Ο Κωνσταντίνος Ρήγος μιλά στο protothema για τους δικούς του «Ιππείς» - Η πρώτη ημέρα στην Επίδαυρο
27.06.2021
12:52
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος άνοιξε φέτος το καλοκαίρι την Επίδαυρο εισπράττοντας θερμά χειροκροτήματα με τους αριστοφανικούς Ιππείς ένα έργο για τη δημαγωγία, την πολιτική και τα προβλήματα που εξακολουθούν να βασανίζουν και εμάς σήμερα. Μιλώντας στο “Πρώτο Θέμα' ο σκηνοθέτης εξήγησε γιατί επέλεξε τον Μουζουράκη στον ρόλο του Δημοσθένη και γιατί οι νέοι του Αριστοφάνη είναι όσο πρέπει ανατρεπτικοί αριστοκράτες αλλά και «αλήτες»
'Ισως να μην μπορούσε να υπάρξει καλύτερη συγκυρία για να ανοίξει η Επίδαυρος από τον Αριστοφάνη, τη μεγάλη μας παντοτινή παρηγοριά που μας θυμίζει τα χαρακτηριστικά της φυλής, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, την μπαγαποντιά και τη δημαγωγία. Όλα αυτά που συναντάει κανείς στους Ιππείς, οι οποίοι υποδέχθηκαν το κοινό τους στη θεατρική εκδοχή του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Ρήγου με τον Κώστα Κόκλα στον εμβληματικό ρόλο του Κλέωνα, τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη στον αντίπαλο του Αλλαντοπώλη, τον Πάνο Μουζουράκη να ερμηνεύει τον Δημοσθένη και έναν χορό που ίσως αποκτά για πρώτη φορά μια τόσο κεντρική θέση αφού οι νέοι, που το αποτελούν, βρίσκουν αφορμή για να σχολιάσουν τα τεκταινόμενα, να ραπάρουν, να χορέψουν, να εκτονωθούν, να τσακωθούν, να γίνουν, τελικά, ένα με εμάς.
Μιλώντας μας για τους «Ιππείς» ο Κωνσταντίνος Ρήγος μας θυμίζει ότι «είναι η πρώτη πολιτική κωμωδία όχι μόνο του Αριστοφάνη αλλά και στην ιστορία του θεάτρου». Καταλυτικό ρόλο στο έργο, κάτι που ενέπνευσε και τον σκηνοθέτη ώστε να το μελετήσει εξονυχιστικά και να αποφασίσει να το σκηνοθετήσει, έπαιξε η έντονη σύγκρουση ανάμεσα στον ικανότατο δημαγωγό Κλέωνα, τον οποίο αγαπούσαν πολύ οι Αθηναίοι αφού είχε καταφέρει να κατατροπώσει τους Σπαρτιάτες, και τον λαικό αντίπαλο του τον αλλαντοπώλη, έναν κατεργάρη, το λεγόμενο σήμερα “λαμόγιο” αλλά με ευαισθησία από αυτούς που αρέσκεται να εφευρίσκει ως ιδανικούς αντι-ήρωες ο Αριστοφάνης.
“Για την ακρίβεια στους “Ιππείς” ξετυλίγονται μια σειρά από αγώνες, συγκρούσεις ανάμεσα στους δυο δημαγωγούς απέναντι στους οποίους φαίνεται ο χορός να λειτουργεί ως ένας αντικατροπτισμός μιας ολόκληρης κοινωνίας. Γι αυτό και έστησα τον χορό σαν αντικατροπτισμό του ίδιου του κοινού, σαν να είναι το ίδιο το κοινό, να εκφράζει τη βούλησή του” μας εξηγεί ο Ρήγος για την ευρηματική αυτή ιδέα τού να εξισώσει την έκφραση του χορού με αυτή του κοινού. Σχεδόν ταυτόσημη, για να μην πούμε μεταφυσική όπως λέει ο ίδιος, είναι επίσης η σύμπτωση της συγκυρίας υπό την οποία γράφτηκε το έργο και αυτή που βιώνουμε τώρα καθώς η Αθήνα εκτός από τον μόνιμο πόλεμο με τους Σπαρτιάτες ταλανιζόταν από την πανδημία που ξεπάστρεψε την πόλη, τον περίφημο λοιμό που έστειλε στον θάνατο ακόμα και τον Περικλή. Παρ'όλα αυτά και εν μέσω αυτής της ζοφερής κατάστασης ο Αριστοφάνης κατάφερνε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με το μοναδικό και συναρπαστικό του όπλο τη σάτιρα, κάτι που επιθυμεί να μας θυμίζει με κάθε τρόπο ο Ρήγος.
Το έργο ξεκινάει με τους δυο γνωστούς πολιτικούς και στρατηγούς της εποχής, τον Δημοσθένη, τον οποίο ερμηνεύει ο Μουζουράκης και τον Νικία που φέρει στα μέτρα του ο Μαλκότσης να κλαίγονται για την κακομεταχείρισή τους από τον βίαιο δερματέμπορο Παφλαγόνα. Για να ξεχάσουν τον πόνο τους μεθάνε και έτσι κλέβουν από τον κοιμισμένο Παφλαγόνα-τον οποίο είναι σαφές ότι ο Αριστοφάνης ταυτίζει με τον Κλέωνα- τους χρησμούς οι οποίοι αποκαλύπτουν ότι ένας πολύ χειρότερος από τον Παφλαγόνα δημαγωγός θα καταφέρει τελικά και να γίνει εκείνος ο προνομιακός χειριστής της εύνοιας του Δήμου. Και έτσι συμβαίνει όντως όταν ο άξεστος λαικιστής- πλην όμως καλόκαρδος- αλλαντοπώλης θα εμφανιστεί μπροστά τους επιβεβαιώνοντας τους κλεμμένους χρησμούς- και αυτός δεν είναι άλλος από τον αλλαντοποιό. Άλλωστε δημαγωγός και αλλαντοποιός δεν έχουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές καθώς αμφότεροι προβαίνουν σε αντίστοιχους χειρισμούς, εξαπατήσεις και “μαγειρέματα”.
Τον αλλαντοπώλη θα τον υποστηρίζει ο προερχόμενος από τις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας χορός των Ιππέων, οι οποίοι τελικά τον πείθουν ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τον ατρόμητο Παφλαγόνα και να γίνει αυτός ο άρχοντας της πόλης.
Έτσι ξεκινούν οι λεκτικές, μεταξύ τους αντιπαραθέσεις που προφανώς δίνουν το έναυσμα στον σκηνοθέτη να σχολιάσει τα πάντα: από το Μάστερ Σεφ και το σαρβάιβορ μέχρι τα social media και όλα αυτά που μας απασχολούν χωρίς, ωστόσο, όπως λέει να απομακρύνεται από το κείμενο και το πνεύμα του Αριστοφάνη. “Ανέκαθεν ήθελα να ανεβάσω Αριστοφάνη, ειδικά στην Επίδαυρο που ήταν ένα όνειρο που έτρεφα πολλά χρόνια από την άλλη είναι το ίδιο το έργο που σου επιβάλλει τους κανόνες του αφού διαμορφώθηκε μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες. Η επιστροφή στο θέατρο και συγκεκριμένα στην Επίδαυρο με έναν Αριστοφάνη και με το Εθνικό Θέατρο είναι σίγουρα μια πολλαπλή αποστολή η οποία ταυτόχρονα ενέχει το στοιχείο της εκτόνωσης την οποία έχουμε όλοι ανάγκη. Με άλλα λόγια δίνεται πολλές φορές η αίσθηση ότι μέσα από τον χορό και από αυτή τη δυναμική απεγκλωβίζεται ένας ολόκληρος κόσμος, έστω και με αυτόν τον μονοδιάστατο και εμμονικό τρόπο. Προσωπικά το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον το πάθος με το οποίο εκφράζεται όλο αυτό, ακόμα και αν αντιστοιχεί στην μονοδιάστατη λογική που σκοπό έχει να ρίξει τον Κλέωνα από την εξουσία”.
Μάλιστα ο ίδιος ομολογεί ότι η Επίδαυρος είναι γι αυτόν μια πολύ ωραία και σημαντική στιγμή, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία που διάγουμε σήμερα. Σκόπιμα μάλιστα διάλεξε τους “Ιππείς” του Αριστοφάνη και όχι κάποιο από τα πιο “φαντασμαγορικά” του κείμενα, πάνω στα οποία θα ήταν πολύ εύκολο να χτίσει μια από τις γνωστές του ουτοπίες. Αντιθέτως εκτός από τις διαρκείς αντιπαραθέσεις, τον ιντρίγκαρε τα μάλα ο πιο ζωόμορφος χαρακτήρας του χορού, το ότι ήταν οι νέοι με τα άλογα προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις, “ουσιαστικά ένας χορός εφήβων”, κάτι σπάνιο στον Αριστοφάνη, όπως ομολογεί. “Είναι ένα έργο που μπορεί να έχει σχέση με την πολιτική αλλά ουσιαστικά αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη τάξη ανθρώπων” τονίζει χαρακτηριστικά. Μιλώντας μάλιστα με έναν από τους πρωταγωνιστές του Χορού, τον Κωνσταντίνο Μπιμπή τους ήρθε η ιδέα ότι πρόκειται για μια αλήτικη εκδοχή του Αριστοφάνη, παρότι τα μέλη του χορού προέρχονται από τις ανώτερες τάξεις.
Μάλλον όλα όσα εκφράζουν αυτοί οι νέοι συνδέονται με τις άρρητες, αυθόρμητες και πιο λαικές εκφράσεις των ανθρώπων του δρόμου. «Προσωπικά ήθελα να φέρω την παράσταση στον δρόμο» ομολογεί ο Ρήγος.
Μιλώντας μας για τους «Ιππείς» ο Κωνσταντίνος Ρήγος μας θυμίζει ότι «είναι η πρώτη πολιτική κωμωδία όχι μόνο του Αριστοφάνη αλλά και στην ιστορία του θεάτρου». Καταλυτικό ρόλο στο έργο, κάτι που ενέπνευσε και τον σκηνοθέτη ώστε να το μελετήσει εξονυχιστικά και να αποφασίσει να το σκηνοθετήσει, έπαιξε η έντονη σύγκρουση ανάμεσα στον ικανότατο δημαγωγό Κλέωνα, τον οποίο αγαπούσαν πολύ οι Αθηναίοι αφού είχε καταφέρει να κατατροπώσει τους Σπαρτιάτες, και τον λαικό αντίπαλο του τον αλλαντοπώλη, έναν κατεργάρη, το λεγόμενο σήμερα “λαμόγιο” αλλά με ευαισθησία από αυτούς που αρέσκεται να εφευρίσκει ως ιδανικούς αντι-ήρωες ο Αριστοφάνης.
“Για την ακρίβεια στους “Ιππείς” ξετυλίγονται μια σειρά από αγώνες, συγκρούσεις ανάμεσα στους δυο δημαγωγούς απέναντι στους οποίους φαίνεται ο χορός να λειτουργεί ως ένας αντικατροπτισμός μιας ολόκληρης κοινωνίας. Γι αυτό και έστησα τον χορό σαν αντικατροπτισμό του ίδιου του κοινού, σαν να είναι το ίδιο το κοινό, να εκφράζει τη βούλησή του” μας εξηγεί ο Ρήγος για την ευρηματική αυτή ιδέα τού να εξισώσει την έκφραση του χορού με αυτή του κοινού. Σχεδόν ταυτόσημη, για να μην πούμε μεταφυσική όπως λέει ο ίδιος, είναι επίσης η σύμπτωση της συγκυρίας υπό την οποία γράφτηκε το έργο και αυτή που βιώνουμε τώρα καθώς η Αθήνα εκτός από τον μόνιμο πόλεμο με τους Σπαρτιάτες ταλανιζόταν από την πανδημία που ξεπάστρεψε την πόλη, τον περίφημο λοιμό που έστειλε στον θάνατο ακόμα και τον Περικλή. Παρ'όλα αυτά και εν μέσω αυτής της ζοφερής κατάστασης ο Αριστοφάνης κατάφερνε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με το μοναδικό και συναρπαστικό του όπλο τη σάτιρα, κάτι που επιθυμεί να μας θυμίζει με κάθε τρόπο ο Ρήγος.
Το έργο ξεκινάει με τους δυο γνωστούς πολιτικούς και στρατηγούς της εποχής, τον Δημοσθένη, τον οποίο ερμηνεύει ο Μουζουράκης και τον Νικία που φέρει στα μέτρα του ο Μαλκότσης να κλαίγονται για την κακομεταχείρισή τους από τον βίαιο δερματέμπορο Παφλαγόνα. Για να ξεχάσουν τον πόνο τους μεθάνε και έτσι κλέβουν από τον κοιμισμένο Παφλαγόνα-τον οποίο είναι σαφές ότι ο Αριστοφάνης ταυτίζει με τον Κλέωνα- τους χρησμούς οι οποίοι αποκαλύπτουν ότι ένας πολύ χειρότερος από τον Παφλαγόνα δημαγωγός θα καταφέρει τελικά και να γίνει εκείνος ο προνομιακός χειριστής της εύνοιας του Δήμου. Και έτσι συμβαίνει όντως όταν ο άξεστος λαικιστής- πλην όμως καλόκαρδος- αλλαντοπώλης θα εμφανιστεί μπροστά τους επιβεβαιώνοντας τους κλεμμένους χρησμούς- και αυτός δεν είναι άλλος από τον αλλαντοποιό. Άλλωστε δημαγωγός και αλλαντοποιός δεν έχουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές καθώς αμφότεροι προβαίνουν σε αντίστοιχους χειρισμούς, εξαπατήσεις και “μαγειρέματα”.
Τον αλλαντοπώλη θα τον υποστηρίζει ο προερχόμενος από τις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας χορός των Ιππέων, οι οποίοι τελικά τον πείθουν ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τον ατρόμητο Παφλαγόνα και να γίνει αυτός ο άρχοντας της πόλης.
Έτσι ξεκινούν οι λεκτικές, μεταξύ τους αντιπαραθέσεις που προφανώς δίνουν το έναυσμα στον σκηνοθέτη να σχολιάσει τα πάντα: από το Μάστερ Σεφ και το σαρβάιβορ μέχρι τα social media και όλα αυτά που μας απασχολούν χωρίς, ωστόσο, όπως λέει να απομακρύνεται από το κείμενο και το πνεύμα του Αριστοφάνη. “Ανέκαθεν ήθελα να ανεβάσω Αριστοφάνη, ειδικά στην Επίδαυρο που ήταν ένα όνειρο που έτρεφα πολλά χρόνια από την άλλη είναι το ίδιο το έργο που σου επιβάλλει τους κανόνες του αφού διαμορφώθηκε μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες. Η επιστροφή στο θέατρο και συγκεκριμένα στην Επίδαυρο με έναν Αριστοφάνη και με το Εθνικό Θέατρο είναι σίγουρα μια πολλαπλή αποστολή η οποία ταυτόχρονα ενέχει το στοιχείο της εκτόνωσης την οποία έχουμε όλοι ανάγκη. Με άλλα λόγια δίνεται πολλές φορές η αίσθηση ότι μέσα από τον χορό και από αυτή τη δυναμική απεγκλωβίζεται ένας ολόκληρος κόσμος, έστω και με αυτόν τον μονοδιάστατο και εμμονικό τρόπο. Προσωπικά το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον το πάθος με το οποίο εκφράζεται όλο αυτό, ακόμα και αν αντιστοιχεί στην μονοδιάστατη λογική που σκοπό έχει να ρίξει τον Κλέωνα από την εξουσία”.
Μάλιστα ο ίδιος ομολογεί ότι η Επίδαυρος είναι γι αυτόν μια πολύ ωραία και σημαντική στιγμή, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία που διάγουμε σήμερα. Σκόπιμα μάλιστα διάλεξε τους “Ιππείς” του Αριστοφάνη και όχι κάποιο από τα πιο “φαντασμαγορικά” του κείμενα, πάνω στα οποία θα ήταν πολύ εύκολο να χτίσει μια από τις γνωστές του ουτοπίες. Αντιθέτως εκτός από τις διαρκείς αντιπαραθέσεις, τον ιντρίγκαρε τα μάλα ο πιο ζωόμορφος χαρακτήρας του χορού, το ότι ήταν οι νέοι με τα άλογα προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις, “ουσιαστικά ένας χορός εφήβων”, κάτι σπάνιο στον Αριστοφάνη, όπως ομολογεί. “Είναι ένα έργο που μπορεί να έχει σχέση με την πολιτική αλλά ουσιαστικά αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη τάξη ανθρώπων” τονίζει χαρακτηριστικά. Μιλώντας μάλιστα με έναν από τους πρωταγωνιστές του Χορού, τον Κωνσταντίνο Μπιμπή τους ήρθε η ιδέα ότι πρόκειται για μια αλήτικη εκδοχή του Αριστοφάνη, παρότι τα μέλη του χορού προέρχονται από τις ανώτερες τάξεις.
Μάλλον όλα όσα εκφράζουν αυτοί οι νέοι συνδέονται με τις άρρητες, αυθόρμητες και πιο λαικές εκφράσεις των ανθρώπων του δρόμου. «Προσωπικά ήθελα να φέρω την παράσταση στον δρόμο» ομολογεί ο Ρήγος.
«Πέρασα από πολλά στάδια αναφορικά με τον χαρακτήρα που ήθελα να αποκτήσει το έργο και τελικά αποφάσισα ότι ο χώρος δράσης του, εκεί όπου διαδραματίζονται τα πάντα πρέπει να είναι η παλαίστρα στα όρια της πόλης. Και εκεί πρέπει να εμφανιστούν οι δυο δημαγωγοί και να κονταροχτυπηθούν”. Δίπλα στο δίδυμο Κλέωνα-αλλαντοποιού εμφανίζεται,λοιπόν, ο πολυπρόσωπος χορός που αποτελείται από δεκαέξι άτομα τα οποία φορούν φούστες όπως οι αρχαίοι Έλληνες και τα γνωστά αρχαιοελληνικά, τουριστικά σανδάλια- “ο κλασικισμός με τη γερμανική ματιά” όπως μας λέει ο Ρήγος- οι οποίοι είναι κάτι μεταξύ οπαδών και εκφραστών της αριστοκρατικής γενιάς. Θα τους δούμε επίσης ντυμένους με ρούχα που αναπαριστούν τη σκηνή από το περίφημο αγγείο των “Ιππέων” που βρίσκεται στο Μουσείο του Βερολίνου, το οποίο έδωσε την ιδέα στον σκηνοθέτη να την εντάξει με τον άμεσο αυτό τρόπο στην παράσταση. Επίσης οι νεαροί του χορού είναι ματαιόδοξοι, τους αρέσει να ασχολούνται με την εμφάνισή τους, “με τους καλωπισμούς των σωμάτων” όπως λέει χαρακτηριστικά ο ποιητής. Ωστόσο σε αυτούς ο Ρήγος αποφάσισε να εντάξει μια γυναίκα, τη Στεφανία Γουλιώτη, ως το δέκατο έκτο μέλος δείχνοντας την αναλογία της ελάχιστης γυναικείας συμμετοχής στα κοινά που παραμένει σχεδόν ανύπαρκτη και εκφράζει μια πραγματικότητα που εξακολουθεί επίσης να υφίσταται στις μέρες μας.
Η δυναμική παρουσία του Μουζουράκη
Εντύπωση επίσης προκαλεί η παρουσία του πολιτικού και ρήτορα Πάνου Μουζουράκη σε έναν καθοριστικό ρόλο-ίσως κόντρα σε αυτά που τον έχουμε συνηθίσει ως τώρα-αυτόν του Δημοσθένη. Η επιλογή του δεν είναι τυχαία: «Ο Μουζουράκης εκτός από πολυτάλαντος, είναι τραγουδιστής, εξαιρετικός ηθοποιός-μην ξεχνάμε ότι έχει εμφανιστεί και στο Χόλυγουντ-είναι ένας ολοκληρωμένος περφόρμερ. Ξέρει να συντονίζει και να εκτελεί αυτή την αποστολή. Τον διάλεξα λοιπόν γιατί ακόμα και ο τρόπος που εμφανιζόταν ως κριτής στο The Voice λειτουργούσε κατά κάποιο τρόπο Αριστοφανικά. Δεν ήθελα να είναι απλώς ένας οποιοσδήποτε ηθοποιός ή ερμηνευτής αλλά να είναι φύσει και θέσει στα μάτια του κόσμου πρωταγωνιστής. Και αυτό νομίζω ότι θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην παράσταση” τονίζει ο Ρήγος εξηγώντας γιατί προτίμησε τον γνωστό τραγουδιστή και ηθοποιό για τον δύσκολο ρόλο του περίφημου ρήτορα και πολιτικού. Ενδεχομένως να μην έχει άδικο ότι η ρητορική ήταν η ύψιστη περφόρμανς της Αρχαιότητας με σκοπό να πείσει ή ακόμα και να μεταλλάξει τη γνώμη του κόσμου. Οι αναλογίες του τότε με το σήμερα όμως δεν τελειώνουν και η πρόθεση του Ρήγου ήταν να βρίσκονται όλα στην παράσταση σε μια ιδανική ισορροπία, χωρίς να καταστραφούν οι λεπτοί αρμοί του έργου: να μη γίνει δηλαδή μια ακόμα επιθεώρηση όπως συνηθίζουν να εμφανίζουν τον Αριστοφάνη σήμερα και να μείνει πιστή στο αρχικό κείμενο που θα ακούσουμε στην ωραία απόδοση του Σωτήρη Κακίση. “Φυσικά και υπάρχουν αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα αλλά όχι με κραυγαλέο τρόπο. Ήθελα κάτι έντονο, να εκφράζεται με πάθος αλλά ταυτόχρονα να υπάρχει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη σάτιρα, την πολιτική και την καθημερινότητα, το πραγματικό και το φανταστικό. Κυρίως όμως να είναι Αριστοφάνης. Το ίδιο το έργο έχει άλλωστε μια τέτοια δομή που πετάει έξω οτιδήποτε ξένο”. Και σίγουρα δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσει κανείς πράγματα, να προβληματιστεί αλλά και να περάσει καλά από τον Αριστοφάνη. «Μακάρι ο κόσμος να διασκεδάσει αλλά και να σκεφτεί, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα όχι με δεδομένα πράγματα που του δίνονται από πάνω ως συνταγή» επιμένει ο Ρήγος και προφανώς έχει απόλυτο δίκιο.
Ινφο: Ιππείς του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου σήμερα 27 Ιουνίου
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Ειδήσεις σήμερα:
«Διευκολύνσεις» εμβολιασμένων: Ποιοι χώροι ανοίγουν, πώς θα ελέγχεται η είσοδος - Προ των πυλών οι ανακοινώσεις
Ματ Χάνκοκ: Εγκατέλειψε και τη σύζυγό του εκτός από το πόστο του υπουργού μετά από 6 εβδομάδες σχέσης με τη σύμβουλό του
Ο κυκλώνας Ενρίκε απειλεί τις δυτικές ακτές του Μεξικού
Η δυναμική παρουσία του Μουζουράκη
Εντύπωση επίσης προκαλεί η παρουσία του πολιτικού και ρήτορα Πάνου Μουζουράκη σε έναν καθοριστικό ρόλο-ίσως κόντρα σε αυτά που τον έχουμε συνηθίσει ως τώρα-αυτόν του Δημοσθένη. Η επιλογή του δεν είναι τυχαία: «Ο Μουζουράκης εκτός από πολυτάλαντος, είναι τραγουδιστής, εξαιρετικός ηθοποιός-μην ξεχνάμε ότι έχει εμφανιστεί και στο Χόλυγουντ-είναι ένας ολοκληρωμένος περφόρμερ. Ξέρει να συντονίζει και να εκτελεί αυτή την αποστολή. Τον διάλεξα λοιπόν γιατί ακόμα και ο τρόπος που εμφανιζόταν ως κριτής στο The Voice λειτουργούσε κατά κάποιο τρόπο Αριστοφανικά. Δεν ήθελα να είναι απλώς ένας οποιοσδήποτε ηθοποιός ή ερμηνευτής αλλά να είναι φύσει και θέσει στα μάτια του κόσμου πρωταγωνιστής. Και αυτό νομίζω ότι θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην παράσταση” τονίζει ο Ρήγος εξηγώντας γιατί προτίμησε τον γνωστό τραγουδιστή και ηθοποιό για τον δύσκολο ρόλο του περίφημου ρήτορα και πολιτικού. Ενδεχομένως να μην έχει άδικο ότι η ρητορική ήταν η ύψιστη περφόρμανς της Αρχαιότητας με σκοπό να πείσει ή ακόμα και να μεταλλάξει τη γνώμη του κόσμου. Οι αναλογίες του τότε με το σήμερα όμως δεν τελειώνουν και η πρόθεση του Ρήγου ήταν να βρίσκονται όλα στην παράσταση σε μια ιδανική ισορροπία, χωρίς να καταστραφούν οι λεπτοί αρμοί του έργου: να μη γίνει δηλαδή μια ακόμα επιθεώρηση όπως συνηθίζουν να εμφανίζουν τον Αριστοφάνη σήμερα και να μείνει πιστή στο αρχικό κείμενο που θα ακούσουμε στην ωραία απόδοση του Σωτήρη Κακίση. “Φυσικά και υπάρχουν αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα αλλά όχι με κραυγαλέο τρόπο. Ήθελα κάτι έντονο, να εκφράζεται με πάθος αλλά ταυτόχρονα να υπάρχει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη σάτιρα, την πολιτική και την καθημερινότητα, το πραγματικό και το φανταστικό. Κυρίως όμως να είναι Αριστοφάνης. Το ίδιο το έργο έχει άλλωστε μια τέτοια δομή που πετάει έξω οτιδήποτε ξένο”. Και σίγουρα δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσει κανείς πράγματα, να προβληματιστεί αλλά και να περάσει καλά από τον Αριστοφάνη. «Μακάρι ο κόσμος να διασκεδάσει αλλά και να σκεφτεί, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα όχι με δεδομένα πράγματα που του δίνονται από πάνω ως συνταγή» επιμένει ο Ρήγος και προφανώς έχει απόλυτο δίκιο.
Ινφο: Ιππείς του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου σήμερα 27 Ιουνίου
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Ειδήσεις σήμερα:
«Διευκολύνσεις» εμβολιασμένων: Ποιοι χώροι ανοίγουν, πώς θα ελέγχεται η είσοδος - Προ των πυλών οι ανακοινώσεις
Ματ Χάνκοκ: Εγκατέλειψε και τη σύζυγό του εκτός από το πόστο του υπουργού μετά από 6 εβδομάδες σχέσης με τη σύμβουλό του
Ο κυκλώνας Ενρίκε απειλεί τις δυτικές ακτές του Μεξικού
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr