Τη μέρα που πέθανε το σινεμά
02.05.2019
08:41
Μια ο πόλεμος από/με το Netflix, μια το box office που δεν ανακάμπτει: Πεθαίνει (πάλι) το σινεμά;
124 χρόνια έχουν περάσει αφότου οι αδελφοί Λυμιέρ έδειξαν το περιβόητο τρένο τους να μπαίνει στο σταθμό Ciotat και 117 χρόνια από τότε που ο Ζορζ Μελιές προσγειωνόταν στη Σελήνη. Έχει έρθει η ώρα να αποχαιρετήσουμε την αγαπημένη μας τέχνη; Ποιος θα φταίει;
Οι τιμές των εισιτηρίων αυξάνονται, όπως και το χάσμα ανάμεσα στις μικρές αίθουσες και τα κινηματογραφικά παλάτια, οι συσσωρευόμενες τεχνολογικές απαιτήσεις για τις αίθουσες, η ζήτηση του κοινού για σίκουελ και αφήγηση σε επεισόδια, αλλά και για custom θέαση με τον θεατή να ορίζει πότε, τι και πώς θα το δει, με κυρίαρχη την ανάγκη να «προστατευθεί η ακεραιότητα της κινηματογραφικής εμπειρίας στην αίθουσα».
Κι όμως όλα τα παραπάνω δεν αφορούν το σήμερα, όπως χαρακτηριστικά παρέθεσε ο παραγωγός Τζέιμς Σέιμους («Τίγρης και δράκος», «Το μυστικό του Brokeback Mountain») στο συνέδριο Produced By. Είναι λόγια από το 1916, τότε που το σινεμά ήταν ακόμα στα σπάργανά του ως αφηγηματική τέχνη, και οι Κασσάνδρες είχαν πέσει ήδη να το φάνε.
Για τoν Ισιντόρ Οσού ήταν στα 40s που το σινεμά «έπιασε το μάξιμουμ», όπως μας ενημερώνει ο Όλιβερ Λίτλτον στην έρευνα που έκανε για το Indiewire. Ο Γκι Ντεμπόρ ανακήρυξε το «θάνατο» το 1952 στην πρεμιέρα του «Hurlements en faveur de Sade» γράφοντας σε μια κενή οθόνη: «Δεν υπάρχει ταινία. Το σινεμά έχει πεθάνει. Δεν μπορεί να υπάρξει άλλο. Αν θέλετε, ας συζητήσουμε».
Πέντε χρόνια μετά, ο Φρανσουά Τριφό βαφτίστηκε ο νεκροθάφτης του γαλλικού σινεμά, και οι Κάνες του απαγόρευσαν την είσοδο την επόμενη χρονιά, όταν έγραψε στο Cahiers du cinema ότι το γαλλικό σινεμά πεθαίνει λόγω των ψεύτικων θρύλων του. Έπρεπε όμως να φτάσει ο Οκτώβριος του 1962, όποτε και κυκλοφόρησε ο “Δρ. Νο”, η πρώτη ταινία του Τζέιμς Μποντ, για να την ανακηρύξει ταφόπλακα του μέσου.
Το 1968 ο Γκοντάρ βάζει τίτλο τέλους στο «Weekend»: «Τέλος... του σινεμά», ενώ το 1986 ο Άκι Καουρισμάκι λέει σε συνέντευξή του: «Το αμερικανικό σινεμά είναι νεκρό, το ευρωπαϊκό πεθαίνει, κι εγώ δε νιώθω πάρα πολύ καλά».
Οι τιμές των εισιτηρίων αυξάνονται, όπως και το χάσμα ανάμεσα στις μικρές αίθουσες και τα κινηματογραφικά παλάτια, οι συσσωρευόμενες τεχνολογικές απαιτήσεις για τις αίθουσες, η ζήτηση του κοινού για σίκουελ και αφήγηση σε επεισόδια, αλλά και για custom θέαση με τον θεατή να ορίζει πότε, τι και πώς θα το δει, με κυρίαρχη την ανάγκη να «προστατευθεί η ακεραιότητα της κινηματογραφικής εμπειρίας στην αίθουσα».
Κι όμως όλα τα παραπάνω δεν αφορούν το σήμερα, όπως χαρακτηριστικά παρέθεσε ο παραγωγός Τζέιμς Σέιμους («Τίγρης και δράκος», «Το μυστικό του Brokeback Mountain») στο συνέδριο Produced By. Είναι λόγια από το 1916, τότε που το σινεμά ήταν ακόμα στα σπάργανά του ως αφηγηματική τέχνη, και οι Κασσάνδρες είχαν πέσει ήδη να το φάνε.
Για τoν Ισιντόρ Οσού ήταν στα 40s που το σινεμά «έπιασε το μάξιμουμ», όπως μας ενημερώνει ο Όλιβερ Λίτλτον στην έρευνα που έκανε για το Indiewire. Ο Γκι Ντεμπόρ ανακήρυξε το «θάνατο» το 1952 στην πρεμιέρα του «Hurlements en faveur de Sade» γράφοντας σε μια κενή οθόνη: «Δεν υπάρχει ταινία. Το σινεμά έχει πεθάνει. Δεν μπορεί να υπάρξει άλλο. Αν θέλετε, ας συζητήσουμε».
Πέντε χρόνια μετά, ο Φρανσουά Τριφό βαφτίστηκε ο νεκροθάφτης του γαλλικού σινεμά, και οι Κάνες του απαγόρευσαν την είσοδο την επόμενη χρονιά, όταν έγραψε στο Cahiers du cinema ότι το γαλλικό σινεμά πεθαίνει λόγω των ψεύτικων θρύλων του. Έπρεπε όμως να φτάσει ο Οκτώβριος του 1962, όποτε και κυκλοφόρησε ο “Δρ. Νο”, η πρώτη ταινία του Τζέιμς Μποντ, για να την ανακηρύξει ταφόπλακα του μέσου.
Το 1968 ο Γκοντάρ βάζει τίτλο τέλους στο «Weekend»: «Τέλος... του σινεμά», ενώ το 1986 ο Άκι Καουρισμάκι λέει σε συνέντευξή του: «Το αμερικανικό σινεμά είναι νεκρό, το ευρωπαϊκό πεθαίνει, κι εγώ δε νιώθω πάρα πολύ καλά».
Η ρητορική συνεχίζει έως σήμερα. «Οι ταινίες δεν είναι πια όπως παλιά. Πάει το σινεμά. Πάει το σινεμά, με το οποίο μεγάλωσα και το οποίο φτιάχνω», είπε ο Σκορσέζε πριν 2 χρόνια στο Associated Press. Στη συνέχεια ανέφερε πως ο καταιγισμός από εικόνες έχει κάνει την κινηματογραφική εμπειρία λιγότερο ξεχωριστή για το νέο κοινό, κι ότι οι νέοι δημιουργοί βασίζονται σε επιπόλαιες τεχνικές, εννοώντας κυρίως τα CGI.
Το βασικό ζήτημα του Σκορσέζε ήταν πως θεωρεί τα στούντιο δεν παίρνουν ρίσκα κι είναι εστιασμένα στα franchises. Αλλά, όταν τον εγκατέλειψε η Paramount, ήταν το ριψοκίνδυνο Netflix που αγόρασε την πιο πρόσφατη ταινία του «The Irishman» με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και τον Αλ Πατσίνο.
Ένας ακόμα ενεργός γερόλυκος, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, τα έβαλε πριν λίγο καιρό με τις online πλατφόρμες, πιέζοντας την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου να αλλάξει τον κανονισμό για τα Όσκαρ: δικαίωμα συμμετοχής έχουν όσες ταινίες έχουν προβληθεί τουλάχιστον μια εβδομάδα στο Λος Άντζελες. Αυτό επιτρέπει σε εταιρείες όπως το Netflix να καταθέτει ταινίες και να κερδίζει τα μεγάλα βραβεία, όπως το φετινό «Roma». Ο Σπίλμπεργκ ήθελε να αυξηθεί η παρανομή της ταινίας στις αίθουσες.
Το «Roma» βέβαια αποτελεί ήδη εξαίρεση, καθώς προβλήθηκε 3 εβδομάδες αποκλειστικά στις αίθουσες, αλλά πρόκειται για μια διαμάχη που έχει ξεκινήσει από το Φεστιβάλ Κανών τρία χρόνια τώρα, από τότε που προβλήθηκαν εκεί τα «Okja» και «Meyerowitz Stories», και τα δύο τίτλοι του Netflix. Οι Κάνες απαγορεύουν το streaming μιας ταινίας προτού περάσουν 36 μήνες από την κυκλοφορία της στις αίθουσες. Γι’ αυτό και το Netflix αποφάσισε το 2017 ότι δε θα προβάλλει καθόλου τις δυο αυτές ταινίες στις αίθουσες και τις στρίμαρε απευθείας. Η αντίδραση ήταν άμεση από τους αιθουσάρχες και το Φεστιβάλ, παρά τις διαπραγματεύσεις, δεν άλλαξε κανονισμό. Γι’αυτό και ούτε πέρσι, αλλά ούτε και φέτος δε θα υπάρχουν ταινίες του Netflix στο πρόγραμμά του.
Κάτι που σημαίνει πως, ακόμα και έτοιμο να ήταν το «Irishman» του Μάρτιν Σκορσέζε δε θα μπορούσε να συμμετάσχει στο φετινό Διαγωνιστικό τμήμα των Κανών. Ο Σπίλμπεργκ χαρακτηριστικά είχε πει πως οι εν λόγω ταινίες θα έπρεπε να κερδίζουν Έμμυ, όχι Όσκαρ. Αργότερα επέστρεψε λέγοντας πως είχε παρερμηνευθεί: επιθυμία του είναι η επιβίωση των κινηματογράφων, αλλά πιστεύει ταυτόχρονα πως «όλοι θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση σε ωραίες ιστορίες», άσχετα με το αν η οθόνη είναι μικρή ή μεγάλη. Όπως και να’χει η Ακαδημία αποφάσισε να κρατήσει τον ήδη ισχύοντα κανονισμό της μίας εβδομάδας, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη συνεδρίασή της τον Απρίλιο του 2020.
Ο θάνατος του σινεμά συνήθως συνδέεται με την επέλαση της ποιοτικής τηλεόρασης (Netflix, HBO) και τη μανία με τα franchises και τα σίκουελ (Marvel, X-Men). Η Μάρβελ έχει σίγουρα τρομοκρατήσει πολύ κόσμο, αλλά αυτό δε σημαίνει το τέλος του κόσμου. Από τη μία, τηλεόραση και σινεμά είναι συγκοινωνούντα δοχεία, το ένα τροφοδοτεί το άλλο με ιδέες, ταλέντα και χρήματα, και προσφέρει έναν απαραίτητο ανταγωνισμό. Από την άλλη, τα κινηματογραφικά φεστιβάλ έχουν δημιουργήσει εδώ και καιρό ένα δικό τους σύμπαν, που μπορεί να μην αποτυπώνεται σε κινηματογραφικά εισιτήρια, αλλά επιτρέπει σε σκηνοθέτες να βρίσκουν το κοινό τους, αλλά και να επιβιώνουν.
Το μεγαλύτερο πανικό όμως συνήθως προκαλούν οι τεχνολογικές εξελίξεις. Εδώ είναι μερικές απ΄όσες απείλησαν με καταστροφή το σινεμά στην εποχή τους, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει μελλοντικά το αλγοριθμικό μοντάζ φυσικά.
Βάλε χρώμα στη ζωή σου
Το 1916 οι θεατές βλέπουν στην οθόνη το φως το αληθινό, το έγχρωμο. Αλλά υπήρχε αρχικά πρόβλημα: μπορεί η κινηματογράφιση να είχε γίνει έγχρωμη, αλλά η προβολή όχι απαραίτητα. Η τεχνική της Technicolor με την κάμερα τριών χρωμάτων ήταν εκείνη που έλυσε τα τεχνικά προβλήματα κι επέτρεψε την επανάσταση.
Δεν έχετε ακούσει τίποτα ακόμα!
Φόβος και τρόμος! Τι θα απογίνουμε τώρα που ακούμε τον εαυτό μας; Το 1927 κυκλοφορεί η ταινία «The Jazz Singer» του Άλαν Κρόσλαντ, χωρίς χρώμα, αλλά με ήχο. Vitaphone λεγόταν η τεχνολογική ανακάλυψη που κατέστησε το θαύμα δυνατό, η οποία κατέγραφε σάουντρακ και ήχο σε δίσκους που μετά αναπαράγονταν ταυτόχρονα με την ταινία. Μετά αντικαταστάθηκε από το πιο ασφαλές Movietone που κατέγραφε τον ήχο απευθείας στο φιλμ.
Ο θάνατος του σινεμά δε θα μεταδοθεί τηλεοπτικά
Η τηλεόραση, ο μέγας αυτός μπαμπούλας, πράγματι έβαλε ένα τέλος στη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ: κινηματογραφικές αίθουσες έκλειναν η μία μετά την άλλη, τρανά κινηματογραφικά στούντιο ξέπεφταν και πολλοί σταρ, σκηνοθέτες και σεναριογράφοι σταμάτησαν να δουλεύουν.
Ουδέν κακό αμιγές καλού όμως. Ο ανταγωνισμός αποδείχθηκε το καλύτερο καροτάκι για τα κινηματογραφικά στούντιο, τα οποία όχι απλά βρήκαν τρόπους να επιβιώσουν αλλά και να ανακάμψουν. Έκαναν παραγωγή και σε τηλεοπτικές σειρές πλέον, άνοιξαν δισκογραφικές εταιρείες και έφτιαξαν θεματικά πάρκα. Επιπλέον, άρχισαν να χαλαρώνουν τη λογοκρισία και να συμπεριλαμβάνουν ενήλικο περιεχόμενο. Μεταξύ άλλων, στις τεχνολογικές ανακαλύψεις που οδήγησε η κόντρα με την τηλεόραση ήταν η δημιουργία του Σινεμασκόπ, που εκτόξευσε την κινηματογραφική εμπειρία.
Σε όλες του τις διαστάσεις
Το 3D υπάρχει από το 1915, ήταν μόδα στα 50s και θεματικά πάρκα στα 90s. Αλλά έπρεπε να έρθει το 2009 και το «Avatar» για να φέρει τα χάρτινα – και αργότερα πλαστικά, αλλά πάντα άβολα – γυαλιά στη ζωή μας. Ο Τζέιμς Κάμερον το είχε ξανακάνει νωρίτερα με το «Φαντάσματα της Αβύσσου», αλλά ήταν ντοκιμαντέρ, οπότε όχι αρκετά επιδραστικό για να αποτελέσει γεγονός. Τι σήμαινε όμως αυτό τότε για το μέλλον του σινεμά όπως το γνωρίζαμε; Τίποτα λιγότερο από ακόμα ένα... τέλος.
Fast forward
Ευτυχώς η πώρωση με τα 48 καρέ το δευτερόλεπτο πέρασε και δεν ακούμπησε. Οι περισσότερες ταινίες γυρίζονται στα 24 καρέ το δευτερόλεπτο, αλλά όχι, δεν ήταν αρκετά, έλεγαν πολλοί, μέχρι που ο Πίτερ Τζάκσον το έβαλε στις αίθουσες ανά τον κόσμο με το «Χόμπιτ». Για ένα καρέ του δευτερολέπτου (sic) προκλήθηκε ένας μικρός πανικός. Δεν ξέρω αν θα πέθαινε εδώ το σινεμά, αλλά εγώ δε θα ξαναέβλεπα.
Το άγγιγμα του ΚΑΚΟΥ
Το Ίντερνετ κουβάλησε μαζί του πολλούς θανάτους, ανάμεσά τους φυσικά κι εκείνον του σινεμά, το οποίο άρχισε να απειλείται από streaming, web shows, torrents και πειρατεία, και φυσικά το YouTube. Είμαστε ακόμα ζωντανοί;
Το μέλλον δεν είναι πια… μέλλον
Παρότι το virtual reality υπάρχει εδώ και είκοσι χρόνια, δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει κάποια βασικά ζητήματα που θα του επέτρεπαν να απογειωθεί και να... προσγειωθεί στα σπίτια του μέσου καταναλωτή – ήτοι το κόστος, η άβολη VR μάσκα και η ναυτία που προκαλείται μετά από κάποια ώρα χρήσης. Αυτό δε σημαίνει πως οι θεατές/καταναλωτές/gamers δεν αναρωτιούνται τα τελευταία χρόνια αν αυτός ο θαυμαστός «καινούργιος» κόσμος που προσφέρει η τόσο μοναδική εμπειρία εικονικής πραγματικότητας θα αντικαταστήσει την ανάγκη για τη θεατρικη αίθουσα. Ή αν βιώνουμε, τη σταδιακή ντεκαντάνς του VR καθαυτού. Αλλά περί προσωρινότητας, τα έχει πει εδώ και αιώνες ο Βούδας, τι να λέμε τώρα.
Το βασικό ζήτημα του Σκορσέζε ήταν πως θεωρεί τα στούντιο δεν παίρνουν ρίσκα κι είναι εστιασμένα στα franchises. Αλλά, όταν τον εγκατέλειψε η Paramount, ήταν το ριψοκίνδυνο Netflix που αγόρασε την πιο πρόσφατη ταινία του «The Irishman» με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και τον Αλ Πατσίνο.
Ένας ακόμα ενεργός γερόλυκος, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, τα έβαλε πριν λίγο καιρό με τις online πλατφόρμες, πιέζοντας την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου να αλλάξει τον κανονισμό για τα Όσκαρ: δικαίωμα συμμετοχής έχουν όσες ταινίες έχουν προβληθεί τουλάχιστον μια εβδομάδα στο Λος Άντζελες. Αυτό επιτρέπει σε εταιρείες όπως το Netflix να καταθέτει ταινίες και να κερδίζει τα μεγάλα βραβεία, όπως το φετινό «Roma». Ο Σπίλμπεργκ ήθελε να αυξηθεί η παρανομή της ταινίας στις αίθουσες.
Το «Roma» βέβαια αποτελεί ήδη εξαίρεση, καθώς προβλήθηκε 3 εβδομάδες αποκλειστικά στις αίθουσες, αλλά πρόκειται για μια διαμάχη που έχει ξεκινήσει από το Φεστιβάλ Κανών τρία χρόνια τώρα, από τότε που προβλήθηκαν εκεί τα «Okja» και «Meyerowitz Stories», και τα δύο τίτλοι του Netflix. Οι Κάνες απαγορεύουν το streaming μιας ταινίας προτού περάσουν 36 μήνες από την κυκλοφορία της στις αίθουσες. Γι’ αυτό και το Netflix αποφάσισε το 2017 ότι δε θα προβάλλει καθόλου τις δυο αυτές ταινίες στις αίθουσες και τις στρίμαρε απευθείας. Η αντίδραση ήταν άμεση από τους αιθουσάρχες και το Φεστιβάλ, παρά τις διαπραγματεύσεις, δεν άλλαξε κανονισμό. Γι’αυτό και ούτε πέρσι, αλλά ούτε και φέτος δε θα υπάρχουν ταινίες του Netflix στο πρόγραμμά του.
Κάτι που σημαίνει πως, ακόμα και έτοιμο να ήταν το «Irishman» του Μάρτιν Σκορσέζε δε θα μπορούσε να συμμετάσχει στο φετινό Διαγωνιστικό τμήμα των Κανών. Ο Σπίλμπεργκ χαρακτηριστικά είχε πει πως οι εν λόγω ταινίες θα έπρεπε να κερδίζουν Έμμυ, όχι Όσκαρ. Αργότερα επέστρεψε λέγοντας πως είχε παρερμηνευθεί: επιθυμία του είναι η επιβίωση των κινηματογράφων, αλλά πιστεύει ταυτόχρονα πως «όλοι θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση σε ωραίες ιστορίες», άσχετα με το αν η οθόνη είναι μικρή ή μεγάλη. Όπως και να’χει η Ακαδημία αποφάσισε να κρατήσει τον ήδη ισχύοντα κανονισμό της μίας εβδομάδας, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη συνεδρίασή της τον Απρίλιο του 2020.
Ο θάνατος του σινεμά συνήθως συνδέεται με την επέλαση της ποιοτικής τηλεόρασης (Netflix, HBO) και τη μανία με τα franchises και τα σίκουελ (Marvel, X-Men). Η Μάρβελ έχει σίγουρα τρομοκρατήσει πολύ κόσμο, αλλά αυτό δε σημαίνει το τέλος του κόσμου. Από τη μία, τηλεόραση και σινεμά είναι συγκοινωνούντα δοχεία, το ένα τροφοδοτεί το άλλο με ιδέες, ταλέντα και χρήματα, και προσφέρει έναν απαραίτητο ανταγωνισμό. Από την άλλη, τα κινηματογραφικά φεστιβάλ έχουν δημιουργήσει εδώ και καιρό ένα δικό τους σύμπαν, που μπορεί να μην αποτυπώνεται σε κινηματογραφικά εισιτήρια, αλλά επιτρέπει σε σκηνοθέτες να βρίσκουν το κοινό τους, αλλά και να επιβιώνουν.
Το μεγαλύτερο πανικό όμως συνήθως προκαλούν οι τεχνολογικές εξελίξεις. Εδώ είναι μερικές απ΄όσες απείλησαν με καταστροφή το σινεμά στην εποχή τους, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει μελλοντικά το αλγοριθμικό μοντάζ φυσικά.
Βάλε χρώμα στη ζωή σου
Το 1916 οι θεατές βλέπουν στην οθόνη το φως το αληθινό, το έγχρωμο. Αλλά υπήρχε αρχικά πρόβλημα: μπορεί η κινηματογράφιση να είχε γίνει έγχρωμη, αλλά η προβολή όχι απαραίτητα. Η τεχνική της Technicolor με την κάμερα τριών χρωμάτων ήταν εκείνη που έλυσε τα τεχνικά προβλήματα κι επέτρεψε την επανάσταση.
Δεν έχετε ακούσει τίποτα ακόμα!
Φόβος και τρόμος! Τι θα απογίνουμε τώρα που ακούμε τον εαυτό μας; Το 1927 κυκλοφορεί η ταινία «The Jazz Singer» του Άλαν Κρόσλαντ, χωρίς χρώμα, αλλά με ήχο. Vitaphone λεγόταν η τεχνολογική ανακάλυψη που κατέστησε το θαύμα δυνατό, η οποία κατέγραφε σάουντρακ και ήχο σε δίσκους που μετά αναπαράγονταν ταυτόχρονα με την ταινία. Μετά αντικαταστάθηκε από το πιο ασφαλές Movietone που κατέγραφε τον ήχο απευθείας στο φιλμ.
Ο θάνατος του σινεμά δε θα μεταδοθεί τηλεοπτικά
Η τηλεόραση, ο μέγας αυτός μπαμπούλας, πράγματι έβαλε ένα τέλος στη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ: κινηματογραφικές αίθουσες έκλειναν η μία μετά την άλλη, τρανά κινηματογραφικά στούντιο ξέπεφταν και πολλοί σταρ, σκηνοθέτες και σεναριογράφοι σταμάτησαν να δουλεύουν.
Ουδέν κακό αμιγές καλού όμως. Ο ανταγωνισμός αποδείχθηκε το καλύτερο καροτάκι για τα κινηματογραφικά στούντιο, τα οποία όχι απλά βρήκαν τρόπους να επιβιώσουν αλλά και να ανακάμψουν. Έκαναν παραγωγή και σε τηλεοπτικές σειρές πλέον, άνοιξαν δισκογραφικές εταιρείες και έφτιαξαν θεματικά πάρκα. Επιπλέον, άρχισαν να χαλαρώνουν τη λογοκρισία και να συμπεριλαμβάνουν ενήλικο περιεχόμενο. Μεταξύ άλλων, στις τεχνολογικές ανακαλύψεις που οδήγησε η κόντρα με την τηλεόραση ήταν η δημιουργία του Σινεμασκόπ, που εκτόξευσε την κινηματογραφική εμπειρία.
Σε όλες του τις διαστάσεις
Το 3D υπάρχει από το 1915, ήταν μόδα στα 50s και θεματικά πάρκα στα 90s. Αλλά έπρεπε να έρθει το 2009 και το «Avatar» για να φέρει τα χάρτινα – και αργότερα πλαστικά, αλλά πάντα άβολα – γυαλιά στη ζωή μας. Ο Τζέιμς Κάμερον το είχε ξανακάνει νωρίτερα με το «Φαντάσματα της Αβύσσου», αλλά ήταν ντοκιμαντέρ, οπότε όχι αρκετά επιδραστικό για να αποτελέσει γεγονός. Τι σήμαινε όμως αυτό τότε για το μέλλον του σινεμά όπως το γνωρίζαμε; Τίποτα λιγότερο από ακόμα ένα... τέλος.
Fast forward
Ευτυχώς η πώρωση με τα 48 καρέ το δευτερόλεπτο πέρασε και δεν ακούμπησε. Οι περισσότερες ταινίες γυρίζονται στα 24 καρέ το δευτερόλεπτο, αλλά όχι, δεν ήταν αρκετά, έλεγαν πολλοί, μέχρι που ο Πίτερ Τζάκσον το έβαλε στις αίθουσες ανά τον κόσμο με το «Χόμπιτ». Για ένα καρέ του δευτερολέπτου (sic) προκλήθηκε ένας μικρός πανικός. Δεν ξέρω αν θα πέθαινε εδώ το σινεμά, αλλά εγώ δε θα ξαναέβλεπα.
Το άγγιγμα του ΚΑΚΟΥ
Το Ίντερνετ κουβάλησε μαζί του πολλούς θανάτους, ανάμεσά τους φυσικά κι εκείνον του σινεμά, το οποίο άρχισε να απειλείται από streaming, web shows, torrents και πειρατεία, και φυσικά το YouTube. Είμαστε ακόμα ζωντανοί;
Το μέλλον δεν είναι πια… μέλλον
Παρότι το virtual reality υπάρχει εδώ και είκοσι χρόνια, δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει κάποια βασικά ζητήματα που θα του επέτρεπαν να απογειωθεί και να... προσγειωθεί στα σπίτια του μέσου καταναλωτή – ήτοι το κόστος, η άβολη VR μάσκα και η ναυτία που προκαλείται μετά από κάποια ώρα χρήσης. Αυτό δε σημαίνει πως οι θεατές/καταναλωτές/gamers δεν αναρωτιούνται τα τελευταία χρόνια αν αυτός ο θαυμαστός «καινούργιος» κόσμος που προσφέρει η τόσο μοναδική εμπειρία εικονικής πραγματικότητας θα αντικαταστήσει την ανάγκη για τη θεατρικη αίθουσα. Ή αν βιώνουμε, τη σταδιακή ντεκαντάνς του VR καθαυτού. Αλλά περί προσωρινότητας, τα έχει πει εδώ και αιώνες ο Βούδας, τι να λέμε τώρα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr