«Φαντασία»: Μια ταινία φόρος τιμής στα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια

Το protothema.gr βρέθηκε στα γυρίσματα της ταινίας για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και μίλησε με τους πρωταγωνιστές Ρένα Μόρφη, Στέλιο Μάινα και Γιάννη Στάνκογλου

Ελλάδα, 1993. Το ΠΑΣΟΚ επανέρχεται στην εξουσία. Το Σκοπιανό δεν έχει μπει ακόμα στην ίδια πρόταση με τις Πρέσπες. Η χώρα παρακολουθεί με πάθος τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» και το «Ciao Antenna». Και τραγουδάει δυνατά: «Άσ’ τη να λέει» του Βασίλη Καρρά, ««Άσ’το να πάει» του Πάριου, «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» του Χρήστου Κυριαζή. Σ’ αυτήν την κοντινή, αλλά τόσο μακρινή εποχή λαμβάνει χώρα η νέα ταινία του Αλέξη Καρδαρά «Φαντασία», με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Στάνκογλου, τη Ρένα Μόρφη και τον Στέλιο Μάινα. Είχαμε την ευκαιρία να πάμε στα γυρίσματα και να μιλήσουμε με τους πρωταγωνιστές για να σας μεταφέρουμε το κλίμα μιας ταινίας που αποτίνει φόρο τιμής στον κόσμο του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.

Η ανερχόμενη τραγουδίστρια Ρένα Μόρφη, η οποία έχει συνεργαστεί επί χρόνια με τους Imam Baildi, αλλά έχει κάνει και τη δική της σόλο καριέρα, υποδύεται τη νεαρή, ταλαντούχα Φωτεινή από την επαρχία, η οποία έρχεται στην Αθήνα για να δουλέψει με τον βετεράνο μπουζουξή Βλάσση Χρηστάκη (Στέλιος Μάινας). Εκεί θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί το δημοφιλή λαϊκο-ποπ τραγουδιστή Κόκκινο (Γιάννης Στάνκογλου), κάτι που θα αλλάξει τη ζωή των τριών τους για πάντα. Στην παραγωγή συναντάμε την Ελένη Κοσσυφίδου, η οποία μόλις επέστρεψε θριαμβευτικά από τις Κάνες με τον Χρυσό Φοίνικα Μικρού Μήκους για την ταινία του Βασίλη Κεκάτου «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς», ενώ τη μουσική έχει συνθέσει ο Μίνως Μάτσας.

Τρεις η ώρα ξημερώματα / Της καρδιάς τα μαχαιρώματα
Στα συγκεκριμένα γυρίσματα, συναντάμε πρωταγωνιστές και συνεργείο στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης όπου γυρίζουν μια καταλυτική σκηνή: την πρώτη γνωριμία της Φωτεινής με τον Κόκκινο, μετά την τελετή για τον εορτασμό του πρώτου χρυσού δίσκου της πρώτης. Ο Γιάννης Στάνκογλου φοράει ένα καφέ δερμάτινο σακάκι με κρόσια και από κάτω μπότες, σαν ένας μοναχικός καουμπόι που τα πίνει κάθε βράδυ στο Διογένης Παλλάς. Η Ρένα Μόρφη είναι απαστράπτουσα. Ο ταλαντούχος ενδυματολόγος Βασίλης Μπαρμπαρίγος («Στρέλλα», «Xenia») έχει εμπνευστεί για την περίσταση από ένα κομμάτι του Versace της αντίστοιχης εποχής. Αντί για το ασημί της Ναόμι Κάμπελ όμως, η Μόρφη φοράει φούστα-σακάκι-γόβες σε χρυσό και το απαραίτητο λευκό μοχέρ τοπ. Ο διάλογος είναι κι αυτός από άλλη εποχή:

ΦΩΤΕΙΝΗ: Είσαι ακριβώς όπως στην αφίσα.
 ΚΟΚΚΙΝΟΣ: Καλό είναι αυτό ή κακό;
 ΦΩΤΕΙΝΗ: Καλό
 ΚΟΚΚΙΝΟΣ: Και συ ένας άγγελος πως βρέθηκες εδώ;
 ΦΩΤΕΙΝΗΣ: Τα’ φερνα δύσκολα στον Παράδεισο.
 ΚΟΚΚΙΝΟΣ: Κι είπες να’ ρθεις στη γη να δεις τι γίνεται.
 ΦΩΤΕΙΝΗ: Κάπως έτσι.

Ο Στέλιος Μάινας, παραδίπλα, κύριος, με το κουστούμι και το μουστάκι του. «Αυτή η ταινία είναι ένας φόρος τιμής στο παλιό, πραγματικά λαϊκό τραγούδι που έδωσε τη σκυτάλη μετά το ’60 σε ό,τι απέμεινε από το ελληνικό τραγούδι μέχρι να εμφανιστεί το λαϊκό ποπ», εξηγεί. «Ο ίδιος ο ήρωάς μου όμως είναι ένας βαθιά ερωτευμένος μεσήλικας με μια νεαρή τραγουδίστρια, διόλου σπάνιο! Ξεκινάει την καριέρα του τη δεκαετία του ’60 στην Αμερική. Κάτι ανάλογο με την ιστορία του Χιώτη δηλαδή. Μάλιστα ο ήρωάς μου παίζει μπουζούκι στο ίδιο μαγαζί που έπαιζε κι ο Χιώτης, στη γνωστή Σπηλιά στο Μανχάταν».

Δεν κλαίμε τα δικά μας / Τις αιτίες κλαίμε τις πολλές
Η εποχή των 90s είναι τόσο κοντά μας που καίει. Οι αναμνήσεις είναι ζωντανές, και έντονες. «Εγώ ήμουν στο επάγγελμα ήδη αρκετά χρόνια τότε», σημειώνει ο Μάινας. «Τα ‘90s ήταν μια πολύ χαρούμενη, ανοιχτή, επιθετική και φιλόδοξη εποχή, ελπιδοφόρα, ένας πλασματικός κόσμος». «Εγώ ήμουν 20-κάτι χρονών τότε», θυμάται ο Στάνκογλου, «οπότε είχα φίλους που πήγαιναν σε τέτοια μαγαζιά και άκουγαν λαϊκή μουσική. Εγώ άκουγα πιο πολύ ροκ. Αλλά θυμάμαι όλη την εποχή και ιστορίες που προέρχονταν από τη δεκαετία του ’70, του ’80».

«Εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα, δεν ξέρω!», λέει αστειευόμενη η Μόρφη. «Καρφί ήταν αυτό μ’ έσφαξε!», απαντά ο Στάνκογλου. «Τη θυμάμαι σαν παιδί αυτή τη δεκαετία», συνεχίζει η Μόρφη. «Ήταν σαν φαντασία, , γιατί έβλεπα κάτι πάρα πολύ λαμπερό. Ονειρευόμουν ότι θα αλλάξω τη μουσική και τη σκηνή όταν θα μεγάλωνα, ότι δεν θα την ακολουθήσω. Ωστόσο τώρα που μου δίνεται η ευκαιρία να μπω και να τη βιώσω έστω και εκ των υστέρων. Με συγκινεί και μου αρέσει που το ζω και προσπαθώ να το αποδώσω μέσα από το δικό μου φίλτρο».

Μην αντιστέκεσαι / Το πάθος έρχεται
Πέρα από το ελληνικό τραγούδι, η «Φαντασία» είναι ένας ύμνος στον έρωτα. Αν ήταν τραγούδι οι χαρακτήρες θα ήταν «σίγουρα λαϊκό τραγούδι», λέει η Μόρφη. «Η ίδια η ταινία, όπως το σκέφτεται κι ο Αλέξης, είναι σαν ένα λαϊκό τραγούδι από μόνη της». «Υπάρχει, υπάρχει ένα τραγούδι», τη διακόπτει ο Στάνκογλου. «Ένα που τραγουδάμε ντουέτο εμείς οι δύο. Είναι το τραγούδι της ταινίας με έναν τρόπο, του έρωτά τους, που το λένε επί σκηνής. Το λένε “Όλα δικά μας”».

Το μουσικό ρεπερτόριο της ταινίας αποτελείται από επανεκτελέσεις τραγουδιών του Χιώτη, του Μητσάκη και του Μανίσαλη, αλλά και καινούρια τραγούδια συνυφασμένα με το ύφος της εποχής, τα οποία έχει γράψει ο Μίνως Μάτσας. Η Μόρφη είναι συνηθισμένη στο τραγούδι, αλλά ο Στάνκογλου όχι. Έχει τραγουδήσει μονάχα στο θέατρο, στο «Βίκτωρ Βικτόρια». Δεν μπορούσε όμως να παρακάμψει την πρόκληση. «Είναι ένα από τα στοιχεία που με γοήτευσαν στο σενάριο, δεν το έχω ξανακάνει. Είναι κάτι που με γοητεύει, θα ήθελα να ήμουν ροκ σταρ, αντί ηθοποιός. Ποτέ δεν είναι αργά, δεν ξέρεις (γελάει). Είχα την τύχη να γράψει τα τραγούδια ο Μίνως Μάτσας, τραγουδάω δύο εγώ: το ένα ντούετο με τη Ρένα, και το άλλο μόνος μου. Ήταν μια δοκιμασία πολύ όμορφη».

Από την άλλη, η Μόρφη δεν είναι συνηθισμένη στο σινεμά, παίζει πρώτη φορά και δη πρωταγωνιστικό ρόλο. «Εγώ είχα πάρα πολλή βοήθεια, υπομονή κι αγάπη από τους συνεργάτες και συμπρωταγωνιστές μου. Εμπιστεύτηκα πολύ γρήγορα τους ανθρώπους που έχω γύρω μου και χαλάρωσα ως προς τις ανασφάλειες που προφανώς θα έχει ένας άνθρωπος που δεν ασχολείται επαγγελματικά με το σινεμά. Θα μου λείψει πάντως, πέρασα πάρα πολύ ωραία».

Όπως θα παίρνω τις στροφές / Εσύ αν θέλεις κοίταζέ με
Συναντιόμαστε τη μέρα μετά τις εκλογές - ακόμα και οι τοίχοι μιλάνε γι’ αυτές. Οι υπάλληλοι στη γραμματεία κάποια στιγμή παθιάζονται τόσο πολύ που φοβόμαστε ότι θα διακόψουν τα γυρίσματα (δεν το κάνουν). Είναι αδύνατον να μη γυρίσει η κουβέντα προς τα κει. «Είναι καλό να επαναπροσδιορίζονται οι άνθρωποι, και οι λαοί επίσης», λέει ο Μάινας. «Και να ανανεώνονται, αρκεί να υπάρχει το κομμάτι της μνήμης που να τους συνδέει με τη μοίρα τους. Η ταινία καταλήγει δραματικά, όπως καταλήγει και το παρόν δραματικά. Κάποια στιγμή στη ζωή, ό,τι κι αν γίνεται, πληρώνεις το αντίτιμο. Εμείς μετά από αυτή την εικονική πραγματικότητα των 70 περιοδικών την εβδομάδα, των 120 εφημερίδων, των 200 καναλιών, των 700 σίριαλ, που νομίζαμε ότι είμαστε κάτι μεταξύ Λουξεμβούργου κι Ελβετίας, το πληρώνουμε. Αλλά το κακό δεν είναι ότι το πληρώνουμε εμείς, αλλά τα παιδιά μας. Αυτό είναι το δυστύχημα. Η μνήμη μας είναι πολύ κοντή».

«Όταν κάνεις μια ταινία που παίρνει σάρκα και οστά σε μια δεακετία όπου μεσουρανούσε το χρήμα, η φούσκα, το σπασμένο πιάτο, τα γαρύφαλλα, το ξενύχτι μέχρι το πρωί, 7 μέρες την εβδομάδα στα μπουζούκια, δε γίνεται να αποφύγεις [το πολιτικό φόντο]», συμπληρώνει ο Στάνκογλου. «Υπάρχει αυτό στην ταινία. Παρακολουθώντας την ιστορία της Φωτεινής και του Νίκου και του Χρηστάκη, βλέπουμε [μια διαδρομή] από τα πολλά στα λίγα, και από τα ψηλά στα χαμηλά. Αν θέλει κάποιος θεατής να κάνει κάποια ταυτοποίηση με το σήμερα, μια δική του ανάγνωση, μπορεί».

Η Μόρφη θέλει να προσθέσει όμως μια άλλη προσέγγιση. «Αυτή η ταινία, σ’ αυτή τη στιγμή που βρισκόμαστε τώρα, προβάλλει έναν κόσμο και κυρίως ένα συναίσθημα, που το χρειαζόμαστε στο πλαίσιο της φαντασίωσης. Ήταν μια τρύπα, εκείνος ο καιρός ήταν η εξαίρεση, γιατί σαν χώρα είμαστε φτωχή. Είχαμε την ευκαρία, το χειριστήκαμε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Ωστόσο, τώρα το νοσταλγούμε. Αυτό αποτυπώνεται στην ταινία με έναν πολύ ρομαντικό τρόπο. Και μου αρέσει που είναι εξιδανικευμένο, με την έννοια ότι δεν θίγει με έναν σκληρό τρόπο την πολιτική πλευρά, αλλά με έναν ευαίσθητο, καλλιτεχνικό τρόπο. Κι αυτό σαν συναίσθημα μέσα στην ταινία με γοητεύει πολύ».

Η ταινία «Φαντασία», σε συμπαραγωγή και διανομή Feelgood Entertainment, θα κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους τον Δεκέμβριο του 2019.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr