Από τον ήλιο στο σκοτάδι: Ο Λούκα Γκουαντανίνο διασκευάζει το «Suspiria».

Την πρώτη φορά που μαθεύτηκε ότι θα γίνει διασκευή το ανυπέρβλητο «Suspiria» του Ντάριο Αρτζέντο, η δυσπιστία ήταν διάχυτη – για να μην αναφερθεί η φρίκη των ταγμένων φαν εν όψει τέτοιας ιεροσυλίας. Όταν ανακοινώθηκε το όνομα του Λούκα Γκουαντανίνο (σκηνοθέτη του οσκαρικού «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου») κάποιοι αναθάρρησαν.

Καθώς αναπτυσσόταν η παραγωγή, με τα ονόματα της Τίλντα Σουίντον και της Ντακότα Τζόνσον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και τον Τομ Γιορκ των Radiohead στη μουσική, ο ορίζοντας κάπως καθάρισε. Η αυτοψία θα δείξει, αλλά όποιο κι αν είναι το τελικό, προσωπικό πόρισμα της καθεμίας/του καθένα (εμένα μου άρεσε), ένα είναι σίγουρο: ο Γκουαντανίνο έχει φτιάξει μια ταινία που και σέβεται (με λατρεία) το πρωτότυπο και έχει ξεκάθαρο δικό της χαρακτήρα.

Ο Γκουαντανίνο ήταν μόλις 10 χρονών όταν είδε για πρώτη φορά την αφίσα του «Suspiria». Βρισκόταν σε μια κατασκήνωση στη Βόρειο Ιταλία όταν πέρασε μπροστά από ένα σινεμά που έπαιζε την ταινία. «Ήταν μια δύσκολη περίοδος για μένα», ομολογεί. «Δεν ήμουν δημοφιλής, ήμουν ο ντροπαλός της ομάδας. Είχα ήδη αρχίσει να καλλιεργώ ένα πάθος για πράγματα που δεν απασχολούσαν το μέσο παιδί, όπως το σινεμά και μια έλξη για το μακάβριο».

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν το αίμα. Έβγαινε από το κομμένο κεφάλι μιας χορεύτριας, και κυλούσε πάνω στον κορμό της σαν απειλητικό κολιέ, και μετά δημιουργούσε μια λίμνη, γύρω από την κοπέλα, η οποία στεκόταν ακόμα στις μύτες. Ήταν μαγευτικό. «Δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται. Δεν ήξερα ότι ο τίτλος ήταν στα λατινικά. Αλλά η εικόνα ήταν τόσο δυνατή που άρχισα να τη σκέφτομαι και να την ξανασκέφτομαι. Περπατούσαμε μέσα από το χωριό καθημερινά, αλλά το μόνο που με ένοιαζε ήταν να περάσω μπροστά από το σινεμά για να θαυμάσω ξανά το πόστερ. Έτσι ανακάλυψα τον Ντάριο Αρτζέντο και το “Suspiria” που σφυρηλάτησαν μια από τις κυρίαρχες ταυτότητές μου, τόσο ως σκηνοθέτη όσο ως και άνθρωπο».






Μια μέρα όταν ήταν 13 χρονών, παιζόταν η ταινία στην τηλεόραση. «Είπα ότι δε θέλω να φάω και κλείστηκα στο δωμάτιό μου για να τη δω μόνος μου», θυμάται. «Είχα τρομοκρατηθεί κι ενθουσιαστεί με την τρελή τόλμη του, το φορμαλιστικό θράσος, τη μουσική, την υπαινικτική δύναμη που ενέχει η ιδέα της μάγισσας. Με εντυπωσίασε τόσο η ταινία που ήθελα να την ξαναδώ, να διαβάσω γι’ αυτήν. Μέχρι και στη δημοτική βιβλιοθήκη πήγα για να βρω εφημερίδες από την εποχή της κυκλοφορίας της. Είχα σημειωματάρια στα οποία έγραφα “Suspiria του Λούκα Γκουαντανίνο”. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να γίνει δικιά μου η ταινία».

Η Τίλντα Σουίντον, η οποία πρωταγωνιστεί στο ρόλο της επικεφαλής της σχολής Μαντάμ Μπλανκ, περιγράφει την ταινία ως «διασκευή» αντί για «ριμέικ». «Όπως ξέρουμε από τη μουσική, οι διασκευές συχνά ακούγονται πολύ διαφορετικά από το πρωτότυπο τραγούδι. Η ώθηση πίσω από την ταινία προέρχεται από μια βαθιά στοργή για το ασύγκριτο έργο του Αρτζέντο. Όλοι έχουμε τις κινητήριες δυνάμεις μας που μας πυροδοτούν. Είμαι τόσο χαρούμενη που ο Λούκα πραγματοποίησε κάτι αυτό που οραματίζεται εδώ και τόσα χρόνια».


Η ιστορία ακολουθεί μια νεαρή Αμερικανίδα χορεύτρια, η οποία γίνεται δεκτή σε μια σχολή που είναι φυτώριο χορευτικών ταλέντων, αλλά και... μαγισσών. Από το Φράιμπουργκ της ταινίας του Αρτζέντο, η δράση μεταφέρεται στο Βερολίνο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, τότε που η δράση των Μπάαντερ-Μάινχοφ είχε κλιμακωθεί. Με έναν τρόπο, η συνειδητοποίηση των χορευτριών σχετικά με την πραγματική φύση της χορευτικής ομάδας αντικατοπτρίζει και την αντίληψη που αποκτούν για τον κόσμο εκεί έξω.

«Είναι ένα παραμύθι σε μια πολύ συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε συγκεκριμένο μέρος, όπου το παρελθόν ήταν πολύ σκοτεινό», λέει ο Γκουαντανίνο. «Είναι αλληλένδετο με την κατάδυση στο σκοτεινό μέρος του εαυτού μας». Η ταινία επίσης αντανακλά το κύμα φεμινισμού που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη στα 70s «με τον τρόπο που περιγράφουμε την αρχετυπική φιγούρα της μάγισσας και με τον τρόπο που η ταινία παραθέτει μια γκάμα γυναικείων χαρακτήρων και εμψυχώνει και απο-θυματοποιεί τις γυναίκες».





Η Ντακότα Τζόνσον που υποδύεται την πρωταγωνίστρια Σούζι δεν είχε δει ποτέ το πρωτότυπο, αλλά την ιντρίγκαρε τρομερά το θέμα. «Λατρεύω τις ταινίες χορού, λατρεύω τις ταινίες για γυναίκες και τη διάδραση μεταξύ τους και απλά λατρεύω τις ταινίες για τη μαγεία. Ανέκαθεν το έβρισκα ελκυστικό θέμα».

«Ούτε που ξέρω από πότε συζητάμε και σχεδιάζουμε το Suspiria”, λέει η Σουίντον, η οποία είναι εδώ και δεκαετίες φίλη με τον Γκουαντανίνο. «Όλα αυτά τα χρόνια μηρυκασμού και μαριναρίσματος, προσφέρουν μια βαθιά άνεση σε ένα πρότζεκτ. Έχω βιώσει αυτή την εμπειρία μακροχρόνιας κυοφορίας με άλλους σκηνοθέτες και την αγαπώ. Σημαίνει ότι η δουλειά εξελίσσεται σταδιακά και με τέτοια λεπτομέρεια που τα γυρίσματα είναι απλά εύκολη υπόθεση».

«Η Μπλαντ είναι η καλλιτέχνιδα», συνεχίζει εξηγώντας τον χαρακτήρα της. «Είναι χορεύτρια και ιδιοφυής χορογράφος, μια χαρισματική και δυναμική δασκάλα που εμπνέει πραγματική αγάπη κι αφοσίωση στις χορεύτριές της. Αλλά έχει μια ενδιαφέρουσα σύγκρουση: έχει κάνει συμφωνία με μια σατανική δύναμη για να διατηρήσει την σχολή της και πρέπει να ζήσει με τις συνέπειες. Η αμφιθυμία και μια μοναξιά του λυκόφωτος την χαρακτηρίζουν. Νιώθει ότι την υποβιβάζει η μαγεία που κάνει. Το πολυτάραχο πλαίσιο του Βερολίνου από το οποίο έχει επιβιώσει και το οποίο συνεχίζει να βιώνει την έχει αποξενώσει. Το όμορφο και το χαρωπό έχουν εξαφανιστεί: “πρέπει να καταστρέψουμε οτιδήποτε όμορφο”, αυτό την ορίζει».

«Θέλαμε να πούμε μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο Βερολίνο του 1977 και θέλαμε να κάνουμε μια ταινία από εκείνη την εποχή σα να είμαστε εκεί, που ήταν και η ίδια προσέγγιση που είχα για τα 80s όταν έκανα το “Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου”», λέει ο Γκουαντανίνο. Η βασική του επιρροή ήταν το έργο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ταινίες του όπως «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν» και «Βερόνικο Βος», αλλά και το τηλεοπτικό του έπος «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς».

Σημαντική ήταν η απόφασή του να μην επιτρέψει στην χορογραφία να «κλέψει τη δόξα» από την ουσία των χαρακτήρων. «Ήθελα να κινηθώ μακριά από την ιδέα ότι πρόκειται για μια ταινία για το μπαλέτο», σημειώνει. «Για μένα το πιο σημαντικό στοιχείο ήταν ο ριζοσπαστισμός του σύγχρονου χορού. Ο χορός στην ταινία έχει τις ρίζες του στη σάρκα και το αίμα των χαρακτήρων, και δεν ήθελα να είναι αφορμή για κάποια σύντομη στιγμή ομορφιάς εν κινήσει. Ήθελα ο χορός να είναι κομμάτι των ανθρώπων αυτών και της συμπεριφοράς τους».

Σύμφωνα με τον μοντέρ της ταινίας, Γουόλτερ Φασάνο, το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» είναι ο ήλιος, ενώ το «Suspiria» το σκοτάδι. Για τον Γκουαντανίνο, έχει πολλαπλά επίπεδα. «Θέλω να δει ο κόσμος την ταινία και να επηρεαστεί απ’ αυτήν σε υποσυνείδητο επίπεδο», δηλώνει. «Θέλω να σκεφτούν ποιοι είναι σε σχέση με την ανατροφή τους. Να αναλογιστούν τη σχέση με τη μητέρα τους. Και θέλω να δουν την ακραία δύναμη των γυναικών. Δεν είναι θύματα. Είναι περίπλοκες, φανταστικές, ανατριχιαστικές, δυναμικές και ενίοτε σατανικές».






Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr