πρωί γέλαγε δίπλα μου, που το πρωί με φίλησε και μου είπε “καλημέρα” δεν ήταν πια μαζί μου. Πώς γυρίσαμε στην Αθήνα, πώς πήγα στην κηδεία του παιδιού μου, πώς πέρασαν τα πρώτα εικοσιτετράωρα δεν μπορώ να τα διηγηθώ. Το σοκ από ένα τέτοιο τραυματικό γεγονός σμπαραλιάζει το μυαλό. Το αρνητικό συναισθηματικό φορτίο που συσσωρεύεται έτσι ξαφνικά προκαλεί αμνησία. Τα ηρεμιστικά που έπαιρνα ήταν τόσα πολλά ώστε οι λειτουργίες του εγκεφάλου μου είχαν σχεδόν ανασταλεί».
Παύση. Κρατάω το κεφάλι μου δυνατά μέσα στις παλάμες παγώνοντας τους σπασμούς του προσώπου. Για να συνεχίσω την ανάγνωση πρέπει να ακινητοποιήσω κάθε συναίσθημα. Στεγνώνω τα δάκρυα κοιτώντας ανά διαστήματα ψηλά και συνεχίζω: «Το σπίτι άδειο χωρίς την παρουσία του, ο κόσμος σιωπηλός χωρίς τη φωνή του. Η ζωή μου δίχως νόημα κι όμως συνεχίζω να ζω. Η ζωή συνεχίζεται για όλους εκτός από εκείνου. Μόνο ο Μιχαήλ θα μείνει αιώνια δέκα ετών. Εκείνος που πάντα μετρούσε τη διαφορά ηλικίας που είχαμε, έκανε παιχνίδια και ρωτούσε: “Πόσο θα είσαι, μπαμπά, όταν εγώ θα είμαι είκοσι; Πόσο θα είσαι όταν εγώ θα είμαι τριάντα πέντε; Θα είσαι παππούς τότε, ε;”, μου έλεγε. Δεν φανταζόταν, όπως ούτε εγώ βέβαια, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ. Οτι εγώ θα γίνω, ίσως, παππούς, αλλά εκείνος δε θα γίνει ποτέ τριάντα πέντε... Σήμερα το πρωί σηκώθηκα πάλι πλημμυρισμένος από τις αναμνήσεις. Από μπροστά μου περνούσαν δεκάδες εικόνες από εκδρομές που πήγαμε μαζί, από παιχνίδια με τους φίλους του. Η σκέψη μου κόλλησε σε μία από πέρυσι που ο Μιχαήλ μου έκανε καρτ στην πίστα στη Μύκονο. Είχε φτάσει στον τερματισμό με τα χέρια ψηλά. Νικητής. Ηταν πάντα νικητής. Παντού. Σε όλα. Μία μόνο μάχη έχασε και αυτή ήταν η μάχη με τον θάνατο. Αυτός μόνο μπόρεσε να τον νικήσει... Ανασηκώνομαι από το κρεβάτι και κοιτάζω τον χώρο γύρω μου, το δωμάτιό μου.
Πόσο θα ήθελα να μπει ο Μιχαήλ, όπως συνήθως την Κυριακή και στις αργίες, και να μου πει: “Μπαμπά, ξύπνα, έλα πάνω. Εγώ έχω ξυπνήσει εδώ και ώρα και σε περιμένω”. Κάποιες φορές όταν συνέβαινε αυτό δυσανασχετούσα, άλλες του απαντούσα μισοκοιμισμένος: “Αγόρι μου, άσε με λίγο ακόμα, λίγο μόνο να κοιμηθώ και μετά θα ανέβω πάνω μαζί σου. Και το μωρό μου, χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκανε αυτό που του ζητούσα. Περίμενε υπομονετικά. Τώρα κοιτάω την πόρτα του υπνοδωματίου και βουρκώνω. Είναι ακίνητη. Στέκει εκεί για να μου υπενθυμίζει ότι αυτό που σκέφτομαι δε θα ξανασυμβεί ποτέ πια. Ο Μιχαήλ δεν ζει. Το λέω στον εαυτό μου για να τον κάνω να συνέλθει. Φοβάμαι αυτή την προσκόλληση στο παρελθόν, είναι αλήθεια. Φοβάμαι ότι είναι ο προθάλαμος της τρέλας. Είναι αδιέξοδο να μένω στο σπίτι, μου κάνει κακό και δεν με βοηθάει να προχωρήσω. Ομως εμένα δεν με ενδιαφέρει. Θέλω να νεκρώσω όλες τις αισθήσεις μου, θέλω να προσπαθήσω να βγω από τον κόσμο που ζω. Δεν θέλω το σώμα μου να έχει ανάγκες. Δεν θέλω να με ενδιαφέρει τι ρούχα θα φορέσω, αν είμαι καθαρός, αν μυρίζω ιδρώτα, αν τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει και θέλω κούρεμα. Θέλω να αφιερωθώ στην αγάπη που έχασα, να βουλιάξω και να χαθώ μέσα στο αίσθημα της απώλειας».
Ψηλαφώντας τον θάνατο
Οσο οι σελίδες περνούν από μπροστά μου τόσο περισσότερο βυθίζομαι στην «αφήγηση» μιας ιστορίας τόσο σκληρής που σχηματίζει στα χείλη μου ένα επαναλαμβανόμενο «γιατί». Ενα «γιατί» το οποίο ανά διαστήματα η τρυφερότητα του συγγραφέα-πατέρα κάνει πιο έντονο, πιο ηχηρό, πιο απεγνωσμένο: «Δεν γνώρισα ποτέ τη μητέρα μου. Η γυναίκα που με έφερε στη ζωή έφυγε από τούτον τον κόσμο μόλις εγώ άνοιξα τα μάτια μου. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να εξοικειωθώ με τον θάνατό της. Για πολλά χρόνια, ως έφηβος, αλλά και αργότερα, το έκρυβα, το αποσιωπούσα… Σαν να είχα ένα κουσούρι που δεν ήθελα να αποκαλύψω, γιατί αν παρέμενε μυστικό θαρρούσα ότι ο θάνατος δεν θα είχε υπάρξει. Εφτασε, όμως, η μέρα που ο θάνατος χτύπησε και πάλι την πόρτα μου για δεύτερη φορά. Ο πρώτος μου γιος, δίδυμος αδερφός του Μιχαήλ, έφυγε από τη ζωή πέντε εικοσιτετράωρα μετά τη μέρα που η αμέριστη χαρά της γέννησής τους είχε πλημμυρίσει την καρδιά μας. Θυμάμαι τη μέρα της κηδείας του. Στεκόμουν μόνος, μπροστά στο φέρετρό του. Είχα ζητήσει να μην έρθει κανείς. Τον συνόδευσα στην τελευταία του κατοικία και αναρωτιόμουν γιατί ο Θεός με είχε υποβάλει σε τέτοια δοκιμασία. Να γνωρίσω τη χαρά της γέννησής του και αμέσως μετά τον πόνο της απώλειάς του… Ο θάνατος την τρίτη φορά δεν ήρθε τόσο αναπάντεχα. Ο πατέρας μου στα εβδομήντα πέντε του πλέον χρόνια έφυγε μπροστά στα μάτια μου. Το αποδέχτηκα και αυτό με την εξήγηση που πάντα δίνουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις: “Έφυγε πλήρης ημερών”… Τώρα, η τέταρτη επίσκεψη του θανάτου στη ζωή μου ήταν η πιο σκληρή και επώδυνη. Αυτή τη φορά μου φυλούσε το πιο αμείλικτο χτύπημά του. Με ισοπέδωσε… Οταν έχασα τη μητέρα μου, δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω γιατί ήμουν βρέφος. Είχα χάσει την παντοτινή αγάπη της.
Οταν έχασα τον πατέρα μου, έθαψα το παρελθόν μου. Οταν έχασα τον δίδυμο αδελφό του Μιχαήλ, έθαψα το τότε παρόν μου, αλλά όταν έχασα τον Μιχαήλ, έθαψα το μέλλον μου και τα όνειρά μου… Τα βήματά μου με οδηγούσαν τυφλά στο μνήμα, στον χώρο που για τελευταία φορά είδα το γλυκό του πρόσωπο. Την εικόνα αυτή που ποτέ δεν θα μπορέσω να βγάλω από το μυαλό μου. Δεν υπάρχει χειρότερος ζωντανός εφιάλτης από το να δεις το πρόσωπο του παιδιού σου ακίνητο, παγωμένο, ανέκφραστο, το σώμα ασάλευτο σκεπασμένο με λουλούδια. Τα χέρια σταυρωμένα. Ο δικός μου Μιχαήλ, το παιδί που ήταν η ζωή μου, το φως μου, η ευτυχία μου, το νόημα της ζωής μου… Οταν τον σκέφτομαι εκεί ακίνητο, οι αναμνήσεις τρελαίνονται μέσα μου. Σαν άλογα αφηνιασμένα, επαναφέρουν στη μνήμη μου νωπές εικόνες από τη ζωντάνια του, το μόνιμο τρεχαλητό του, τις κινήσεις του, το αεικίνητο σουλούπι του… Ποτάμι κυλούσαν τα δάκρυα στο πρόσωπό μου. Το σώμα μου έτρεμε, σφιγγόταν, σαν κάποια αόρατη δύναμη να προσπαθούσε να με κουλουριάσει. Αντιδρούσα, μαχόμουν τον πόνο που θέριευε μέσα μου. Με τα δάχτυλά μου πίεζα τα μάτια μου να σταματήσουν το κλάμα, χτυπούσα νευρικά το πόδι μου στο έδαφος. Δεν ήμουν ένα σώμα πια. Κομμάτια ξεχωριστά ο εαυτός μου. Χέρια, πόδια, στομάχι, κόκαλα. Καθένα ζούσε τον πόνο του με τον δικό του τρόπο… Τον πρώτο καιρό -τώρα μπορώ να το ομολογήσω χωρίς φόβο- πέρασε από τη σκέψη μου η ιδέα να αυτοκτονήσω. Θυμάμαι ήταν Σάββατο, και ήμουν ξαπλωμένος με τη γυναίκα μου στο κρεβάτι. Αϋπνοι, εξουθενωμένοι, απελπισμένοι. Ο ένας δίπλα στον άλλον αλλά πολύ μόνοι. Συναισθηματικό ναυάγιο η ψυχή μας. Ο πόνος έμοιαζε ανυπέρβλητος και η ζωή που είχαμε εντελώς μάταιη. Η γυναίκα μου με απαλή και ήρεμη φωνή μού πρότεινε να βρω έναν τρόπο ανώδυνο, εύκολο, να δώσουμε ένα τέλος σε όλα αυτά… Ηταν μια στιγμή που ο θάνατος έμοιαζε λύση, τολμώ να πω λύτρωση, όχι γιατί ήμασταν αυτοκτονικοί, αλλά γιατί η επιθυμία μας να ζήσουμε είχε στερέψει…».
Ενας άλλος άνθρωπος στο ξεκίνημα μιας νέας ζωής
Σταματάω να διαβάζω. Οι μνήμες του Παναγιώτη Πασχαλάκη κόβουν σαν μαχαίρι: συνειδήσεις, αξίες, συναισθήματα, το «δεδομένο» της ζωής, τη ματαιότητα του να κλαιγόμαστε για ασήμαντες αφορμές, τη μικρότητα του να θεωρούμε τους εαυτούς μας μεγάλους. Κι ύστερα παίρνω ανάσα και συνεχίζω: «Συχνά έρχονται στο μυαλό μου μικρά καθημερινά πράγματα, στιγμές που άλλοτε ίσως περνούσαν απαρατήρητες, αλλά σήμερα που τα σκέφτομαι μου αποκαλύπτονται με άλλη μορφή, που δεν γνώριζα ή που μάλλον δεν παρατηρούσα, και γι’ αυτό δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα. Ο περίπατος σε μια ήσυχη ακρογιαλιά, ο ζεστός χειμωνιάτικος ήλιος, μια βόλτα στη φύση, ένα χαμόγελο, και πάνω απ’ όλα η θαλπωρή της οικογένειας και η ζεστή συντροφιά των ανθρώπων που αγαπάμε… Τώρα όλα αρχίζουν από την αρχή. Η σχέση με τη γυναίκα μου, με τους φίλους, με τους συγγενείς. Ολα μπαίνουν σε νέο πλαίσιο. Κάποια μπορούν να προσαρμοστούν, άλλα δεν χωρούν. Η ζωή η ίδια, οι φιλοδοξίες, τα ιδανικά, οι αξίες επαναξιολογούνται και επανακαθορίζονται. Η πυρηνική έκρηξη δεν άφησε τίποτα όρθιο. Ολα έγιναν στάχτη».
Κι όμως, μέσα από αυτή την έκρηξη, μέσα από αυτές τις στάχτες, ο τραγικός πατέρας κατάφερε όχι μόνο να σηκωθεί, αλλά και να κάνει τον κόσμο μας καλύτερο: Ιδρυσε τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «Safe Water Sports» με στόχο την πρόληψη των θαλάσσιων ατυχημάτων και πνιγμών, οδήγησε στα δικαστήρια τους ενόχους για τον θάνατο του παιδιού του και απέκτησε ανάσες ζωής μέσα από τη γέννηση δύο παιδιών: «Η φωνή του γιατρού με έκανε να ανατριχιάσω. “Συγχαρητήρια”, μου είπε. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι η γυναίκα σας είναι έγκυος. Η εξωσωματική προσπάθεια πέτυχε. Συγχαρητήρια και πάλι”. Η είδηση με αιφνιδίασε. Στο άκουσμα του νέου αυτού πάγωσα. Η αμηχανία με κυρίευσε. Προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε μόλις συμβεί. Αλλη μια πρωτόγνωρη κατάσταση ξεπρόβαλε μπροστά μου. Η σκέψη μου έτρεξε αμέσως στη μέρα, δέκα χρόνια περίπου πριν, όταν η ίδια είδηση έκανε το πρόσωπό μου να φωτιστεί… Μπορεί ποτέ το φως να συνυπάρχει με το σκοτάδι; Στη φύση σίγουρα όχι. Στην ψυχή μου όμως ναι. Οδηγώ προς το σπίτι μόνος μου, μία μόλις μέρα μετά τον ερχομό των παιδιών μου στον κόσμο. Η υπερένταση έχει χτυπήσει κόκκινο. Πώς ήταν η ζωή μου πριν από έναν χρόνο, πώς έγινε, πού βρίσκομαι τώρα. Κλαίω και δεν ξέρω το γιατί. Είναι δάκρυα χαράς; Είναι το ξέσπασμα της τεράστιας πίεσης που μήνες ασφυκτιά μην μπορώντας να βρει οδό διαφυγής από μέσα μου; Είναι το ότι ο Μιχαήλ μου λείπει αφόρητα κάθε στιγμή; Είναι όλα αυτά μαζί; Αναρωτιέμαι πώς έφτασα μέχρι εδώ. Ποια αόρατη δύναμη με τράβηξε; Μου φαίνεται απίστευτο να το έκανα εγώ μόνος μου».
Αντί Επιλόγου: Γράμμα στον Μιχαήλ
Εχει πλέον βραδιάσει. Από τις 300 και σελίδες που βρίσκονται αραδιασμένες επάνω στο γραφείο μου έχουν απομείνει μόνο τέσσερις με τον τίτλο «Αντί Επιλόγου: Γράμμα στον Μιχαήλ». Νιώθω πως είναι οι πιο βασανιστικές και συνάμα οι πιο λυτρωτικές, όπως ακριβώς η συνύπαρξη του φωτός με το σκοτάδι που θα κυριαρχεί για πάντα στην ψυχή του σπουδαίου αυτού πατέρα: «Αγαπημένο μου παιδί… Με τη βοήθεια του Θεού και τη δύναμη που εσύ μας έδωσες, ξαναφτιάξαμε την οικογένειά μας, στήσαμε τη ζωή μας ξανά μέσα από τις στάχτες… Ελεγες πάντα ότι το μόνο που σου έλειπε ήταν ένα αδερφάκι. Είχες δίκιο και το ήξερα πολύ καλά. Δεν πρόλαβα ποτέ να σου πω ότι ο αδερφός σου έφυγε και αυτός από τη ζωή λίγες μέρες αφότου γεννήθηκες. Τώρα είμαι σίγουρος ότι είναι και εκείνος πάλι μαζί σου. Γνωρίζω ότι επιθυμία σου είναι οι μέρες μας να γεμίσουν ξανά παιδικές φωνές, γέλια και χαρές. Ο ερχομός των καινούριων αδερφών σου στο σπίτι μας να γίνει η αφορμή να λάμψει και πάλι η ευτυχία και η γαλήνη στο πρόσωπό μας. Ο πόνος για σένα βέβαια δεν θα φύγει ποτέ από την ψυχή μας. Είσαι αναπόσπαστο μέρος του εαυτού μας όπου και αν βρισκόμαστε… Με έμαθες περισσότερα από όσα εγώ πρόλαβα να σε διδάξω. Κατάφερες να μας ταρακουνήσεις, να μας βγάλεις από τον λήθαργο που ζούσαμε. Να μας κάνεις να κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά μέσα μας. Να αλλάξουμε προτεραιότητες και αξίες. Να γίνουμε περισσότερο άνθρωποι, λιγότερο εγωιστές… Τώρα πια δεν με φοβίζει ο θάνατος γιατί γνωρίζω ότι θα είναι η στιγμή εκείνη που θα σε σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου και θα σου ψιθυρίσω ότι όλη μου τη ζωή περίμενα την ώρα που θα σμίξουμε και πάλι. Ο μπαμπάς σου».
Αντί Επιλόγου: Γράμμα στον Μιχαήλ
Εχει πλέον βραδιάσει. Από τις 300 και σελίδες που βρίσκονται αραδιασμένες επάνω στο γραφείο μου έχουν απομείνει μόνο τέσσερις με τον τίτλο «Αντί Επιλόγου: Γράμμα στον Μιχαήλ». Νιώθω πως είναι οι πιο βασανιστικές και συνάμα οι πιο λυτρωτικές, όπως ακριβώς η συνύπαρξη του φωτός με το σκοτάδι που θα κυριαρχεί για πάντα στην ψυχή του σπουδαίου αυτού πατέρα: «Αγαπημένο μου παιδί… Με τη βοήθεια του Θεού και τη δύναμη που εσύ μας έδωσες, ξαναφτιάξαμε την οικογένειά μας, στήσαμε τη ζωή μας ξανά μέσα από τις στάχτες… Ελεγες πάντα ότι το μόνο που σου έλειπε ήταν ένα αδερφάκι. Είχες δίκιο και το ήξερα πολύ καλά. Δεν πρόλαβα ποτέ να σου πω ότι ο αδερφός σου έφυγε και αυτός από τη ζωή λίγες μέρες αφότου γεννήθηκες. Τώρα είμαι σίγουρος ότι είναι και εκείνος πάλι μαζί σου. Γνωρίζω ότι επιθυμία σου είναι οι μέρες μας να γεμίσουν ξανά παιδικές φωνές, γέλια και χαρές. Ο ερχομός των καινούριων αδερφών σου στο σπίτι μας να γίνει η αφορμή να λάμψει και πάλι η ευτυχία και η γαλήνη στο πρόσωπό μας. Ο πόνος για σένα βέβαια δεν θα φύγει ποτέ από την ψυχή μας. Είσαι αναπόσπαστο μέρος του εαυτού μας όπου και αν βρισκόμαστε… Με έμαθες περισσότερα από όσα εγώ πρόλαβα να σε διδάξω. Κατάφερες να μας ταρακουνήσεις, να μας βγάλεις από τον λήθαργο που ζούσαμε. Να μας κάνεις να κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά μέσα μας. Να αλλάξουμε προτεραιότητες και αξίες. Να γίνουμε περισσότερο άνθρωποι, λιγότερο εγωιστές… Τώρα πια δεν με φοβίζει ο θάνατος γιατί γνωρίζω ότι θα είναι η στιγμή εκείνη που θα σε σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου και θα σου ψιθυρίσω ότι όλη μου τη ζωή περίμενα την ώρα που θα σμίξουμε και πάλι. Ο μπαμπάς σου».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr