Φόβος και τρόμος από τον Φατίχ Ακίν στις 25ες Νύχτες Πρεμιέρας
05.09.2019
08:09
Για τα 25α γενέθλιά τους (18-29 Σεπτεμβρίου), οι Νύχτες Πρεμιέρας ανοίγουν θριαμβευτικά με τον φετινό Χρυσό Φοίνικα, τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο και κλείνουν σίγουρα επεισοδιακά με το «Ενήλικοι στην αίθουσα» του Κώστα Γαβρά
Όχι ότι χρειαζόμασταν αφορμή για να γιορτάσουμε το αγαπημένο μας αθηναϊκό φεστιβάλ, αλλά φέτος το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας είναι επετειακό.
Για τα 25α γενέθλιά τους (18-29 Σεπτεμβρίου), οι Νύχτες Πρεμιέρας ανοίγουν θριαμβευτικά με τον φετινό Χρυσό Φοίνικα, τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο και κλείνουν σίγουρα επεισοδιακά με το «Ενήλικοι στην αίθουσα» του Κώστα Γαβρά που μόλις προβλήθηκε στη Βενετία.
Στο ενδιάμεσο, ταινίες από το διεθνές ανεξάρτητο στερέωμα, γνωστά ονόματα, καινούργια ταλεντάκια και πιστοί καλεσμένοι πλαισιώνουν το πάντα ζωντανό κι εκλεκτό πρόγραμμά τους.
Ανάμεσα στους σταθερούς φαν του φεστιβάλ, κι ο δημοφιλής στην Ελλάδα Φατίχ Ακίν, ο οποίος επιστρέφει 7 χρόνια μετά την τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα (είχε παρευρεθεί για την πρεμιέρα της ταινίας του «Μολυσμένος Παράδεισος», η οποία στις αίθουσες κυκλοφόρησε ως «Ο παράδεισος δεν είναι εδώ».
Στην προηγούμενη ταινία του «Μαζί ή τίποτα», ο Ακίν αφηγήθηκε μια τραγική σύγχρονη ιστορία, η οποία κέρδισε και το βραβείο Ερμηνείας στις Κάνες για την πρωταγωνίστριά του Νταϊάν Κρούγκερ και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Η ένταση παραμένει ίδια, αλλά το κλίμα αλλάζει δραματικά στο «Χρυσό γάντι» (στις αίθουσες τον Οκτώβριο από τη Rosebud .21). Ο Ακίν κοιτά πίσω στις αρχές του 1970 για να αποτυπώσει την ιστορία ενός τρομαχτικού άντρα: του υπαρκτού Φριτς «Φίτε» Χόνκα, ο οποίος δολοφόνησε τέσσερις (τουλάχιστον) γυναίκες. Χρυσό γάντι λεγόταν το αγαπημένο μπαρ και στέκι του Χόνκα, αλλά και το βιβλίο στο οποίο αφηγείται την ιστορία του ο συγγραφέας Χάιντς Στρουκ.
Ο Ακίν θα είναι παρών για την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ, μαζί με τον πρωταγωνιστή του Γιόνας Ντάσλερ. Ο οποίος Γιόνας Ντάσλερ είχε παραμορφωθεί τόσο πολύ για τις ανάγκες του ρόλου που κανείς δεν μπορεί να διακρίνει το πόσο εντυπωσιακά όμορφος είναι στην πραγματικότητα! Ευκαιρία να δείτε τη διαφορά σε λίγες μέρες από κοντά
Ο Φατίχ δεν είχε γεννηθεί ακόμα όταν ο Χόνκα δολοφόνησε για πρώτη φορά, αλλά ζούσε στην ίδια πόλη: το Αμβούργο. Αυτό ήταν κάτι που «έκανε την ταινία πιο προσωπική», σημειώνει ο Ακίν. «Για μένα, ο Χόνκα δεν είναι ένας σίριαλ κίλερ σαν τον Χάνιμπαλ Λέκτερ της “Σιωπής των αμνών”. Ο δεύτερος ήταν ένας μη υπαρκτός χαρακτήρας που έκανε φόνους στις ΗΠΑ, ενώ ο Χόνκα ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος από τη γειτονιά μου, την οποία και στιγμάτισε. Όταν ήμουν στο δημοτικό μας έλεγαν να είμαστε καλά παιδιά γιατί αλλιώς θα μας φάει ο Χόνκα. Ήταν ο μπαμπούλας της παιδικής μου ηλικίας».
Ο Χόνκα ήταν ψυχοπαθής, αλκοολικός και δολοφόνος. «Καθοδηγήθηκα από το βιβλίο του Χάιντς Στρουνκ – ένα τρομερό λογοτεχνικό επίτευγμα, γιατί καταφέρνει να γεννήσει συμπάθεια για έναν σίριαλ κίλερ. Ίσως στο βιβλίο έχει να κάνει με οίκτο. Στην ταινία δεν αφηγούμαστε το ιστορικό του Χόνκα, ή το πώς τον εξευτέλιζαν ή τον είχαν βιάσει όταν ήταν παιδί. Αλλά προσπάθησα να αποτυπώσω τα ίχνη της ανθρωπιάς που και το βιβλίο του αποδίδει. Η άλλη απάντηση είναι ο φοβερός Γιόνας Ντάσλερ».
Για τα 25α γενέθλιά τους (18-29 Σεπτεμβρίου), οι Νύχτες Πρεμιέρας ανοίγουν θριαμβευτικά με τον φετινό Χρυσό Φοίνικα, τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο και κλείνουν σίγουρα επεισοδιακά με το «Ενήλικοι στην αίθουσα» του Κώστα Γαβρά που μόλις προβλήθηκε στη Βενετία.
Στο ενδιάμεσο, ταινίες από το διεθνές ανεξάρτητο στερέωμα, γνωστά ονόματα, καινούργια ταλεντάκια και πιστοί καλεσμένοι πλαισιώνουν το πάντα ζωντανό κι εκλεκτό πρόγραμμά τους.
Ανάμεσα στους σταθερούς φαν του φεστιβάλ, κι ο δημοφιλής στην Ελλάδα Φατίχ Ακίν, ο οποίος επιστρέφει 7 χρόνια μετά την τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα (είχε παρευρεθεί για την πρεμιέρα της ταινίας του «Μολυσμένος Παράδεισος», η οποία στις αίθουσες κυκλοφόρησε ως «Ο παράδεισος δεν είναι εδώ».
Στην προηγούμενη ταινία του «Μαζί ή τίποτα», ο Ακίν αφηγήθηκε μια τραγική σύγχρονη ιστορία, η οποία κέρδισε και το βραβείο Ερμηνείας στις Κάνες για την πρωταγωνίστριά του Νταϊάν Κρούγκερ και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Η ένταση παραμένει ίδια, αλλά το κλίμα αλλάζει δραματικά στο «Χρυσό γάντι» (στις αίθουσες τον Οκτώβριο από τη Rosebud .21). Ο Ακίν κοιτά πίσω στις αρχές του 1970 για να αποτυπώσει την ιστορία ενός τρομαχτικού άντρα: του υπαρκτού Φριτς «Φίτε» Χόνκα, ο οποίος δολοφόνησε τέσσερις (τουλάχιστον) γυναίκες. Χρυσό γάντι λεγόταν το αγαπημένο μπαρ και στέκι του Χόνκα, αλλά και το βιβλίο στο οποίο αφηγείται την ιστορία του ο συγγραφέας Χάιντς Στρουκ.
Ο Ακίν θα είναι παρών για την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ, μαζί με τον πρωταγωνιστή του Γιόνας Ντάσλερ. Ο οποίος Γιόνας Ντάσλερ είχε παραμορφωθεί τόσο πολύ για τις ανάγκες του ρόλου που κανείς δεν μπορεί να διακρίνει το πόσο εντυπωσιακά όμορφος είναι στην πραγματικότητα! Ευκαιρία να δείτε τη διαφορά σε λίγες μέρες από κοντά
Ο Φατίχ δεν είχε γεννηθεί ακόμα όταν ο Χόνκα δολοφόνησε για πρώτη φορά, αλλά ζούσε στην ίδια πόλη: το Αμβούργο. Αυτό ήταν κάτι που «έκανε την ταινία πιο προσωπική», σημειώνει ο Ακίν. «Για μένα, ο Χόνκα δεν είναι ένας σίριαλ κίλερ σαν τον Χάνιμπαλ Λέκτερ της “Σιωπής των αμνών”. Ο δεύτερος ήταν ένας μη υπαρκτός χαρακτήρας που έκανε φόνους στις ΗΠΑ, ενώ ο Χόνκα ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος από τη γειτονιά μου, την οποία και στιγμάτισε. Όταν ήμουν στο δημοτικό μας έλεγαν να είμαστε καλά παιδιά γιατί αλλιώς θα μας φάει ο Χόνκα. Ήταν ο μπαμπούλας της παιδικής μου ηλικίας».
Ο Χόνκα ήταν ψυχοπαθής, αλκοολικός και δολοφόνος. «Καθοδηγήθηκα από το βιβλίο του Χάιντς Στρουνκ – ένα τρομερό λογοτεχνικό επίτευγμα, γιατί καταφέρνει να γεννήσει συμπάθεια για έναν σίριαλ κίλερ. Ίσως στο βιβλίο έχει να κάνει με οίκτο. Στην ταινία δεν αφηγούμαστε το ιστορικό του Χόνκα, ή το πώς τον εξευτέλιζαν ή τον είχαν βιάσει όταν ήταν παιδί. Αλλά προσπάθησα να αποτυπώσω τα ίχνη της ανθρωπιάς που και το βιβλίο του αποδίδει. Η άλλη απάντηση είναι ο φοβερός Γιόνας Ντάσλερ».
Και επίσης, ο Χόνκα ήταν στραπατσαρισμένος: με σπασμένη μύτη και στραβισμό. Ο Ντάσλερ κρύβεται πίσω από στρώματα μακιγιάζ, μιλάει με προφορά και υποδύεται έναν άντρα πολύ μεγαλύτερο από τον ίδιο. «Όποιος και να τον υποδυόταν θα έπρεπε να περάσει από την ίδια σωματική μεταμόρφωση», σημειώνει ο Ακίν. «Ο Χόνκα, με τη σπασμένη μύτη, τα χαλασμένα δόντια και τον χαρακτηριστικό στραβισμό του είχε μια πολύ μοναδική όψη. Ήταν βασικά οπτικά στοιχεία αυτά δηλαδή που έπρεπε να μεταφερθούν. Φυσικά το βλέμμα έπρεπε να μαρτυρά μια κάποια εμπειρία, αλλά ο Γιόνας μπορούσε να το παραδώσει γιατί είχε μεταμορφωθεί ο ίδιος».
Ιδιαιτέρως δύσκολες ήταν οι απαιτήσεις από τις ηθοποιούς που υποδύθηκαν τα θύματα του Χόνκα. «Ξεκινήσαμε με πρακτικές συμβουλές, που συνήθως προσφέρουν κάποιου είδους ασφάλεια», θυμάται ο Ακίν. «“Θα σε στραγγαλίσει τώρα και θα ήθελα να δείξω ότι αμέσως μετά αφοδεύεις”». Μετά εξηγείς κάποιες λεπτομέρειες, πώς το οξυγόνο δε φτάνει στον εγκέφαλο, κι ότι, επιπλέον, φοβάσαι. Σε τέτοιες περιπτώσεις αναδύεται συχνά και χιούμορ. Αλλά τους έλεγα πως “αυτή η γυναίκα επέζησε από στρατόπεδο συγκέντρωσης και δε θέλει να πεθάνει. Ακόμα κι αν η ζωή της είναι φρικτή, είναι η μόνη που έχει”. Και εκεί τρέχουν τα δάκρυα. Επηρεάζει κι εσένα όλο αυτό φυσικά».
Η χρονική περίοδος στην οποία εκτυλίσσεται η αφήγηση είναι πολύ ιδιαίτερη. Αρκετά μακριά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ώστε να έχει ανακάμψει οικονομικά η χώρα, αλλά πάρα πολύ κοντά για το ψυχολογικό τραύμα που δεν είχε επουλώσει ακόμα. «Πολλοί από τους χαρακτήρες έχουν στιγματιστεί από τις εμπειρίες τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμα κι αν έχουν περάσει εικοσιπέντε χρόνια από τότε την περίοδο της αφήγησης. Από την άλλη, η χώρα απολάμβανε το οικονομικό θαύμα. Αλλά αυτοί οι χαρακτήρες είναι μακριά απ’ αυτό. Αν δεις το οικονομικό θαύμα σαν ένα μεγάλο φως, τότε φυσικά υπάρχουν και σκιές. Απέκτησα μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτές τις σκιές, γιατί είναι πιο μυστηριώδεις. Ουσιαστικά, το οικονομικό θαύμα είναι επίσης κομμάτι του Β’ Παγκοσμίου. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Υπήρχε έλλειψη εργατικού δυναμικού, χωρίς την οποία δε θα ήμουν εδώ τώρα. Όπου υπάρχουν νικητές, υπάρχουν και χαμένοι, και η ταινία είναι γι’ αυτούς: τους φτωχούς. Ίσως ο πόλεμος να τους άφησε σε πιο τραυματική κατάσταση απ΄αυτή που αναγνωρίζει η κοινωνία. Στις ΗΠΑ, οι συνέπειες του πολέμου του Βιετνάμ είχε ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να εξελιχθούν όσον αφορά την κατανόηση και αξιολόγηση του τραύματος. Εδώ, πήρε περισσότερο καιρό για να παραδεχθούν οι άνθρωποι ότι κάτι παρεμφερές συνέβη και σ’ αυτούς εδώ πέρα. Είναι κάτι που οι Γερμανικές και Τουρκικές ψυχές έχουν κοινό: δε θέλουν να επεξεργαστούν το τραύμα, θέλουν να το ξεχάσουν. Αλλά δεν πάει έτσι. Δημιουργούνται κόμποι που πρέπει να ξεμπλακούν».
Παρότι η ταινία αξιοποιεί τα κοινωνικά στοιχεία της εποχής, ο Ακίν επιμένει πως «δεν είναι κοινωνικό δράμα. Πιστεύω ότι τα κοινωνικά δράματα έχουν μια υπόνοια προκατάληψης και διδακτισμού. Για μένα, μια ταινία είναι κάτι πιο φιλοσοφικό. Η προσέγγιση είναι περισσότερο «το μέλλον είναι τώρα», όπως έχει πει ο Ινδός φιλόσοφος Τζίντου Κρισναμούρτι. Το πώς είμαστε σήμερα θα καθορίσει το μέλλον. Άρα, είμαστε το μέλλον. Αλλά, έτσι είμαστε και το αποτέλεσμα του παρελθόντος μας. Στο μυαλό μου, παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι το ίδιο και το αυτό. Η ταινία μου έχει να κάνει με έναν ψυχικά διαταραγμένο άνθρωπο, του οποίου οι φόνοι δεν μπορούν να εξηγηθούν από τις κοινωνικές περιστάσεις μόνο».
Για τον σκηνοθέτη, η ταινία είναι ξεκάθαρα μια ταινία τρόμου. «Συζητιέται πολύ τελευταία η κρίση στο σινεμά λόγω του streaming. Αλλά ένα είδος συνεχίζει με επιμονή: οι ταινίες τρόμου. Πάντα μου άρεσαν γιατί μ’ αρέσει να τρομάζω. Ο Στίβεν Κινγκ είχε πει κάποτε πως ο τρόμος είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίζεις το θάνατο και το εφήμερο της ζωής. Αν το συζητούσαμε όλη την ώρα, θα τρελαινόμασταν. Μια ταινία τρόμου επιτρέπει στο κοινό να αντιμετωπίσει τους φόβους του».
Οι επιρροές του δε, είναι συγκεκριμένες, κι έχουν βαθιές ρίζες. «Το ότι κατέληξα να κάνω σινεμά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ταινία «Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών» του Τζορτζ Ρομέρο. Ήμουν οχτώ χρονών, ο αδερφός μου έντεκα, η μητέρα μου δεν ήταν εκεί, ο πατέρας μου δούλευε συνέχεια. Μας πρόσεχε μια άλλη οικογένεια, η οποία είχε βίντεο κλαμπ. Ο αδερφός μου ήθελε να βλέπει ταινίες τρόμου, οπότε τις έβλεπα κι εγώ. Τότε πρωτοείδα το «Ξύπνημα» και μ’ επηρέασε πολύ. Αλλά όταν είδα τα ονόματα των ηθοποιών στους τίτλους τέλους, κατάλαβα πως ήταν όλο φτιαχτό. Έτσι ενδιαφέρθηκα για το μέσο του σινεμά».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr