Ευτυχία Στεφάνου: Η πρωταγωνίστρια του Μάριο Μπανούσι μιλάει για το Mami
eftixia-xrwma

Ευτυχία Στεφάνου: Η πρωταγωνίστρια του Μάριο Μπανούσι μιλάει για το Mami

Ξεκινώντας το διεθνές ταξίδι του, το έργο του Μάριο Μπανούσι «Μami» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και η αιθέρια πρωταγωνίστρια μιλάει για ένα θεατρικό που έχει τη σπάνια δύναμη να απευθύνεται κατευθείαν στο συναίσθημα από μια ομάδα γεμάτη αγάπη

Οι παραστάσεις που σκηνοθετεί ο 26χρονος αλλά ήδη φημισμένος σκηνοθέτης και performer Μάριο Μπανούσι είναι συναρπαστικές, αγγίζουν το κοινό, αντηχούν βαθιά αίσθηση ανθρωπιάς και διαχρονικότητας. Στα έργα του εξερευνά γιγαντιαία αναπάντητα ερωτήματα που ακόμα κι αν το περιεχόμενο είναι περίπλοκο, η απόδοσή του χαίρει αισιοδοξίας, αγάπης και μαγείας.

Μαζί με την Ευτυχία Στεφάνου, μόνιμη συνεργάτιδά του, είναι το δίδυμο που χαράζει τη δική του πορεία στο θέατρο. Τη συναντάμε μια μέρα με τσουχτερό κρύο, αλλά ίσως όχι περισσότερο από αυτό που εκείνη βιώνει πάνω στη σκηνή, όπου βουτιέται επανειλημμένως μέχρι πνιγμού ολόγυμνη σε μια δεξαμενή νερού.

Ο ρόλος της στο «Mami», όπως και στη «Λιντίτα» και στην «Ταβέρνα», είναι ρευστός. «Ο Μάριο δεν μας δίνει συγκεκριμένους χαρακτήρες, κι αυτό μας επιτρέπει να φέρουμε το προσωπικό μας στοιχείο στον ρόλο. Στο “Mami” νιώθω ότι ο ρόλος του κοριτσιού ωριμάζει, κουβαλώντας μαζί του το σπαρτάρισμα της “Λιντίτα” και τον εσωτερικευμένο θυμό της “Ταβέρνας”.



Στο “Mami” η κοπέλα θα μπορούσε να είναι η κόρη, η αδερφή, η νύφη, ακόμα και η μητέρα. Μέσα από αυτή τη ρευστότητα σπάω, ματαιώνομαι, βουτάω στον έρωτα. Είναι ένας ρόλος που δεν παγιδεύεται σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα, αλλά εξελίσσεται, μεταμορφώνεται, αντηχώντας τις αντιφάσεις και τις πολυπλοκότητες της ίδιας της γυναικείας φύσης».

Με τον Μάριο γνωρίστηκαν όταν εκείνος ήταν ακόμα φοιτητής στη Δραματική του Ωδείου Αθηνών κατά τη διάρκεια της καραντίνας. «Θυμάμαι την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, στα Εξάρχεια, μου μίλησε για το όραμά του να σκηνοθετήσει. Είχε στα μάτια του μια φλόγα. Η δεύτερη φορά ήταν στη Γερμανία, όπου ήρθε καλεσμένος της κολεκτίβας μας και παρακολούθησε τις πρόβες. Hταν η πρώτη φορά που με είδε να χορεύω. Εκεί μου ανοίχτηκε δείχνοντάς μου φωτογραφίες από χειροποίητες παραστάσεις σε έναν χώρο σαλονιού, εικόνες που με συγκίνησαν αμέσως.

Σαν να υπήρχε ήδη ένας κοινός κώδικας ανάμεσά μας. Η τρίτη φορά ήταν και η πιο καθοριστική. Οταν είδα τη “Ραγάδα”, την πρώτη του δουλειά, με ταξίδεψε σε ένα πολύ οικείο μέρος. Του είπα ότι αυτό που είδα ήταν πολύ κοντά στην περφόρμανς που θαυμάζω και πως αν χρειαζόταν κάποτε μια χορεύτρια, εγώ θα ήμουν εκεί. Δεν άργησε να χτυπήσει το τηλέφωνο, όπου μου είπε ότι ετοιμάζει ένα έργο για την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και θα ήθελε να συνεργαστούμε. Στην ακρόαση θυμάμαι πως το πρώτο πράγμα που μου ζήτησε ήταν να μιλήσω για τη μαμά μου. Κι εγώ, κάπως αντανακλαστικά, άρχισα να μιλάω για τη θάλασσα. Αυτή η στιγμή αποτέλεσε τον σπόρο του “Mami” και του ρόλου μου σήμερα. Ηταν το πρώτο βήμα μιας συνεργασίας που εξελίχθηκε σε κάτι πολύ βαθύτερο».



Πώς είναι να δουλεύει με τον Μάριο; «Εχει απίστευτο χιούμορ και κάνει φοβερές μιμήσεις, κάτι που φανερώνει το πόσο παρατηρητικός είναι στη λεπτομέρεια. Αυτό που τον κάνει ξεχωριστό είναι ο τρόπος που δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας και μια φιλική ατμόσφαιρα μέσα από την οποία καταφέρνει να αντλεί έντονα συναισθήματα. Το γέλιο και το δράμα συνυπάρχουν. Τον εμπιστεύομαι απόλυτα γιατί έχει αποδείξει ότι μπορεί να φέρει στο φως τις καλύτερες ποιότητες των συνεργατών του».

Κάποιες εμπειρίες ζωής τη βοήθησαν να δίνει περισσότερα στους επί σκηνής χαρακτήρες της. «Αντλώ πολλή δύναμη και συναίσθημα από τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι να χάνομαι για ώρες στους ελαιώνες του χωριού μου στη Μάνη, να επιστρέφω με το ηλιοβασίλεμα από τη θάλασσα. Μεγάλωσα με έναν ατρόμητο αδερφό που ποτέ δεν με άφηνε να κερδίσω στα παιχνίδια, εκτός κι αν το κατάφερνα με την αξία μου, και με ένα πανέξυπνο λυκόσκυλο που με έφερε κοντά στη ζωώδη φύση μου.

Μέσα από τον χορό και την τέχνη προσπαθώ να κρατώ ζωντανή τη σύνδεση με εκείνο το παιδί με τα γρατζουνισμένα γόνατα, τα ξυπόλητα βρόμικα πόδια, που επινοεί παιχνίδια, που κλαίει γοερά και γελά εκκωφαντικά. Η επαφή μου με τη φύση διαμόρφωσε τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα συναισθήματα, τα οποία έμαθα να τα βιώνω στο έπακρο».

Αναφέρεται στις προκλήσεις της επαγγελματικής της πορείας. «Στις σπουδές μου, στην Ακαδημία Χορού SEAD στο Σάλτσμπουργκ, ήμουν απόλυτα αφοσιωμένη στη σωματικότητα της προπόνησης, στην πειθαρχία της χορευτικής πρακτικής και στην κατάκτηση τεχνικών εργαλείων. Ο χορός τότε ήταν για μένα ένας χώρος σκληρής δουλειάς και διαρκούς εξέλιξης όπου η σωματική αντοχή και η τεχνική ήταν το επίκεντρο. Τώρα, μετά από έξι χρόνια στον επαγγελματικό χώρο, αντιλαμβάνομαι ότι ο μεγαλύτερος αγώνας δεν είναι μόνο σωματικός, αλλά και υπαρξιακός.



Η ψυχική ισορροπία μέσα σε έναν επισφαλή τρόπο ζωής όπως αυτός μιας freelancer χορεύτριας είναι μια καθημερινή πρόκληση. Η διαρκής αβεβαιότητα, η ανάγκη να βρίσκεις συνεχώς νέα πρότζεκτ και να στηρίζεις τον εαυτό σου τόσο οικονομικά όσο και καλλιτεχνικά απαιτεί ανθεκτικότητα. Ο χορός είναι σωματική τέχνη, αλλά κυρίως τρόπος ύπαρξης - και αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα».

Μου εξηγεί πως μέσα από τον χορό έχει μάθει να δουλεύει πολύ με το βάρος της και τη γείωσή της. «Η φύση μου ως χορεύτρια είναι ανάλαφρη, γι’ αυτό και δούλεψα σκληρά στο να χτίσω άγκυρες γείωσης. Συχνά παίζω με την ιδέα ότι όσο περισσότερο μπορείς να συντονιστείς με τη βαρύτητα και τη δυναμική της αιώρησης τόσο πιο ανάλαφρος μπορείς να γίνεις.

Η ελαφρότητα έρχεται μέσα από τη σύνδεση με το έδαφος, όχι από την αποφυγή του». Η πρώτη της ανάμνηση από τον χορό δεν είναι από ένα μάθημα ή από κάποια παράσταση, αλλά από τοπικά παραδοσιακά γλέντια. «Θυμάμαι να ανεβαίνω στα τραπέζια μετά το φαγητό και να ρίχνω δύο φούρλες. Ημουν ντροπαλό παιδί, δεν μιλούσα πολύ, αλλά κουνιόμουν συνεχώς, και με μια παράξενη αυτοπεποίθηση σηκωνόμουν εύκολα να χορέψω. Η πρώτη μου ανάμνηση όμως από τον σύγχρονο χορό συνδέεται με το προνόμιο του να μεγαλώνω στην Καλαμάτα, δίπλα στο Φεστιβάλ Χορού που γεννήθηκε και άνθισε υπό το όραμα και την υπογραφή της Βίκυς Μαραγκοπούλου.

Το 2006, θυμάμαι να βλέπω για πρώτη φορά την ομάδα Peeping Tom και να γυρίζω στη μητέρα μου, λέγοντας ξεκάθαρα και διψασμένα: “Αυτό θέλω να κάνω. Να γυρίζω τον κόσμο, να χορεύω σε παραστάσεις που συγκινούν όπως αυτή που μόλις είδα”. Hταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι ο χορός μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από μια κίνηση: μπορεί να είναι αφήγηση, συναίσθημα, ένας κόσμος ολόκληρος»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Δείτε Επίσης

Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies

Μάθετε περισσότερα εδώ

Αποδοχή