Με μια φιλοσοφία που αντικατοπτρίζει τη δέσμευση της ΑΒ Βασιλόπουλος να προσφέρει αξία σε κάθε πελάτη, ανεξαρτήτως μεγέθους καταστήματος, τα ΑΒ Shop & Go προβάλλουν ως μια έξοχη επιλογή για τις καθημερινές ανάγκες, όπου ισχύουν ό,τι ακριβώς σε όλα τα καταστήματα του δικτύου ΑΒ.
Retro mania σε... ασπρόμαυρο φόντο
Retro mania σε... ασπρόμαυρο φόντο
Γιατί το καλοκαίρι οι σινεφίλ επιλέγουν να ξαναδούν κλασικά αριστουργήματα της 7ης Τέχνης - Ποιες ταινίες έχουν κάνει ρεκόρ εισιτηρίων μέχρι τώρα και ποιους σκηνοθέτες προτιμά το κοινό
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η επιστροφή των νεκρών. Η «νεκρανάσταση» παλιών κλασικών ιστοριών. Η επαναφορά στο προσκήνιο ονομάτων της σκληρής, ευρωπαϊκής κουλτούρας. Οπως Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Με τέσσερις επαναλήψεις, παρακαλώ. Οπως Φεντερίκο Φελίνι. Το ίδιο, με τέσσερις επίσης ταινίες, ο Ιταλός. Οπως Τσάρλι Τσάπλιν του 1947. Αν είναι δυνατόν. Οπως το «τζόβενο» ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με δύο ταινίες. Και πάει λέγοντας. Τι έχει συμβεί; Κι αυτό απλό. Οι νέες αφίξεις, από ασήμαντες, αδιάφορες μέχρι μέτριες. Πλην των animation και των πάσης φύσεως «χάμπουργκερ» και «ποπ κορν» της πιτσιρικαρίας και των θαμώνων βρεφονηπιακών σταθμών. Οπου γονείς και baby sitters «παρκάρουν» τα μικρά να απολαμβάνουν σούπερ ήρωες, ζωάκια και κινούμενα σχέδια στους πολυκινηματογράφους όπως «Village». Ελάχιστοι οι θεατές των νέων ταινιών. Αντε να δούμε «Το αριστούργημά μου» από Αργεντινή. Αντε κάτι από Ισπανία. Αντε και από Αμερική όπως το «Τεντ Μπάντι, ένας γοητευτικός δολοφόνος». Τουτέστιν αληθινή περίπτωση serial killer με τον Ζακ Εφρον.
Oldies but goodies
Αν και προσεγγίζουμε φινάλε Ιουλίου. Αν και απομένει ένας μήνας πριν από την επαναλειτουργία των χειμερινών αιθουσών. Οπου πρόκειται να την εγκαινιάσουν στις 22 Αυγούστου δύο μεγάλα ατού, ο Κουέντιν Ταραντίνο με το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» και Τσαρλς Μάνσον, καθώς και ο Γούντι Αλεν με το «Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη». Αν και οι φρέσκιες ταινίες πέφτουν με ρυθμούς από 5 μέχρι 8 εβδομαδιαίως, αριθμός-ρεκόρ, παρ’ όλα αυτά οι αιθουσάρχες κοπανάνε μύγες. Στις περισσότερες από αυτές. Και τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας. Τι μένει; Το Σ/Κ. Το weekend.
Είναι αυτό που λέμε κρίση σεναρίων, ιστοριών, σκηνοθεσιών. Μπορεί συμπτωματικό. Κάπως έτσι, μερικοί «ανεξάρτητοι» της ελληνικής, κινηματογραφικής πιάτσας, τα αουτσάιντερ, οσμίστηκαν success και εφόρμησαν. Με όλα τα ρίσκα. Πολλά ρίσκα. Επειδή οι κόπιες αυτών των ταινιών είναι φρέσκιες. Επειδή είναι ψηφιοποιημένες. Γι’ αυτό digital retromania αυτό το καλοκαίρι το εκλογικό αλλά και τροπικό. Και επειδή αρκετά από αυτά τα oldies but goodies έχουν γυριστεί σε black and white. Ασπρόμαυρα δηλαδή. Μα είναι δυνατόν κάποιος θεατής να κόβει εισιτήριο 8 ευρώ για να δει ασπρόμαυρες, παλιές ταινίες; Τόσο χαζός; Μπας και αγνοεί το Internet; Μπας και δεν έχει ακούσει για το Netflix; «Κι όμως», απαντάει ο Βάσος Γεώργας, μιας μικρούλας εταιρείας με τη χαρακτηριστική επωνυμία Bibliotheque, δηλαδή Βιβλιοθήκη. Υπονοώντας πως με αυτές τις παλιές ταινίες συμβαίνει όπως με τους φανατικούς αναγνώστες βιβλίων που αρέσκονται και «ραντίζονται» με την ιδιαίτερη μυρουδιά του χαρτιού των σελίδων: «Γιατί προτιμάμε να αισθανόμαστε, να βλέπουμε, να ακούμε, να επιθυμούμε, να απολαμβάνουμε την αθωότητα, τον αυθορμητισμό της άκακης φύσης του κόσμου και γιατί σινεμά είναι ο δρόμος που οδηγεί τις αισθήσεις μας στο απόλυτο που συναντάς και στο φως και το σκοτάδι». Απόδειξη; Μέχρι στιγμής ρεκόρ εισιτηρίων από μια παλιά μαύρη κωμωδία «Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο» (Death by Murder) ηλικίας 43 ετών. Μέχρι στιγμής έχει κόψει περισσότερα από 11.000 εισιτήρια. Και προχωράει ακάθεκτη. Τα ατού αυτής της επιτυχίας πολλά. Οπως χιούμορ. Οπως μυστήριο. Οπως πολλά ονόματα θρυλικά. Δηλαδή Πίτερ Σέλερς, Αλεκ Γκίνες, Ντέιβιντ Νίβεν, Μάγκι Σμιθ, Πίτερ Φολκ. Ακόμα και ο μακαρίτης, ο ιδιόμορφος Αμερικανός συγγραφέας Τρούμαν Καπότε παίρνει μέρος σε αυτό το «γεύμα».
Ακόμα και Λουί ντε Φινές
Προσέξτε τώρα. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά που ελκύουν θεατές καλοκαιρινών αιθουσών απουσιάζουν παντελώς από τις φρέσκιες ταινίες αυτής της περιόδου. Τι θέλει κάθε θεατής; Ακόμα και ο πιο απαιτητικός; Να περάσει καλά. Να χαμογελάσει. Και από την εξέλιξη της ίντριγκας να ξεχαστεί. Τόσο δύσκολο να φτιαχτεί μια τέτοια συνταγή; Το δυσκολότερο. Φανταστείτε πως ακόμα και ο Λουί ντε Φινές «νεκραναστήθηκε» προκειμένου να σκάσουν στα γέλια οι θεατές στον «Χωροφύλακα του Σεν Τροπέ» του 1964. Τέτοιο πράγμα δεν ξανάγινε! Τα εισιτήρια και οι εισπράξεις είναι άκρως ενθαρρυντικά. Μέχρι στιγμής λοιπόν «Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο» με 11.000 εισιτήρια. Ακολουθούν: «Μάρτυρας κατηγορίας» με 9.000. Μια επίσης παλιά ιστορία δικαστικού δράματος, του 1957, με Τάιρον Πάουερ, Τσαρλς Λότον και Μάρλεν Ντίτριχ. Ακόμα «Ο κύριος Βερντού» του Τσάρλι Τσάπλιν, του 1947, με 5.000 εισιτήρια, όπου ο Τσάπλιν έχει πάρει σβάρνα πολλές χήρες και αφού πρώτα τις σκοτώνει, στη συνέχεια κληρονομεί τις περιουσίες τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τον «Κομφορμίστα» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με 4.000 εισιτήρια. Μέσα στις εκατό καλύτερες όλων των εποχών. Με Ζαν Λουί Τρεντινιάν, Στεφανία Σαντρέλι και Ντομινίκ Σαντά. Το ίδιο με το «Αντίο φίλε», μια αστυνομική περιπέτεια με τους Αλέν Ντελόν και Τσαρλς Μπρόνσον που μέχρι στιγμής έχει κόψει πάνω από 4.000 εισιτήρια.Η συνέχεια, ακόμα πιο εξωφρενική. Διότι περίπου 2.000 οι «επισκέπτες» της παλιάς, ασπρόμαυρης σκηνοθεσίας του Ινγκμαρ Μπέργκμαν «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», του 1953. Μιλάμε για μια σουηδική μελαγχολική ιστορία με τη Χάριετ Αντερσον, από τις πρώτες ερωμένες του Μπέργκμαν. Μια ταινία με προδιαγραφές εντελώς ακατάλληλες για θερινή διασκέδαση.
Ρεκόρ επισκεπτών, όπως στο Μουσείο της Ακρόπολης
Το ίδιο και ακόμα καλύτερα συνέβη με τις «Αγριες φράουλες», του 1957. Ασπρόμαυρο και αυτό. Του Μπέργκμαν φυσικά, που σχεδόν πλησίασε τον αριθμό των 4.000 επισκεπτών. Μια ιστορία όπου συνταξιούχος καθηγητής με οδηγό τη νύφη του, που κατά βάθος τον μισεί, διασχίζει τη μισή Σουηδία με προορισμό τιμητική εκδήλωση για την προσφορά του στην επιστήμη. Μιλάμε για ήρωα αποκρουστικό, αφού είναι εγωπαθής, νάρκισσος, αποξενωμένος από τα παιδιά του και τη γυναίκα του, παντελώς αόρατος, αγοραφοβικός και εγωκεντρικός. Κι όμως, έχει κόψει περίπου 4.000 εισιτήρια. Ρεκόρ! Από κοντά και το «Ο θάνατος στη Βενετία» του Λουκίνο Βισκόντι με 3.500 εισιτήρια. Ακόμα μεγαλύτερο ρεκόρ. Αυτή κι αν είναι η επιτομή της μελαγχολίας και της βαριάς κουλτούρας. Οπου ο Ντερκ Μπόγκαρτ (όπως ο ομοφυλόφιλος Βισκόντι) σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, μέσα στο υγρό και παρακμιακό κλίμα της Βενετίας, επιδίδεται σε ατελείωτο οφθαλμόλουτρο του μικρότερου αγοριού μιας αρχόντισσας που την υποδύεται η Σιλβάνα Μανγκάνο. Και τέλος η «Πισίνα» καθώς και η «Τριστάνα». Η «Πισίνα» με Αλέν Ντελόν και Ρόμι Σνάιντερ, του 1969, μια ιστορία μυστηρίου, φόνου και ερωτικών φαντασιώσεων, έχει κόψει άνω των 3.000 εισιτηρίων. Ακολουθούμενη από την «Τριστάνα» του Λουί Μπουνιουέλ, με την κατάξανθη και «παγωμένη» Κατρίν Ντενέβ, του 1970. Μια ομορφιά που έβγαζε μάτια. Μεθερμηνευόμενα όλα αυτά καταλήγουν να μοιάζουν με αναδρομικές προβολές ταινιοθήκης για ειδικό και απαιτητικό κοινό. Οπως Μπέργκμαν, Βισκόντι, Μπερτολούτσι, Τσάρλι Τσάπλιν. Κι όμως, όλες αυτές οι «παλιατζούρες» μαζί. Ολα αυτά τα ασπρόμαυρα ρετρό. Ολες οι «κουλτουριάρικες» επιλογές κατάφεραν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και το πορτοφόλι 45. 000 επισκεπτών. Ούτε το Μουσείο της Ακρόπολη τέτοιο ρεκόρ. Η retromania είναι γεγονός.
Αύγουστος, ο μήνας κορύφωσης της ρετρομανίας
Λέμε, και είναι αλήθεια αυτό, πιστοποιημένο με αριθμούς και στατιστικά στοιχεία, πως ο μέσος νεοέλληνας κόβει εισιτήριο μία φορά τον χρόνο. Και ούτε. Ο χαμηλότερος δείκτης όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Πρωταθλητές στο σπορ της κινηματογραφικής απόλαυσης, εκτός καναπέ και Internet, είναι οι Γάλλοι. Με μέσο ποσοστό γύρω στις τέσσερις επισκέψεις ετησίως. Και μάλιστα από νεανικό κοινό. Ομως η Ελλάδα διαθέτει ένα μαχητικό, φανατικό κοινό. Λιγότεροι και καλύτεροι. Ακόμα και από νέους. Κυρίως γυναίκες. Γνωρίζω περίπτωση φοιτήτριας που βγάζει το ψωμί της ως σερβιτόρα, η οποία κάθε φορά με ρωτάει για ταινίες δύσκολες και μεγάλης ηλικίας. Ακόρεστη η δίψα μερικών θεατών. Ευτυχώς! Η συνέχεια, λοιπόν, ακόμα πιο σουρεαλιστική. Πάρτε μολύβι και χαρτί και σημειώστε τίτλους και ημερομηνίες. Με χρονολογική σειρά: Η τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου ολοκληρώθηκε με τη «Γνωριμία της σάρκας», όπου παίζουν οι Τζακ Νίκολσον, Κάντις Μπέργκεν, Αν Μάργκρετ και Αρτ Γκαρφάνκελ.
Από 1η Αυγούστου: «8½», του Φεντερίκο Φελίνι, μαζί με την «7η σφραγίδα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Μια εμβληματική, επίσης ασπρόμαυρη, ιστορία με θέμα τον θάνατο! Πάνω στην κάψα του καλοκαιριού. Τρελό! Από 8 Αυγούστου: «La Strada», του Φεντερίκο Φελίνι. Που το 1954 εν Αθήναις προβλήθηκε με τον μελοδραματικό τίτλο «Πουλημένη από τη μητέρα της»! Μαζί με το «La Strada» θα προβάλλεται και η γαλλική αστυνομική «Η συμμορία των Σικελών». Λογικό. Από 15 Αυγούστου, της Παναγίας, δύο ταινίες. Το κλασικό γουέστερν «Μονομαχία στον ήλιο» με Γκρέγκορι Πεκ και Τζένιφερ Τζόουνς και το «Καρουζέλ» του Ούγγρου Ζόλταν Φάμπρι. Από 22 Αυγούστου τρεις επιλογές: Το «Γλυκιά ζωή», του Φελίνι, το «Πριν την επανάσταση», η πρώτη σκηνοθεσία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, και το αλησμόνητο «Ο τρίτος άνθρωπος», με Ορσον Γουέλς, με προορισμό να σκίσει στα ταμεία. Από 29 Αυγούστου πάλι Φεντερίκο Φελίνι με τις «Νύχτες της Καμπίρια» και τέλος στις 12 Σεπτεμβρίου φινάλε με τη «Φθινοπωρινή σονάτα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν.
Oldies but goodies
Αν και προσεγγίζουμε φινάλε Ιουλίου. Αν και απομένει ένας μήνας πριν από την επαναλειτουργία των χειμερινών αιθουσών. Οπου πρόκειται να την εγκαινιάσουν στις 22 Αυγούστου δύο μεγάλα ατού, ο Κουέντιν Ταραντίνο με το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» και Τσαρλς Μάνσον, καθώς και ο Γούντι Αλεν με το «Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη». Αν και οι φρέσκιες ταινίες πέφτουν με ρυθμούς από 5 μέχρι 8 εβδομαδιαίως, αριθμός-ρεκόρ, παρ’ όλα αυτά οι αιθουσάρχες κοπανάνε μύγες. Στις περισσότερες από αυτές. Και τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας. Τι μένει; Το Σ/Κ. Το weekend.
Είναι αυτό που λέμε κρίση σεναρίων, ιστοριών, σκηνοθεσιών. Μπορεί συμπτωματικό. Κάπως έτσι, μερικοί «ανεξάρτητοι» της ελληνικής, κινηματογραφικής πιάτσας, τα αουτσάιντερ, οσμίστηκαν success και εφόρμησαν. Με όλα τα ρίσκα. Πολλά ρίσκα. Επειδή οι κόπιες αυτών των ταινιών είναι φρέσκιες. Επειδή είναι ψηφιοποιημένες. Γι’ αυτό digital retromania αυτό το καλοκαίρι το εκλογικό αλλά και τροπικό. Και επειδή αρκετά από αυτά τα oldies but goodies έχουν γυριστεί σε black and white. Ασπρόμαυρα δηλαδή. Μα είναι δυνατόν κάποιος θεατής να κόβει εισιτήριο 8 ευρώ για να δει ασπρόμαυρες, παλιές ταινίες; Τόσο χαζός; Μπας και αγνοεί το Internet; Μπας και δεν έχει ακούσει για το Netflix; «Κι όμως», απαντάει ο Βάσος Γεώργας, μιας μικρούλας εταιρείας με τη χαρακτηριστική επωνυμία Bibliotheque, δηλαδή Βιβλιοθήκη. Υπονοώντας πως με αυτές τις παλιές ταινίες συμβαίνει όπως με τους φανατικούς αναγνώστες βιβλίων που αρέσκονται και «ραντίζονται» με την ιδιαίτερη μυρουδιά του χαρτιού των σελίδων: «Γιατί προτιμάμε να αισθανόμαστε, να βλέπουμε, να ακούμε, να επιθυμούμε, να απολαμβάνουμε την αθωότητα, τον αυθορμητισμό της άκακης φύσης του κόσμου και γιατί σινεμά είναι ο δρόμος που οδηγεί τις αισθήσεις μας στο απόλυτο που συναντάς και στο φως και το σκοτάδι». Απόδειξη; Μέχρι στιγμής ρεκόρ εισιτηρίων από μια παλιά μαύρη κωμωδία «Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο» (Death by Murder) ηλικίας 43 ετών. Μέχρι στιγμής έχει κόψει περισσότερα από 11.000 εισιτήρια. Και προχωράει ακάθεκτη. Τα ατού αυτής της επιτυχίας πολλά. Οπως χιούμορ. Οπως μυστήριο. Οπως πολλά ονόματα θρυλικά. Δηλαδή Πίτερ Σέλερς, Αλεκ Γκίνες, Ντέιβιντ Νίβεν, Μάγκι Σμιθ, Πίτερ Φολκ. Ακόμα και ο μακαρίτης, ο ιδιόμορφος Αμερικανός συγγραφέας Τρούμαν Καπότε παίρνει μέρος σε αυτό το «γεύμα».
Ακόμα και Λουί ντε Φινές
Προσέξτε τώρα. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά που ελκύουν θεατές καλοκαιρινών αιθουσών απουσιάζουν παντελώς από τις φρέσκιες ταινίες αυτής της περιόδου. Τι θέλει κάθε θεατής; Ακόμα και ο πιο απαιτητικός; Να περάσει καλά. Να χαμογελάσει. Και από την εξέλιξη της ίντριγκας να ξεχαστεί. Τόσο δύσκολο να φτιαχτεί μια τέτοια συνταγή; Το δυσκολότερο. Φανταστείτε πως ακόμα και ο Λουί ντε Φινές «νεκραναστήθηκε» προκειμένου να σκάσουν στα γέλια οι θεατές στον «Χωροφύλακα του Σεν Τροπέ» του 1964. Τέτοιο πράγμα δεν ξανάγινε! Τα εισιτήρια και οι εισπράξεις είναι άκρως ενθαρρυντικά. Μέχρι στιγμής λοιπόν «Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο» με 11.000 εισιτήρια. Ακολουθούν: «Μάρτυρας κατηγορίας» με 9.000. Μια επίσης παλιά ιστορία δικαστικού δράματος, του 1957, με Τάιρον Πάουερ, Τσαρλς Λότον και Μάρλεν Ντίτριχ. Ακόμα «Ο κύριος Βερντού» του Τσάρλι Τσάπλιν, του 1947, με 5.000 εισιτήρια, όπου ο Τσάπλιν έχει πάρει σβάρνα πολλές χήρες και αφού πρώτα τις σκοτώνει, στη συνέχεια κληρονομεί τις περιουσίες τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τον «Κομφορμίστα» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με 4.000 εισιτήρια. Μέσα στις εκατό καλύτερες όλων των εποχών. Με Ζαν Λουί Τρεντινιάν, Στεφανία Σαντρέλι και Ντομινίκ Σαντά. Το ίδιο με το «Αντίο φίλε», μια αστυνομική περιπέτεια με τους Αλέν Ντελόν και Τσαρλς Μπρόνσον που μέχρι στιγμής έχει κόψει πάνω από 4.000 εισιτήρια.Η συνέχεια, ακόμα πιο εξωφρενική. Διότι περίπου 2.000 οι «επισκέπτες» της παλιάς, ασπρόμαυρης σκηνοθεσίας του Ινγκμαρ Μπέργκμαν «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», του 1953. Μιλάμε για μια σουηδική μελαγχολική ιστορία με τη Χάριετ Αντερσον, από τις πρώτες ερωμένες του Μπέργκμαν. Μια ταινία με προδιαγραφές εντελώς ακατάλληλες για θερινή διασκέδαση.
Ρεκόρ επισκεπτών, όπως στο Μουσείο της Ακρόπολης
Το ίδιο και ακόμα καλύτερα συνέβη με τις «Αγριες φράουλες», του 1957. Ασπρόμαυρο και αυτό. Του Μπέργκμαν φυσικά, που σχεδόν πλησίασε τον αριθμό των 4.000 επισκεπτών. Μια ιστορία όπου συνταξιούχος καθηγητής με οδηγό τη νύφη του, που κατά βάθος τον μισεί, διασχίζει τη μισή Σουηδία με προορισμό τιμητική εκδήλωση για την προσφορά του στην επιστήμη. Μιλάμε για ήρωα αποκρουστικό, αφού είναι εγωπαθής, νάρκισσος, αποξενωμένος από τα παιδιά του και τη γυναίκα του, παντελώς αόρατος, αγοραφοβικός και εγωκεντρικός. Κι όμως, έχει κόψει περίπου 4.000 εισιτήρια. Ρεκόρ! Από κοντά και το «Ο θάνατος στη Βενετία» του Λουκίνο Βισκόντι με 3.500 εισιτήρια. Ακόμα μεγαλύτερο ρεκόρ. Αυτή κι αν είναι η επιτομή της μελαγχολίας και της βαριάς κουλτούρας. Οπου ο Ντερκ Μπόγκαρτ (όπως ο ομοφυλόφιλος Βισκόντι) σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, μέσα στο υγρό και παρακμιακό κλίμα της Βενετίας, επιδίδεται σε ατελείωτο οφθαλμόλουτρο του μικρότερου αγοριού μιας αρχόντισσας που την υποδύεται η Σιλβάνα Μανγκάνο. Και τέλος η «Πισίνα» καθώς και η «Τριστάνα». Η «Πισίνα» με Αλέν Ντελόν και Ρόμι Σνάιντερ, του 1969, μια ιστορία μυστηρίου, φόνου και ερωτικών φαντασιώσεων, έχει κόψει άνω των 3.000 εισιτηρίων. Ακολουθούμενη από την «Τριστάνα» του Λουί Μπουνιουέλ, με την κατάξανθη και «παγωμένη» Κατρίν Ντενέβ, του 1970. Μια ομορφιά που έβγαζε μάτια. Μεθερμηνευόμενα όλα αυτά καταλήγουν να μοιάζουν με αναδρομικές προβολές ταινιοθήκης για ειδικό και απαιτητικό κοινό. Οπως Μπέργκμαν, Βισκόντι, Μπερτολούτσι, Τσάρλι Τσάπλιν. Κι όμως, όλες αυτές οι «παλιατζούρες» μαζί. Ολα αυτά τα ασπρόμαυρα ρετρό. Ολες οι «κουλτουριάρικες» επιλογές κατάφεραν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και το πορτοφόλι 45. 000 επισκεπτών. Ούτε το Μουσείο της Ακρόπολη τέτοιο ρεκόρ. Η retromania είναι γεγονός.
Αύγουστος, ο μήνας κορύφωσης της ρετρομανίας
Λέμε, και είναι αλήθεια αυτό, πιστοποιημένο με αριθμούς και στατιστικά στοιχεία, πως ο μέσος νεοέλληνας κόβει εισιτήριο μία φορά τον χρόνο. Και ούτε. Ο χαμηλότερος δείκτης όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Πρωταθλητές στο σπορ της κινηματογραφικής απόλαυσης, εκτός καναπέ και Internet, είναι οι Γάλλοι. Με μέσο ποσοστό γύρω στις τέσσερις επισκέψεις ετησίως. Και μάλιστα από νεανικό κοινό. Ομως η Ελλάδα διαθέτει ένα μαχητικό, φανατικό κοινό. Λιγότεροι και καλύτεροι. Ακόμα και από νέους. Κυρίως γυναίκες. Γνωρίζω περίπτωση φοιτήτριας που βγάζει το ψωμί της ως σερβιτόρα, η οποία κάθε φορά με ρωτάει για ταινίες δύσκολες και μεγάλης ηλικίας. Ακόρεστη η δίψα μερικών θεατών. Ευτυχώς! Η συνέχεια, λοιπόν, ακόμα πιο σουρεαλιστική. Πάρτε μολύβι και χαρτί και σημειώστε τίτλους και ημερομηνίες. Με χρονολογική σειρά: Η τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου ολοκληρώθηκε με τη «Γνωριμία της σάρκας», όπου παίζουν οι Τζακ Νίκολσον, Κάντις Μπέργκεν, Αν Μάργκρετ και Αρτ Γκαρφάνκελ.
Από 1η Αυγούστου: «8½», του Φεντερίκο Φελίνι, μαζί με την «7η σφραγίδα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Μια εμβληματική, επίσης ασπρόμαυρη, ιστορία με θέμα τον θάνατο! Πάνω στην κάψα του καλοκαιριού. Τρελό! Από 8 Αυγούστου: «La Strada», του Φεντερίκο Φελίνι. Που το 1954 εν Αθήναις προβλήθηκε με τον μελοδραματικό τίτλο «Πουλημένη από τη μητέρα της»! Μαζί με το «La Strada» θα προβάλλεται και η γαλλική αστυνομική «Η συμμορία των Σικελών». Λογικό. Από 15 Αυγούστου, της Παναγίας, δύο ταινίες. Το κλασικό γουέστερν «Μονομαχία στον ήλιο» με Γκρέγκορι Πεκ και Τζένιφερ Τζόουνς και το «Καρουζέλ» του Ούγγρου Ζόλταν Φάμπρι. Από 22 Αυγούστου τρεις επιλογές: Το «Γλυκιά ζωή», του Φελίνι, το «Πριν την επανάσταση», η πρώτη σκηνοθεσία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, και το αλησμόνητο «Ο τρίτος άνθρωπος», με Ορσον Γουέλς, με προορισμό να σκίσει στα ταμεία. Από 29 Αυγούστου πάλι Φεντερίκο Φελίνι με τις «Νύχτες της Καμπίρια» και τέλος στις 12 Σεπτεμβρίου φινάλε με τη «Φθινοπωρινή σονάτα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν.
Πρωταθλητές Φελίνι και Μπέργκμαν
Δύο οι μεγάλοι ευνοούμενοι του καλοκαιριού. Ο Φεντερικό Φελίνι και ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Εκ διαμέτρου αντίθετες περιπτώσεις. Ο Ιταλός και Μεσογειακός, της ρωμαϊκής παρακμής αλλά και του μελοδράματος. Ο Σουηδός, της μελαγχολίας, των εσωτερικών αδιεξόδων και των ερωτικών αντιφάσεων. Ιπτάμενος ο πρώτος. Βαρύς και ασήκωτος ο δεύτερος. Αμφότεροι από τέσσερις ταινίες.
Ο Φεντερικό Φελίνι (1920-1993) καταφθάνει με την Τζουλιέτα Μασίνα (τη μικροσκοπική σύζυγό του) και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι (έναν από τους θρυλικούς εραστές εκείνης της εποχής του ’60), καθώς και με την εκρηκτική, αισθησιακή και χυμώδη Ανίτα Εκμπεργκ που στο «Γλυκιά ζωή» ήταν δεν ήταν 27 Μαΐων. Η απόλυτη θεά των αρσενικών ολόκληρης της υφηλίου. Κοντά σ’ αυτούς , έρχονται οι Αντονι Κουίν, Ανούκ Εμέ και Κλαούντια Καρντινάλε, τα δώρα των θεών της Cinecitta! Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007) καταφθάνει με αρκετές από τις ερωμένες του. Ο αθεόφοβος, δεν είχε αφήσει ούτε γάτα. Ατελείωτος ο αριθμός των θηλυκών που είχαν επισκεφθεί το κρεβάτι του. Ατελείωτος ο αριθμός των ίδιων θηλυκών που είδαν πόρτα από τη χάρη του. Ατελείωτος ο αριθμός των συζύγων και παιδιών. Ισως ο πιο εγωκεντρικός, εγωπαθής και σεξομανής σκηνοθέτης όλων των εποχών. Ετσι για την ιστορία, τα ονόματα των ερωμένων του που εμφανίζονται στις τέσσερις ταινίες αυτού του καλοκαιριού, Χάριετ Αντερσον, Λιβ Ούλμαν, Ινγκριντ Τούλιν, Μπίμπι Αντερσον και λίγες λέω. Ισως και οι δευτεραγωνίστριες, ίσως και οι κομπάρσες. Φυσικά στην «7η σφραγίδα» επιβλητική η φιγούρα του Μαξ φον Σίντοφ. Και φυσικά στη «Φθινοπωρινή σονάτα», από τις τελευταίες δημιουργίες του Μπέργκμαν, το 1978, πρωταγωνιστεί η Ινγκριντ Μπέργκμαν (απλή συνωνυμία) παίζοντας τη μητέρα της Λιβ Ούλμαν. Νομίζω πως η Μπέργκμαν ήταν μία από τις ελάχιστες που γλίτωσαν από τα νύχια του. Λόγω ηλικίας, λένε οι κακές γλώσσες. Τρίτος στον κατάλογο ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με δύο επιλογές (1941-2018). Πρώτα με διαφορά ο «Κομφορμίστας», όπου λάμπουν τόσο ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν όσο και η Στεφανία Σαντρέλι του 1970. Και σε δεύτερη σειρά το «Πριν την επανάσταση». Η πρώτη του σκηνοθεσία, η πρώτη «κομμουνιστική» του οπτική σε ασπρόμαυρη εκδοχή και με χειροποίητη κατασκευή. Από τις πιο «άγνωστες» ταινίες του B.B.
Ο Ορσον Γουέλς και ο «Τρίτος άνθρωπος»
Ακολουθούν, από μία ταινία: Αλφρεντ Χίτσκοκ «Η κυρία εξαφανίζεται», του 1938. Ασπρόμαυρη κι αυτή. Το black and white, το εμβληματικό χρώμα του φετινού καλοκαιριού. Αυτό κι αν είναι ρετρό. Με τα όλα του. Ούτε ο Φράνκι Σινάτρα του ’50 να ήταν! Στο «Lady Vanishes» μια γηραιά κυρία επιβαίνουσα σε αγγλικό τρένο εξαφανίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη. «Μα δεν την είδατε;», ρωτάει εναγωνίως η νεαρή Μάργκαρετ Λόκγουντ. «Οχι, δεν την είδαμε». «Μπας και ήταν η φαντασία μου;». Ομως δεν το βάζει κάτω. Το μυστήριο του μυστηρίου. Από κοντά και το αμερικανικό, ολίγον σεξ-επαναστατικό «Η γνωριμία της σάρκας» του Μάικ Νίκολς. Ο σκηνοθέτης που έχει υπογράψει τον «Πρωτάρη» με τον Ντάστιν Χόφμαν. Η ταινία με το θρυλικό άσμα «Mrs Robinson» των Πολ Σάιμον και Αρτ Γκαρφάνκελ. Ο οποίος Γκαρφάνκελ, ένας εκ των τεσσάρων πρωταγωνιστών που αναζητούν να γνωριστούν με θηλυκή σάρκα. Και ποιος αρσενικός δεν το θέλει. Μαζί με τον Τζακ Νίκολσον, το 1971, πάνω στα ντουζένια τους, πλαισιωμένοι από τα κοριτσόπουλα της εποχής Κάντις Μπέργκεν και Αν Μάργκρετ. Από κοντά το κλασικό γουέστερν του 1946, έγχρωμο αυτό, «Μονομαχία στον ήλιο», με Γκρέγκορι Πεκ και Τζένιφερ Τζόουνς. Ομως η διαφορά στα εισιτήρια και στον συνωστισμό θα προκύψει με την επανέκδοση, σε ψηφιακή κόπια, του επίσης ασπρόμαυρου τίτλου «Ο τρίτος άνθρωπος». Ηλικίας 60 ετών. Κι όμως, αρυτίδωτο. Αν και σκηνοθέτης είναι ο Αγγλος Κάρολ Ριντ, από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν, όλοι πιστεύουν πως η ταινία είναι του Ορσον Γουέλς. Αυτός ο θηριώδης, βουλιμικός τύπος που αναστάτωσε το Χόλιγουντ και που προτού κλείσει τα 30 είχε αναδειχτεί σε μαύρο πρόβατο όλων των παραγωγών των ΗΠΑ, καταφέρνει με τη γιγαντιαία σκιά του να εξαφανίσει το σύμπαν και να ταυτίσει το όνομά του με αυτή την ιστορία και με τον ήρωά του Χάρι Λάιμ. Πλαισιωμένος από Τζόζεφ Κότεν, Αλίντα Βάλι και Τρέβορ Χάουαρντ στη Βιέννη των κατασκόπων λίγο μετά το φινάλε του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τι άλλο μένει; Α, να μην ξεχάσω τη «Συμμορία των Σικελών» του Ανρί Βερνέιγ, του 1973, με ένα πρωτοκλασάτο ανδρικό καστ από Αλέν Ντελόν, Λίνο Βεντούρα και Ζακ Γκαμπέν. Μια αστυνομική ιστορία only for men. Και για να τελειώνω, αν πριν από έναν χρόνο κάποιος προφήτης ισχυρίζονταν πως το καλοκαίρι του 2019, με τη φρενίτιδα του Netflix, με τα κινητά ανοιχτά επί 24ώρου βάσεως και με το σύμπαν να απολαμβάνει θάλασσα, παραλίες και όλα τα συμπαρομαρτούντα, θα θερίσει επιδημία ασπρόμαυρης ρετρομανίας και σκληρής κουλτούρας, θα τον βγάζαμε τρελό. Κι όμως, αποδείχτηκε ολότελα λογικός!
Δύο οι μεγάλοι ευνοούμενοι του καλοκαιριού. Ο Φεντερικό Φελίνι και ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Εκ διαμέτρου αντίθετες περιπτώσεις. Ο Ιταλός και Μεσογειακός, της ρωμαϊκής παρακμής αλλά και του μελοδράματος. Ο Σουηδός, της μελαγχολίας, των εσωτερικών αδιεξόδων και των ερωτικών αντιφάσεων. Ιπτάμενος ο πρώτος. Βαρύς και ασήκωτος ο δεύτερος. Αμφότεροι από τέσσερις ταινίες.
Ο Φεντερικό Φελίνι (1920-1993) καταφθάνει με την Τζουλιέτα Μασίνα (τη μικροσκοπική σύζυγό του) και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι (έναν από τους θρυλικούς εραστές εκείνης της εποχής του ’60), καθώς και με την εκρηκτική, αισθησιακή και χυμώδη Ανίτα Εκμπεργκ που στο «Γλυκιά ζωή» ήταν δεν ήταν 27 Μαΐων. Η απόλυτη θεά των αρσενικών ολόκληρης της υφηλίου. Κοντά σ’ αυτούς , έρχονται οι Αντονι Κουίν, Ανούκ Εμέ και Κλαούντια Καρντινάλε, τα δώρα των θεών της Cinecitta! Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007) καταφθάνει με αρκετές από τις ερωμένες του. Ο αθεόφοβος, δεν είχε αφήσει ούτε γάτα. Ατελείωτος ο αριθμός των θηλυκών που είχαν επισκεφθεί το κρεβάτι του. Ατελείωτος ο αριθμός των ίδιων θηλυκών που είδαν πόρτα από τη χάρη του. Ατελείωτος ο αριθμός των συζύγων και παιδιών. Ισως ο πιο εγωκεντρικός, εγωπαθής και σεξομανής σκηνοθέτης όλων των εποχών. Ετσι για την ιστορία, τα ονόματα των ερωμένων του που εμφανίζονται στις τέσσερις ταινίες αυτού του καλοκαιριού, Χάριετ Αντερσον, Λιβ Ούλμαν, Ινγκριντ Τούλιν, Μπίμπι Αντερσον και λίγες λέω. Ισως και οι δευτεραγωνίστριες, ίσως και οι κομπάρσες. Φυσικά στην «7η σφραγίδα» επιβλητική η φιγούρα του Μαξ φον Σίντοφ. Και φυσικά στη «Φθινοπωρινή σονάτα», από τις τελευταίες δημιουργίες του Μπέργκμαν, το 1978, πρωταγωνιστεί η Ινγκριντ Μπέργκμαν (απλή συνωνυμία) παίζοντας τη μητέρα της Λιβ Ούλμαν. Νομίζω πως η Μπέργκμαν ήταν μία από τις ελάχιστες που γλίτωσαν από τα νύχια του. Λόγω ηλικίας, λένε οι κακές γλώσσες. Τρίτος στον κατάλογο ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με δύο επιλογές (1941-2018). Πρώτα με διαφορά ο «Κομφορμίστας», όπου λάμπουν τόσο ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν όσο και η Στεφανία Σαντρέλι του 1970. Και σε δεύτερη σειρά το «Πριν την επανάσταση». Η πρώτη του σκηνοθεσία, η πρώτη «κομμουνιστική» του οπτική σε ασπρόμαυρη εκδοχή και με χειροποίητη κατασκευή. Από τις πιο «άγνωστες» ταινίες του B.B.
Ο Ορσον Γουέλς και ο «Τρίτος άνθρωπος»
Ακολουθούν, από μία ταινία: Αλφρεντ Χίτσκοκ «Η κυρία εξαφανίζεται», του 1938. Ασπρόμαυρη κι αυτή. Το black and white, το εμβληματικό χρώμα του φετινού καλοκαιριού. Αυτό κι αν είναι ρετρό. Με τα όλα του. Ούτε ο Φράνκι Σινάτρα του ’50 να ήταν! Στο «Lady Vanishes» μια γηραιά κυρία επιβαίνουσα σε αγγλικό τρένο εξαφανίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη. «Μα δεν την είδατε;», ρωτάει εναγωνίως η νεαρή Μάργκαρετ Λόκγουντ. «Οχι, δεν την είδαμε». «Μπας και ήταν η φαντασία μου;». Ομως δεν το βάζει κάτω. Το μυστήριο του μυστηρίου. Από κοντά και το αμερικανικό, ολίγον σεξ-επαναστατικό «Η γνωριμία της σάρκας» του Μάικ Νίκολς. Ο σκηνοθέτης που έχει υπογράψει τον «Πρωτάρη» με τον Ντάστιν Χόφμαν. Η ταινία με το θρυλικό άσμα «Mrs Robinson» των Πολ Σάιμον και Αρτ Γκαρφάνκελ. Ο οποίος Γκαρφάνκελ, ένας εκ των τεσσάρων πρωταγωνιστών που αναζητούν να γνωριστούν με θηλυκή σάρκα. Και ποιος αρσενικός δεν το θέλει. Μαζί με τον Τζακ Νίκολσον, το 1971, πάνω στα ντουζένια τους, πλαισιωμένοι από τα κοριτσόπουλα της εποχής Κάντις Μπέργκεν και Αν Μάργκρετ. Από κοντά το κλασικό γουέστερν του 1946, έγχρωμο αυτό, «Μονομαχία στον ήλιο», με Γκρέγκορι Πεκ και Τζένιφερ Τζόουνς. Ομως η διαφορά στα εισιτήρια και στον συνωστισμό θα προκύψει με την επανέκδοση, σε ψηφιακή κόπια, του επίσης ασπρόμαυρου τίτλου «Ο τρίτος άνθρωπος». Ηλικίας 60 ετών. Κι όμως, αρυτίδωτο. Αν και σκηνοθέτης είναι ο Αγγλος Κάρολ Ριντ, από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν, όλοι πιστεύουν πως η ταινία είναι του Ορσον Γουέλς. Αυτός ο θηριώδης, βουλιμικός τύπος που αναστάτωσε το Χόλιγουντ και που προτού κλείσει τα 30 είχε αναδειχτεί σε μαύρο πρόβατο όλων των παραγωγών των ΗΠΑ, καταφέρνει με τη γιγαντιαία σκιά του να εξαφανίσει το σύμπαν και να ταυτίσει το όνομά του με αυτή την ιστορία και με τον ήρωά του Χάρι Λάιμ. Πλαισιωμένος από Τζόζεφ Κότεν, Αλίντα Βάλι και Τρέβορ Χάουαρντ στη Βιέννη των κατασκόπων λίγο μετά το φινάλε του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τι άλλο μένει; Α, να μην ξεχάσω τη «Συμμορία των Σικελών» του Ανρί Βερνέιγ, του 1973, με ένα πρωτοκλασάτο ανδρικό καστ από Αλέν Ντελόν, Λίνο Βεντούρα και Ζακ Γκαμπέν. Μια αστυνομική ιστορία only for men. Και για να τελειώνω, αν πριν από έναν χρόνο κάποιος προφήτης ισχυρίζονταν πως το καλοκαίρι του 2019, με τη φρενίτιδα του Netflix, με τα κινητά ανοιχτά επί 24ώρου βάσεως και με το σύμπαν να απολαμβάνει θάλασσα, παραλίες και όλα τα συμπαρομαρτούντα, θα θερίσει επιδημία ασπρόμαυρης ρετρομανίας και σκληρής κουλτούρας, θα τον βγάζαμε τρελό. Κι όμως, αποδείχτηκε ολότελα λογικός!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα