Thema-άποψη: Η αγαπημένη μου ταινία
19.10.2016
17:54
Ποιο φιλμ δεν μπορείτε να ξεχάσετε; - Γράψτε μας κι εσείς την άποψή σας στη φόρμα σχολίων
Χωρίς συζήτηση, η πιο αγαπημένη μου ταινία είναι το "Chinatown" του τελειομανούς Ρόμαν Πολάνσκι. Το σενάριο και η ίντριγκα δεν παίζονται. Δια χειρός Ρόμπερτ Τάουνι. Με cast του καλύτερου και πιο γοητευτικού Τζακ Νίκολσον και της καλύτερης και πιο γοητευτικής Φέι Ντάναγουει. Και οι δύο πάνω στα ντουζένια τους. Οι πάντες και τα πάντα των πέντε αστέρων: Μουσική, σκηνικά, φωτογραφία, ατμόσφαιρα, κοστούμια. Ολα. Το καλύτερο φιλμ νουάρ όλων των εποχών. Με ένα στόρι τόσο επίκαιρο όσο κανένα άλλο. Αξεπέραστο!"
Χμμμ, όλοι ξέρουμε πως ούτε ένα Τοπ 100 δεν χωράει όλες τις αγαπημένες μας ταινίες. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει μία που κερδίζει, κατά ένα ανεπαίσθητο τσικ, τη δική μου αγάπη: το «Sunless/Sans Soleil» (1983) του Κρις Μαρκέρ. Ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ (το αγαπημένο μου κινηματογραφικό είδος, μαζί με τις κωμωδίες) και το δοκίμιο, η ταινία του πρωτοποριακού αυτού Γάλλου σκηνοθέτη είναι ένα κολάζ από λέξεις, σκέψεις, συναισθήματα και φυσικά, εικόνες: από την Ιαπωνία έως την Ισλανδία και από την Γκινέα-Μπισάου έως το Σαν Φρανσίσκο, από γυναικεία βλέμματα και αγάλματα γατών έως τελετές κηδείας και μουσεία ερωτισμού. Είναι μια ταινία ξεκάθαρα φτιαγμένη με πολλή αγάπη (γι’ αυτό και με συγκινεί κάθε μα κάθε φορά), που εξερευνά με την περιέργεια ενός – οκ, έξυπνου και εύγλωττου – παιδιού τη μνήμη, την ομορφιά, τη ζωή και το θάνατο. Κατά βάση όμως δημιουργεί μια λίστα με τα «πράγματα που κάνουν την καρδιά να χτυπά πιο γρήγορα». Για μένα, το «Sunless» είναι ένα απ’ αυτά.
Μια ταινία ο τίτλος της οποίας θα μπορούσε πολύ άνετα να περιγράφει ό,τι ζούμε στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Μόνο που γυρίστηκε το 1963 σε παραγωγή και σκηνοθεσία του μεγάλου Ντίνου Κατσουρίδη.
Πολλοί μπορεί να την ξέρουν ως «ο Μπακαλόγατος» αλλά οι περισσότεροι θα καταλάβουν για ποια ταινία πρόκειται όταν τους πεις ένα όνομα: Ζήκος. Ο Κώστας Χατζηχρήστος δίνει ρεσιτάλ στο ρόλο του «μικρού» του μπακάλικου με καταγωγή από την επαρχία - και δυστυχώς η ερμηνεία του αυτή δεν ανταμείφθηκε με ένα βραβείο αν και η ταινία συμμετείχε στο 4ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ο Ζήκος αυτοπαρουσιάζεται ως ο υποδιευθυντής του καταστήματος. Αντιμιλά στο αφεντικό του (Μην κάνεις χειραψίες γιατί... Πού είσαι; Σε κολλάω μια κουτουλιά στο ψωμοσάκουλο και θα κάνεις δέκα μέρες να φας). Του ζητάει τον ΙΚΑ (ποιος είναι αυτός ο ΙΚΑς;). Σχολιάζει τους πελάτες (μου θέλει και ποτήρι σουλίνα). Πιστεύει ότι ξέρει ολίγον από γαλλικά για να δώσει στον εαυτό του κύρος όταν μιλάει με την κυρά-γιατρέσσα (Σας μερσώ μαντάμ! Ωρέ ντουβάρ!). Κλέβει στο λογαριασμό για να βγάλει το κάτι τις του (τους έδωσα ούζο με σαλαμάκι, έδωσαν 9 και 80, πες 9. ήρθε και ο πορτοφολάς με την παρέα του 16 και 40, πες 15. Θα πάμε κόντρα στη στρογγυλοποίηση). Κοροϊδεύει τον έρωτα του αφεντικού του με τη Λίτσα μολονότι και ο ίδιος έχει τον ανομολόγητο έρωτά του, τη Φιφίκα (θα σου πετάξουν ντοματιές που θα πάει σύννεφο οι πιτσιρικάδες την Κυριακή).
Κάθε φορά που τη βλέπω διαπιστώνω ότι υπάρχει και άλλη μια ατάκα που μου προκαλεί γέλιο και ποτέ τα 96 λεπτά της διάρκειας «της Κακομοίρας» δεν είναι αρκετά.
Και για όσους δεν την έχουν δει...
Δεν ξέρω αν είναι η αγαπημένη μου ταινία, αλλά σίγουρα η σκηνή όπου ο Θανάσης Βέγγος παριστάνει τον φαρμακοποιό και χορηγεί στους πελάτες του– ελαφρά τη καρδία – κοκτέιλ φαρμάκων που του έρχονταν στο μυαλό, την κάνει αξεπέραστη! Και σε αυτή την ταινία, ο «καλός μας άνθρωπος», ο «σύγχρονος καραγκιόζης» όπως εύστοχα τον είχαν χαρακτηρίσει, ενσάρκωσε τον Έλληνα που σκαρφίζεται διάφορα τεχνάσματα για να τα βγάλει πέρα.
Με χαρακτηριστική άνεση τη μία στιγμή δηλώνει φαρμακοποιός και την αμέσως επόμενη, διαιτητής, σερβιτόρος και φωτογράφος. Δεν χαρίζεται σε κανέναν και οι ατάκες του προκαλούν το αβίαστο γέλιο. «Γρήγορα θα το χάσουμε το παλικάρι. Έχει πέσει μπρούμυτα! Δεν μπορεί να σαλέψει ούτε χέρια, ούτε πόδια! Ούτε να ανοίξει τα μάτια του», φωνάζει η αξέχαστη Μαίρη Μεταξά μπαίνοντας στο φαρμακείο. «Αμ παλικάρι το λες εσύ αυτό;», της λέει ατάραχος ο Θανάσης Βέγγος. Αυτά στην ταινία.
Γιατί στη ζωή του, ο Θανάσης Βέγγος «αντιπάθησε» τον Τσάρλι Τσάπλιν επειδή σε μία σκηνή, έκλεβε το ψωμί από ένα πεινασμένο παιδί. «Ο Τσάπλιν δεν μου άρεσε απόλυτα στις ταινίες του. Με ενοχλούσε η φιλοσοφία που περνούσε καμία φορά μέσα από τις ταινίες του. Πεινούσε, για παράδειγμα, έβλεπε ένα παιδί με μία φέτα ψωμί στο χέρι και του την άρπαζε και την έτρωγε... Για να δείξει τι κάνει ο άνθρωπος όταν πεινάει. Ποτέ όμως, ένας πεινασμένος, όσο και αν πεινάει, δεν τρώει το φαγητό ενός παιδιού. Αυτό δεν μου άρεσε στον Τσάπλιν», είχε πει ο Θανάσης Βέγγος σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Είναι αυτή η ελαφρότητα του ξανθού που απογειώνεται απαλά, σαν αερόστατο, πάνω από ένα θίασο ιερών τεράτων του ελληνικού κινηματογράφου. Είναι αυτό το δυνατό χαστούκι που σκάει στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα αμέτρητων γενεών κάνοντάς τις ένα με τον έρωτα. Είναι το μπλε της ποδιάς και το λευκό της κορδέλας, η μυρωδιά της παλιάς Αθήνας, ο Μάνος, η Αλίκη, ο Φίνος, ο Τσαγανέας, η Γώγου, ο Μακρής, η “Γιαδικιάρογλου” κι η “Πολυχρονοπούλου”. Είναι τα παιδικά μου καλοκαίρια σε κάποιο κήπο που μύριζε μαστίχα και γιασεμί, είναι η αγκαλιά της γιαγιάς μου και οι γεμάτες πασατέμπο φούχτες της, είναι το “Είμαι γάιδαρος” που κολλήσαμε κάποτε στην πλάτη κάποιου καθηγητή, είναι το γάργαρο γέλιο του γιου μου την στιγμή που η ανάταση γίνεται επίκυψη και η επίκυψη ανάταση, είναι το λάγνο βλέμμα της κόρης μου στο άκουσμα του “Έχω ένα μυστικό”, είναι η αθωότητα που χάσαμε, η μνήμη που κρατήσαμε, το χθες που όσα χρόνια κι αν περάσουν παραμένει πεισματικά στο σήμερα. Είναι μία σπίθα γέλιου στα μεσημέρια κάποιας θλιμμένης Κυριακής, είναι μια καταιγίδα ταλέντων στο διαβρωμένο από την ξηρασία κινηματογραφικό σκηνικό των 80's και των 90's, είναι η αίσθηση ότι κάποιες φορές έχεις το δικαίωμα να μην μπορείς και να μην θέλεις να μεγαλώσεις ποτέ...
Η αγαπημένη μου ταινία είναι φυσικά τα χρόνια που έχω αφήσει πίσω μου και τα άλλα τόσα και παραπάνω που εύχομαι να έρθουν. Είναι αγαπημένα χρόνια γιατί έχουν όλα τα συστατικά μιας οσκαρικής ξενόγλωσσης ταινίας. Η κωμωδία εναλλάσσεται αβίαστα με το δράμα ενώ υπάρχουν στοιχεία ακόμα και από αστυνομικό θρίλερ με πολλές έντονες ερωτικές σκηνές. Φυσικά είναι αγαπημένη ταινία γιατί είμαι ο πρωταγωνιστής. Έχω την επιμέλεια της σκηνοθεσίας και το σενάριο είναι απρόβλεπτο.
Συμπρωταγωνιστές και δεύτεροι ρόλοι είναι υπό την επίβλεψη μου και συχνά έχω το δικαίωμα να μην ανανεώνω τα συμβόλαια τους. Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, όπου κάποιοι συμπρωταγωνιστές ανοίγουν τα φτερά τους για άλλες ταινίες άλλοτε καλύτερες ή χειρότερες, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι έχει στο μυαλό του ο σεναριογράφος. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό όμως της ταινίας μου είναι ότι το τέλος θα είναι απρόβλεπτο και απλά εύχομαι να τελειώσει με τη γλυκόπικρη αίσθηση που αφήνουν στο φινάλε τους οι αριστουργηματικές προβολές στους κινηματογράφους.
Όμως, επειδή δεν μπορούν όλοι να δουν την ταινία που πραγματικά αγαπώ, θα πάω στην αμέσως επόμενη που ονομάζεται «Kokuhaku» (έτος 2010) και είναι του σύγχρονου ιαπωνικού κινηματογράφου. Δεν θα αποκαλύψω το παραμικρό, γιατί πιστεύω πως θα ήταν καλό να την απολαύσεις χωρίς να γνωρίζεις το σενάριο και την πλοκή της.
Λατρεμένε πατέρα Γκουίντο! Χαρισματικέ και ταλαντούχε Ρομπέρτο Μπενίνι... Πώς να μην ξεχωρίσει το αριστουργηματικό και πλέον επίκαιρο κινηματογραφικό έργο του 1997 «Η ζωή είναι ωραία», σε μια εποχή που γονείς στην Ελλάδα του 2016 στήνουν το δικό τους «κουκλοθέατρο» καθημερινά για να «βαφτίσουν» το... άδειο ταπεράκι στο σχολείο αχρείαστη ξεπερασμένη μόδα και το κρύο στο σπίτι «περιπέτεια» για μικρούς και μεγάλους σε έναν άγραφο «πόλεμο» που ήχο και μιλιά δεν έχει...
Στα χέρια του εκφραστικού, ετοιμόλογου και αυτοσαρκαστικού Ιταλού πολυλογά ηθοποιού ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος φαντάζει παιχνίδι φαντασίας, πιο αστείος από ποτέ. Κι εδώ καταγράφεται το αστείρευτο ταλέντο, η ευρηματικότητα και το κορυφαίο «πάντρεμα» της κωμωδίας με το δράμα.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να περιγράψεις μια ταινία που προτάθηκε για επτά Όσκαρ και κέρδισε τρία από αυτά(Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία, Α' Ανδρικός Ρόλος, Καλύτερη Μουσική).
Αμέσως ξεκινά μια άτυπη - μεσογειακού ταπεραμέντου - κωμωδία που καταλήγει σε ένα συγκλονιστικό - ανατριχιαστικό δράμα.
Ιταλία. 1939. Ο Γκουίντο, ένας τρυφερός Εβραίος βιβλιοπώλης με χαραγμένη την παιδική αθωότητα στα μάτια του, με κέφι, χιούμορ και αισιοδοξία αδιαφορεί για τον αυξανόμενο αντισημιτισμό και τον μουσολινικό φασισμό της εποχής και εμπνέεται μόνο από τον έρωτα - για την γνωστή σε όλους pricipessa - μέχρι την ημέρα που έρχεται αντιμέτωπος με τη βάρβαρη πραγματικότητα της ζωής, όταν μεταφέρεται μαζί με τον μικρό γιο του Τζόσουα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τολμώντας να ασχοληθεί με τη σκοτεινή και τη μαύρη ιστορική περίοδο του Ολοκαυτώματος ο ηθοποιός καλείται να εξαντλήσει τη φαντασία του και να αποδείξει στον μονάκριβο γιο του πως ό,τι συμβαίνει γύρω του είναι μέρος ενός μεγάλου παιχνιδιού, που αν το παίξει σωστά θα βγει νικητής και θα κερδίσει ένα τανκ!
Από πολλούς κριτικούς σχολιάστηκε έντονα, ίσως και αρνητικά, ο παράδοξος τρόπος με τον οποίο ο Μπενίνι διακωμωδεί τη γερμανική εισβολή στην Ιταλία. Άλλοι πάλι είδαν πίσω από όλο αυτό μια αριστουργηματική «πλέξη» που χάρισε στην ταινία 52 βραβεία από όλο τον κόσμο.
Ένας ύμνος στον πατέρα, ένας ύμνος του ανθρώπου στον αγώνα για την επιβίωση δεν μπορεί παρά να διδάξει στον θεατή τη δύναμη της αισιοδοξίας στις κακουχίες που μπορεί να καταρρίψει κάθε εμπόδιο. Ξενιτιά, κρύο, πείνα. Ακόμη και στον ίδιο τον θάνατο προσδίδεται μια υπόσταση λυτρωτική.
Υπάρχουν σεκάνς που σε κάνουν να γελάσεις, να προβληματιστείς, να φοβηθείς, να στεναχωρηθείς, να κλάψεις, να ανατριχιάσεις. Πολλοί διάλογοι προσδίδουν την τραγικότητα των γεγονότων, ενώ εναλλάσσονται σκηνές τρυφερές, συγκινητικές, ζοφερές, με «μυρωδιά» από καπνό και θάνατο.
Ποιος θα ξεχάσει το διάλογο με τον μικρό Τζόσουα...
«Μπαμπά άκουσα ότι θα μας κάνουν σαπούνι. Δεν είναι παιχνίδι...». «Μα τι λες Τζόσουα, σε κορόιδεψαν.Είναι δυνατόν να μας κάνουν σαπούνι; Να πλένω τα χέρια μου με τον Βαρθολομαίο;».
Το μάζεμα των πόντων, οι κρυψώνες, το κρυφό φαγητό, οι ψεύτικες ιστορίες, το αθώο αγγελικό μουτράκι του παιδιού και η τραγική φιγούρα του πατέρα σε συνδυασμό με τον διηγητικό ήχο, την εναλλαγή πλάνων, τις γωνίες λήψης, τα κοστούμια, το φωτισμό και φυσικά τη βραβευμένη μουσική απλά καθηλώνουν.
Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κινηματογράφος είναι το πιο περίπλοκο σημειολογικό μέσο και το πλουσιότερο αισθητικά.
Το παιχνίδι λοιπόν, έφτανε στο τέλος του και ο Τζόσουα ήταν έτοιμος να κερδίσει το τανκ.
Όμως, η τελευταία φορά που είδε τον πατέρα του ήταν όταν εκείνος παρίστανε για χάρη του τον Ναζί φύλακα, όταν συνελήφθη και τελικά εκτελέστηκε. Από τις πιο δυνατές στιγμές του έργου το πέρασμα του Γκουίντο μπροστά από τα παιδικά του μάτια...
Ποιος είναι αυτός άλλωστε, που δεν έχει «παίξει» στη ζωή του με το να ξεγελάσει κάποιον που πονάει, κάποιον που δεν πρέπει να μάθει, γιατί καλύτερα να μην ξέρει... Κι ας είναι το τίμημα «βαρύ» να αρκεστεί με ένα τελευταίο βλέμμα.
Ο Ρομπέρτο Μπενίνι έχει δηλώσει «εραστής» του ελληνικού πνεύματος, έχει στηρίξει τη χώρα στα δύσκολα με τη δήλωσή του: «Δεν είναι η Ελλάδα που χρωστάει. Όλος ο κόσμος, η Ευρώπη χρωστάνε στην Ελλάδα» και έχει ως στάση ζωής τον τίτλο της ταινίας «Η ζωή είναι ωραία!» Γίνεται να μην τον πιστέψω; Ναι, «Η ζωή είναι Ωραία»...
Περιπέτεια, μαθήματα ιστορίας δίχως ίχνος διδακτισμού, ρομαντισμός, λυρισμός, ένα ιλιγγιώδες μοντάζ και ένα αριστουργηματικό σάουντρακ συνθέτουν την καλύτερη ταινία που γύρισε ποτέ, κατά την ταπεινή μου άποψη, ένας από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου: ο Μάικλ Μαν.
Ένα πολεμικό υπερθέαμα, με λίγα λόγια, στην «καρδιά» του οποίου βρίσκεται η ιστορία μιας μεγάλης αγάπης, με πρωταγωνιστές τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις και μία από τις πιο όμορφες και αισθαντικές ηθοποιούς, που έχουν περάσει από τη μεγάλη οθόνη: την Μάντλιν Στόου.
Εξίσου «επικό» με το φιλμ ήταν και το αξέχαστο σάουντρακ. Η μουσική των Τρέβορ Τζόουνς και Ράντι Έιντελμαν άφησε εποχή για όλους τους σωστούς λόγους: «ταξιδιάρικη» και ονειρική, αποτέλεσε τεράστια εμπορική επιτυχία ειδικά στην Ελλάδα (όταν ακόμα ο κόσμος αγόραζε CD) και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι έκανε τη δική της, «αυτόνομη» και ξεχωριστή από την ταινία... καριέρα.
Η τελευταία, σχεδόν ημίωρη σεκάνς, μάλιστα, δίχως διαλόγους και με μόνη τη μουσική να συνοδεύει την «κάθοδο» των ηρώων στον Άδη και την τελική λύτρωσή τους, είναι από εκείνες που «χαράχθηκαν» στη μνήμη των σινεφίλ για πολλά-πολλά χρόνια μετά την προβολή της ταινίας και θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκεται σε κάθε κινηματογραφική σχολή που σέβεται τον εαυτό της -πιθανότατα, αυτό όντως συμβαίνει.
Για την ιστορία, η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του συγγραφέα, Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ, που είχε κυκλοφορήσει το 1826 και είχε γίνει δημοφιλές στην Αμερική. Το περιεχόμενο του βιβλίου ήταν εμπνευσμένο από ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στον επταετή πόλεμο των Γάλλων με τους Βρετανούς το 1757.
Γράψτε μας κι εσείς την άποψη σας στη φόρμα σχολίων που ακολουθεί
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr